ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΑ ΚΟΜΜΕΝΑ ΧΕΡΙΑ

Από The Stelios Files

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν ένας μυλωνάς, που έπεσε σε μεγάλη φτώχεια κι άλλο τίποτα δεν είχε παρά το μύλο του και μια μεγάλη μηλιά στην αυλή του. Μια μέρα λοιπόν πήγε στο δάσος να κόψει ξύλα, και στο δρόμο συνάντησε ένα γέρο, που δεν τον είχε ξαναδεί ποτέ του. Κι ο γέρος του μίλησε και του είπε:

-«Τι παιδεύεσαι και κόβεις ξύλα; Εγώ θα σε κάνω πλούσιο, αν μου τάξεις πως θα μου δώσεις ό,τι είναι μέσα στην αυλή σου».

-«Τι άλλο είναι μέσα στην αυλή μου εκτός από τη μηλιά;», συλλογίστηκε ο μυλωνάς. Κι αμέσως συμφώνησε και έδωσε το λόγο του στο γέρο. Εκείνος όμως γέλασε όλο κακία και είπε:

-«Θά 'ρθω σε τρία χρόνια να πάρω αυτό που μου ανήκει». Κι αμέσως έφυγε. Όταν ο μυλωνάς γύρισε στο σπίτι του, η γυναίκα του βγήκε να τον προϋπαντήσει και του είπε:

-«Για πες μου, μυλωνά, πού βρέθηκαν όλα αυτά τα πλούτη, που ξαφνικά γέμισαν το σπίτι μας; Σε μια στιγμή μέσα ήρθαν και ξεχείλισαν όλα τα σεντούκια κι οι κασέλες. Κανείς δεν κόπιασε, κανείς δεν μπήκε να τα φέρει. Και δεν ξέρω πώς έφτασαν ως εδώ!»

Ο άντρας της τότε αποκρίθηκε:

-«Συνάντησα στο δάσος ένα γέρο, που μου υποσχέθηκε του κόσμου τα πλούτη, φτάνει να του δώσω ό,τι είναι μέσα στην αυλή μας. Αλλά τι αξία έχει μια μηλιά; Με τόσα που μας έδωσε, μπορούμε μια χαρά να του τη χαρίσουμε!»

-«Αχ, άντρα μου», είπε τότε η γυναίκα τρομαγμένη, «ο γέρος αυτός ήταν ο Διάβολος ο ίδιος. Και δεν εννοούσε τη μηλιά, αλλά την κόρη μας, που εκείνη την ώρα είχε βγει και σάρωνε την αυλή».

Η κόρη του μυλωνά ήταν ένα όμορφο και θεοσεβούμενο κορίτσι. Έζησε τα τρία χρόνια με το φόβο τού Θεού, χωρίς αμαρτία. Κι όταν πέρασε ο καιρός και ήρθε η μέρα που θα την έπαιρνε ο Διάβολος, πλύθηκε, έγραψε με κιμωλία έναν κύκλο γύρω της και κάθισε να περιμένει. Ο Διάβολος δεν άργησε να 'ρθει. Μόνο που δεν μπορούσε να την πλησιάσει. Θυμωμένος λοιπόν λέει στο μυλωνά:

-«Μην της δώσεις σταγόνα νερό, να μην μπορέσει να πλυθεί. Γιατί όταν είναι καθαρή, δεν έχω δύναμη να την πλησιάσω».

Ο μυλωνάς απ’ το φόβο του έκανε ό,τι του είπε ο Διάβολος. Την άλλη μέρα ο Πονηρός ξανάρθε, αλλά το κορίτσι είχε κλάψει όλη τη νύχτα και με τα δάκρυα είχε ξεπλύνει τα χέρια της κι ήταν πεντακάθαρα. Ούτε τώρα λοιπόν τα κατάφερε να την αρπάξει. Και θυμωμένος είπε στο μυλωνά:

-«Κόψ’ της τα χέρια, γιατί αλλιώς δεν θα μπορέσω να την πλησιάσω!»

Ο μυλωνάς κόντεψε να πεθάνει: «Μα δεν μπορώ να κόψω τα χέρια τού ίδιου μου του παιδιού!», φώναξε. Ο Διάβολος όμως τον φοβέρισε και του είπε:

-«Αν δεν το κάνεις, θα πάρω εσένα αντί γι’ αυτήν».

Ο πατέρας τρόμαξε τόσο που έδωσε το λόγο του πως θα το κάνει. Πήγε λοιπόν στην κόρη του και της είπε:

-«Παιδί μου, αν δεν σου κόψω και τα δυο σου χέρια, ο Διάβολος θα με πάρει μαζί του. Και μέσα στο φόβο μου σάστισα και τού 'δωσα το λόγο μου. Βοήθησε με και συχώρεσε με για το κακό που θα σου κάνω».

Κι η κόρη του αποκρίθηκε:

-«Πατέρα, κάνε με ό,τι θέλεις. Αφού είμαι το παιδί σου».

Κι άπλωσε τα δυο της χέρια και τον άφησε να της τα κόψει. Ο Διάβολος ήρθε για τρίτη φορά, εκείνη όμως είχε κλάψει τόσο πολύ και τόσο πικρά πάνω στις πληγές της που ήταν πεντακάθαρες. Κι αναγκάστηκε να φύγει άπρακτος ο Διάβολος χάνοντας το κορίτσι μια για πάντα. Ο μυλωνάς τότε αγκάλιασε την κόρη του και της είπε:

-«Κέρδισα τόσα καλά χάρη σε σένα που θα σε φροντίζω και θα σε προσέχω σ’ όλη μου τη ζωή».

Εκείνη όμως αρνήθηκε και είπε:

-«Δεν μπορώ να μείνω άλλο εδώ. Θα ξεκινήσω να γυρίσω τον κόσμο. Οι καλόκαρδοι άνθρωποι θα μου δίνουν ένα κομμάτι ψωμί να τρώω».

Κι αφού της έδεσαν τα κομμένα χέρια στην πλάτη ξεκίνησε με την ανατολή του ήλιου και προχώρησε όλη την ημέρα, ώσπου νύχτωσε. Έφτασε τότε σ’ έναν βασιλικό κήπο και στο φως του φεγγαριού είδε τα δέντρα φορτωμένα καρπούς. Αλλά δεν μπορούσε να μπει, γιατί ολόγυρα ήταν μια βαθιά τάφρος, γεμάτη νερό. Επειδή όμως είχε περπατήσει όλη μέρα χωρίς να βάλει μπουκιά στο στόμα της, η πείνα τη θέριζε κι έπιασε να συλλογιέται:

-«Αχ, να 'μουν μέσα στο περιβόλι, να φάω λίγα φρούτα! Αν μείνω νηστική, θα πεθάνω της πείνας!» Και γονάτισε και προσευχήθηκε στον Κύριο και Θεό.

Ξάφνου παρουσιάστηκε μπροστά της ένας άγγελος, που έδιωξε το νερό και στέγνωσε την τάφρο. Κι έτσι η κοπέλα μπόρεσε να περάσει. Μπήκε λοιπόν στον κήπο και μαζί της μπήκε κι ο άγγελος. Και είδε ένα δέντρο φορτωμένο μ’ ωραία αχλάδια, ώριμα και γλυκά. Αλλά ήταν μετρημένα. Προχώρησε τότε η κοπέλα κι έκοψε ένα με το στόμα και το 'φαγε. Αλλά μόνο ένα κι όχι άλλο. Ο κηπουρός την είδε, επειδή όμως ήταν κι ο άγγελος μαζί της, φοβήθηκε και νόμισε πως το κορίτσι ήταν δαιμόνιο. Γι αυτό σώπασε και δεν τόλμησε να μιλήσει ή να φωνάξει. Όταν η κοπέλα έφαγε το αχλάδι και χόρτασε την πείνα της, πήγε και κρύφτηκε μέσα στους θάμνους.

Την άλλη μέρα το πρωί κατέβηκε στον κήπο ο βασιλιάς. Μέτρησε τ’ αχλάδια του και βρήκε πως έλειπε ένα: ούτε στο κλαδί ήταν ούτε στη γη είχε πέσει. Ρώτησε λοιπόν τον κηπουρό τι είχε γίνει. Κι ο κηπουρός τού αποκρίθηκε:

-«Χτες τη νύχτα ήρθε ένα δαιμόνιο που δεν είχε χέρια κι έκοψε ένα με το στόμα και το 'φαγε ».

Ο βασιλιάς ρώτησε:

-«Και πώς κατάφερε το δαιμόνιο να περάσει την τάφρο; Και πού πήγε όταν έφαγε το αχλάδι κι ύστερα;»

Ο κηπουρός απάντησε:

«Κατέβηκε κάποιος ασπροντυμένος απ’ τον ουρανό, που έδιωξε το νερό και στέγνωσε την τάφρο, για να μπορέσει το δαιμόνιο να περάσει μέσα. Κι επειδή θα πρέπει να ήταν άγγελος Κυρίου, δεν τόλμησα ούτε να ρωτήσω ούτε να φωνάξω. Και όταν το δαιμόνιο έφαγε το αχλάδι, έφυγε και κρύφτηκε στους θάμνους».

Ο βασιλιάς είπε: «Αν είναι έτσι όπως τα λες, θα ξαγρυπνήσω απόψε μαζί σου».

Όταν σκοτείνιασε, κατέβηκε ο βασιλιάς στον κήπο κι έφερε μαζί του κι έναν παπά, για να μιλήσει στο δαιμόνιο. Κάθισαν κι οι τρεις κάτω απ’ το δέντρο και πρόσεχαν να μην τους πάρει ο ύπνος. Τα μεσάνυχτα σύρθηκε η κοπέλα έξω απ’ τους θάμνους, πλησίασε το δέντρο, έκοψε πάλι ένα αχλάδι με το στόμα και το 'φαγε. Και πλάι της στεκόταν ο άγγελος, ασπροντυμένος. Ο παπάς τότε σηκώθηκε και είπε:

-«Έρχεσαι απ’ το Θεό ή είσαι απ’ τον κόσμο τούτο; Είσαι δαιμόνιο ή άνθρωπος;»

Το κορίτσι απάντησε: «Δεν είμαι δαιμόνιο, αλλά μια φτωχιά και δυστυχισμένη γυναίκα, που την εγκατέλειψαν όλοι, εκτός απ’ τον Θεό».

Ο βασιλιάς τότε μπήκε στη μέση και είπε:

-«Ακόμα κι αν σ’ έχει εγκαταλείψει ο κόσμος όλος, εγώ δεν θα σ’ αφήσω αβοήθητη». Και την πήρε μαζί του στο παλάτι. Κι όταν είδε πως ήταν τόσο όμορφη και τόσο καλή, την αγάπησε, πρόσταξε να της φτιάξουν ασημένια χέρια και την πήρε γυναίκα του.

Ένα χρόνο αργότερα ο βασιλιάς αναγκάστηκε να φύγει στον πόλεμο. Εμπιστεύθηκε λοιπόν τη νεαρή βασίλισσα στη μάνα του και της είπε:

-«Όταν θα 'ρθει ο καιρός της να γεννήσει, βοήθησε την και φρόντισε την και στείλε μου αμέσως μήνυμα».

Πράγματι η βασίλισσα γέννησε ένα όμορφο αγοράκι. Κι η γριά μάνα έγραψε αμέσως στο βασιλιά κι έστειλε μαντατοφόρο να του πάει το γράμμα. Ο μαντατοφόρος όμως κουράστηκε, ξάπλωσε σ’ ένα ποταμάκι να ξαποστάσει κι αποκοιμήθηκε. Ήρθε τότε ο Διάβολος, που ακόμα γύρευε τρόπο να βλάψει τη θεοσεβούμενη βασίλισσα, κι άλλαξε το γράμμα μ’ ένα άλλο, που έλεγε ότι η βασίλισσα είχε γεννήσει ένα τέρας.

Όταν ο βασιλιάς διάβασε το γράμμα, βούλιαξε στην αγωνία και στη θλίψη. Αλλά έστειλε απόκριση να φροντίζουν και να προσέχουν τη βασίλισσα ως το γυρισμό του. Ο μαντατοφόρος πήρε το δρόμο για το παλάτι, σταμάτησε στο ίδιο μέρος για να ξαποστάσει κι αποκοιμήθηκε ξανά. Κι ο Διάβολος ήρθε πάλι κι άλλαξε το γράμμα κι έβαλε στον κόρφο του ένα άλλο, που έλεγε ότι έπρεπε να σκοτώσουν τη βασίλισσα και το παιδί της. Η γριά μητέρα του βασιλιά τρόμαξε όταν το διάβασε και δεν πίστευε στα μάτια της. Ξανάγραψε στο βασιλιά, αλλά άλλη απάντηση δεν πήρε, γιατί ο Διάβολος κάθε φορά άλλαζε στον κόρφο του μαντατοφόρου τα γράμματα. Και το τελευταίο γράμμα πρόσταζε ακόμα να βγάλουν τη γλώσσα και τα μάτια της βασίλισσας και να τα κρατήσουν, για να 'ναι σίγουρος ο βασιλιάς πως ακολούθησαν τις προσταγές του.

Η γριά μάνα του έκλαψε πικρά, που έπρεπε να χυθεί τόσο αθώο αίμα. Και μέσα στη νύχτα πρόσταξε να της φέρουν μιαν ελαφίνα, της έκοψε τη γλώσσα, της έβγαλε τα μάτια και τα φύλαξε. Και το πρωί κάλεσε τη βασίλισσα και της είπε:

-«Δεν μπορώ να σε σκοτώσω, όπως με προστάζει ο βασιλιάς. Αλλά δεν μπορώ και να σ’ αφήσω άλλο να μείνεις εδώ. Πάρε το παιδί σου και πήγαινε όπου σε φωτίσει ο Θεός. Και μην ξανάρθεις ποτέ εδώ». Της έδεσε το παιδί στην πλάτη κι η δύστυχη γυναίκα έφυγε κλαίγοντας.

Περπάτησε, περπάτησε, ώσπου έφτασε σ’ ένα μεγάλο και πυκνό δάσος. Εκεί γονάτισε και προσευχήθηκε στον Θεό, κι ο άγγελος παρουσιάστηκε πάλι μπροστά της και την οδήγησε σ’ ένα μικρό σπιτάκι. Στην πόρτα είχε μια πινακίδα: «Εδώ μπορεί να μείνει όποιος θέλει».

Από μέσα βγήκε μια κοπέλα ντυμένη στα κάτασπρα, που μίλησε και είπε:

-«Καλωσόρισες, βασίλισσα μου». Και την οδήγησε μέσα, έλυσε το μωρό απ’ την πλάτη της και της το 'δωσε στο στήθος, να το χορτάσει με το γάλα της. Κι ύστερα το 'βαλε σε μια ζεστή, φρεσκοστρωμένη κούνια να κοιμηθεί. Η δύστυχη γυναίκα τότε ρώτησε:

-«Πού το ξέρεις πως ήμουν βασίλισσα;»

Κι η κοπέλα αποκρίθηκε:

-«Είμαι άγγελος και μ’ έστειλε ο Θεός να φροντίζω εσένα και το παιδί σου». Κι έμειναν σ' αυτό το σπιτάκι εφτά ολόκληρα χρόνια, χωρίς να στερηθούν τίποτα. Και χάρη στην ευσέβεια και την καλοσύνη της, ο Θεός της ξανάδωσε τα χαμένα της χέρια.

Επιτέλους ο βασιλιάς γύρισε απ’ τον πόλεμο και πριν από καθετί άλλο ζήτησε να δει τη γυναίκα και το παιδί του. Η γριά μητέρα του άρχισε τότε να κλαίει και του είπε:

-«Κακέ και σκληρόκαρδε άντρα! Δεν μού 'γραψες εσύ να τους σκοτώσω και να πάρω στο λαιμό μου δυο αθώες ψυχές;» Και τού’ δείξε τα δυο γράμματα που είχε αλλάξει ο Διάβολος στον κόρφο του μαντατοφόρου. Κι ύστερα του είπε: «Έκανα όπως με πρόσταξες». Και τού 'δειξε τα πειστήρια, τα μάτια και τη γλώσσα που είχε κρατήσει.

Ο βασιλιάς τότε άρχισε να κλαίει πικρά για τη γυναίκα του και το παιδί του. Και τα δάκρυα κυλούσαν ποτάμι απ’ τα μάγουλα του ,ώσπου η μάνα του τον λυπήθηκε και του είπε:

-«Σταμάτα να θρηνείς, είναι ακόμα ζωντανοί. Έβαλα να σφάξουν στα κρυφά μιαν ελαφίνα κι απ’ αυτήν έκοψα τη γλώσσα κι έβγαλα τα μάτια, όπως μου είχες ζητήσει. Τη γυναίκα σου όμως την έδιωξα. Της έδεσα το παιδί στην πλάτη και της είπα να πάει όπου τη φωτίσει ο Θεός. Και την έβαλα να μου υποσχεθεί ότι δεν θα ξανάρθει ποτέ εδώ, για να γλιτώσει από την οργή σου».

Ο βασιλιάς τότε είπε:

-«Θα φύγω και θα ψάξω να τους βρω. Όσο ο ουρανός ξημερώνει γαλανός, εγώ θα προχωρώ. Κι ούτε θα φάω ούτε θα πιω ώσπου να βρω τη γυναίκα μου και το παιδί μου. Κι αν είναι ακόμα ζωντανοί και δεν έχουν πεθάνει απ’ την πείνα, τότε θα τους βρω».

Ξεκίνησε λοιπόν ο βασιλιάς και γύριζε τον κόσμο εφτά ολόκληρα χρόνια. Κι έψαχνε σ’ όλες τις σπηλιές και σ’ όλα τα λαγκάδια, αλλά δεν έβρισκε τη γυναίκα του και το παιδί του. Και κόντευε πια να πιστέψει πως είχαν χαθεί. Όλον αυτόν τον καιρό δεν είχε βάλει μπουκιά στο στόμα του και δεν είχε πιει γουλιά νερό. Ο Θεός όμως τον κρατούσε στη ζωή. Ώσπου κάποια μέρα έφτασε σ’ ένα μεγάλο δάσος και βρήκε ένα μικρό σπιτάκι που έγραφε στην πόρτα του: «Εδώ μπορεί να μείνει όποιος θέλει».

Από μέσα βγήκε μια κοπέλα ντυμένη στα κατάλευκα, τον πήρε απ’ το χέρι, τον έφερε μέσα και του είπε: «Καλωσόρισες, βασιλιά μου. Πούθε έρχεσαι;»

Εκείνος τότε της αποκρίθηκε πως γύριζε στον κόσμο εφτά ολόκληρα χρόνια, για να βρει τη γυναίκα του και το παιδί του αλλά άδικος κόπος. Ο άγγελος του πρόσφερε να φάει και να πιει, εκείνος όμως αρνήθηκε και ζήτησε μονάχα να τον αφήσει λιγάκι να ξεκουραστεί. Κι έπεσε για ύπνο και σκέπασε το πρόσωπο του με το μαντίλι του.

Ο άγγελος τότε πήγε στη διπλανή κάμαρα, όπου καθόταν η βασίλισσα με το γιο της, που τον είχε βγάλει Πονεμένο. Και της μίλησε και της είπε:

-«Πήγαινε δίπλα, μαζί με το παιδί σου. Γιατί ήρθε ο άντρας σου». Κι εκείνη πήγε, και το μαντίλι, που σκέπαζε το πρόσωπο του κοιμισμένου, έπεσε καταγής. Η βασίλισσα τότε είπε:

-«Πήγαινε, γιε μου, να σηκώσεις το μαντίλι και να σκεπάσεις το πρόσωπο του πατέρα σου».

Και το παιδί έκανε όπως του είπε. Μέσα στον ύπνο του τ’ άκουσε ο βασιλιάς και χάρηκε και ξανάριξε το μαντίλι του κατάχαμα. Το παιδί τότε έχασε την υπομονή του και είπε:

-«Πώς μπορώ, μάνα, να σκεπάσω το πρόσωπο του πατέρα μου; Αφού δεν έχω πατέρα σ’ αυτόν τον κόσμο! Εσύ δεν μου έμαθες την προσευχή μου; Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς; Εσύ δεν μου είπες ότι ο πατέρας μου βρίσκεται στον ουρανό κι είναι ο καλός Θεούλης; Ποιος είναι αυτός ο αγριάνθρωπος; Δεν μπορεί να είναι ο πατέρας μου!»

Σαν τ’ άκουσε αυτό ο βασιλιάς, σηκώθηκε και ρώτησε τη γυναίκα ποια ήταν. Κι εκείνη του αποκρίθηκε:

-«Είμαι η γυναίκα σου κι αυτός είναι ο γιος σου, ο Πονεμένος».

Κι ο βασιλιάς είδε τα χέρια της και της είπε:

-«Η γυναίκα μου είχε ασημένια χέρια».

Κι εκείνη απάντησε:

-«Ο σπλαχνικός Θεός μού ξανάδωσε τα χέρια μου».

Και ο άγγελος μπήκε μέσα στο δωμάτιο φέρνοντας τ’ ασημένια χέρια να του τα δείξει. Και τότε ο βασιλιάς σιγουρεύτηκε πως ήταν πράγματι η γυναίκα του και το παιδί του, τους αγκάλιασε και τους φίλησε και δεν ήξερε πώς να τους δείξει τη χαρά του:

-«Μια βαριά πέτρα έπεσε από πάνω απ’ την καρδιά μου και ξαλάφρωσα».

Κι ο άγγελος τους έβαλε για τελευταία φορά να φάνε όλοι μαζί κι ύστερα γύρισαν στο παλάτι, στη γριά μητέρα του. Τους δέχτηκαν εκεί με μεγάλες χαρές, ο βασιλιάς κι η βασίλισσα γιόρτασαν γι άλλη μια φορά το γάμο τους κι έζησαν ευτυχισμένοι μέχρι το τέλος της ζωής τους.

Πηγή

ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΓΚΡΙΜΜ -Εκδόσεις ΑΓΡΑ
Α τόμος
Μετάφραση: ΜΑΡΙΑ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ

Τίτλος πρωτοτύπου: Kinder - und Hausmärchen
Παραμύθια για τα παιδιά και την οικογένεια