ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΠΟΥΛΙ
ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΠΟΛΥΝ - ΠΟΛΥΝ ΚΑΙΡΟ ζούσε ένας βασιλιάς, που είχε έναν πανέμορφο κήπο πίσω απ’ το παλάτι του. Και μέσα στον κήπο είχε μια μηλιά, φορτωμένη με ολόχρυσα μήλα. Όταν τα μήλα ωρίμασαν, ο βασιλιάς πρόσταξε να τα μετρήσουν. Και την άλλη μέρα το πρωί τα μέτρησαν πάλι κι έλειπε ένα. Μόλις το 'μαθε ο βασιλιάς, αποφάσισε να βάλει φρουρό κάτω απ’ το δέντρο να το φυλάει τις νύχτες. Ο βασιλιάς είχε τρεις γιους και όταν σκοτείνιασε, έστειλε τον μεγαλύτερο στον κήπο, να προσέχει τα χρυσά μήλα. Τα μεσάνυχτα όμως ο πρίγκιπας δεν άντεξε άλλο κι αποκοιμήθηκε. Και την άλλη μέρα το πρωί έλειπε πάλι ένα μήλο. Το επόμενο βράδυ ήταν η σειρά του δεύτερου γιου. Αλλά κι αυτός έπαθε τα ίδια: στις δώδεκα τη νύχτα παραδόθηκε στον ύπνο, όπως κι ο αδερφός του. Και το πρωί έλειπε πάλι ένα μήλο. Ήρθε κι η σειρά του τρίτου, που ήταν έτοιμος να πάει. Ο βασιλιάς όμως δεν τού 'χε καμιά εμπιστοσύνη και δεν ήθελε να τον αφήσει αφού τα μεγαλύτερα αδέρφια του δεν τα 'χαν καταφέρει, απ’ τον μικρό δεν περίμενε τίποτα. Το βασιλόπουλο όμως επέμενε και τελικά ο βασιλιάς τού έδωσε την άδεια. Ο μικρός γιος λοιπόν ξάπλωσε κάτω απ’ το δέντρο και πρόσεχε να μην τον πάρει ο ύπνος. Κι όταν χτύπησαν μεσάνυχτα, άκουσε ένα θρόισμα στον αέρα κι είδε στο φεγγαρόφωτο ένα πουλί να πλησιάζει πετώντας: το φτέρωμά του άστραφτε ολόχρυσο. Το πουλί κάθισε στα κλαδιά της μηλίτσας. Κι είχε μόλις αρχίσει να τσιμπολογάει ένα μήλο, όταν το βασιλόπουλο έβγαλε το τόξο του και το σημάδεψε. Το βέλος όμως ξαστόχησε. Ίσα που πέρασε ξυστά απ’ τη φτερούγα του και τού 'ριξε κάτω ένα χρυσό πούπουλο. Το βασιλόπουλο το μάζεψε και την άλλη μέρα το πρωί το 'δειξε στο βασιλιά. Του διηγήθηκε όσα είχε δει τη νύχτα κι εκείνος κάλεσε αμέσως συμβούλιο. Όλοι οι σοφοί συμφώνησαν πως ένα τέτοιο πούπουλο αξίζει περισσότερο απ’ ολόκληρο το βασίλειο.
-«Αν αυτά τα πούπουλα είναι τόσο πολύτιμα», είπε τότε ο βασιλιάς, «τι να μου κάνει ένα μονάχα; Θέλω ολόκληρο το πουλί ! Πρέπει να το πιάσουμε πάση θυσία!»
Πρώτος ξεκίνησε ο μεγαλύτερος γιος. Είχε μεγάλη εμπιστοσύνη στην εξυπνάδα του και πίστευε πως θα 'βρισκε σίγουρα το χρυσό πουλί. Δρόμο πήρε, δρόμο άφησε, ώσπου συνάντησε στην άκρη ενός δάσους μιαν αλεπού και σήκωσε το ντουφέκι του να τη σκοτώσει. Η αλεπού τότε φώναξε:
-«Μη με σκοτώνεις κι εγώ γι’ αντάλλαγμα θα σου δώσω μια καλή συμβουλή. Γυρεύεις το χρυσό πουλί. Κι απόψε το βράδυ θα φτάσεις σ’ ένα χωριό. Μπαίνοντας θα δεις δυο πανδοχεία, το ένα αντίκρυ στο άλλο. Το ένα θα είναι κατάφωτο και γεμάτο κόσμο, που θα γλεντάει ως αργά. Πρόσεξε όμως! Μην μπεις εκεί μέσα. Πήγαινε στο άλλο, όσο σκοτεινό και φτωχικό κι αν σου φανεί!»
-«Σιγά μη δεν ακολουθήσω τις συμβουλές ενός ανόητου ζωντόβολου!», συλλογίστηκε ο πρίγκιπας και πάτησε τη σκανδάλη. Ξαστόχησε όμως κι η αλεπού μάζεψε την ουρά της και το’ σκάσε. Ο πρίγκιπας συνέχισε το δρόμο του και, πράγματι, έφτασε το βράδυ σ’ ένα χωριό και είδε τα δυο πανδοχεία: στο ένα γελούσαν και χόρευαν, το άλλο έμοιαζε μίζερο και τρισάθλιο.
-«Δεν είμαι χαζός », σκέφτηκε, «να πάω σ’ αυτήν τη σκοτεινή τρύπα, την ώρα που όλος ο κόσμος το γλεντάει με την ψυχή του εδώ δίπλα». Μπήκε λοιπόν στο κατάφωτο πανδοχείο. Και με τις γιορτές, τα γλέντια και τις διασκεδάσεις, έμεινε εκεί και ξέχασε τα πάντα: και το χρυσό πουλί και τον πατέρα του και τις καλές ορμήνειες που τού 'χε δώσει για το δρόμο.
Πέρασε καιρός πολύς κι ο μεγάλος γιος του βασιλιά δεν έλεγε να γυρίσει. Ξεκίνησε λοιπόν κι ο δεύτερος, να βρει το χρυσό πουλί. Στην άκρη του δάσους συνάντησε κι αυτός την αλεπού, που τού 'δωσε την καλή της συμβουλή. Εκείνος όμως αδιαφόρησε, όπως κι ο αδερφός του. Φτάνοντας στο χωριό, τον είδε ο αδερφός του, που στεκόταν στο παράθυρο του κατάφωτου πανδοχείου, κι αμέσως τον φώναξε. Ο δεύτερος πρίγκιπας δεν μπόρεσε ν’ αντισταθεί: μπήκε μέσα και παραδόθηκε κι αυτός στις διασκεδάσεις και τα γλέντια ξεχνώντας τα πάντα.
Πέρασε πάλι καιρός πολύς. Και ο τρίτος γιος τού βασιλιά ήθελε κι αυτός να ξεκινήσει και να δοκιμάσει την τύχη του. Ο πατέρας του όμως δεν εννοούσε να τον αφήσει.
-«Μάταιος κόπος», σκεφτόταν. «Αφού δεν μπόρεσαν τ’ αδέρφια του να βρουν το χρυσό πουλί, πώς θα τα καταφέρει ετούτος; Κι αν του τύχει κανένα κακό, δεν θα ξέρει τι να κάνει. Καλύτερα να τον κρατήσω κοντά μου!»
Επειδή όμως ο μικρός του γιος δεν τον άφηνε σε ησυχία, αναγκάστηκε τελικά να τον αφήσει να φύγει. Στην άκρη του δάσους συνάντησε κι αυτός την αλεπού, που του ζήτησε να της χαρίσει τη ζωή και τού 'δωσε γι’ αντάλλαγμα τη συμβουλή της. Και το βασιλόπουλο της φέρθηκε με καλοσύνη και της είπε:
-«Μη φοβάσαι, κυρά-Μαριώ, κι εγώ δεν θα σε πειράξω!»
-«Θα στο ξεπληρώσω το καλό που μού 'κανες!», αποκρίθηκε η αλεπού. «Και για να φτάσεις γρηγορότερα, ανέβα στην ουρά μου».
Δεν πρόλαβε καλά – καλά ν’ ανέβει, κι η αλεπού άρχισε να τρέχει σαν αστραπή, πηδώντας πάνω από βουνά και κάμπους, ενώ ο άνεμος σφύριζε μέσα απ’ τα μαλλιά του καβαλάρη. Όταν έφτασαν στο χωριό, το βασιλόπουλο ξεπέζεψε, κι ακολουθώντας τη συμβουλή της αλεπούς μπήκε στο σκοτεινό και φτωχικό πανδοχείο, δίχως να γυρίσει να κοιτάξει απέναντι. Εκεί πέρασε ήσυχα - ήσυχα τη νύχτα του και την άλλη μέρα το πρωί ξεκίνησε να συνεχίσει το δρόμο του. Αλλά έξω απ’ τα σπίτια του χωριού βρήκε πάλι την αλεπού να τον περιμένει:
-«Τώρα θα σου πω τι άλλο πρέπει να κάνεις για να βρεις το χρυσό πουλί. Προχώρα ίσια μπροστά και θα φτάσεις σ’ έναν πύργο. Θα δεις μπροστά σου ολόκληρο στρατό, αλλά μη φοβηθείς. Γιατί όλοι οι στρατιώτες θα κοιμούνται και θα ροχαλίζουν. Πέρνα ανάμεσα τους και μπες στον πύργο. Προχώρα δίχως καθυστέρηση, να διασχίσεις όλες τις αίθουσες. Και τέλος θα φτάσεις σε μια μικρή κάμαρη, όπου θα δεις κρεμασμένο ένα ξύλινο κλουβάκι. Εκεί μέσα είναι το χρυσό πουλί. Δίπλα θα βρεις κι ένα ολόχρυσο κλουβί, άδειο. Αλλά πρόσεξε καλά: μη βγάλεις το πουλί απ’ το ξύλινο κλουβί του για να το βάλεις στο χρυσό! Γιατί θα βρεις κακό τέλος».
Και μ’ αυτά τα λόγια η αλεπού τον πήρε πάλι στην ουρά της κι άρχισε να τρέχει σαν αστραπή, πηδώντας πάνω από βουνά και κάμπους, ενώ ο άνεμος σφύριζε μέσα στα μαλλιά του καβαλάρη. Κι όταν έφτασαν μπροστά στον πύργο, το βασιλόπουλο τα βρήκε όλα όπως του τα 'χε πει η αλεπού. Προχώρησε μέσα απ’ όλες τις αίθουσες κι έφτασε στη μικρή καμαρούλα, όπου βρήκε το χρυσό πουλί μέσα στο ξύλινο κλουβί, ενώ δίπλα κρεμόταν ένα ολόχρυσο κλουβί, αδειανό. Και μέσα στην καμαρούλα βρήκε και τα τρία χρυσά μήλα απ’ τη μηλίτσα του πατέρα του.
-«Κρίμα θα 'ναι», σκέφτηκε τότε το βασιλόπουλο, «ν’ αφήσω τέτοιο πουλί μέσα σ’ ένα τόσο άσχημο και φτωχικό κλουβί».
Άνοιξε τότε την πόρτα του ξύλινου κλουβιού, έπιασε το πουλί και το 'βαλε μέσα στο χρυσό κλουβί. Την ίδια στιγμή όμως εκείνο άρχισε να τσιρίζει τόσο δυνατά που ξύπνησε όλους τους στρατιώτες. Εκείνοι όρμησαν μέσα, τον έπιασαν και τον έριξαν στη φυλακή. Την άλλη μέρα το πρωί, τον πέρασαν από δίκη. Κι αφού ο πρίγκιπας ομολόγησε τα πάντα, τον καταδίκασαν σε θάνατο. Αλλά ο βασιλιάς του πύργου αποφάσισε να του χαρίσει τη ζωή, μ’ έναν όρο: να βρει και να του φέρει το χρυσό άλογο, που τρέχει πιο γρήγορα κι από τον άνεμο. Αν τα κατάφερνε, δεν θα του χάριζε μονάχα τη ζωή, αλλά θα τού 'δινε χάρισμα και το χρυσό πουλί.
Το βασιλόπουλο πήρε πάλι το δρόμο, αλλά η λύπη τού βάραινε την καρδιά. Γιατί δεν ήξερε πού μπορούσε να βρει το χρυσό άλογο. Εκεί που πήγαινε, νάσου ξαφνικά η αλεπού μπροστά του.
-«Βλέπεις;», τον ρώτησε η αλεπού. «Δεν μ άκουσες, και τώρα να τι έπαθες! Αλλά μη χάνεις το κουράγιο σου, γιατί εγώ δεν θα σ’ αφήσω αβοήθητο: θα σου πω πού θα βρεις το χρυσό άλογο. Θα προχωρήσεις ίσια μπροστά και θα φτάσεις σ’ έναν πύργο. Μπροστά στους στάβλους του θα δεις τους ιπποκόμους και τους σταβλίτες να κοιμούνται βαθιά. Μη φοβηθείς. Μπες στους στάβλους τους, κι εκεί θα δεις το χρυσό άλογο. Ένα μόνο να θυμάσαι, για να μην την ξαναπάθεις: μην του βάλεις τη χρυσή και πλουμιστή σέλα, αλλά τη φτωχική, που είναι φτιαγμένη από ξύλο κι από δέρμα. Αλλιώς θα το μετανιώσεις πικρά!»
Κι η αλεπού τον ξαναπήρε στην ουρά της κι άρχισε να τρέχει σαν την αστραπή, πηδώντας πάνω από βουνά και κάμπους, ενώ ο άνεμος σφύριζε μέσα στα μαλλιά του καβαλάρη. Κι όλα έγιναν έτσι όπως τα είχε πει η αλεπού: το βασιλόπουλο μπήκε στους στάβλους και βρήκε το χρυσό άλογο. Αλλά τη στιγμή που ετοιμαζόταν να το σελώσει, συλλογίστηκε:
-«Τέτοιο ολόχρυσο άλογο είναι ντροπή να το σελώσω μ’ αυτήν την παλιά και χαλασμένη σέλα. Θα του βάλω τη χρυσή και πλουμιστή, γιατί αυτή του ταιριάζει!»
Αλλά μόλις η χρυσή σέλα άγγιξε τη ράχη τού αλόγου, εκείνο άρχισε να χλιμιντρίζει δυνατά. Οι σταβλίτες ξύπνησαν, τον έπιασαν και τον έριξαν στη φυλακή. Την άλλη μέρα το πρωί τον πέρασαν από δίκη και τον καταδίκασαν σε θάνατο. Αλλά ο βασιλιάς του πύργου υποσχέθηκε να του χαρίσει τη ζωή και το χρυσό άλογο, αν πήγαινε να του φέρει την πεντάμορφη βασιλοπούλα απ’ το χρυσό κάστρο.
Με βαριά καρδιά ξεκίνησε ο πρίγκιπας να βρει το χρυσό κάστρο. Ευτυχώς όμως συνάντησε και πάλι στο δρόμο την πιστή φίλη του, την αλεπού.
-«Θά 'πρεπε να σ’ αφήσω στην τύχη σου», του είπε η κυρά-Μαριώ. «Αλλά σε λυπάμαι και θα σε βοηθήσω γι’ άλλη μια φορά. Ο δρόμος που έχεις πάρει θα σε βγάλει ίσια στο χρυσό κάστρο. Όταν θα φτάσεις, θα 'ναι βράδυ. Περίμενε να νυχτώσει. Κι όταν όλα θα 'ναι ήσυχα, θα δεις την πεντάμορφη βασιλοπούλα που θα βγαίνει να λουστεί. Κι όταν θα μπαίνει στο νερό, τρέξε και δώσε της ένα φιλί. Τότε θα σ’ ακολουθήσει όπου κι αν της πεις. Πρόσεξε μονάχα μην την αφήσεις ν’ αποχαιρετήσει τους γονείς της. Γιατί θα το μετανιώσεις πικρά».
Κι η αλεπού τον ξαναπήρε στην ουρά της κι άρχισε να τρέχει σαν την αστραπή, πηδώντας πάνω από βουνά και κάμπους, ενώ ο άνεμος σφύριζε μέσα στα μαλλιά του καβαλάρη. Κι όλα έγιναν έτσι όπως τα είχε πει η αλεπού: το βασιλόπουλο περίμενε ως τα μεσάνυχτα. Κι όταν όλοι είχαν πέσει σε ύπνο βαθύ κι η πεντάμορφη βγήκε απ’ το χρυσό κάστρο για να λουστεί, εκείνος έτρεξε και της έδωσε ένα φιλί. Η βασιλοπούλα του υποσχέθηκε πως θα τον ακολουθήσει όπου κι αν την οδηγήσει. Αλλά με δάκρυα τον ικέτεψε να την αφήσει να χαιρετήσει τους γονείς της για τελευταία φορά. Στην αρχή εκείνος αντιστάθηκε στα παρακάλια της. Η κοπέλα όμως με κλάματα έπεσε στα πόδια του, ώσπου τελικά ο πρίγκιπας τη λυπήθηκε και υποχώρησε. Αλλά μόλις η πεντάμορφη πλησίασε στο κρεβάτι του πατέρα της, ξύπνησαν όλοι στο χρυσό κάστρο, έπιασαν τον πρίγκιπα και τον έριξαν στη φυλακή. Την άλλη μέρα το πρωί ο βασιλιάς του χρυσού κάστρου του μίλησε και του είπε:
-«Γι αυτό που έκανες, θα χάσεις τη ζωή σου! Αν όμως καταφέρεις μέσα σε οχτώ μέρες να κουνήσεις το βουνό που είναι μπροστά στο παράθυρο μου και μού κόβει τη θέα, τότε θα σ’ αφήσω να ζήσεις και θα σου δώσω γι’ ανταμοιβή και την ίδια μου τη θυγατέρα».
Το βασιλόπουλο άρχισε αμέσως να σκάβει και να φτυαρίζει και να πετάει το χώμα, δίχως σταματημό. Και μετά από εφτά μέρες είδε πόσο λίγο είχε προχωρήσει και πως άδικα πήγαινε ο κόπος του. Τότε απελπίστηκε και βουτήχτηκε σε μεγάλη λύπη. Αλλά το βράδυ της έβδομης μέρας παρουσιάστηκε μπροστά του η αλεπού και του είπε:
-«Δεν σου αξίζει να σε βοηθήσω. Άντε όμως να κοιμηθείς κι εγώ θα τελειώσω τη δουλειά σου».
Και την άλλη μέρα το πρωί, όταν ξύπνησε και κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο, το βουνό είχε χαθεί. Το βασιλόπουλο έτρεξε όλο χαρά στο βασιλιά και του είπε πως είχε κατορθώσει να κουνήσει το βουνό. Και πως ήθελε δεν ήθελε τώρα, έπρεπε να κρατήσει το λόγο του και να του χαρίσει τη ζωή και τη θυγατέρα του.
Πήρε λοιπόν την πεντάμορφη και ξεκίνησε για το δρόμο του γυρισμού. Σε λίγο συνάντησαν την αλεπού.
-«Κατάφερες να κερδίσεις το καλύτερο απ’ όλα», του είπε. «Αλλά στην πεντάμορφη του χρυσού κάστρου ταιριάζει το χρυσό άλογο».
-«Αυτό όμως πώς θα καταφέρω να το αποκτήσω;», ρώτησε το βασιλόπουλο.
-«Θα σου πω», αποκρίθηκε η αλεπού. «Πήγαινε στο βασιλιά που σου ζήτησε την πεντάμορφη και δώσ' του τη. Θα κάνει χαρά και γιορτή μεγάλη. Και θα σου δώσει το χρυσό άλογο, έτοιμο, σελωμένο για το δρόμο. Εσύ τότε καβάλησε το και δώσε σ’ όλους το χέρι γι’ αποχαιρετισμό. Τελευταία απ’ όλους να χαιρετήσεις την πεντάμορφη. Κι όπως θα σου δώσει το χέρι της, σφίξε τη στο δικό σου και σπιρούνισε το άλογο και φύγε. Κανείς δεν θα μπορέσει να σε πιάσει, το χρυσό άλογο τρέχει γρηγορότερα κι απ’ τον άνεμο».
Όλα έγιναν όπως έπρεπε. Και το βασιλόπουλο πήρε πάλι το δρόμο του γυρισμού με την πεντάμορφη και το χρυσό άλογο. Από κοντά κι η αλεπού:
-«Τώρα θα σε βοηθήσω να πάρεις στα χέρια σου και το χρυσό πουλί. Όταν θα φτάσεις κοντά στον πύργο όπου βρίσκεται το χρυσό πουλί, κατέβασε την πεντάμορφη απ’ το άλογο σου και θα την προσέχω εγώ. Ύστερα συνέχισε καβάλα στο χρυσό άλογο και πήγαινε στον πύργο. Όταν σε δουν, θα κάνουν χαρά και γιορτή μεγάλη. Και θα σου δώσουν το χρυσό πουλί στο κλουβί του. Μόλις το πάρεις στα χέρια σου, σπιρούνισε το άλογο σου και γύρνα κοντά μας, να πάρεις και την πεντάμορφη».
Όταν όλα έγιναν όπως έπρεπε, το βασιλόπουλο ετοιμάστηκε να γυρίσει πίσω με τους θησαυρούς του. Η αλεπού όμως τον σταμάτησε και του είπε:
-«Τώρα ήρθε η ώρα να πάρω κι εγώ την ανταμοιβή μου, για όσα έκανα για σένα».
-«Τι ζητάς;», ρώτησε το παλικάρι. «Όταν θα φτάσουμε στην άκρη του δάσους, σήκωσε το ντουφέκι σου και σκότωσε με. Κι ύστερα κόψε μου το κεφάλι και τα πόδια».
-«Ωραίο τρόπο μού δείχνεις για να σού ξεπληρώσω το καλό που μού 'κανες!», φώναξε το παλικάρι. «Αδύνατον να κάνω τέτοιο πράγμα!» Η αλεπού όμως του είπε:
-«Αφού δεν θέλεις να το κάνεις, εγώ σ’ αφήνω και φεύγω. Αλλά πριν φύγω, θα σου δώσω μια τελευταία συμβουλή. Από δυο πράγματα πρέπει να φυλάγεσαι: μην αγοράσεις κρέας απ’ το δήμιο και μην καθίσεις να ξαποστάσεις σε πεζούλι πηγαδιού!» Και μ αυτά τα λόγια η αλεπού έτρεξε και χάθηκε.
Ο πρίγκιπας είπε με το νου του: «Αλλόκοτο ζώο, κι ακόμα πιο αλλόκοτες οι ιδέες που του κατεβαίνουν! Ποιος θα σκεφτόταν ποτέ ν’ αγοράσει κρέας απ’ το δήμιο; Και ποτέ ως τώρα δεν κάθισα να ξαποστάσω σε πεζούλι πηγαδιού». Και συνέχισε το δρόμο του. Σε λίγο έφτασε στο χωριό όπου είχαν ξεμείνει τ’ αδέρφια του. Είδε πολύν κόσμο μαζεμένο στους δρόμους κι όταν ρώτησε ο πρίγκιπας τι γινόταν, του αποκρίθηκαν πως ο δήμιος ετοιμαζόταν να κρεμάσει δυο κακούργους. Πλησίασε λοιπόν το παλικάρι και είδε πως οι δυο κακούργοι δεν ήταν άλλοι απ’ τ’ αδέρφια του, που είχαν ξοδέψει όλα τους τα χρήματα κι είχαν αρχίσει τις παρανομίες. Αμέσως ρώτησε αν μπορούσε να τους ελευθερώσει.
-«Αν πληρώσεις για λογαριασμό τους, πάρ’ τους και κάν’ τους ό,τι θέλεις!», του αποκρίθηκαν. «Γιατί όμως να ξοδέψεις τα λεφτά σου γι’ αυτά τα παλιόμουτρα, που μόνο η κρεμάλα τούς αξίζει;»
Εκείνος όμως δεν τους άκουσε, παρά πήγε και πλήρωσε για να τους ελευθερώσει. Κι ύστερα πήραν όλοι μαζί το δρόμο του γυρισμού. Σε λίγο έφτασαν στο δάσος όπου είχαν πρωτοσυναντήσει την αλεπού. Κι επειδή ο ήλιος έκαιγε πάνω απ’ τα κεφάλια τους κι εκεί, κάτω απ’ τα ψηλά δέντρα, είχε ίσκιο και δροσιά, τα δυο αδέρφια του είπαν:
-«Ας καθίσουμε εδώ, κοντά στο πηγάδι, να ξαποστάσουμε, να φάμε και να πιούμε».
Ο πρίγκιπας δέχτηκε. Και την ώρα που κουβέντιαζαν, ξεχάστηκε και κάθισε στο πεζούλι τού πηγαδιού, χωρίς να πάει στο κακό το μυαλό του. Αλλά τα μεγαλύτερα αδέρφια του τον έσπρωξαν και τον έριξαν μέσα στο πηγάδι. Του πήραν την πεντάμορφη, το χρυσό άλογο και το χρυσό πουλί και μια και δυο τράβηξαν για το παλάτι του πατέρα τους.
-«Δεν σου φέρνουμε μονάχα το χρυσό πουλί που γύρεψες, αλλά και το χρυσό άλογο και την πεντάμορφη του χρυσού κάστρου», του είπαν. Τότε έγινε γιορτή μεγάλη. Αλλά το χρυσό άλογο δεν ήθελε να βάλει μπουκιά στο στόμα του, το χρυσό πουλί δεν κελάηδησε καθόλου, κι η πεντάμορφη καθόταν και έκλαιγε πικρά.
Αλλά ο μικρός αδερφός δεν είχε πνιγεί. Το πηγάδι ήταν ξερό και νερό δεν είχε. Και το παλικάρι έπεσε ευτυχώς στα μαλακά χόρτα και μούσκλια, κι έτσι δεν είχε χτυπήσει. Μόνο που δεν μπορούσε να βγει από κει μέσα. Ούτε κι αυτή τη φορά όμως τον άφησε αβοήθητο η πιστή αλεπού. Ήρθε τρεχάτη και τον μάλωσε που δεν είχε ακολουθήσει τις συμβουλές της.
-«Αλλά δεν μπορώ να σ’ αφήσω στη μοίρα σου», του είπε. «Θα σε βοηθήσω να βγεις απ’ το πηγάδι». Κι αφού τον έβαλε πάλι πάνω στην ουρά της, έδωσε έναν πήδο και βρέθηκαν και οι δυο έξω.
-«Μη θαρρείς πως ξέφυγες μια για πάντα από τον κίνδυνο», του είπε. «Τ’ αδέρφια σου ήθελαν να σιγουρευτούν και γι’ αυτό έβαλαν σκοπούς σ’ όλο το δάσος. Αν σε δουν, θα σε σκοτώσουν χωρίς δεύτερη κουβέντα. Πρόσεχε, λοιπόν, να μη σε καταλάβουν!»
Το βασιλόπουλο ξεκίνησε για το παλάτι. Στο δρόμο του συνάντησε έναν γέρο ζητιάνο και άλλαξε τα ρούχα του με τα δικά του. Έτσι κατάφερε να περάσει απαρατήρητος και να φτάσει στο παλάτι του πατέρα του. Κανείς δεν τον γνώρισε. Αλλά το άλογο άρχισε πάλι να τρώει, το πουλί άρχισε να κελαηδάει κι η πεντάμορφη σταμάτησε τα κλάματα. Απορημένος ο βασιλιάς ρώτησε:
-«Τι σημαίνουν όλα αυτά;» Κι η πεντάμορφη του αποκρίθηκε:
-«Δεν ξέρω. Ήμουν τόσο λυπημένη και τώρα ξαφνικά ένιωσα τη χαρά να φτερουγίζει στην καρδιά μου. Λες και γύρισε ξάφνου ο αγαπημένος μου».
Και του διηγήθηκε όλα όσα είχαν συμβεί, παρ’ όλο που τα δυο αδέρφια είχαν απειλήσει να τη σκοτώσουν, αν μαρτυρούσε σε κανέναν το μυστικό τους. Ο βασιλιάς πρόσταξε να παρουσιαστούν μπροστά του όλοι όσοι βρίσκονταν μέσα στο παλάτι του: ήρθε τότε κι ο μικρός του γιος ντυμένος με τα ρούχα τού ζητιάνου. Η πεντάμορφη όμως τον γνώρισε και ρίχτηκε αμέσως στην αγκαλιά του. Τα δυο κακά αδέρφια τα 'πιασαν και τα κρέμασαν. Αυτός όμως παντρεύτηκε τη βασιλοπούλα κι έγινε διάδοχος του θρόνου.
Αλλά τι απόγινε η κακομοίρα η αλεπού; Μετά από πολύν καιρό ο πρίγκιπας ξαναπήγε σ’ εκείνο το δάσος. Κι εκεί συνάντησε ξανά την αλεπού.
-«Τώρα έχεις όλα όσα λαχταρούσε η ψυχή σου. Εμένα όμως η δυστυχία μου δεν λέει να πάρει τέλος», παραπονέθηκε η αλεπού. «Κι όμως, εσύ θα μπορούσες να με βοηθήσεις, αν το ήθελες». Και γι’ άλλη μια φορά τον παρακάλεσε με δάκρυα στα μάτια να σηκώσει το ντουφέκι του και να τη σκοτώσει. Κι ύστερα να της κόψει το κεφάλι και τα πόδια. Κι ο πρίγκιπας πράγματι έκανε ό,τι του ζήτησε. Και την ίδια στιγμή η αλεπού μεταμορφώθηκε σε άντρα, που δεν ήταν άλλος απ’ τον αδερφό της πεντάμορφης πριγκίπισσας. Μετά από χρόνια και κόπους πολλούς είχε καταφέρει επιτέλους να γλιτώσει απ’ τα μάγια που τον κρατούσαν δεμένο. Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Πηγή
ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΓΚΡΙΜΜ -Εκδόσεις ΑΓΡΑ
Α τόμος
Μετάφραση: ΜΑΡΙΑ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ
Τίτλος πρωτοτύπου: Kinder - und Hausmärchen
Παραμύθια για τα παιδιά και την οικογένεια