ΤΑ ΕΦΤΑ ΚΟΡΑΚΙΑ
ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν ένας άνθρωπος που είχε εφτά γιους και καμιά θυγατέρα, παρ όλο που πολύ τη λαχταρούσε. Ώσπου επιτέλους η γυναίκα του τού 'δωσε πάλι ελπίδες για παιδί, κι όταν γέννησε, έφερε στον κόσμο ένα κοριτσάκι. Η χαρά τους ήταν μεγάλη. Το μωρό όμως ήταν μικρούλι κι αδύναμο, κι αναγκάστηκαν να το βαφτίσουν στα γρήγορα, μπας και πεθάνει. Ο πατέρας έστειλε αμέσως ένα από τ’ αγόρια στο πηγάδι, να φέρει νερό για τη βάφτιση: τ’ άλλα έξι έτρεξαν πίσω του, γιατί όλα τους ήθελαν να φτάσουν πρώτα και να τραβήξουν νερό. Απ’ τη βιασύνη τους όμως τους έπεσε ο κουβάς μέσα στο πηγάδι. Στάθηκαν τότε εκεί και δεν ήξεραν τι να κάνουν. Και κανένα δεν τολμούσε να γυρίσει σπίτι. Η ώρα όμως περνούσε κι ο πατέρας άρχισε να χάνει την υπομονή του:
-«Το δίχως άλλο θα ξεχάστηκαν με τα παιχνίδια, τα παλιόπαιδα!», είπε. Και μέσα στη στεναχώρια του, μήπως το κοριτσάκι του πεθάνει αβάφτιστο, θύμωσε και φώναξε: «Ο κόρακας να τα πάρει και να τα σηκώσει και κοράκια να τα κάνει!»
Δεν είχε ξεστομίσει καλά - καλά τα λόγια του, όταν άκουσε φτεροκοπήματα πάνω απ’ το κεφάλι του. Κοίταξε ψηλά κι είδε εφτά κατάμαυρα κοράκια να φεύγουν πετώντας μακριά.
Ο πατέρας κι η μάνα στενοχωρήθηκαν πολύ που έχασαν τους εφτά γιους τους, αλλά δεν μπορούσαν να πάρουν πίσω την κατάρα. Παρηγορήθηκαν όμως με το μικρό τους κοριτσάκι, που δεν άργησε να δυναμώσει και μεγάλωνε και κάθε μέρα γινόταν ομορφότερο. Πέρασε έτσι ο καιρός και η μικρή δεν ήξερε καν πως είχε εφτά αδέρφια. Γιατί οι γονείς της δεν της είχαν πει τίποτα. Ώσπου μια μέρα άκουσε κάποιους ανθρώπους να κουβεντιάζουν και να λένε ότι το κορίτσι ήταν στ’ αλήθεια πολύ όμορφο, αλλά αυτό ήταν η αιτία για τη συμφορά που χτύπησε τα εφτά της αδέρφια. Το κορίτσι λυπήθηκε πολύ και πήγε στη μάνα και στον πατέρα του και τους ρώτησε αν είχε ποτέ αδέρφια και τι είχαν απογίνει. Οι γονείς δεν μπορούσαν πια να της κρύψουν το μυστικό, της είπαν όμως πως η συμφορά ήταν θέλημα του Θεού, πως η γέννηση της έδωσε μονάχα την αφορμή και πως η ίδια δεν έφταιγε καθόλου. Το κοριτσάκι όμως άρχισε να συλλογιέται τ’ αδέρφια του κάθε μέρα και να ψάχνει τρόπο για να τα σώσει. Και ησυχία δεν μπορούσε να βρει. Ώσπου μια μέρα αποφάσισε να πάρει των ομματίων του και να φύγει, να γυρίσει τον κόσμο και να μη σταθεί, μέχρι να βρει τ’ αδέρφια του και να τα λυτρώσει απ’ την κατάρα με κάθε θυσία. Δεν πήρε μαζί του τίποτα, παρ’ εκτός ένα μικρό δαχτυλιδάκι απ’ τους γονείς του για ενθύμιο, ένα καρβέλι ψωμί να μην πεινάσει, ένα κανατάκι νερό να μη διψάσει κι ένα σκαμνάκι να μην κουραστεί.
Δρόμο πήρε, δρόμο άφησε, προχώρησε πολύ μακριά, ώς την άκρη του κόσμου. Έφτασε στον Ήλιο, μα ο Ήλιος έκαιγε πολύ κι ήταν τρομαχτικός κι έτρωγε τα μικρά παιδιά. Τρέχοντας έφυγε το κοριτσάκι για να γλιτώσει. Και τρέχοντας έφτασε στο Φεγγάρι. Αλλά το Φεγγάρι ήταν παγωμένο κι άγριο και κακό, κι όταν ένιωσε το κορίτσι να πλησιάζει, είπε:
-«Ανθρώπινο κρέας μου μυρίζει». Το κορίτσι τότε βιάστηκε να φύγει κι έτρεξε στ’ Αστέρια, που ήταν όλα τους ευγενικά και καλότροπα και κάθονταν στις καρεκλίτσες τους ήσυχα ήσυχα. Ο Αυγερινός σηκώθηκε και της έδωσε ένα μικροσκοπικό κοκαλάκι.
-«Χωρίς αυτό το κοκαλάκι δεν θα μπορέσεις ν’ ανοίξεις το Γυάλινο Κάστρο. Και μέσα στο Γυάλινο Κάστρο είναι φυλακισμένα τ’ αδέρφια σου».
Το κορίτσι πήρε το κοκαλάκι, το τύλιξε προσεχτικά στο μαντίλι του κι έφυγε. Δρόμο πήρε, δρόμο άφησε πάλι, προχώρησε πολύ μακριά, ώσπου έφτασε στο Γυάλινο Κάστρο. Η πύλη ήταν κλειστή και κλειδαμπαρωμένη. Αμέσως η μικρή έβγαλε το μαντίλι της, για ν’ ανοίξει με το κοκαλάκι που της είχε χαρίσει ο Αυγερινός. Όταν όμως ξεδίπλωσε το μαντίλι, το βρήκε αδειανό. Το είχε χάσει το δώρο που της είχε χαρίσει το αστέρι της αυγής. Η μικρή στάθηκε και δεν ήξερε τι να κάνει. Ήθελε πολύ να ελευθερώσει τ’ αδέρφια της, αλλά δεν είχε το κλειδί για να μπει στο Γυάλινο Κάστρο. Παίρνει τότε η καλή αδερφούλα ένα μαχαίρι και κόβει το μικρό της δαχτυλάκι, το βάζει στην κλειδαριά και νά!, η πόρτα ανοίγει διάπλατα. Κι ένας κοντούλης νάνος την υποδέχεται και τη ρωτάει:
-«Γεια σου, μικρή μου. Τι γυρεύεις εδώ;»
-«Ψάχνω τ’ αδέρφια μου, τα εφτά κοράκια».
Ο νάνος τότε της λέει:
-«Τ’ αφεντικά μου τα κοράκια δεν είναι εδώ. Αν θέλεις όμως να περιμένεις να γυρίσουν, μπορείς να περάσεις». Ύστερα ο νάνος έστρωσε το τραπέζι, έβαλε εφτά μικρά πιατάκια κι εφτά ποτηράκια και σέρβιρε το φαγητό κι όλα τα είχε έτοιμα. Κι από κάθε πιατάκι έφαγε το κορίτσι μια μπουκιά, κι από κάθε ποτηράκι ήπιε μια γουλιά. Στο τελευταίο όμως άφησε να πέσει το δαχτυλίδι, που είχε πάρει μαζί της.
Ξάφνου άκουσε πάνω απ’ το κεφάλι της φτεροκόπημα κι αναστάτωση. Κι ο νάνος είπε:
-«Να τ’ αφεντικά μου, που γυρίζουν σπίτι». Την ίδια στιγμή μπήκαν μέσα τα εφτά κοράκια και κάθισαν να φάνε κι έψαξαν τα πιατάκια και τα ποτηράκια τους. Και το ένα μετά το άλλο είπαν:
-«Ποιος έφαγε απ’ το πιατάκι μου; Ποιος ήπιε απ’ το ποτηράκι μου; Χείλη ανθρώπινα το έχουν αγγίξει».
Ώσπου το έβδομο κοράκι ανακάλυψε στο ποτηράκι του μέσα το δαχτυλίδι. Το είδε και τ’ αναγνώρισε πως ήταν το δαχτυλίδι των γονιών τους και είπε:
-«Αχ! Ας έδινε ο Θεός κι ας ήταν εδώ η αδερφούλα μας. Τότε θα λυτρωνόμασταν».
Και το κορίτσι, που είχε κρυφτεί πίσω απ’ την πόρτα και τα άκουγε, αμέσως φανερώθηκε. Στη στιγμή τα κοράκια ξανάγιναν άνθρωποι. Χαρούμενα αγκαλιάστηκαν τα αδέρφια και φιλήθηκαν και γύρισαν στο σπίτι τους.
Πηγή
ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΓΚΡΙΜΜ -Εκδόσεις ΑΓΡΑ
Α τόμος
Μετάφραση: ΜΑΡΙΑ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ
Τίτλος πρωτοτύπου: Kinder - und Hausmärchen
Παραμύθια για τα παιδιά και την οικογένεια