ΤΟ ΑΣΠΡΟ ΦΙΔΙ
ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ πριν από πολλά - πολλά χρόνια, ζούσε ένας βασιλιάς, που η σοφία του ήταν ξακουστή σ’ ολόκληρη τη χώρα. Όλα τα ήξερε, λες κι ο άνεμος του ψιθύριζε στ’ αυτί ακόμα και τα πιο κρυφά μυστικά. Είχε όμως ένα παράξενο συνήθειο. Κάθε μεσημέρι, όταν τέλειωνε το φαγητό του κι έμενε μόνος, ο πιστός του υπηρέτης τού 'φερνε πάντα μια ξεχωριστή σουπιέρα. Αλλά η σουπιέρα ήταν πάντα σκεπασμένη, κι ούτε ο υπηρέτης ούτε κανένας άλλος άνθρωπος ήξερε τι είχε μέσα. Γιατί ο βασιλιάς δεν την άνοιγε και δεν έτρωγε το περιεχόμενο της παρά όταν έμενε ολομόναχος. Έτσι πέρασε πολύς καιρός. Μια μέρα όμως ο υπηρέτης δεν μπόρεσε να κρατηθεί κι αντί να πάει τη σουπιέρα στο βασιλιά, την πήγε στο δωμάτιο του. Έκλεισε και κλείδωσε την πόρτα του, σήκωσε το σκέπασμα και τι να δει; Μέσα ήταν κουλουριασμένο ένα άσπρο φίδι. Όταν το είδε, δεν άντεξε στον πειρασμό και κόβοντας ένα μικρό κομματάκι το 'βαλε στο στόμα του. Αλλά δεν πρόλαβε καλά - καλά να το αγγίξει με τη γλώσσα του, κι άκουσε έξω απ’ το ανοιχτό παράθυρο του λεπτές φωνούλες να ψιθυρίζουν αλλόκοτα. Πλησίασε και τέντωσε τ’ αυτιά του και κατάλαβε ότι ήταν τα σπουργίτια, που μιλούσαν μεταξύ τους κι έλεγαν ένα σωρό ιστορίες, τι είχαν δει και τι είχαν ακούσει στο δάσος και στους αγρούς. Το κρέας του φιδιού τού είχε δώσει το χάρισμα να καταλαβαίνει τη λαλιά των πουλιών και των ζώων.
Έτυχε όμως και τη μέρα εκείνη η βασίλισσα έχασε το καλύτερο της δαχτυλίδι. Κι οι υποψίες έπεσαν στον πιστό υπηρέτη, που είχε την άδεια να τριγυρίζει σ’ όλο το παλάτι. Ο βασιλιάς πρόσταξε να τον φέρουν μπροστά του και με σκληρά λόγια του είπε πως αν δεν έβρισκε τον κλέφτη μέχρι την άλλη μέρα το πρωί, θα τον θεωρούσε φταίχτη και θα τον περνούσε από δίκη. Ο κακομοίρης έκλαιγε και φώναζε πως ήταν αθώος. Άδικος κόπος. Ο βασιλιάς δεν άλλαξε γνώμη. Μέσα στην αγωνία του και στο φόβο του ο δύστυχος υπηρέτης πήγαινε κι ερχόταν στην αυλή και σκεφτόταν τι να κάνει για να γλιτώσει. Στο ποταμάκι που κυλούσε εκεί δίπλα τα νερά του, κολυμπούσαν ήσυχα οι πάπιες, καθάριζαν με τα ράμφη τους τα πούπουλα τους και ψιλοκουβέντιαζαν. Ο υπηρέτης κοντοστάθηκε και έστησε αυτί. Έλεγαν πού και πού είχαν πάει το πρωί, τι είχαν δει, τι νοστιμιές είχαν βρει για φαγητό. Και μια πάπια είπε στενοχωρημένη στις υπόλοιπε ς:
-«Έχω ένα βάρος στο στομάχι. Εκεί, κάτω απ’ το παράθυρο της βασίλισσας, βρήκα ένα δαχτυλίδι. Και μέσα στη βιασύνη μου το κατάπια». Στιγμή δεν έχασε ο υπηρέτης: την άρπαξε απ’ το λαιμό, μια και δυο την πήγε στο μαγειρείο και είπε στο μάγειρα:
-«Τούτη η πάπια είναι καλοθρεμμένη. Ό,τι πρέπει για να τη σφάξεις».
-«Δίκιο έχεις », είπε ο μάγειρας ζυγιάζοντας την πάπια στο χέρι του. «Έκανε ό,τι μπορούσε για να παχύνει κι ήρθε η ώρα της για να τη σερβίρουμε ψητή στο βασιλικό τραπέζι». Και της έκοψε το λαιμό και την κομμάτιασε και βρήκε μέσα στην κοιλιά της το δαχτυλίδι της βασίλισσας. Ο υπηρέτης μπόρεσε έτσι ν’ αποδείξει πως ήταν αθώος. Και ο βασιλιάς, για να επανορθώσει το άδικο, τού 'δωσε χάρη και τού 'ταξε το ανώτερο αξίωμα στο παλάτι του. Ο υπηρέτης όμως αρνήθηκε και τα δώρα και τ’ αξιώματα. Το μόνο που ζήτησε ήταν ένα άλογο και λίγα χρήματα, για να φύγει και να γυρίσει τον κόσμο. Ο βασιλιάς του έδωσε πρόθυμα αυτά που είχε ζητήσει κι εκείνος τότε ξεκίνησε το ταξίδι του. Μια μέρα, εκεί που προχωρούσε, έφτασε στην όχθη μιας μικρής λιμνούλας. Κι είδε τρία ψαράκια, που είχαν πιαστεί στις καλαμιές και πάλευαν να γυρίσουν στο νερό. Και μπορεί όλος ο κόσμος να πιστεύει ότι τα ψάρια μιλιά δεν έχουν, εκείνα όμως μιλούσαν κι έκλαιγαν, που θα πήγαιναν έτσι άδικα χαμένα και θα 'βρισκαν άθλιο θάνατο. Ο υπηρέτης τ’ άκουσε και τα κατάλαβε. Κι επειδή είχε καλή και πονετική καρδιά, ξεπέζεψε, ελευθέρωσε τα ψάρια απ’ τις καλαμιές και τα 'ριξε πίσω στο νερό. Εκείνα σπαρτάρισαν απ’ τη χαρά τους, έβγαλαν τα κεφαλάκια τους έξω από τα νερά και του φώναξαν:
-«Δεν θα σε ξεχάσουμε. Το καλό που μας έκανες θα στο ξεπληρώσουμε».
Ο υπηρέτης συνέχισε το δρόμο του και μετά από λίγο του φάνηκε πως άκουσε χαμηλά κάτω απ’ τα πόδια του μια ψιλή φωνούλα. Στάθηκε κι αφουγκράστηκε και πράγματι ήταν ένας βασιλιάς μέρμηγκας, που θρηνούσε:
-«Μακάρι να κρατούσαν οι άνθρωποι μακριά μας αυτά τ’ αδέξια και μεγάλα ζώα! Αυτό το ανόητο άλογο θα τσαλαπατήσει το λαό μου με τα βαριά του πέταλα!»
Ο υπηρέτης τράβηξε τα χαλινάρια κι άλλαξε δρόμο κι άκουσε πίσω του το βασιλιά των μυρμηγκιών να του φωνάζει:
-«Δεν θα σε ξεχάσουμε. Το καλό που μας έκανες θα στο ξεπληρώσουμε».
Δρόμο πήρε, δρόμο άφησε, έφτασε σ’ ένα δάσος κι είδε εκεί έναν κόρακα με τη γυναίκα του, που στέκονταν πάνω απ’ τη φωλιά τους και πετούσαν έξω τα μικρά τους:
-«Έξω από δω, χαραμοφάικα», φώναζαν θυμωμένοι. «Μεγαλώσατε πια. Εμείς δεν μπορούμε να σας ταΐζουμε άλλο. Να πάτε να βρείτε μονάχα σας να χορτάσετε».
Τα καημένα τα πουλάκια φτεροκοπούσαν στο χώμα και τιτίβιζαν τρομαγμένα:
-«Τι θα κάνουμε τα κακόμοιρα; Εμείς δεν ξέρουμε ακόμα να πετάμε! Θα πεθάνουμε απ’ την πείνα, αφού κανένας δεν μας φροντίζει!»
Ξεπέζεψε τότε το καλόκαρδο παλικάρι, σκότωσε με το σπαθί του το άλογο του και τ άφησε πλάι στα κορακάκια, να το τρώνε, ώσπου να μπορέσουν να πετάξουν. Εκείνα ζύγωσαν, τσίμπησαν ώσπου να χορτάσουν κι ύστερα του φώναξαν:
«Δεν θα σε ξεχάσουμε. Το καλό που μας έκανες θα στο ξεπληρώσουμε».
Το παλικάρι προχώρησε με τα πόδια. Κι αφού περπάτησε πολύ, έφτασε σε μια μεγάλη πολιτεία. Κόσμος πολύς ήταν μαζεμένος στους δρόμους. Κι ένας ντελάλης, καβάλα στ’ άλογο του, διαλαλούσε δεξιά κι αριστερά πως η βασιλοπούλα έψαχνε να βρει άντρα. Όποιος όμως ήθελε να την πάρει γυναίκα του, έπρεπε να περάσει μια δύσκολη δοκιμασία, κι αν δεν τα κατάφερνε, θα 'χανε το κεφάλι του. Πολλοί είχαν κιόλας δοκιμάσει, χωρίς επιτυχία. Το παλικάρι θαμπώθηκε όταν είδε την πεντάμορφη βασιλοπούλα. Και ξεχνώντας τους κινδύνους παρουσιάστηκε στο βασιλιά και ζήτησε το χέρι της.
Αμέσως τον οδήγησαν στην ακροθαλασσιά κι έριξαν μέσα στα νερά ένα χρυσό δαχτυλιδάκι. Ο βασιλιάς τον πρόσταξε να βουτήξει στα νερά και να του το φέρει πίσω.
-«Αν τολμήσεις να γυρίσεις δίχως αυτό, οι φρουροί μου θα σε σπρώξουν ξανά πίσω στα κύματα, να πνιγείς!», πρόσθεσε ο βασιλιάς. Όλοι λυπήθηκαν τ’ όμορφο παλικάρι. Κι ύστερα έφυγαν και τ άφησαν μονάχο του στην ακροθαλασσιά. Εκείνος κάθισε στην αμμουδιά και σκεφτόταν τι να κάνει. Ξάφνου είδε μπροστά του τρία ψαράκια να πλησιάζουν κολυμπώντας. Κι άλλα δεν ήταν, απ’ τα τρία ψαράκια που τους είχε σώσει τη ζωή. Το μεσιανό κρατούσε στο στόμα του ένα κοχυλάκι ήρθε και τ’ άφησε στα πόδια του παλικαριού. Κι όταν εκείνος το σήκωσε και τ’ άνοιξε, είδε μέσα το χρυσό δαχτυλιδάκι.
Γεμάτος χαρά τρέχει στο βασιλιά και του το δίνει, περιμένοντας να πάρει την ανταμοιβή του. Αλλά του βασιλιά η θυγατέρα, μαθαίνοντας πως ο υποψήφιος γαμπρός δεν ήταν από ευγενική γενιά σαν και την ίδια, αρνήθηκε. Και ζήτησε να τον περάσουν κι από δεύτερη δοκιμασία. Κατέβηκε η ίδια στον κήπο κι άδειασε στο χορτάρι δέκα σακιά κεχρί.
-«Ως αύριο το πρωί, προτού να βγει ο ήλιος, πρέπει να τα χει μαζέψει όλα. Να μη λείπει ούτε ένα σπυρί!» Είπε κι έφυγε.
Το παλικάρι κάθισε στον κήπο και σκεφτόταν τι να κάνει, αλλά λύση δεν έβρισκε και περίμενε λυπημένο την αυγή και το θάνατο. Μόλις όμως χάραξεν η μέρα κι έπεσαν στον κήπο οι πρώτες ηλιαχτίδες, είδε το κεχρί μαζεμένο και τα δέκα σακιά γεμάτα. Και δεν έλειπε ούτε σπυρί. Ο βασιλιάς μέρμηγκας με τις στρατιές των υπηκόων του είχαν έρθει τη νύχτα και είχαν μαζέψει το κεχρί σπυρί σπυρί, για να του δείξουν την ευγνωμοσύνη τους.
Η θυγατέρα του βασιλιά κατέβηκε στον κήπο και απόρησε όταν είδε τα δέκα γεμάτα σακιά και το κεχρί μαζεμένο ως το τελευταίο σπυρί. Αλλά η περηφάνια της δεν λύγισε και είπε:
-«Τι κι αν πέρασε τις δυο δοκιμασίες; Εγώ άντρα μου δεν τον παίρνω, παρεκτός και μου φέρει ένα μήλο απ’ το Δέντρο της Ζωής».
Το παλικάρι δεν ήξερε πού ήταν το Δέντρο της Ζωής. Ξεκίνησε λοιπόν κι άρχισε να ψάχνει κι είχε πάρει απόφαση να συνεχίσει όσο τον βαστούσαν τα πόδια του. Αλλά ελπίδα δεν είχε καμιά. Κι έτσι προχωρώντας πέρασε τρία βασίλεια. Ένα βράδυ, λοιπόν, έφτασε σ’ ένα δάσος και κάθισε κάτω από ένα δέντρο να ξεκουραστεί και να κοιμηθεί. Ξάφνου κάτι έτριξε πάνω απ’ το κεφάλι του, στα κλαδιά του δέντρου, κι ένα χρυσό μήλο έπεσε μέσα στα χέρια του. Και την ίδια στιγμή τρία κοράκια πέταξαν και ήρθαν κοντά του και κάθισαν στα γόνατα του.
-«Είμαστε τα τρία μικρά κοράκια που έσωσες από βέβαιο θάνατο », του είπαν. «Τώρα που μεγαλώσαμε, ακούσαμε ότι ψάχνεις για το Δέντρο της Ζωής, να βρεις το χρυσό μήλο. Πετάξαμε λοιπόν πάνω απ’ τη θάλασσα, ως τα πέρατα του κόσμου, και σου φέραμε το μήλο».
Όλο χαρά το παλικάρι πήρε το δρόμο του γυρισμού κι έφερε στην πεντάμορφη βασιλοπούλα το χρυσό μήλο. Κι άλλη δικαιολογία πια δεν της έμεινε κι αποφάσισε να τον παντρευτεί. Έκοψαν λοιπόν στη μέση το Μήλο της Ζωής και το έφαγαν μαζί: η καρδιά της τότε πλημμύρισε από αγάπη γι’ αυτόν. Κι έζησαν ευτυχισμένοι ως τα βαθιά τους γεράματα.
Πηγή
ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΓΚΡΙΜΜ -Εκδόσεις ΑΓΡΑ
Α τόμος
Μετάφραση: ΜΑΡΙΑ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ
Τίτλος πρωτοτύπου: Kinder - und Hausmärchen
Παραμύθια για τα παιδιά και την οικογένεια