ΤΟ ΤΡΑΠΕΖΑΚΙ, Ο ΧΡΥΣΟΓΑΙΔΑΡΟΣ ΚΙ Η ΜΑΓΚΟΥΡΑ
ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν ένας ράφτης, που είχε τρεις γιους και μια κατσίκα μονάχα. Κι επειδή η κατσίκα έτρεφε όλη την οικογένεια με το γάλα της, έπρεπε να τρώει κάθε μέρα μπόλικο χορτάρι. Οι τρεις γιοι λοιπόν την πήγαιναν ο καθένας με τη σειρά να βοσκήσει στα λιβάδια. Μια φορά την πήρε ο μεγαλύτερος απ’ τους τρεις και την πήγε στο νεκροταφείο, όπου είχε πλούσιο χορτάρι. Την άφησε να βοσκήσει με την ησυχία της και να χοροπηδήσει εδώ κι εκεί. Και το βράδυ, όταν ήρθε πια η ώρα να γυρίσουν σπίτι, τη ρώτησε:
-«Κατσικούλα μου, χόρτασες;» Κι η κατσίκα απάντησε:
-«Έφαγα και χόρτασα και τον Θεό εδόξασα! Μπέεεε!»
-«Ας γυρίσουμε λοιπόν στο σπιτάκι μας!», είπε το παιδί και τραβώντας την απ’ το σκοινί την έφερε στο στάβλο και την έδεσε προσεχτικά.
-«Λοιπόν, γιε μου», ρώτησε ο γέρο-ράφτης, «έφαγε καλά η κατσικούλα μας;»
-«Ούου, έφαγε και χόρτασε και τον Θεό εδόξασε!»
Ο πατέρας όμως ήθελε να σιγουρευτεί κι ο ίδιος. Πήγε λοιπόν στο στάβλο, τη χάιδεψε και τη ρώτησε:
-«Κατσικούλα μου, χόρτασες;»
Και τότε η κατσίκα αποκρίθηκε:
-«Τι να φάω η καημένη; Όλη μέρα μες στους τάφους είμαι τώρα πεινασμένη! Μπέεεε!»
-«Τι είναι αυτά που ακούω;» έβαλε τις φωνές ο ράφτης. Και τρέχοντας πήγε και κατσάδιασε το γιο του:
-«Παλιοψεύτη! Μου είπες ότι η κατσίκα είναι χορτάτη, ενώ την είχες αφήσει θεονήστικη!» Και πάνω στο θυμό του άρπαξε τον πήχη του, έδωσε ένα γερό μπερντάχι στο γιο του και τον έδιωξε απ’ το σπίτι.
Την άλλη μέρα ήταν η σειρά του δεύτερου γιου να πάει την κατσίκα να βοσκήσει. Εκείνος λοιπόν έψαξε και βρήκε ένα μέρος με πλούσιο και παχύ χορτάρι, κοντά στο φράχτη ενός κήπου. Εκεί την άφησε να βοσκήσει όσο τραβούσε η ψυχή της. Και το βράδυ τη ρώτησε:
-«Κατσικούλα μου, χόρτασες;»
Κι η κατσίκα τού απάντησε:
-«Έφαγα και χόρτασα και τον Θεό εδόξασα! Μπέεεε!»
-«Πάμε σπίτι, λοιπόν!», είπε το παιδί και τραβώντας την πίσω του γύρισε και την έδεσε στο στάβλο.
-«Λοιπόν, γιε μου», ρώτησε και πάλι ο γέρο-ράφτης, «χόρτασε η κατσικούλα μας;»
-«Έφαγε και χόρτασε και τον Θεό εδόξασε!», αποκρίθηκε το παιδί. Ο ράφτης όμως δεν τον πίστεψε, παρά πήγε να ρωτήσει και την ίδια την κατσίκα:
-«Κατσικούλα μου, χόρτασες;» Και τότε η κατσίκα απάντησε:
-«Τι να φάω η καημένη; Όλη μέρα μες στ αγκάθια είμαι τώρα πεινασμένη! Μπέεεε!»
-«Βρε το θεομπαίχτη!», θύμωσε πάλι ο ράφτης. «Τόσο καλό ζώο και κόντεψε να το πεθάνεις της πείνας!» Και μια και δυο ανεβαίνει πάνω, αρπάζει τον πήχη του και με τις ξυλιές διώχνει και τον δεύτερο γι ο του.
Ήρθε πια η σειρά του τρίτου γιου, που βάλθηκε να τα καταφέρει καλύτερα απ’ τους αδερφούς του. Έψαξε και βρήκε χαμηλούς θάμνους με τρυφερά και νόστιμα φύλλα κι άφησε την κατσίκα να βοσκήσει με την ησυχία της όλη μέρα. Το βράδυ, που ετοιμάστηκε να γυρίσει σπίτι, τη ρώτησε:
-«Κατσικούλα μου, χόρτασες;»
Και η κατσίκα απάντησε:
-«Έφαγα και χόρτασα και τον Θεό εδόξασα! Μπέεεε!»
-«Πάμε λοιπόν για το σπίτι», είπε το παιδί και τη γύρισε στο στάβλο ωραία και καλά.
-«Λοιπόν, γιε μου», ρώτησε πάλι ο γέρο-ράφτης. «Χόρτασε η κατσικούλα μας;»
-«Έφαγε και χόρτασε και τον Θεό εδόξασε, πατέρα!», αποκρίθηκε ο γιος.
Ο πατέρας όμως δεν τον πίστεψε, παρά κατέβηκε στο στάβλο και ρώτησε την ίδια την κατσίκα:
-«Κατσικούλα μου, χόρτασες;» Και το κακό ζώο πάλι αποκρίθηκε:
-«Τι να φάω η καημένη; Όλη μέρα μες στις πέτρες είμαι τώρα πεινασμένη! Μπέεεε!»
-«Α, τους αρχιψευταράδες!» φώναξε ο πατέρας. «Ο ένας χειρότερος απ’ τον άλλον ! Τέρμα, όμως, οι κοροϊδίες! Ως εδώ και μη παρέκει!» Κι έξαλλος από το θυμό του ανέβηκε πάνω, άρπαξε τον πήχη του και τον έκανε τον τρίτο γιο του τ’ αλατιού, ώσπου ο κακομοίρης αναγκάστηκε να φύγει τρέχοντας απ’ το σπίτι για να γλιτώσει.
Ο γέρο-ράφτης έμεινε πια ολομόναχος με την κατσίκα του. Την άλλη μέρα το πρωί κατέβηκε στο στάβλο, τη χάιδεψε και της είπε:
-«Έλα, καλή μου γιδούλα, θα σε πάω εγώ μόνος μου να βοσκήσεις!»
Και την πήρε απ’ το σκοινί και την πήγε στο πιο σκιερό και πλούσιο μέρος στο λιβάδι, όπου είχε χόρτα και φύλλα, απ’ αυτά που νοστιμεύονται οι κατσίκες.
-«Εδώ μπορείς να φας ό,τι τραβάει η καρδιά σου!», της είπε και την άφησε να βοσκήσει ήσυχα κι ωραία ως το βράδυ. Κι όταν έφτασε το βράδυ, τη ρώτησε:
-«Κατσικούλα μου, χόρτασες;» Κι εκείνη του αποκρίθηκε:
-«Έφαγα και χόρτασα και τον Θεό εδόξασα! Μπέεεε!»
-«Ας γυρίσουμε λοιπόν στο σπίτι μας!», είπε ο ράφτης και την πήγε πίσω στο στάβλο. Αλλά τη στιγμή που έβγαινε για ν’ ανέβει στο σπίτι, γύρισε άλλη μια φορά και της είπε:
-«Ε, σήμερα πια έφαγες καλά! Δεν φαντάζομαι να πεινάς;»
Η κατσίκα όμως δεν είχε βάλει μυαλό:
-«Τι να φάω η καημένη; Όλη μέρα μες στα βράχια είμαι τώρα πεινασμένη! Μπέεεε!»
Όταν την άκουσε ο γέρο-ράφτης, έμεινε με το στόμα ανοιχτό και κατάλαβε πως άδικα είχε διώξει τα τρία παιδιά του.
-«Περίμενε τώρα και θα σου δείξω εγώ, αχάριστο ζώο!», της είπε. «Δεν φτάνει να σε διώξω, εσένα. Στάσου και θα σε κανονίσω έτσι που δεν θα μπορείς πια ν’ αντικρίσεις και να κοροϊδέψεις κανέναν τίμιο ράφτη, όπως κορόιδεψες εμένα!»
Κι αρπάζει αμέσως το ξυράφι του, της σαπουνίζει το κεφάλι και την ξυρίζει γουλί. Κι επειδή δεν ήθελε να της κάνει την τιμή και να τη δείρει με τον πήχη του, άρπαξε το καμουτσίκι και την κυνήγησε κακήν κακώς.
Ολομόναχος πια ο ράφτης καθόταν στο σπίτι του κι έκλαιγε τη μοίρα του. Και παρακαλούσε τον Θεό να του φέρει πίσω τους τρεις γιους του. Αλλά κανείς δεν ήξερε τι είχαν απογίνει τα τρία παιδιά. Ο μεγαλύτερος είχε μπει παραγιός σ’ έναν μαραγκό. Κάθισε κοντά του και έμαθε καλά την τέχνη, κι όταν πια πέρασε ο καιρός και ήρθε η ώρα του να φύγει, ο μάστορας του χάρισε ένα τραπεζάκι, που δεν ξεχώριζε καθόλου απ’ τ’ άλλα, ούτε κι ήταν καμωμένο από καλό κι ακριβό ξύλο. Είχε όμως μια ξεχωριστή δύναμη: όταν το 'στηνες στα πόδια του και τού 'λεγες «Τραπεζάκι στρώσου!», τότε στρωνόταν στη στιγμή με καθαρό τραπεζομάντιλο και γέμιζε πιάτα και μαχαιροπίρουνα και πιατέλες με νόστιμα κι αχνιστά φαγητά και ποτήρια με κόκκινο κρασί, που τα 'βλεπες κι ευφραινόταν η ψυχή σου! Το παλικάρι το είδε και το θαύμασε κι είπε με το νου του: «Μ’ αυτό το τραπεζάκι δεν έχεις πια τίποτα και κανέναν ανάγκη!»
Το πήρε λοιπόν κι άρχισε να γυρίζει τον κόσμο και διόλου δεν σκοτιζόταν αν το πανδοχείο που διάλεγε ήταν καλό ή κακό, κι αν θα 'βρισκε φαγητό ή όχι να χορτάσει. Κι όσες φορές τραβούσε η καρδιά του να μείνει στην εξοχή, δεν έμπαινε καν στις πολιτείες που συναντούσε, παρά έστρωνε το τραπεζάκι του στο δάσος, στα χωράφια, στα λιβάδια, όπου κι αν βρισκόταν. Κι έτρωγε με την ψυχή του. Ώσπου κάποια μέρα πεθύμησε να γυρίσει πίσω στον πατέρα του. Ο θυμός τού ράφτη θα είχε πια καταλαγιάσει. Και με το μαγικό τραπεζάκι που είχε αποκτήσει, ο πατέρας του θα τον δεχόταν με χαρά.
Ξεκίνησε, λοιπόν, για το χωριό του και στο δρόμο σταμάτησε σ’ ένα πανδοχείο για να ξεκουραστεί. Όταν μπήκε μέσα, όλα τα τραπέζια ήταν γεμάτα. Τον καλωσόρισαν και τον κάλεσαν να κοπιάσει και να φάει μαζί τους, γιατί στο μαγερειό δεν είχε μείνει τίποτα. Ο νεαρός μαραγκός όμως αρνήθηκε:
-«Όχι, δεν θέλω να σας πάρω την μπουκιά απ’ το στόμα. Καλύτερα κοπιάστε εσείς να φάτε στο δικό μου τραπέζι».
Εκείνοι γέλασαν, γιατί νόμισαν πως το 'χε πει γι αστείο. Αυτός όμως έστησε το ξύλινο τραπεζάκι του μες στη μέση και είπε:
-«Τραπεζάκι στρώσου!» Κι αμέσως το τραπεζάκι γέμισε με πιατέλες τόσο λαχταριστές, που ακόμα κι ο καλύτερος μάγειρος θα δυσκολευόταν να ετοιμάσει. Κι οι μυρωδιές τούς έσπασαν τη μύτη.
-«Κοπιάστε, φίλοι μου!», τους είπε ο νεαρός μαραγκός. Κι οι υπόλοιποι δεν περίμεναν να τους το πει δεύτερη φορά, παρά ρίχτηκαν με τα μούτρα στο φαγητό. Κι ακόμα περισσότερο θαύμασαν που, μόλις άδειαζε μια πιατέλα, αμέσως έπαιρνε τη θέση της μια άλλη, ξέχειλη. Ο ταβερνιάρης καθόταν σε μια γωνιά και κοίταζε μ’ ανοιχτό το στόμα. Δεν ήξερε τι να πει. Και μέσα του σκεφτόταν:
-«Έναν τέτοιο μάγειρο έπρεπε να 'χω στο πανδοχείο μου!»
Ο μαραγκός κι η συντροφιά του το γλέντησαν μέχρις αργά τη νύχτα. Κι αφού έφαγαν και διασκέδασαν με την ψυχή τους, έπεσαν για ύπνο. Και το παλικάρι βόλεψε το τραπεζάκι του κοντά στον τοίχο κι έπεσε κι αυτό να κοιμηθεί. Ο ταβερνιάρης όμως δεν έβρισκε ησυχία. Θυμήθηκε ότι στο κελάρι του είχε ένα σωρό παλιοπράματα και ανάμεσα τους ήταν κι ένα μισοχαλασμένο τραπεζάκι, που έμοιαζε ολόιδιο με το μαγικό τραπεζάκι τού νεαρού μαραγκού. Πήγε σιγά σιγά και το ανέβασε πάνω και, χωρίς κανείς να τον πάρει χαμπάρι, το άλλαξε με το τραπεζάκι του νεαρού. Την άλλη μέρα το πρωί ο μαραγκός τον πλήρωσε, πήρε το τραπεζάκι του, χωρίς καν να του περάσει απ’ το νου πως του το είχαν αλλάξει, κι έφυγε για το χωριό του. Το μεσημέρι έφτασε στο σπίτι τού πατέρα του, που τον υποδέχτηκε με μεγάλη χαρά.
-«Για πες μου, καλό μου παιδί, έμαθες καμιά τέχνη να βγάζεις το ψωμί σου;», τον ρώτησε.
-«Έγινα μαραγκός, πατέρα», αποκρίθηκε ο μεγάλος του γιος.
-«Καλή δουλειά διάλεξες», του είπε ο γέρος. «Και τι έφερες μαζί σου απ’ το ταξίδι σου;»
-«Πατέρα, το πολυτιμότερο πράγμα που απόκτησα είναι τούτο το τραπεζάκι».
Ο ράφτης το περιεργάστηκε καλά - καλά απ όλες τις μεριές και τέλος είπε:
-«Δεν είναι και τίποτα σπουδαίο το τραπεζάκι που κουβάλησες μαζί σου! Παλιό και μισοχαλασμένο δείχνει!»
-«Είναι όμως μαγικό», του είπε ο γιος του. «Το στήνω και το προστάζω να στρωθεί και τότε εκείνο αμέσως γεμίζει με τα καλύτερα φαγητά κι ένα κρασί να ευφραίνεται η καρδιά σου. Ας καλέσουμε όλους τους συγγενείς και τους φίλους μας, να φάνε όσο τραβάει η όρεξη τους. Το τραπεζάκι μου θα τους χορτάσει όλους».
Κι όταν μαζεύτηκε η συντροφιά, ο μεγάλος γιος τού ράφτη έστησε το τραπεζάκι του στη μέση και είπε:
-«Τραπεζάκι στρώσου!» Το τραπεζάκι όμως δεν σάλεψε κι έμεινε αδειανό, σαν κάθε άλλο τραπέζι που δεν ξέρει από τέτοια και δεν καταλαβαίνει την ανθρώπινη λαλιά. Τότε κατάλαβε ο καημένος ο μαραγκός πως του είχαν αλλάξει το τραπεζάκι του και ντράπηκε πολύ που βγήκε ψεύτης. Οι συγγενείς και οι φίλοι τον άρχισαν στις κοροϊδίες κι αναγκάστηκαν να γυρίσουν στα σπίτια τους νηστικοί. Ο γέρο-πατέρας ξαναπήρε τη βελόνα κι άρχισε να δουλεύει κι ο γιος του μπήκε πάλι στη δούλεψη ενός μαραγκού.
Ο δεύτερος γιος είχε μπει παραγιός σ’ έναν μυλωνά, για να μάθει την τέχνη. Κι όταν πέρασε ο καιρός κι ήρθε πια η ώρα του να φύγει, ο μυλωνάς του είπε:
-«Μου δούλεψες καλά και πρόθυμα. Τώρα που θα φύγεις, σου χαρίζω ένα γαϊδαράκο, που δεν τραβάει κάρο ούτε κουβαλάει σακιά. Έχει όμως ένα χάρισμα ανεκτίμητο».
-«Τι κάνει δηλαδή;», ρώτησε το παλικάρι.
-«Φτύνει χρυσάφι», αποκρίθηκε ο μυλωνάς. «Τον βάζεις πάνω σ’ ένα σεντόνι και του λες: Μπρικλεμπρίτ! Κι αυτός αμέσως αρχίζει να φτύνει χρυσά φλουριά, όσα θέλεις».
-«Αυτό δεν είναι καθόλου άσχημο», είπε ο νεαρός, ευχαρίστησε το μυλωνά κι έφυγε να γυρίσει τον κόσμο. Κάθε που χρειαζόταν λεφτά, δεν είχε παρά να πει στο γαϊδαράκο του: Μπρικλεμπρίτ! κι αυτός έφτυνε βροχή τα φλουριά. Κι άλλο κόπο δεν έπρεπε να κάνει το παλικάρι, παρά να σκύψει να τα μαζέψει. Όπου κι αν πήγαινε, ζητούσε τα καλύτερα και τ’ ακριβότερα πράγματα. Και δεν τον ένοιαζε, όσο ακριβά κι αν ήταν, γιατί το πουγκί του ήταν πάντα γεμάτο.
Αφού γύρισε λοιπόν κάμποσον καιρό τον κόσμο, σκέφτηκε:
-«Πρέπει να γυρίσεις στον πατέρα σου. Τώρα που έχεις και τον χρυσό γαϊδαράκο, θα ξεχάσει το θυμό του και θα σε δεχτεί μ’ ανοιχτές αγκάλες». Και μια και δυο πήρε το δρόμο του γυρισμού. Έτυχε όμως και μπήκε στο ίδιο πανδοχείο που είχε μπει κι ο αδερφός του ο μεγάλος. Όταν βγήκε ο ξενοδόχος να τον υποδεχτεί, δεν τον άφησε να του πάρει το ζώο απ’ τα χέρια, αλλά είπε:
-«Μην κάνεις τον κόπο. Θα τον πάω μόνος μου στο στάβλο και μόνος μου θα τον δέσω. Γιατί πρέπει να ξέρω ακριβώς πού είναι ο γαϊδαράκος μου».
Ο ξενοδόχος παραξενεύτηκε. Κι απ’ το μυαλό του πέρασε πως ο καινούργιος του πελάτης δεν θα είχε και πολλά να ξοδέψει, αφού προτιμούσε ακόμα και το ζωντανό του να το φροντίσει μοναχός του. Όταν όμως ο ξένος έβαλε το χέρι στην τσέπη, έβγαλε δυο χρυσά φλουριά και τον έστειλε να του αγοράσει ό,τι καλύτερο είχε η αγορά, ο ξενοδόχος απόρησε ακόμα περισσότερο κι έτρεξε να βρει τους νοστιμότερους μεζέδες. Μετά το φαγητό, ο ξένος τον ρώτησε τι του χρωστούσε. Ο ξενοδόχος τότε έβγαλε το κοντύλι του και λογάριασε και παραφούσκωσε το λογαριασμό όσο μπορούσε περισσότερο. Και τέλος ζήτησε απ’ το παλικάρι άλλα δυο φλουριά. Ο νεαρός μυλωνάς έβαλε το χέρι στην τσέπη, το χρυσάφι του όμως είχε τελειώσει.
-«Περίμενε μια στιγμή, κυρ-ξενοδόχε!», είπε. «Θα πάω αμέσως να σου φέρω τα φλουριά σου». Και έφυγε παίρνοντας μαζί του κι ένα σεντόνι. Ο ξενοδόχος δεν μπορούσε πια να συγκρατήσει την περιέργεια του. Τον πήρε στα κρυφά από πίσω και τον είδε να μπαίνει στο στάβλο. Επειδή όμως το παλικάρι μαντάλωσε πίσω του την πόρτα, ο ξενοδόχος σκαρφάλωσε κι άρχισε να τον κρυφοκοιτάζει από μια χαραμάδα. Ο ξένος άπλωσε το σεντόνι κάτω απ’ το γάιδαρο, φώναξε: Μπρικλεμπρίτ ! κι αμέσως χρυσά φλουριά άρχισαν να πέφτουν στη γη απ’ το στόμα του ζώου.
-«Παναγίτσα μου!», σκέφτηκε ο ξενοδόχος. «Τι πράγμα είναι πάλι τούτο! Τέτοιο πορτοφόλι χαρά στον που το έχει! Δεν θα 'ταν κι άσχημα να το πάρω στα χέρια μου!»
Ο ξένος πλήρωσε το φαγητό του κι έπεσε να κοιμηθεί. Ο ξενοδόχος όμως γλίστρησε κρυφά στο στάβλο, πήρε το γάιδαρο που έφτυνε χρυσάφι κι έδεσε στη θέση του έναν άλλον.
Όταν ξημέρωσε, ο νεαρός μυλωνάς έφυγε με το γάιδαρο του κι ούτε που φανταζόταν ότι του τον είχανε αλλάξει. Το μεσημεράκι έφτασε στο σπίτι του πατέρα του, κι ο γέρος χάρηκε που τον ξαναείδε και τον υποδέχτηκε με χαρά μεγάλη.
-«Για πες μου, παιδί μου, έμαθες καμιά τέχνη να βγάζεις το ψωμί σου;», ρώτησε.
-«Έγινα μυλωνάς, πατέρα», απάντησε το παλικάρι. «Και τι μας έφερες απ’ το ταξίδι σου;»
-«Δεν έφερα παρά τούτον εδώ το γαϊδαράκο».
-«Γαϊδούρια έχουμε κι εδώ μπόλικα», είπε ο πατέρας. «Εγώ θα προτιμούσα καμιά καλή κατσικούλα».
-«Μα ο γάιδαρος μου δεν είναι σαν τους άλλους», απάντησε ο δεύτερος γιος του. «Ο γαϊδαράκος τούτος εδώ φτύνει χρυσά φλουριά. Μόλις του πω: Μπρικλεμπρίτ! αμέσως τα φλουριά πέφτουν βροχή. Μάζεψε όλους τους συγγενείς μας, κι εγώ θα τους κάνω πλούσιους».
-«Ωραίο πράμα!», σκέφτηκε ο ράφτης. «Δεν θα στραβώνομαι πια με το βελόνι!» Και τρέχοντας πήγε να προσκαλέσει τους συγγενείς και τους φίλους.
Όταν μαζεύτηκαν όλοι, ο νεαρός μυλωνάς τούς έβαλε να καθίσουν στη σάλα, άπλωσε το σεντόνι του κι έφερε και το γαϊδαράκο του.
-«Τα μάτια σας τέσσερα, τώρα!», τους είπε και φώναξε στο γάιδαρο: Μπρικλεμπρίτ! Αλλά κάθε άλλο παρά φλουριά ήταν αυτά που πέσανε στο σεντόνι του. Κι ο κακομοίρης κατάλαβε ότι ο γάιδαρος αυτός δεν κάτεχε την τέχνη των φλουριών. Γιατί δεν μπορεί ο κάθε τυχαίος γάιδαρος να φτάσει τόσο ψηλά. Κι ο δεύτερος γιος του ράφτη κοκκίνισε ντροπιασμένος που τον είχαν κοροϊδέψει και του είχαν πάρει μέσα απ’ τα χέρια τον χρυσό του γαϊδαράκο. Ζήτησε λοιπόν συγγνώμη απ’ τους συγγενείς και τους φίλους, που γύρισαν στα σπίτια τους το ίδιο φτωχοί όπως είχαν έρθει. Κι άλλη λύση δεν τους έμεινε, παρά να ξαναπιάσει ο πατέρας το βελόνι και να μπει ο γιος βοηθός στη δούλεψη κάποιου μυλωνά.
Ο τρίτος αδερφός μπήκε παραγιός σε κάποιον τορναδόρο. Κι επειδή η τέχνη αυτή είναι δύσκολη, χρειάστηκε περισσότερο καιρό απ’ τους άλλους για να τη μάθει. Στο μεταξύ τ’ αδέρφια του τού 'στειλαν γράμμα και του εξιστόρησαν τα παθήματα τους και πως ο ξενοδόχος τους είχε γελάσει και τους είχε βουτήξει μες’ απ’ τα χέρια τα πολύτιμα πράγματα τους. Όταν ο μικρός γιος λοιπόν έμαθε την τέχνη και ήρθε πια η ώρα να φύγει, ο μάστορας του χάρισε ένα σακούλι για να τον ανταμείψει για τις υπηρεσίες του.
-«Μέσα έχει μια μαγκούρα», του είπε. «Το σακούλι μπορώ να το κρεμάσω στον ώμο μου και θα μου φανεί πολύ χρήσιμο», αποκρίθηκε το παλικάρι. «Αλλά τη μαγκούρα τι τη θέλω; Ίσα που θα με βαραίνει!»
-«Κάτσε και θα σου εξηγήσω», είπε ο μάστορας. «Αν σε πειράξει κανένας στο δρόμο σου, τότε θα πεις: Μαγκούρα, έβγα απ’ το σακούλι! Και κείνη τότε πηδάει έξω απ’ το σακούλι κι αρχίζει να δέρνει αλύπητα όποιον σ’ έχει πειράξει, τόσο που τον κάνει ασήκωτο απ’ το πολύ ξύλο. Και δεν σταματάει, αν δεν της πεις: Μαγκούρα, έμπα στο σακούλι!»
Ο παραγιός του τον ευχαρίστησε, κρέμασε το σακούλι στον ώμο του κι όποτε τύχαινε κανείς να τον πειράξει, έλεγε: «Μαγκούρα, έβγα απ’ το σακούλι!» Κι αμέσως η μαγκούρα πηδούσε έξω απ’ το σακούλι και τον έκανε τ’ αλατιού πριν προλάβει να μετρήσει τρία! Ο νεαρός τορναδόρος ξεκίνησε κι αυτός για το χωριό του και το βραδάκι έφτασε στο πανδοχείο όπου είχαν σταματήσει και τ’ αδέρφια του. Άφησε το δισάκι του στο τραπέζι κι άρχισε να εξιστορεί τα παράξενα που είχε δει στο ταξίδι του.
-«Ξέρω πως υπάρχουν τραπεζάκια που στρώνονται μονάχα τους και γεμίζουν μ’ όλα τα καλά τού Θεού. Ή πάλι γαϊδουράκια που φτύνουν φλουριά με το τσουβάλι. Αλλά όλα αυτά δεν είναι τίποτα μπροστά στο θησαυρό που κρύβω εγώ στο σακούλι μου».
Ο ξενοδόχος τέντωσε τ’ αυτιά του: «Τι να κρύβει άραγε εκεί μέσα; Θα πρέπει να 'χει το σακούλι του γεμάτο διαμάντια και μαργαριτάρια. Όλα τα καλά πράγματα τριτώνουν, όπως και τ’ άσχημα. Η καλή μου τύχη μού τον έφερε ως εδώ. Πώς να κάνω να τού το πάρω;»
Όταν ήρθε η ώρα για ύπνο, ο ξένος ξαπλώθηκε στον πάγκο του κι έβαλε το σακούλι του για μαξιλάρι του. Ο ξενοδόχος περίμενε ν’ αποκοιμηθεί βαθιά κι ύστερα πήγε σιγά σιγά κι άρχισε να τραβάει μαλακά το σακούλι, για να του το πάρει και να βάλει ένα άλλο στη θέση του. Κι ο νεαρός τορναδόρος όμως αυτό περίμενε. Και καθώς ο ξενοδόχος είχε απλώσει το χέρι του στο σακούλι, το παλικάρι φώναξε:
-«Μαγκούρα, έβγα απ’ το σακούλι!» Κι αμέσως η μαγκούρα βγήκε έξω και τον έκανε τον ξενοδόχο μαύρο στο ξύλο. Φώναζε εκείνος και ζητούσε λύπηση, αλλά όσο δυνατότερα φώναζε τόσο περισσότερες έτρωγε. Ώσπου στο τέλος έπεσε κατάχαμα μισοπεθαμένος. Ο ξένος τότε του είπε:
-«Αν δεν μου δώσεις τώρα αμέσως το τραπεζάκι που στρώνεται μόνο του και το γαϊδαράκο που φτύνει χρυσά φλουριά, θα πω στη μαγκούρα μου να ξαναρχίσει!»
-«Όχι, για τον Θεό!» τον έκοψε ο ξενοδόχος. «Θα σου δώσω ό,τι θέλεις, φτάνει να ξαναχώσεις τη δαιμονισμένη τη μαγκούρα σου στο σακούλι της!»
Το παλικάρι τότε του είπε: «Θα σε λυπηθώ, φτάνει να βρουν τ’ αδέρφια μου το δίκιο τους. Αλλά πρόσεχε καλά, μην πας να με γελάσεις, γιατί θα το μετανιώσεις πολύ!» Ύστερα φώναξε: «Μαγκούρα, έμπα στο σακούλι!» Και το ξύλο αμέσως σταμάτησε.
Την άλλη μέρα το πρωί ο νεαρός τορναδόρος έφυγε φορτωμένος με το τραπεζάκι και με το σακούλι του στον ώμο. Ξοπίσω του έσερνε το γαϊδαράκο που έφτυνε τα χρυσά φλουριά. Κατά το μεσημέρι έφτασε στο σπίτι τού πατέρα του κι ο γέρο-ράφτης χάρηκε μόλις τον είδε και τον ρώτησε κι αυτόν ποια τέχνη είχε μάθει.
-«Πατέρα μου, έγινα τορναδόρος», αποκρίθηκε ο μικρός του γιος.
-«Δύσκολη και καλή τέχνη», είπε ο πατέρας. «Και τι μας έφερες απ’ τα ταξίδια σου;»
-«Έφερα κάτι πολύτιμο: μια μαγκούρα μέσα στο σακούλι μου!»
-«Τι!», φώναξε ο πατέρας. «Μια μαγκούρα; Τι αξίζει μια μαγκούρα; Όποιο κλαδί και να κόψεις, μπορείς να φτιάξεις μια μαγκούρα πρώτης τάξεως!»
-«Η δική μου όμως είναι αλλιώτικη απ’ τις άλλες, καλέ μου πατέρα. Γιατί μόλις πω: Μαγκούρα, έβγα απ’ το σακούλι!, αμέσως πηδάει έξω κι αρχίζει να δέρνει όποιον θέλει το κακό μου. Και δεν σταματάει παρά μόνον όταν τον ρίξει κατάχαμα μισοπεθαμένο. Μ’ αυτή τη μαγκούρα κατάφερα να ξαναπάρω απ’ τον κλέφτη ξενοδόχο το τραπεζάκι που στρώνεται μονάχο του και το γαϊδαράκο που φτύνει χρυσά φλουριά. Φώναξε τους τώρα και τους δυο, και κάλεσε κι όλους τους συγγενείς και τους φίλους μας: Θα τους ταΐσουμε και θα τους ποτίσουμε και θα γεμίσουμε τις τσέπες τους με φλουριά!»
Ο γέρο-ράφτης δεν είχε πια και μεγάλη εμπιστοσύνη στα λόγια των παιδιών του. Έστειλε όμως και κάλεσε τους συγγενείς και τους φίλους. Ο μικρός του γιος έστρωσε τότε ένα σεντόνι μέσα στη σάλα, έφερε και το γάιδαρο και είπε στον αδερφό του:
-«Τώρα, αδερφέ, μίλησε του!» Ο νεαρός μυλωνάς είπε: «Μπρικλεμπρίτ!» κι αμέσως τα φλουριά άρχισαν να πέφτουν βροχή. Κι ο γάιδαρος δεν σταμάτησε ,ώσπου όλοι γέμισαν τις τσέπες τους και πήραν όσα μπορούσαν να κουβαλήσουν. (Σε βλέπω, σε βλέπω ! Πολύ θα 'θελες να 'σουν κι εσύ εκεί!) Έστησε ύστερα ο μικρός το τραπεζάκι και είπε:
-«Τώρα, αδερφέ, μίλησε του!» Και πριν προλάβει ο νεαρός μαραγκός να πει: «Τραπεζάκι, στρώσου!», αμέσως το τραπέζι γέμισε με χίλια καλούδια και νοστιμιές. Κι έγινε μεγάλο γλέντι, που όμοιο του δεν είχε ξαναγίνει στο σπίτι του καημένου του ράφτη. Κι όλοι οι συγγενείς κι οι φίλοι έμειναν μαζεμένοι ως αργά τη νύχτα και γελούσαν και διασκέδαζαν. Κι ο γέρο-ράφτης έβαλε στο ντουλάπι τη βελόνα και την κλωστή, το ψαλίδι και το σίδερο και έζησε ευτυχισμένος με τους τρεις γιους του.
Αλλά τι απέγινε η κατσίκα που είχε γίνει η αιτία να διώξει ο ράφτης απ’ το σπίτι τα παιδιά του; Αυτό θα σας πω τώρα. Απ’ την ντροπή της για το ξυρισμένο της κεφάλι, βρήκε τη φωλιά μιας αλεπούς και τρύπωσε μέσα να κρυφτεί. Όταν η αλεπού γύρισε στο σπίτι της, είδε δυο μάτια μεγάλα να την κοιτάζουν μέσα απ’ το σκοτάδι, αστράφτοντας σαν αναμμένα κάρβουνα. Τρόμαξε λοιπόν και το 'βαλε στα πόδια. Έτσι όπως έτρεχε, έπεσε πάνω στην αρκούδα, που την είδε τρομαγμένη και τη ρώτησε:
-«Τι έπαθες, κυρά-Μαριώ, και τρέχεις έτσι, σαν να σε κυνηγάνε;»
-«Αχ», αποκρίθηκε λαχανιασμένη η αλεπού. «Στη φωλιά μου έχει χωθεί κάποιο άγριο θηρίο. Κι όταν πήγα να μπω μέσα, με κοίταξε με μάτια που έβγαζαν φωτιές!»
-«Για πάμε να ρίξουμε μια ματιά μαζί », είπε τότε η αρκούδα και ακολούθησε την αλεπού ως τη φωλιά της. Μόλις όμως έκανε να μπει μέσα, τα μάτια της κατσίκας την τρόμαξαν κι αυτήν κι όπου φύγει φύγει. Στο φευγιό της έπεσε πάνω στη μέλισσα, που είδε την αρκούδα χλομή απ’ την τρομάρα της και ρώτησε:
-«Τι έπαθες, κυρά-Αρκούδα, και τρέχεις έτσι σαν να σε κυνηγάνε;»
-«Όποιος είναι έξω απ’ το χορό, πολλά τραγούδια ξέρει», της αποκρίθηκε η αρκούδα. «Μέσα στη φωλιά της αλεπούς έχει τρυπώσει ένα θηρίο φοβερό και τρομερό και δεν μπορούμε να το βγάλουμε με τίποτα από κει μέσα». Η μέλισσα τότε είπε:
-«Στ’ αλήθεια σε λυπάμαι, κυρά-Αρκούδα. Θα σε βοηθήσω, κι ας είμαι εγώ ένα αδύναμο και μικροσκοπικό ζουζούνι, που εσείς οι μεγάλοι δεν καταδέχεστε ούτε να γυρίσετε να με δείτε!»
Και μ αυτά τα λόγια πέταξε ως τη φωλιά της αλεπούς, κάθισε πάνω στο ξυρισμένο κεφάλι της κατσίκας και την τσίμπησε τόσο δυνατά που η κατσίκα άρχισε να βελάζει «Μπέεεε! Μπέεεε!» και να τρέχει μέσα στο δάσος σαν δαιμονισμένη. Κι από τότε κανείς δεν την ξανάδε και δεν ξέρει τι απόγινε.
Πηγή
ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΓΚΡΙΜΜ -Εκδόσεις ΑΓΡΑ
Α τόμος
Μετάφραση: ΜΑΡΙΑ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ
Τίτλος πρωτοτύπου: Kinder - und Hausmärchen
Παραμύθια για τα παιδιά και την οικογένεια