ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ, ΤΟ ΠΟΥΛΙ ΚΑΙ ΤΟ ΛΟΥΚΑΝΙΚΟ
ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν ένα ποντίκι, ένα πουλί κι ένα λουκάνικο, που ζούσανε μαζί στο ίδιο σπίτι, μοιράζονταν το φαγητό και τις δουλειές τους και περνούσαν ζωή και κότα. Το πουλάκι έπρεπε να πηγαίνει κάθε μέρα στο δάσος και να μαζεύει ξυλαράκια. Το ποντίκι έπρεπε να κουβαλάει νερό, ν’ ανάβει τη φωτιά και να στρώνει το τραπέζι. Και το λουκάνικο μαγείρευε.
Αλλά όποιος περνάει καλά, δεν κάθεται στ’ αυγά του, παρά κοιτάζει διαρκώς να βρει άλλα, καινούργια! Μια μέρα, λοιπόν, που το πουλάκι πήγαινε στο δάσος να μαζέψει ξύλα, συνάντησε ένα άλλο πουλί κι άρχισε να κορδώνεται για την καλή του τύχη και για το σπιτικό του. Ο καινούργιος του φίλος όμως γέλασε και του είπε πως ήταν μεγάλο κορόιδο, που δούλευε για να κάθονται οι άλλοι και να τεμπελιάζουν στο σπίτι. Γιατί μόλις το ποντίκι έφερνε νερό κι άναβε τη φωτιά, έπεφτε για ύπνο, ώσπου να το φωνάξουν να στρώσει το τραπέζι. Και το λουκάνικο καθόταν κοντά στη φωτιά, κοίταζε το φαγητό να βράζει, κι όταν έφτανε η ώρα να φάνε, τρύπωνε για λίγο μέσα στη χύτρα, μαζί με το ρύζι ή με τα λαχανικά, κι έτσι το φαγητό τους γινόταν αλατισμένο και νόστιμο. Κι όταν γύριζε το πουλάκι και ξεφόρτωνε τα ξύλα, κάθονταν όλοι στο τραπέζι, έτρωγαν κι έπεφταν για ύπνο, μέχρι την άλλη μέρα το πρωί. Και ζούσαν ζωή χαρισάμενη.
Άκουσε τις κοροϊδίες το πουλάκι και την άλλη μέρα πείσμωσε και δεν ήθελε να πάει για ξύλα στο δάσος. Αρκετά είχε δουλέψει σαν το σκλάβο, είπε. Αρκετά είχαν τεμπελιάσει στις δικές του πλάτες. Είχε έρθει πια η ώρα ν’ αλλάξουν και να μοιράσουν αλλιώς τις δουλειές. Κι όσο κι αν προσπαθούσαν να του αλλάξουν μυαλά το ποντίκι και το λουκάνικο, το πουλί ήταν αμετάπειστο. Έβαλαν λοιπόν κλήρο, κι ο κλήρος έπεσε στο λουκάνικο, να πάει στο δάσος για ξύλα το ποντίκι έγινε μάγειρος και το πουλί έπρεπε να φέρει νερό, ν’ ανάψει φωτιά και να στρώσει το τραπέζι.
Και πράγματι έτσι έγινε. Το λουκάνικο έφυγε να πάει για ξύλα. Το πουλάκι άναψε τη φωτιά, το ποντίκι έβαλε τη χύτρα να βράσει και περίμεναν κι οι δυο τους να γυρίσει το λουκάνικο να φέρει τα ξύλα για την άλλη μέρα. Το λουκάνικο όμως αργούσε και πίσω δεν γύριζε, ώσπου οι άλλοι δυο άρχισαν ν’ ανησυχούν και το πουλί πέταξε λίγο πιο πέρα, να δει τι είχε γίνει. Δεν πρόλαβε να πάει μακριά και τι να δει; Ένας σκύλος είχε αρπάξει το λουκάνικο και το πήγαινε στο σπίτι του για να το φάει. Το πουλί έβαλε τις φωνές και σταμάτησε το σκυλί. Κανένα δικαίωμα δεν είχε, του είπε, ν’ αρπάξει το λουκάνικο και να το φάει. Αυτό ήταν ληστεία και φόνος. Του κάκου, όμως. Το σκυλί δήλωσε ότι είχε βρει το λουκάνικο στο δάσος κι άρα ήταν πια δικό του και μπορούσε να το φάει.
Στενοχωρημένο το πουλάκι φορτώθηκε τα ξύλα, γύρισε στο σπίτι και είπε στο ποντίκι όσα είχε δει κι είχε ακούσει. Έκλαψαν κι οι δυο τους, αλλά αποφάσισαν να μείνουν μαζί και να ενώσουν τις δυνάμεις τους για να τα καταφέρουν. Έστρωσε λοιπόν το πουλί το τραπέζι και το ποντίκι ετοίμασε το φαγητό και γλίστρησε κι αυτό μέσα στη χύτρα, όπως έκανε πάντα το λουκάνικο, για ν’ αλατίσει και να νοστιμίσει το ρύζι. Αλλά πριν προλάβει καλά - καλά να πέσει μέσα στη χύτρα, έσκασε μέσα στο ρύζι το βραστό κι έχασε τη ζωή του.
Όταν γύρισε το πουλάκι κι ετοιμάστηκε να σερβίρει το φαγητό στα πιάτα, πουθενά ο μάγειρος. Ανάστατο το πουλί έψαξε στα ξύλα, έψαξε, φώναξε, αλλά δεν μπόρεσε να βρει πουθενά το ποντίκι. Απ’ τη βιασύνη και την στενοχώρια του δεν πρόσεξε κι η φωτιά έφτασε στα ξύλα και φούντωσε. Φοβισμένο πέταξε το πουλάκι να φέρει νερό, για να τη σβήσει. Αλλά τού 'πεσε ο κουβάς στο πηγάδι και μαζί με τον κουβά έπεσε κι αυτό και πνίγηκε.
Πηγή
ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΓΚΡΙΜΜ -Εκδόσεις ΑΓΡΑ
Α τόμος
Μετάφραση: ΜΑΡΙΑ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ
Τίτλος πρωτοτύπου: Kinder - und Hausmärchen
Παραμύθια για τα παιδιά και την οικογένεια