ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ
ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν ένα βασιλόπουλο, που ήθελε να γυρίσει τον κόσμο. Ξεκίνησε λοιπόν και δεν πήρε μαζί του κανέναν, παρά μονάχα τον πιστό του υπηρέτη. Μια μέρα έφτασαν σ’ ένα μεγάλο δάσος. Κι όταν βράδιασε, άρχισαν ν’ αναρωτιούνται πού θα μπορούσαν να περάσουν τη νύχτα τους, αφού δεν υπήρχε ούτε χάνι ούτε πανδοχείο εκεί κοντά. Το βασιλόπουλο τότε είδε μια κοπέλα να προχωράει σ’ ένα καλυβάκι. Πλησιάζοντας πρόσεξε πως ήταν νέα και όμορφη. Της μίλησε, λοιπόν, και της είπε:
-«Κοπέλα μου, για πες μου: μπορώ να περάσω τη νύχτα μου σε τούτη την καλύβα, μαζί με τον υπηρέτη μου;”
- «Μα και βέβαια μπορείτε», του απάντησε η κόρη στενοχωρημένη. «Αλλά αν με ρωτάτε, δεν σας το συμβουλεύω. Καλύτερα να μην περάσετε το κατώφλι της».
-«Και γιατί όχι;» τη ρώτησε το βασιλόπουλο.
-«Γιατί η μητριά μου ξέρει τις τέχνες του Διαβόλου και δεν της αρέσουν καθόλου οι ξένοι».
Το βασιλόπουλο τότε κατάλαβε ότι είχε φτάσει μπροστά στην καλύβα μιας μάγισσας. Επειδή όμως είχε πια νυχτώσει και άλλο μέρος δεν έβρισκε να κοιμηθεί, και επειδή μαγείες και τέτοια καθόλου δεν τον φόβιζαν, αποφάσισε να μπει μέσα. Η γριά καθόταν σε μια πολυθρόνα μπροστά στο τζάκι. Και μόλις οι δυο ξένοι πέρασαν το κατώφλι της, κάρφωσε πάνω τους τα μάτια της κατακόκκινα.
-«Καλησπέρα!», τους είπε με γλυκιά φωνή, όλο ευγένεια. «Κοπιάστε να ξεκουραστείτε!»
Και συδαύλισε τη φωτιά στο τζάκι. Πάνω απ’ τις φλόγες κρεμόταν ένα καζάνι, που έβραζε. Η κοπέλα είχε προειδοποιήσει τους δυο ξένους να έχουν τα μάτια τους δεκατέσσερα: τίποτα να μη φάνε και τίποτα να μην πιούνε στην καλύβα της μάγισσας. Γιατί η γριά έφτιαχνε φαρμακερά καταπότια.
Κοιμήθηκαν ήσυχα ως το πρωί. Κι όταν πια ετοιμάζονταν να φύγουν και το βασιλόπουλο είχε καβαλικέψει το άλογο του, η γριά έτρεξε και του είπε:
-«Περιμένετε! Έχω φτιάξει κάτι για σας, να το πιείτε για το καλό κατευόδιο!» Και γύρισε στην καλύβα της για να το φέρει. Την ώρα εκείνη ο πρίγκιπας σπιρούνισε το άλογο του κι απομακρύνθηκε. Όταν λοιπόν η κακιά μάγισσα ξαναβγήκε, βρήκε μονάχα τον υπηρέτη, που έδενε τη σέλα του αλόγου του.
-«Να το δώσεις στον αφέντη σου», τον πρόσταξε και τού 'βαλε στο χέρι ένα μικρό μπουκαλάκι. Μα τη στιγμή εκείνη το γυαλί ράισε και λίγες σταγόνες έπεσαν στη χαίτη του αλόγου. Κι ήταν το φαρμάκι τόσο δυνατό, που το άλογο έπεσε κατάχαμα νεκρό. Ο υπηρέτης έτρεξε κι εξιστόρησε στον αφέντη του αυτό που είχε συμβεί. Αλλά δεν ήθελε να αφήσει και τη σέλα του να πάει χαμένη. Γύρισε λοιπόν να την πάρει. Και καθώς πλησίαζε στο ψόφιο άλογο του, είδε ένα κοράκι που είχε στρωθεί και τσιμπολογούσε το κουφάρι.
-«Ποιος ξέρει αν θα βρούμε σήμερα καλύτερο κυνήγι από αυτό;» αναρωτήθηκε, σκότωσε το κοράκι και το πήρε μαζί του.
Όλη μέρα περπατούσαν, αλλά δεν κατάφεραν να βγούνε από το δάσος. Μόλις σκοτείνιασε όμως, βρήκαν ένα πανδοχείο και μπήκαν να ξεκουραστούν. Ο υπηρέτης έδωσε στον ταβερνιάρη το κοράκι και του είπε να τους το μαγειρέψει να το φάνε. Έλα όμως που το πανδοχείο εκείνο ήταν λημέρι ληστών. Και μέσα στο σκοτάδι ήρθαν δώδεκα ληστές να σκοτώσουν τους ξένους και να τους ληστέψουν. Αλλά πριν αρχίσουν τη δουλειά τους, κάθισαν στο τραπέζι, μαζί με τον ταβερνιάρη και τη μάγισσα, να φάνε τη σούπα που είχε φτιάξει ο ταβερνιάρης απ’ το κρέας του κοράκου. Δεν πρόλαβαν να καταπιούν την πρώτη μπουκιά κι έπεσαν όλοι τους νεκροί. Γιατί ο κόρακας είχε κι αυτός φαρμακωθεί απ’ το κρέας τού αλόγου. Κανείς δεν είχε απομείνει λοιπόν στο πανδοχείο, εκτός από τη μικρή κόρη του ταβερνιάρη, που ήταν καλή και τίμια και δεν είχε ανακατευτεί στις βρομοδουλειές της συμμορίας. Άνοιξε στους ξένους όλες τις πόρτες και τους έδειξε αμύθητους θησαυρούς. Το βασιλόπουλο όμως της είπε να τους κρατήσει όλους για τον εαυτό της. Και χωρίς να πάρει τίποτα, καβάλησε τ’ άλογο του κι έφυγε με τον υπηρέτη του.
Δρόμο πήραν και δρόμο άφησαν, ώσπου έφτασαν σε μια πολιτεία, όπου ζούσε μια όμορφη αλλά ψηλομύτα βασιλοπούλα. Η πεντάμορφη είχε βάλει να διαλαλήσουν σ’ όλο το βασίλειο ότι θα παντρευόταν τον άντρα εκείνο που θα της έβαζε ένα αίνιγμα τόσο δύσκολο, ώστε να μην μπορέσει να το λύσει. Αν όμως η πριγκίπισσα κατάφερνε να λύσει το αίνιγμα, τότε θα τού 'παιρνε το κεφάλι. Είχε τρεις μέρες διορία, να σκεφτεί. Ήταν όμως τόσο έξυπνη που πάντα έβρισκε τη λύση νωρίτερα. Εννιά παλικάρια είχαν κιόλας χάσει το κεφάλι τους. Όταν έφτασε το βασιλόπουλο και την είδε, θαμπώθηκε τόσο απ’ την ομορφιά της που αποφάσισε να ρισκάρει τη ζωή του για χάρη της. Παρουσιάστηκε λοιπόν μπροστά της και της είπε το αίνιγμα του:
-«Ποιος είναι αυτός που δεν πειράζει κανέναν κι όμως δώδεκα σκοτώνει;»
Η πριγκίπισσα δεν ήξερε. Έσπασε το κεφάλι της να το βρει, αλλά δεν τα κατάφερε. Άνοιξε τα σοφά της τα κιτάπια, αλλά αδύνατον να βρει τη λύση. Με λίγα λόγια, όλη της η εξυπνάδα κι όλη της η περηφάνια δεν μπορούσαν να τη βοηθήσουν.
Έστειλε λοιπόν τη δούλα της να τρυπώσει κρυφά στην κάμαρα του πρίγκιπα και να κρυφακούσει τα όνειρα του γιατί, σκέφτηκε, μπορεί να παραμιλάει στον ύπνο του και να προδώσει τη λύση στο αίνιγμα μονάχος του. Αλλά ο πονηρός υπηρέτης είχε πλαγιάσει στο κρεβάτι, στη θέση του αφέντη του. Κι όταν ζύγωσε η δούλα της βασιλοπούλας, της άρπαξε το πανωφόρι της και την έδιωξε με ξυλιές. Τη δεύτερη νύχτα η βασιλοπούλα έστειλε τη βάγια της, μήπως κι αυτή τα καταφέρει καλύτερα. Ο υπηρέτης όμως την ξαπόστειλε κι αυτή με τον ίδιο τρόπο. Τότε πια ο πρίγκιπας πίστεψε ότι δεν υπήρχε κίνδυνος. Και την τρίτη νύχτα δεν άφησε τον υπηρέτη του, παρά κοιμήθηκε ο ίδιος στο κρεβάτι του.
Την τρίτη νύχτα λοιπόν ήρθε κρυφά στο δωμάτιο του η ίδια η βασιλοπούλα, φορώντας ένα σκούρο πανωφόρι, γκρίζο σαν την ομίχλη. Κάθισε δίπλα του και περίμενε κι όταν φαντάστηκε πως πια τον είχε πάρει για τα καλά ο ύπνος, τον ρώτησε και περίμενε πως μέσα στ’ όνειρο του θα της απαντήσει, όπως πολλοί άνθρωποι το κάνουν εκείνος όμως δεν κοιμόταν, παρά ήταν ξύπνιος κι όλα τ’ άκουγε και τα καταλάβαινε μια χαρά.
-«Ποιος είναι αυτός που κανέναν δεν πειράζει;», τον ρώτησε η βασιλοπούλα.
-«Το κοράκι, που έφαγε το φαρμακωμένο κρέας του αλόγου και ψόφησε», της αποκρίθηκε το βασιλόπουλο.
-«Και ποιος είναι αυτός που δώδεκα σκοτώνει;» ξαναρώτησε η βασιλοπούλα.
-«Πάλι το κοράκι, που το κρέας του το έφαγαν δώδεκα ληστές και πέθαναν», της απάντησε το βασιλόπουλο. Εκείνη, ξέροντας πια τη λύση απ’ το δύσκολο αίνιγμα, προσπάθησε να φύγει σιγά σιγά. Ο πρίγκιπας όμως κρατούσε σφιχτά την άκρη τού πανωφοριού της και την ανάγκασε να τ’ αφήσει.
Την άλλη μέρα το πρωί η βασιλοπούλα δήλωσε πως είχε βρει τη λύση και κάλεσε δώδεκα κριτές ν’ ακούσουν και να κρίνουν. Ο πρίγκιπας όμως ζήτησε το λόγο και τους είπε:
-«Χτες τη νύχτα τρύπωσε κρυφά στην κάμαρα μου και μου ζήτησε να της πω τη λύση, αλλιώς δεν θα την έβρισκε ποτέ της».
Οι κριτές τότε του είπαν:
-«Φέρε μας μιαν απόδειξη πως λες την αλήθεια».
Ο υπηρέτης παρουσίασε τότε τα τρία πανωφόρια. Κι όταν οι κριτές είδαν το γκρίζο, που είχε το χρώμα της ομίχλης, κατάλαβαν αμέσως πως ο πρίγκιπας τους είχε πει την αλήθεια. Και πρόσταξαν:
-«Κεντήστε το πανωφόρι τούτο με χρυσάφια κι ασήμια. Γιατί θα γίνει το νυφιάτικο ρούχο της βασιλοπούλας μας, τώρα που θα παντρευτεί το άξιο παλικάρι».
Πηγή
ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΓΚΡΙΜΜ -Εκδόσεις ΑΓΡΑ
Α τόμος
Μετάφραση: ΜΑΡΙΑ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ
Τίτλος πρωτοτύπου: Kinder - und Hausmärchen
Παραμύθια για τα παιδιά και την οικογένεια