ΤΟ ΚΟΚΑΛΟ ΠΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΕ
ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ζούσε στο δάσος ένα αγριογούρουνο, που χάλαγε τα χωράφια, σκότωνε τα πρόβατα και ξεκοίλιαζε τους κυνηγούς. Ο βασιλιάς υποσχέθηκε πλούσια δώρα σ’ όποιον κατάφερνε να το σκοτώσει και να γλιτώσει την πολιτεία του απ’ αυτή τη συμφορά. Αλλά το θηρίο ήταν τόσο μεγάλο που κανείς δεν τολμούσε να πλησιάσει στο δάσος. Τελικά ο βασιλιάς έβαλε τελάληδες να φωνάξουν σε πόλεις και χωριά πως όποιος πιάσει ή σκοτώσει το αγριογούρουνο, θα πάρει τη μοναχοκόρη του για γυναίκα.
Στην πολιτεία του ζούσαν και δυο αδέρφια, παιδιά ενός φτωχού ανθρώπου. Και παρουσιάστηκαν στο βασιλιά και υποσχέθηκαν να σκοτώσουν το αγριογούρουνο. Ο μεγαλύτερος, που ήταν πονηρός και ξύπνιος, το 'κανε για να δοξαστεί και ν’ αποκτήσει πλούτη ο μικρότερος, που ήταν αθώος και αγαθός, το 'κανε απ’ την καλή του την καρδιά. Ο βασιλιάς τούς είπε:
-«Για να 'στε σίγουροι πως θα βρείτε το αγριογούρουνο, να μπείτε ο ένας απ’ τη μια μεριά του δάσους κι ο άλλος απ’ την άλλη».
Ο μεγαλύτερος λοιπόν μπήκε απ’ τη δύση κι ο μικρότερος απ’ την ανατολή. Κι εκεί που προχωρούσε ο μικρός αδερφός, συνάντησε ένα νάνο που κρατούσε στο χέρι του ένα μαύρο σουβλί. Κι ο νάνος τον σταμάτησε και του είπε:
-«Αυτό το σουβλί στο δίνω επειδή έχεις αθώα και άδολη καρδιά! Μ’ αυτό μπορείς άφοβα να κυνηγήσεις το τρομερό αγριογούρουνο. Και δεν θα πάθεις τίποτα!» Ο νεαρός ευχαρίστησε το νάνο, πήρε το σουβλί στον ώμο του και συνέχισε το δρόμο του δίχως φόβο. Δεν πέρασε πολλή ώρα και το θηρίο πρόβαλε ανάμεσα απ’ τα δέντρα κι άρχισε να τρέχει καταπάνω του αγριεμένο. Εκείνος όμως έστρεψε το σουβλί προς το μέρος του κι αυτό ήρθε κι έπεσε πάνω του με τόση δύναμη που η καρδιά του σκίστηκε στα δυο και σωριάστηκε κάτω νεκρό. Το παλικάρι τότε το φορτώθηκε στις πλάτες του και πήρε το δρόμο του γυρισμού, για να το δείξει στο βασιλιά.
Όταν βγήκε απ’ την άλλη μεριά του δάσους, έφτασε σ’ ένα πανδοχείο, όπου ο κόσμος έπινε κρασί και γλεντούσε. Ο μεγαλύτερος αδερφός του, σίγουρος πως θα 'βρισκε το αγριογούρουνο, είχε μπει να πιει ένα ποτηράκι, να πάρει κουράγιο. Όταν λοιπόν είδε τον μικρότερο αδερφό του να βγαίνει απ’ το δάσος φορτωμένος το αγριογούρουνο στις πλάτες του, η κακιά και φθονερή καρδιά του άρχισε να τον κεντρίζει. Κι αποφάσισε να τον φωνάξει:
-«Έμπα μέσα, αδερφέ μου, να ξαποστάσεις. Πιες κι ένα ποτηράκι κρασί! Θα σε συνεφέρει!»
Ο μικρός αδερφός, που το μυαλό του καθόλου δεν πήγε στο κακό, μπήκε και είπε στον αδερφό του για το νάνο, για το μαύρο σουβλί που τού 'χε δώσει, και για το πώς σκότωσε το αγριογούρουνο. Ο μεγαλύτερος τον κράτησε μαζί του ως το βράδυ. Κι όταν σκοτείνιασε, ξεκίνησαν κι οι δυο μαζί για το παλάτι.
Στο δρόμο που πήγαιναν, έφτασαν σ’ ένα ποταμάκι και ο μεγαλύτερος άφησε τον μικρότερο να προχωρήσει πρώτος στο γεφύρι του. Στα μισά όμως, πάνω απ’ το νερό, τού 'δωσε ένα τόσο δυνατό χτύπημα πισώπλατα που ο μικρός έπεσε στο ποτάμι και πνίγηκε. Ο άλλος τότε τον έθαψε κάτω απ’ τη γέφυρα, φορτώθηκε το σκοτωμένο αγριογούρουνο στις δικές του πλάτες και πήγε στο βασιλιά, λέγοντας ότι αυτός είχε σκοτώσει το θηρίο. Έτσι κατάφερε και παντρεύτηκε τη βασιλοπούλα. Και καθώς ο μικρότερος δεν έλεγε να γυρίσει, είπε σ’ όλους:
-«Φαίνεται πως το αγριογούρουνο πρόλαβε και τον σκότωσε με τα κέρατα του». Και όλοι τον πίστεψαν.
Επειδή όμως τίποτα δεν μένει κρυφό απ’ τον Θεό, έτσι κι αυτό το φριχτό έγκλημα ήρθε κάποτε στο φως. Μετά από χρόνια πολλά ένας βοσκός περνούσε τα πρόβατα του πάνω απ’ το γεφύρι και είδε κάτω στην άμμο ένα κάτασπρο κόκαλο ν’ αστράφτει στον ήλιο.
-«Αυτό θα 'ναι ό,τι πρέπει για να φτιάξω τη φλογέρα μου», σκέφτηκε. Κατέβηκε, λοιπόν, το μάζεψε και σκάλισε μ’ αυτό μιαν όμορφη φλογέρα. Αλλά την πρώτη φορά που την έβαλε στα χείλια του να παίξει, η φλογέρα προς μεγάλη έκπληξη του βοσκού άρχισε να τραγουδάει μόνη της:
«Αχ, καλό μου τσοπανάκι,
το δικό μου κοκαλάκι
έκανες φλογέρα.
Ο αδερφός μου μ' έχει σφάξει,
μες στην άμμο μ' έχει θάψει,
για να παντρευτεί αυτός
του βασιλιά τη θυγατέρα ».
-«Τι παράξενη φλογέρα!», είπε ο βοσκός. «Τραγουδάει μονάχη της! Πρέπει να πάω να τη δείξω στο βασιλιά». Κι όταν παρουσιάστηκε μπροστά στο βασιλιά, η φλογέρα άρχισε και πάλι να τραγουδάει το τραγούδι της. Ο βασιλιάς αμέσως κατάλαβε. Πρόσταξε να σκάψουν κάτω απ’ το γεφύρι και πράγματι, βρήκαν ολόκληρο το σκελετό του σκοτωμένου. Ο κακός αδερφός δεν μπορούσε ν’ αρνηθεί το έγκλημα του. Τον έκλεισαν μέσα σ’ ένα σακί και τον έριξαν ζωντανό στα νερά, να πνιγεί. Και τα κόκαλα του καλού αδερφού τα μάζεψαν και τα 'βαλαν σ’ ένα ωραίο μνήμα στο νεκροταφείο.
Πηγή
ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΓΚΡΙΜΜ -Εκδόσεις ΑΓΡΑ
Α τόμος
Μετάφραση: ΜΑΡΙΑ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ
Τίτλος πρωτοτύπου: Kinder - und Hausmärchen
Παραμύθια για τα παιδιά και την οικογένεια