ΤΑ ΔΥΟ ΑΔΕΡΦΙΑ
ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν δυο αδέρφια, ένας πλούσιος κι ένας φτωχός. Ο πλούσιος ήταν χρυσοχόος κι ήταν πολύ κακός, ίσαμε τα βάθη της ψυχής του. Ο φτωχός κέρδιζε το ψωμί του φτιάχνοντας ψάθινες σκούπες κι ήταν τίμιος και καλός. Κι είχε ο φτωχός δυο παιδιά, δίδυμα αγόρια, που έμοιαζαν το ένα με το άλλο σαν δυο σταγόνες νερό. Τα δυο αδέρφια πήγαιναν πότε-πότε στο πλουσιόσπιτο του θείου τους και μάζευαν ό,τι τους έδιναν απ’ τα αποφάγια.
Μια μέρα ο φτωχός πήγε στο δάσος να μαζέψει χαμόκλαδα για τις σκούπες του κι απάντησε ένα πουλί ολόχρυσο και τόσο όμορφο που όμοιο του δεν είχε ξαναδεί στα μάτια του. Σήκωσε λοιπόν ένα πετραδάκι, το σημάδεψε και πράγματι το πέτυχε: αλλά το πουλί πέταξε μακριά κι άφησε πίσω του ένα μόνο χρυσό φτεράκι. Ο άντρας το πήρε και το πήγε στον αδερφό του κι εκείνος το είδε κι είπε:
-«Είναι από ατόφιο χρυσάφι». Και τού 'δωσε πολλά λεφτά γι’ αυτό.
Την άλλη μέρα ο φτωχός ανέβηκε σε μια αχλαδιά, να την κλαδέψει: κι απ’ τα κλαδιά της σηκώθηκε και πέταξε το ίδιο χρυσό πουλάκι. Ο άντρας έψαξε και βρήκε τη φωλιά του και μέσα ήταν ένα ολόχρυσο αυγό. Το πήρε κι αυτό και το πήγε στον αδερφό του. Κι εκείνος πάλι είπε:
-«Είναι από ατόφιο χρυσάφι». Και τού 'δωσε ξανά πολλά λεφτά. Στο τέλος ο χρυσοχόος είπε: «Πολύ θα 'θελα ν’ αποκτήσω το ίδιο το χρυσό πουλί».
Για τρίτη φορά λοιπόν πήγε ο φτωχός στο δάσος κι όταν συνάντησε το χρυσό πουλάκι, τού 'ριξε μια πέτρα και το πέτυχε, το πήγε στον αδερφό του και πήρε ένα σωρό λεφτά.
-«Τώρα πια δεν έχω ανάγκη κανέναν», είπε με το νου του ο φτωχός και γύρισε στο σπίτι του ευχαριστημένος.
Ο χρυσοχόος ήταν πονηρός άνθρωπος και ήξερε πολύ καλά τι σόι πουλάκι ήταν αυτό που είχε ακριβοπληρώσει. Φώναξε λοιπόν τη γυναίκα του και της είπε:
-«Ψήσε μου αυτό το πουλί και πρόσεξε καλά μη σου παραπέσει τίποτα: θέλω να το φάω ολόκληρο μονάχος μου!» Αλλά το πουλί εκείνο δεν ήταν σαν τ’ άλλα πουλιά του δάσους ήταν μαγικό, κι όποιος έτρωγε την καρδιά και το συκώτι του, έβρισκε κάθε πρωί ένα χρυσό φλουρί κάτω απ’ το μαξιλάρι του.
Ετοίμασε η γυναίκα το πουλί, το σούβλισε κι άρχισε να το ψήνει. Έτυχε όμως κι ενώ το πουλί ψηνόταν, η γυναίκα καταπιάστηκε μ’ άλλες δουλειές και βγήκε από το μαγειρειό. Τότε ακριβώς ήρθαν τα δυο αγόρια του φτωχού, στάθηκαν πλάι στη σούβλα κι άρχισαν να τη γυρίζουν. Κι όπως δυο κομματάκια κρέας έπεσαν απ’ τη σούβλα στο ταψί, είπε το ένα απ’ τα δίδυμα:
-«Αυτές τις δυο μπουκίτσες ας τις φάμε. Πεινάω τόσο πολύ και είμαι σίγουρος πως κανείς δεν θα το καταλάβει». Πράγματι, έτσι κι έγινε. Και την ίδια στιγμή μπήκε στην κουζίνα η γυναίκα και τα είδε που έτρωγαν.
-«Τι κάνετε εκεί;», τα ρώτησε.
-«Τρώμε δυο κομματάκια, που έπεσαν από τη σούβλα στο ταψί», αποκρίθηκαν τα παιδιά.
-«Ήταν η καρδιά και το συκώτι», είπε η γυναίκα τρομαγμένη. Και για να μην το καταλάβει ο άντρας της και θυμώσει, έσφαξε στα γρήγορα ένα κοτόπουλο, τού 'βγαλε την καρδιά και το συκώτι και τα 'βαλε μέσα στο χρυσό πουλί. Και μόλις τέλειωσε το ψήσιμο, το πήγε στον άντρα της, που το 'φαγε όλο μέχρι τελευταία μπουκιά, χωρίς ν’ αφήσει τίποτα. Αλλά την άλλη μέρα το πρωί, που έχωσε το χέρι του κάτω απ’ το μαξιλάρι για να βρει το χρυσό φλουρί, δεν βρήκε τίποτα.
Τα δυο παιδάκια τώρα δεν ήξεραν ποια καλή τύχη τους είχε χαμογελάσει. Την άλλη μέρα το πρωί, την ώρα που σηκώθηκαν απ’ τα κρεβατάκια τους, κάτι έπεσε κουδουνίζοντας στο πάτωμα. Έσκυψαν και βρήκαν δυο χρυσά φλουριά. Τρέχοντας τα πήγαν στον πατέρα τους κι εκείνος απόρησε και είπε:
-«Πώς έγινε τέτοιο πράγμα;» Κι όταν την άλλη μέρα βρήκαν άλλα δυο φλουριά κάτω απ’ το μαξιλάρι τους κι έτσι κάθε μέρα, κάθε μέρα, πήγε ο καημένος ο φτωχός και διηγήθηκε όλη την ιστορία στον αδερφό του ζητώντας τη συμβουλή του. Ο χρυσοχόος κατάλαβε αμέσως τι είχε συμβεί, πως τα δυο αγόρια είχαν φάει το συκώτι και την καρδιά του χρυσού πουλιού και για να πάρει εκδίκηση, μιας κι ήταν σκληρόκαρδος και φθονερός, είπε στον αδερφό του:
-«Τα δυο σου παιδιά έχουν παρτίδες με τον Εξαποδώ. Μην πιάνεις στα χέρια σου τα φλουριά που σου δίνουν. Και μην τα κρατάς άλλο στο σπίτι σου. Γιατί Εκείνος, που τα εξουσιάζει, μπορεί στο τέλος ν’ αρπάξει κι εσένα τον ίδιον».
Ο πατέρας φοβισμένος γύρισε στο σπίτι του κι όσο κι αν του βαρυφάνηκε, πήρε τα δίδυμα, τα πήγε στο δάσος και τ’ άφησε εκεί μοναχά τους. Τα δυο αδέρφια άρχισαν τότε να ψάχνουν το δρόμο για το σπίτι τους. Αλλά άδικα κουράζονταν κι αντί να πλησιάζουν, όλο πιο μακριά έφευγαν. Μετά από ώρα πολλή συνάντησαν έναν κυνηγό, που τα ρώτησε:
-«Τίνος είσαστε, παιδιά;»
-«Είμαστε τα παιδιά του φτωχού που φτιάχνει τις σκούπες», αποκρίθηκαν τα δυο αγόρια. Και του διηγήθηκαν όλη την ιστορία, πως ο πατέρας τους δεν τα ήθελε πια στο σπίτι του, επειδή κάθε πρωί έβρισκαν ένα φλουρί χρυσό κάτω απ’ το μαξιλάρι τους.
-«Δεν είναι κακό αυτό», είπε τότε ο κυνηγός. «Φτάνει να είσαστε καλά παιδιά κι όχι να τεμπελιάζετε απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ». Κι ο καλός άνθρωπος, που δεν είχε δικά του παιδιά, τα πήρε μαζί του και τους είπε:
-«Θα είμαι εγώ ο πατέρας σας. Θα σας φροντίζω και θα σας μεγαλώσω σαν δικά μου παιδιά». Κοντά του έμαθαν την τέχνη τού κυνηγού. Και τα φλουριά που έβρισκαν κάθε πρωί κάτω απ’ το μαξιλάρι τους, τους τα μάζευε να τα 'χουν, αν ποτέ παρουσιαζόταν ανάγκη.
Μεγάλωσαν λοιπόν κι ο θετός τους πατέρας τα πήρε μια μέρα μέσα στο δάσος και τους είπε:
-«Σήμερα θα περάσετε την τελική δοκιμασία, που θα δείξει ότι τέλειωσε πια ο καιρός της μαθητείας σας κι είστε σωστοί και καλοί κυνηγοί». Τον ακολούθησαν στο δάσος κι άρχισαν να παραμονεύουν, αλλά κανένα ζώο δεν έλεγε να φανεί. Ώσπου είδε ο κυνηγός ένα σμάρι αγριόχηνες να πετούν στον ουρανό σχηματίζοντας ένα τρίγωνο. Και είπε στο ένα απ’ τα δυο αδέρφια:
-«Χτύπα ένα πουλί από κάθε γωνιά ». Και το παλικάρι έκανε ό,τι του είπε κι έτσι πέρασε τη δοκιμασία. Μετά από λίγο πλησίασε πετώντας και δεύτερο σμάρι αγριόχηνες, που είχε το σχήμα του αριθμού Δύο. Και πρόσταξε ο κυνηγός και τον άλλον του γιο να χτυπήσει ένα πουλί από κάθε γωνιά. Κι έτσι έγινε. Μίλησε τότε ο θετός πατέρας και είπε:
-«Εγώ ό,τι ήταν να σας μάθω, σας το 'μαθα. Είστε πια σωστοί και καλοί κυνηγοί».
Τα δυο αδέρφια κυνήγησαν όλη μέρα στο δάσος. Κι αφού κουβέντιασαν πρώτα μεταξύ τους, τα συμφώνησαν και γύρισαν το βράδυ σπίτι. Κι όταν κάθισαν στο τραπέζι να φάνε, είπαν στον πατέ ρα τους:
-«Δεν θα βάλουμε μπουκιά στο στόμα μας και δεν θ’ αγγίξουμε το φαγητό μας, αν δεν μας κάνεις τη χάρη που θα σου ζητήσουμε».
-«Και ποια είναι αυτή η χάρη;»
-«Τώρα που μάθαμε τη δουλειά, θέλουμε να ταξιδέψουμε και να γνωρίσουμε τον κόσμο. Άφησε μας λοιπόν να φύγουμε και δώσε μας την ευχή σου».
Ο γέρος τότε χαρούμενος τους αποκρίθηκε:
-«Τώρα μιλάτε σαν αληθινοί και γενναίοι κυνηγοί. Αυτό που μου ζητάτε, είναι και δική μου επιθυμία. Τραβήξτε το δρόμο σας και ξεκινήστε να γνωρίσετε τον κόσμο». Κι έτσι έφαγαν και ήπιαν χαρούμενοι, να το γιορτάσουν.
Κι όταν ήρθε η συμφωνημένη μέρα, ο γέρο-κυνηγός χάρισε στον καθένα του γιο ένα καλό ντουφέκι κι ένα λαγωνικό. Και τους έδωσε και τα φλουριά που τόσα χρόνια τούς είχε μαζεμένα, να πάρουν μαζί τους όσα ήθελαν. Προχώρησε μαζί τους και λίγο δρόμο κι όταν έφτασε η ώρα τού αποχωρισμού, τους έδωσε κι ένα αστραφτερό μαχαίρι και τους είπε:
-«Αν τύχει ποτέ ν’ αποχωριστείτε ο ένας τον άλλον, καρφώστε τούτο το μαχαίρι στον κορμό ενός δέντρου, εκεί ακριβώς που θα χωρίσουν οι δρόμοι σας. Κι όποιος γυρίσει πρώτος, θα κοιτάξει το μαχαίρι και θα μάθει τι απόγινε ο αδερφός του. Γιατί απ’ τη μεριά που θα χει φύγει ο άλλος, το σίδερο θα 'ναι αστραφτερό όσο ζει, αλλά θα σκουριάσει αν πεθάνει».
Τα δυο αδέρφια προχώρησαν, δρόμο πήραν, δρόμο άφησαν, ώσπου έφτασαν σ’ ένα δάσος τόσο μεγάλο που δεν ήταν τρόπος να το περάσουν σε μια μέρα. Έμειναν λοιπόν να περάσουν τη νύχτα τους και κάθισαν να φάνε ό,τι είχαν στο δισάκι τους. Τη δεύτερη μέρα προχώρησαν πάλι όσο τους βαστούσαν τα πόδια τους, αλλά πάλι δεν μπόρεσαν να βγουν απ’ το δάσος. Κι επειδή δεν είχαν πια τίποτα να φάνε, είπε ο ένας:
-«Πρέπει να σκοτώσουμε κανένα ζώο, ειδεμή θα πεινάσουμε». Και γέμισε το ντουφέκι του κι άρχισε να ψάχνει. Πριν περάσει πολλή ώρα, είδε ένα γέρο-λαγό και τον σημάδεψε. Ο λαγός όμως του φώναξε και του είπε:
-«Καλέ μου κυνηγέ, άσε με να ζήσω, κι εγώ δυο λαγουδάκια μικρά θα σου χαρίσω».
Και πηδώντας πίσω από ένα θάμνο έφερε δυο μικρά λαγουδάκια, τόσο χαριτωμένα και τόσο όμορφα που οι κυνηγοί δεν άντεξαν να τα σκοτώσουν. Τα κράτησαν λοιπόν και τα δυο λαγουδάκια τούς πήραν από πίσω και δεν έλεγαν να φύγουν από κοντά τους.
Πριν περάσει πολλή ώρα συνάντησαν μιαν αλεπού κι ετοιμάστηκαν να τη σκοτώσουν. Η κυρά-Μαριώ όμως φώναξε και είπε:
-«Καλοί μου κυνηγοί, άστε με να ζήσω, κι εγώ δυο αλεπουδάκια μικρά θα σας χαρίσω».
Τους έφερε δυο μικρά αλεπουδάκια κι οι κυνηγοί πάλι δεν μπόρεσαν να σφίξουν την καρδιά τους και να τα σκοτώσουν. Τα κράτησαν λοιπόν μαζί με τα λαγουδάκια και τα τέσσερα ζωάκια τούς ακολουθούσαν κατά πόδας.
Πριν περάσει πολλή ώρα, να σου κι ένας λύκος πρόβαλε ανάμεσα στα δέντρα. Τον σημάδεψαν οι δυο κυνηγοί, εκείνος όμως μίλησε και είπε:
-«Καλοί μου κυνηγοί, άστε με να ζήσω, κι εγώ δυο λυκάκια μικρά θα σας χαρίσω».
Ούτε αυτά τα σκότωσαν, μόνο τα 'βαλαν με τ’ άλλα ζωάκια κι όλα μαζί τούς ακολουθούσαν. Σε λίγο ήρθε και μια αρκούδα, που κι αυτή ήθελε να ζήσει και φώναξε:
-«Καλοί μου κυνηγοί, άστε με να ζήσω, κι εγώ δυο αρκουδάκια μικρά θα σας χαρίσω».
Τα δυο αρκουδάκια ήρθαν κι αυτά στην παρέα με τ’ άλλα κι έγιναν όλα μαζί οχτώ. Ώσπου στο τέλος, ποιος ήρθε; Το λιοντάρι, που πλησίασε τινάζοντας τη χαίτη του φοβερό και τρομερό. Αλλά τα δυο αδέρφια καθόλου δεν φοβήθηκαν, παρά σήκωσαν τα ντουφέκια τους και το σημάδεψαν. Το λιοντάρι όμως μίλησε κι αυτό μ’ ανθρώπινη λαλιά και τους είπε:
''-«Καλοί μου κυνηγοί, άστε με να ζήσω, κι εγώ δυο λιονταράκια μικρά θα σας χαρίσω».
Κι έφερε κι αυτό τα μικρά του και τους τα 'δωσε. Είχαν λοιπόν τώρα οι δυο κυνηγοί δυο λιονταράκια, δυο αρκουδάκια, δυο λυκάκια, δυο αλεπουδάκια και δυο λαγουδάκια, που τους ακολουθούσαν και τους υπηρετούσαν. Αλλά η πείνα τούς βασάνιζε ακόμα, αφού δεν είχαν τίποτα να φάνε. Είπαν λοιπόν στα δυο αλεπουδάκια:
-«Εσείς τα δυο είστε παμπόνηρα και κάτι θα μας βρείτε να φάμε». Κι εκείνα αποκρίθηκαν:
-«Εδώ κοντά είναι ένα χωριουδάκι έχουμε πάει πολλές φορές να κλέψουμε κοτόπουλα. Ελάτε να σας δείξουμε το δρόμο».
Πήγαν λοιπόν στο χωριό, αγόρασαν κάτι κι έφαγαν, τάισαν και τα ζώα τους και συνέχισαν το δρόμο τους. Και τ’ αλεπουδάκια ήξεραν καλά τα κατατόπια, όπου κι αν υπήρχε κοτέτσι. Κι έτσι πάντα οδηγούσαν τους κυνηγούς στα χωριά κι έβρισκαν φαγητό για όλους. Προχωρούσαν έτσι και ταξίδευαν σ’ όλο τον κόσμο, μόνο που δεν κατάφερναν να βρουν δουλειά για να μείνουν μαζί κι οι δυο τους. Τα κουβέντιασαν λοιπόν μεταξύ τους και είπαν:
-«Δεν πάει άλλο, πρέπει να χωριστούμε». Μοίρασαν τα ζώα τους και πήραν από ένα, έτσι που ο καθένας τους είχε ένα λιονταράκι, ένα αρκουδάκι, ένα λυκάκι, ένα αλεπουδάκι κι ένα λαγουδάκι. Ύστερα αποχαιρέτησαν ο ένας τον άλλον, ορκίστηκαν αδερφική αγάπη μέχρι το θάνατο και κάρφωσαν το μαχαίρι που τους είχε δώσει ο γέρο-κυνηγός σ’ ένα δέντρο. Κι ο ένας τράβηξε προς την ανατολή, κι ο άλλος προς τη δύση.
Σε λίγο ο μικρότερος έφτασε σε μια πολιτεία που ήταν σκεπασμένη μ’ ένα μαύρο πέπλο. Μπήκε σ’ ένα πανδοχείο και ρώτησε τον ξενοδόχο αν μπορούσε να βολέψει κάπου τα ζώα του. Τού 'δωσε τότε ο ξενοδόχος ένα στάβλο, που είχε μια τρύπα στον τοίχο. Βγήκε στα κρυφά έξω ο λαγός, βούτηξε ένα λάχανο, το 'φαγε. Βγήκε και τ’ αλεπουδάκι, πήρε μια κότα, την έφαγε, έφαγε από πάνω και τον κόκορα. Αλλά ο λύκος, η αρκούδα και το λιοντάρι δεν χωρούσαν να βγουν απ’ την τρύπα. Τα πήρε λοιπόν ο ξενοδόχος και τα πήγε στο λιβάδι, όπου μόλις είχε σφάξει μιαν αγελάδα. Και τ’ άφησε να φάνε και να χορτάσουν. Φρόντισε λοιπόν ο κυνηγός τα ζώα του κι ύστερα γύρισε και ρώτησε τον ξενοδόχο γιατί η πολιτεία ήταν έτσι σκεπασμένη μ’ ένα μαύρο πέπλο. Κι ο ξενοδόχος τού είπε:
-«Γιατί αύριο θα πεθάνει η μοναχοκόρη του βασιλιά μας».
-«Είναι άρρωστη του θανάτου;», ρώτησε τότε ο κυνηγός.
-«Όχι», αποκρίθηκε ο ξενοδόχος. «Είναι γερή και δυνατή, αλλά πρέπει να πεθάνει».
-«Μα πώς γίνεται τέτοιο πράγμα;», ξαναρώτησε ο κυνηγός.
-«Έξω απ’ την πόλη μας είναι ένα ψηλό βουνό. Κι εκεί κατοικεί ένας δράκος, που θέλει κάθε χρόνο να του δίνουμε μιαν αγνή παρθένα. Κι αν δεν το κάνουμε, χαλάει όλη τη χώρα. Δώσαμε όλα τ’ ανύπαντρα κορίτσια μας και δεν μας έμεινε πια κανένα, παρά μονάχα η μοναχοθυγατέρα τού βασιλιά. Αλλά και βασιλοπούλα που είναι δεν γλιτώνει. Αύριο πρέπει να την παραδώσουμε στο δράκο». Τότε ρώτησε ο κυνηγός:
-«Και γιατί δεν τον σκοτώνετε το δράκο;»
-«Αχ», αναστέναξε ο ξενοδόχος. «Τόσοι και τόσοι γενναίοι ιππότες προσπάθησαν, αλλά το πληρούσαν με τη ζωή τους την ίδια. Ο βασιλιάς υποσχέθηκε την κόρη του γυναίκα σ’ όποιον καταφέρει να σκοτώσει το δράκο. Και μετά το θάνατο του, θα του αφήσει και το θρόνο».
Ο κυνηγός δεν είπε τίποτα, αλλά την άλλη μέρα πρωί-πρωί πήρε τα ζώα του κι ανέβηκε στο βουνό τού δράκου. Στην κορφή έφτασε σ’ ένα εκκλησάκι και πάνω στην Αγία Τράπεζα είδε τρία γεμάτα δισκοπότηρα. Κι από πάνω ήταν γραμμένο: «Όποιος πιει κι αδειάσει αυτά τα τρία δισκοπότηρα, θα γίνει ο πιο δυνατός άντρας τού κόσμου και θα σηκώσει το σπαθί που είναι θαμμένο μπροστά στο κατώφλι».
Ο κυνηγός δεν ήπιε, παρά πήγε στο κατώφλι κι έψαξε να βρει το σπαθί μέσα στο χώμα. Αλλά όταν το βρήκε, δεν μπορούσε να το κουνήσει ούτε σπιθαμή. Μπήκε λοιπόν πάλι μέσα στο ιερό, ήπιε τα τρία δισκοπότηρα μέχρι την τελευταία σταγόνα, κι έγινε τόσο δυνατός που καθόλου δεν δυσκολεύτηκε να σηκώσει το σπαθί και να το κουμαντάρει στο χέρι του.
Ήρθε καμιά φορά η ώρα να παραδώσουν τη βασιλοπούλα στο δράκο. Μαζί της ήρθαν κι ο βασιλιάς κι οι στρατηγοί του κι όλοι οι παλατιανοί. Είδε η κόρη τον κυνηγό από μακριά, που στεκόταν μπροστά στην εκκλησίτσα, και νόμισε πως ήταν ο δράκος που την περίμενε κιόλας. Και καθόλου δεν ήθελε ν’ ανέβει. Με τα πολλά όμως έσφιξε τα δόντια κι άρχισε ν’ ανεβαίνει, γιατί αλλιώς ήταν χαμένη ολόκληρη η πολιτεία. Ο βασιλιάς κι οι παλατιανοί του γύρισαν πίσω βουτηγμένοι στη θλίψη και στη δυστυχία. Αλλά ο αρχιστράτηγος έμεινε πίσω, να δει τι θα γίνει και να δώσει αναφορά στον αφέντη του.
Ανέβηκε η βασιλοπούλα στο βουνό και δεν βρήκε το δράκο, αλλά τον νεαρό κυνηγό. Την παρηγόρησε εκείνος και την ησύχασε της υποσχέθηκε πως θα την προστατέψει, την έβαλε μέσα στην εκκλησία και την κλείδωσε. Δεν πέρασε πολλή ώρα κι ήρθε με αντάρα και κακό ο δράκος με τα εφτά κεφάλια. Απόρησε σαν είδε τον κυνηγό κι αμέσως τον ρώτησε:
-«Τι δουλειά έχεις εσύ εδώ πάνω στο βουνό μου;»
-«Ήρθα να παλέψω μαζί σου», αποκρίθηκε ο κυνηγός.
-«Σωρό οι ιππότες έχουν αφήσει εδώ πάνω τα κοκαλάκια τους. Θα σε κανονίσω κι εσένα πριν προλάβεις να μετρήσεις τρία». Κι έβγαλε φωτιές κι απ’ τα εφτά του στόματα. Είχε σκοπό να βάλει έτσι φωτιά στα ξερά χορτάρια και να πνίξει με τους καπνούς το παλικάρι. Έτρεξαν όμως αμέσως τα ζώα τού κυνηγού και πατώντας έσβησαν τις φλόγες.
Όρμησε τότε ο δράκος πάνω στον κυνηγό, εκείνος όμως σήκωσε το σπαθί του με τόση γρηγοράδα που σφύριξε στον αέρα, και τού ‘κοψε τρία κεφάλια. Θύμωσε τότε για τα καλά το θεριό και σηκώθηκε ορθό κι άρχισε να φτύνει φωτιές να κάψει ζωντανό το παλικάρι κι ετοιμάστηκε να πέσει πάνω του μ’ όλο του το βάρος. Ο κυνηγός όμως πρόλαβε και τού πήρε με το σπαθί του άλλα τρία κεφάλια. Λύγισε τότε το τέρας κι έπεσε κατάχαμα, αλλά συνήλθε στη στιγμή κι έκανε πάλι να ορμήσει στον κυνηγό. Εκείνος όμως μάζεψε όση δύναμη τού είχε απομείνει και τού 'κοψε την ουρά. Κι επειδή άλλο δεν άντεχε να πολεμήσει, φώναξε τα ζώα του ν’ αποτελειώσουν τη μάχη. Έτρεξαν τα ζώα και τον έκαναν κομμάτια το δράκο. Κι έτσι πέρασε ο κίνδυνος. Άνοιξε τότε ο κυνηγός την πόρτα της εκκλησίτσας και βρήκε τη βασιλοπούλα πεσμένη κατάχαμα, γιατί απ’ το φόβο κι απ’ την αγωνία είχε πέσει λιπόθυμη. Την πήρε στην αγκαλιά του και την έβγαλε έξω κι όταν η κόρη άνοιξε τα μάτια της, της έδειξε τον κομματιασμένο δράκο και της είπε πως ήταν πια ελεύθερη να γυρίσει σπίτι της. Χάρηκε η βασιλοπούλα και του είπε:
-«Τώρα θα γίνεις ο αγαπημένος μου άντρας. Γιατί ο πατέρας μου έταξε πως θα με δώσει σ’ όποιον σκοτώσει το δράκο». Και μ’ αυτά τα λόγια έβγαλε το περιδέραιο από κοράλλια που φορούσε στο λαιμό της, και το μοίρασε στα ζώα χάρισμα για τη βοήθεια που είχαν προσφέρει. Και το λιοντάρι πήρε το χρυσό το κούμπωμα. Αλλά το μαντιλάκι της, όπου είχε κεντημένο τ’ όνομα της, το χάρισε στον κυνηγό. Κι εκείνος πήγε κι έκοψε τις γλώσσες απ’ τα εφτά κεφάλια τού δράκου, τις τύλιξε στο μαντίλι και τις φύλαξε.
Έγινε κι αυτό κι ύστερα το παλικάρι, ξεθεωμένο από τη μάχη κι από τη φωτιά, γύρισε και είπε στη βασιλοπούλα:
-«Είμαστε κι οι δυο πεθαμένοι στην κούραση. Ας κοιμηθούμε πρώτα λιγάκι, να ξεκουραστούμε, κι ύστερα γυρίζουμε στο παλάτι». Δέχτηκε η κόρη και ξάπλωσαν στο χώμα κι ο κυνηγός είπε στο λιοντάρι:
-«Εσύ θα μείνεις φρουρός, να προσέχεις μη μας ριχτεί κανείς και μας πιάσει στον ύπνο». Κι ήρθε ο ύπνος και τους πήρε και τους δυο. Το λιοντάρι πλάγιασε κι αυτό δίπλα τους, να ξαγρυπνήσει. Αλλά ήταν τόσο κουρασμένο, που φώναξε την αρκούδα και της είπε:
-«Κάτσε δίπλα μου, γιατί νυστάζω και θα κλείσω λιγάκι τα μάτια μου. Κι αν γίνει τίποτα, ξύπνα με αμέσως». Κάθισε λοιπόν δίπλα του η αρκούδα, αλλά ήταν τόσο κουρασμένη, που φώναξε το λύκο και του είπε:
-«Κάτσε εδώ δίπλα μου, γιατί νυστάζω και θα κλείσω λιγάκι τα μάτια μου. Κι αν γίνει τίποτα, ξύπνα με αμέσως». Κάθισε κι ο λύκος, αλλά ήταν τόσο κουρασμένος, που φώναξε την αλεπού και της είπε:
-«Κάτσε εδώ δίπλα μου, γιατί νυστάζω και θα κλείσω λιγάκι τα μάτια μου. Κι αν γίνει τίποτα, ξύπνα με αμέσως». Κάθισε κι η αλεπού, αλλά ήταν κουρασμένη κι αυτή. Φώναξε λοιπόν το λαγό και τού ‘πε:
-«Κάτσε κι εσύ εδώ πλάι μου, γιατί νυστάζω και θα κλείσω λιγάκι τα μάτια μου. Κι αν γίνει τίποτα, ξύπνα με αμέσως». Κάθισε τότε φρουρός ο λαγός. Κι ήταν κι αυτός πολύ κουρασμένος, αλλά δεν είχε κανέναν να φωνάξει. Αποκοιμήθηκε λοιπόν κι είχαν όλοι τους ύπνο βαθύ: η βασιλοπούλα, ο κυνηγός, το λιοντάρι ,η αρκούδα, ο λύκος ,η αλεπού. Και πιο βαθιά απ’ όλους κοιμόταν ο μικρός λαγός.
Κι ο αρχιστράτηγος του βασιλιά, που είχε μείνει να παραφυλάξει, δεν είδε το δράκο να παίρνει τη βασιλοπούλα και να φεύγει πετώντας. Μόλις λοιπόν ησύχασαν τα πράματα πάνω στο βουνό, πήρε θάρρος κι ανέβηκε να δει από κοντά. Κι είδε το δράκο χίλια κομμάτια και λίγο πιο πέρα τη βασιλοπούλα και τον κυνηγό και τα ζώα του να κοιμούνται βαθιά. Κι ήταν κακός κι αθεόφοβος ο αρχιστράτηγος του βασιλιά. Έβγαλε το σπαθί του και πήρε το κεφάλι τού καημένου τού κυνηγού. Τη βασιλοπούλα την πήρε στα χέρια του και την κατέβασε από το βουνό. Ξύπνησε εκείνη και τρόμαξε όταν τον είδε.
Εκείνος όμως τη φοβέρισε και της είπε:
-«Είσαι στα χέρια μου τώρα. Θα πεις ότι εγώ σκότωσα το δράκο».
-«Δεν μπορώ να πω τέτοιο πράγμα», απάντησε η κόρη. «Το δράκο τον σκότωσε ένας κυνηγός με τα ζώα του». Τράβηξε τότε το σπαθί του ο αρχιστράτηγος, έτοιμος να τη σκοτώσει, αν δεν έκανε ό,τι της έλεγε. Κι έτσι την ανάγκασε να του δώσει το λόγο της. Ύστερα την πήγε στον πατέρα της. Κι ο βασιλιάς τα 'χασε απ’ τη χαρά του, όταν είδε μπροστά του το αγαπημένο του παιδί, που το νόμιζε σκοτωμένο απ’ τα νύχια του τέρατος. Κι ο αρχιστράτηγος του είπε:
-«Σκότωσα το δράκο και γλίτωσα τη βασιλοπούλα και τη χώρα ολόκληρη γι’ αυτό και σου ζητώ να μου τη δώσεις γυναίκα μου, όπως το 'χες τάξει».
Ο βασιλιάς ρώτησε τη μοναχοκόρη του:
-«Είναι αλήθεια όσα λέει;»
-«Αχ, ναι», απάντησε η θυγατέρα του. «Φαίνεται πως λέει την αλήθεια. Αλλά ο γάμος δεν θα γίνει πριν περάσει ένας χρόνος και μια μέρα». Γιατί ήλπιζε πως κάτι θ’ άκουγε στο μεταξύ για τον αγαπημένο της κυνηγό.
Πάνω στο βουνό του δράκου τα ζώα κοιμούνταν ακόμα, πλάι στον σφαγμένο αφέντη τους. Μια μεγάλη μέλισσα ήρθε τότε και κάθισε πάνω στη μύτη του λαγού. Εκείνος όμως έδωσε μια με το πόδι του και την έδιωξε και συνέχισε τον ύπνο του. Ξανάρθε η μέλισσα και πάλι ο λαγός την έδιωξε κι ούτε πλευρό δε γύρισε. Ήρθε τότε για τρίτη φορά η μέλισσα και τον τσίμπησε στη μύτη και πετάχτηκε πάνω ο λαγός. Αμέσως ξύπνησε την αλεπού, κι η αλεπού το λύκο, κι ο λύκος την αρκούδα, κι η αρκούδα το λιοντάρι. Κι όταν ξύπνησε το λιοντάρι και είδε πως η βασιλοπούλα ήταν φευγάτη και ο αφέντης του σφαγμένος, άρχισε να μουγκρίζει φοβερά και τρομερά και να φωνάζει:
-«Ποιος το 'κανε αυτό; Αρκούδα, γιατί δεν με ξύπνησες;» Κι η αρκούδα ρώτησε το λύκο:
-«Λύκε, γιατί δεν με ξύπνησες;» Κι ο λύκος ρώτησε την αλεπού:
-«Αλεπού, γιατί δεν με ξύπνησες;». Κι η αλεπού ρώτησε το λαγό:
-«Λαγέ, γιατί δεν με ξύπνησες;» Ο κακομοίρης ο λαγός απόκριση δεν είχε να δώσει και το φταίξιμο έπεσε όλο πάνω του. Ετοιμάστηκαν λοιπόν να πέσουν όλοι μαζί πάνω του και να τον κατασπαράξουν. Εκείνος όμως έπεσε στα πόδια τους και τους είπε:
-«Μη με σκοτώσετε κι εγώ θα φέρω πάλι στη ζωή τον αφέντη μας. Ξέρω ένα βουνό κι εκεί φυτρώνει ένα βοτάνι, που όποιος φάει από τη ρίζα του, γίνεται καλά απ’ όλες τις πληγές κι απ’ όλες τις αρρώστιες. Το βουνό όμως είναι διακόσιες ώρες δρόμο από δω». Είπε τότε το λιοντάρι:
-«Μέσα σε εικοσιτέσσερις ώρες πρέπει να 'χεις πάει και να 'χεις έρθει μαζί με το γιατρικό».
Σαν αστραπή έφυγε ο λαγός και σε εικοσιτέσσερις ώρες γύρισε κι είχε το γιατρικό μαζί του. Το λιοντάρι έβαλε το κομμένο κεφάλι πάλι στη θέση του κι ο λαγός τού άνοιξε το στόμα κι έριξε μέσα το βοτάνι. Αμέσως η ζωή γύρισε μέσα στο παλικάρι, η καρδιά του χτύπησε και το αίμα άρχισε να τρέχει στις φλέβες του. Ξύπνησε τότε ο κυνηγός και τρομαγμένος είδε πως έλειπε η βασιλοπούλα. Και νόμισε ο δύστυχος πως είχε φύγει για να τον ξεφορτωθεί. Στη βιασύνη του το λιοντάρι είχε κολλήσει στραβά το κεφάλι τού αφέντη του. Ο κυνηγός όμως με τη στεναχώρια του δεν το κατάλαβε. Το μεσημέρι ωστόσο, που τον έκοψε η πείνα, είδε πως το πρόσωπο του ήταν γυρισμένο στη ράχη του. Κι επειδή δεν μπορούσε να το καταλάβει, ρώτησε τα ζώα του τι είχε γίνει όσην ώρα κοιμόταν. Του είπε τότε το λιοντάρι πως απ’ την κούραση τους είχε πάρει όλους ο ύπνος· και πως όταν ξύπνησαν, τον βρήκαν σφαγμένο και πως ο λαγός είχε φέρει ένα θαυματουργό βοτάνι να τον κάνει καλά αλλά πως το λιοντάρι στη βιασύνη του, του είχε κολλήσει στραβά το κεφάλι δεν θ’ αργούσε όμως να διορθώσει το λάθος του. Και μ’ αυτά τα λόγια τού 'κοψε πάλι το κεφάλι, το γύρισε στη σωστή του θέση κι ο λαγός το κόλλησε και τον ξανάφερε στη ζωή.
Λυπημένος ο κυνηγός άρχισε να γυρίζει σε πολιτείες και χωριά. Κι έβαζε τα ζώα του να χορεύουν μπροστά στον κόσμο. Έτυχε λοιπόν και μετά από έναν ολόκληρο χρόνο ο δρόμος του τον έφερε στην ίδια εκείνη πολιτεία όπου είχε γλιτώσει τη βασιλοπούλα απ’ το δράκο. Και είδε την πόλη αυτή τη φορά σκεπασμένη μ’ ένα κόκκινο πέπλο. Ρώτησε λοιπόν τον ξενοδόχο:
-«Τι σημαίνει τούτο πάλι; Πριν από ένα χρόνο η πολιτεία ήταν σκεπασμένη μ’ ένα μαύρο πέπλο. Τι σημαίνει σήμερα το κόκκινο πέπλο;» Κι ο ξενοδόχος αποκρίθηκε:
-«Πριν από ένα χρόνο παραδώσαμε τη μοναχοκόρη τού βασιλιά μας να τη φάει ο δράκος. Αλλά ο αρχιστράτηγος τα 'βαλε με το δράκο και τον σκότωσε κι αύριο θα παντρευτεί τη βασιλοπούλα. Γι’ αυτό ήταν τότε η πόλη μας σκεπασμένη με μαύρο πέπλο: γιατί πενθούσε. Και γι’ αυτό είναι σήμερα σκεπασμένη με κόκκινο πέπλο: γιατί γιορτάζει».
Την άλλη μέρα, που θα γινόταν ο γάμος, ο κυνηγός έπιασε τον ξενοδόχο το μεσημέρι και του είπε:
-«Τι θαρρείς, ξενοδόχε; Μ’ έχεις ικανό να φάω εδώ στο πανδοχείο σου απ’ το ψωμί που τρώει ο βασιλιάς στο τραπέζι του;
-«Βάζω στοίχημα εκατό χρυσά φλουριά πως αυτό δεν γίνεται», αποκρίθηκε ο ξενοδόχος. Ο κυνηγός δέχτηκε το στοίχημα κι έβαλε κι αυτός ένα πουγκί μ’ εκατό χρυσά φλουριά. Ύστερα φώναξε το λαγό του και του είπε:
-«Πήγαινε, Φτεροπόδη μου καλέ, και φέρε μου απ’ το ψωμί που τρώει ο βασιλιάς στο τραπέζι του». Κι έτσι όπως ο λαγός ήταν ο πιο μικρός απ’ όλους, δεν μπορούσε ν’ αναθέσει σε άλλον τη δουλειά του. Έβαλε λοιπόν τα πόδια στον ώμο και ξεκίνησε.
-«Ωχ, Θεούλη μου», σκεφτόταν στο δρόμο. «Τώρα που χοροπηδάω μες στα σοκάκια και τις πλατείες, θα με μυριστούν τα σκυλιά και θα με πάρουν το κατόπι». Κι όπως το σκέφτηκε, έτσι κι έγινε: τα σκυλιά τον πήρανε μυρωδιά και άρχισαν να τον κυνηγάνε, γιατί ήτανε σπουδαίος μεζές. Αλλά πριν προλάβεις να πεις κύμινο, έδωσε έναν πήδο και χώθηκε μέσα σ’ ένα φυλάκιο, χωρίς να τον πάρει χαμπάρι ο στρατιώτης. Έφτασαν και τα σκυλιά και ήθελαν κι αυτά να μπούνε μέσα. Αλλά ο φρουρός δεν έπαιρνε από αστεία τους έδωσε λοιπόν κάμποσες γερές με το πίσω μέρος του ντουφεκιού του και τα σκυλιά το 'βαλαν στα πόδια κλαίγοντας κι ουρλιάζοντας απ’ τους πόνους. Σιγουρεύτηκε ο λαγός πως τα σκυλιά είχαν φύγει, κι αμέσως έδωσε μια και βρέθηκε ίσια μέσα στο παλάτι, κάτω απ’ το κάθισμα της βασιλοπούλας. Κρύφτηκε, να μην τον δει κανείς, κι άρχισε να της ξύνει το πόδι.
-«Φεύγα!», είπε εκείνη, γιατί νόμισε πως ήταν ο σκύλος της. Ο λαγός την έξυσε πάλι, και πάλι εκείνη είπε: «Φεύγα!», γιατί νόμισε πως ήταν ο σκύλος της. Ο λαγός όμως δεν το 'βαλε κάτω. Την έξυσε για τρίτη φορά. Έσκυψε τότε η βασιλοπούλα και τον είδε και τον γνώρισε απ’ τα κοράλλια στο λαιμό του. Τον πήρε αμέσως στην αγκαλιά της και τον πήγε στην κάμαρα της.
-«Αγαπημένε μου λαγέ, τι γυρεύεις;», τον ρώτησε. Κι εκείνος της είπε:
-«Με στέλνει ο αφέντης μου, που σκότωσε το δράκο. Είναι εδώ και θέλει να φάει λιγάκι απ’ το ψωμί που τρώει κι ο βασιλιάς στο τραπέζι του». Όλο χαρά η βασιλοπούλα κάλεσε το φούρναρη και τον πρόσταξε να ζυμώσει ένα ψωμί σαν αυτά που τρώει ο βασιλιάς στο τραπέζι του. Ο λαγός τότε είπε:
-«Θα πρέπει όμως και να μου το φέρει, για να μη με πάρουν το κατόπι τα σκυλιά και μου το φάνε». Κι ο φούρναρης του βασιλιά το πήγε μέχρι την πόρτα του πανδοχείου. Στάθηκε τότε όρθιος στα πισινά του πόδια ο λαγός, το πήρε με τα μπροστινά του και το πήγε στον αφέντη του. Ο κυνηγός τον καλοδέχτηκε και είπε στον ξενοδόχο:
-«Βλέπεις; Τα εκατό χρυσά φλουριά είναι δικά μου!» Απόρησε ο ξενοδόχος. Κι ο κυνηγός μίλησε και είπε:
-«Το ψωμί το πήραμε. Τώρα όμως θέλω να φάω κι από το ψητό που τρώει ο βασιλιάς στο τραπέζι του. Τι λες, κυρ-ξενοδόχε; Θα τα καταφέρω;» Ο ξενοδόχος απάντησε:
-«Δεν το πιστεύω, αν δεν το δω με τα μάτια μου!» Αλλά άλλο στοίχημα δεν ήθελε να βάλει. Ο κυνηγός τότε φώναξε την αλεπού και της είπε:
-«Αλεπουδίτσα μου καλή, πήγαινε φέρε μου απ’ το ψητό που τρώει ο βασιλιάς στο τραπέζι του». Κι η αλεπού, που ήταν παμπόνηρη κι ήξερε από τέτοια, πήγε τοίχο-τοίχο και γωνιά-γωνιά και τα σκυλιά ούτε που την πήρανε χαμπάρι. Κι όταν έφτασε στο παλάτι, πήγε και τρύπωσε κάτω από την καρεκλίτσα της βασιλοπούλας και της έξυσε το πόδι. Κοίταξε εκείνη και είδε την αλεπού και την αναγνώρισε απ’ τα κοράλλια στο λαιμό της. Την πήρε λοιπόν στην αγκαλιά της, την πήγε στην κάμαρα της και τη ρώτησε:
-«Αλεπουδίτσα μου καλή, τι γυρεύεις;» Κι η αλεπού αποκρίθηκε:
-«Με στέλνει ο αφέντης μου, που σκότωσε το δράκο. Είναι εδώ και θέλει να φάει λιγάκι απ’ το ψητό που τρώει ο βασιλιάς στο τραπέζι του». Φώναξε η βασιλοπούλα το μάγειρο και τον πρόσταξε να μαγειρέψει ένα ψητό σαν αυτά που τρώει ο βασιλιάς στο τραπέζι του και να το κουβαλήσει κιόλας μέχρι την πόρτα τού πανδοχείου. Εκεί πήρε την πιατέλα η αλεπού, έδιωξε με τη φουντωτή ουρά της τις μύγες και πήγε το ψητό στον αφέντη της.
-«Βλέπεις, κυρ-ξενοδόχε;», είπε το παλικάρι. «Το ψωμί και το κρέας ήρθαν. Τώρα όμως θέλω και λίγη απ’ τη σαλάτα που τρώει στο τραπέζι του ο βασιλιάς». Φώναξε τότε το λύκο και του είπε:
-«Λύκε μου καλέ, πήγαινε να μου φέρεις λίγη από τη σαλάτα που τρώει στο τραπέζι του ο βασιλιάς». Σηκώθηκε ο λύκος και πήγε γραμμή στο παλάτι, γιατί δεν φοβότανε ούτε σκυλιά ούτε κανέναν. Κι όταν έφτασε στην κάμαρα της πριγκίπισσας, την τράβηξε απ’ την άκρη της φούστας της κι εκείνη γύρισε και τον είδε κι αμέσως τον γνώρισε απ’ τα κοράλλια στο λαιμό του. Τον ρώτησε λοιπόν:
-«Καλέ μου λύκε, τι γυρεύεις;» Κι ο λύκος αποκρίθηκε:
-«Με στέλνει ο αφέντης μου, που σκότωσε το δράκο. Είναι εδώ και θέλει να φάει λίγη απ’ τη σαλάτα που τρώει κι ο βασιλιάς στο τραπέζι του». Φώναξε αμέσως η βασιλοπούλα το μάγειρο και τον πρόσταξε να ετοιμάσει λίγη απ’ τη σαλάτα, όπως την έτρωγε κι ο βασιλιάς στο τραπέζι του και να την κουβαλήσει πάλι ως την πόρτα τού πανδοχείου. Εκεί την πήρε ο λύκος και την πήγε στον αφέντη του.
-«Βλέπεις, κυρ-ξενοδόχε;», ρώτησε ξανά ο κυνηγός. «Τώρα έχω και ψωμί και κρέας και σαλάτα απ’ το τραπέζι τού βασιλιά. Έλα όμως που θέλω και γλυκό!» Και φώναξε την αρκούδα και της είπε:
-«Αρκούδα μου καλή, εσένα που σ’ αρέσουν τα γλυκά, πήγαινε και φέρε μου λίγα απ’ αυτά που τρώει στο τραπέζι του ο βασιλιάς».
Ξεκίνησε η αρκούδα για το παλάτι, κι όποιος την έβλεπε, το 'βαζε στα πόδια. Κι όταν έφτασε στην πύλη, σήκωσε ένας από τους φρουρούς το τουφέκι του και δεν ήθελε να την αφήσει να περάσει. Σηκώθηκε τότε η αρκούδα ολόρθη στα πισινά της πόδια και άρχισε τους φρουρούς στα χαστούκια, πού σε πονεί και πού σε σφάζει, κι ύστερα προχώρησε και πήγε να βρει τη βασιλοπούλα. Κι όταν τη βρήκε, στάθηκε πίσω της και μούγκρισε σιγανά. Και γύρισε εκείνη και την είδε και την αναγνώρισε απ’ τα κοράλλια στο λαιμό της. Της είπε τότε:
-«Καλή μου αρκούδα, τι γυρεύεις;» Κι η αρκούδα αποκρίθηκε:
-«Με στέλνει ο αφέντης μου, που σκότωσε το δράκο. Είναι εδώ και θέλει να φάει ένα γλυκό απ’ αυτά που τρώει στο τραπέζι του ο βασιλιάς». Κάλεσε τότε η βασιλοπούλα το ζαχαροπλάστη και τον πρόσταξε να φτιάξει γλυκά απ’ αυτά που τρώει ο βασιλιάς και να τα κουβαλήσει κιόλας ως την πόρτα τού πανδοχείου. Η αρκούδα μάζεψε πρώτα κι έφαγε όσα γλυκά είχαν πέσει στο δρόμο κι ύστερα σηκώθηκε, πήρε την πιατέλα στα μπροστινά της πόδια και την πήγε στον αφέντη της.
-«Βλέπεις κυρ-ξενοδόχε;», ρώτησε πάλι ο κυνηγός. «Τώρα έχω κρέας και ψωμί, σαλάτα και γλυκό, όπως τα τρώει ο βασιλιάς στο τραπέζι του. Θέλω όμως και κρασί, το ίδιο που πίνει κι ο βασιλιάς». Φώναξε τότε το λιοντάρι του και του είπε:
-«Καλό μου λιοντάρι, εσένα σ’ αρέσει να πίνεις πού και πού μια γουλίτσα καλό κρασί. Άντε λοιπόν και φέρε μου λίγο απ’ το κρασί που πίνει ο βασιλιάς».
Ξεκίνησε λοιπόν το λιοντάρι και πήγε ίσια στο παλάτι κι όλος ο κόσμος παραμέριζε φοβισμένος στο διάβα του. Κι όταν έφτασε στην πύλη, έκαναν οι φρουροί να το σταματήσουν, εκείνο όμως μούγκρισε μια φορά και μόνο κι αμέσως όλοι το 'βαλαν στα πόδια. Πέρασε το λιοντάρι κι ανέβηκε τις σκάλες και χτύπησε την πόρτα της βασιλοπούλας. Βγήκε η κόρη και λίγο έλειψε να της κοπούν τα πόδια απ’ την τρομάρα της σαν είδε όμως το χρυσό κούμπωμα στο λαιμό του, το γνώρισε και είπε:
-«Καλό μου λιοντάρι, τι γυρεύεις;» Και το λιοντάρι απάντησε:
-«Με στέλνει ο αφέντης μου, που σκότωσε το δράκο. Είναι εδώ και θέλει να πιει λίγο απ’ το κρασί τού βασιλιά». Φώναξε τότε η πριγκίπισσα τον τραπεζοκόμο τού παλατιού και τον πρόσταξε να δώσει στο λιοντάρι κρασί απ’ αυτό που έπινε κι ο βασιλιάς. Και το λιοντάρι της είπε:
-«Θα πάω μαζί του για να μου δώσει σίγουρα από το καλό». Και κατέβηκαν μαζί στο κελάρι κι ο τραπεζοκόμος ήθελε να του βάλει απ’ το βαρέλι με το συνηθισμένο κρασί, που έπιναν οι υπηρέτες τού βασιλιά. Το λιοντάρι όμως τον σταμάτησε:
-«Αλτ! Θέλω πρώτα να το δοκιμάσω!» Και γέμισε μισό καραφάκι και το ήπιε μονορούφι. «Όχι», είπε ύστερα. «Δεν είναι αυτό το καλό κρασί». Ο τραπεζοκόμος το κοίταξε με μισό μάτι. Τι να κάνει όμως; Πήγε και του γέμισε από ένα άλλο βαρέλι, που ήταν για να πίνει ο αρχιστράτηγος του βασιλιά. Και το λιοντάρι είπε:
-«Αλτ ! Θέλω πρώτα να το δοκιμάσω!» Γέμισε πάλι μισό καραφάκι και το ήπιε μονορούφι. «Καλύτερο απ’ το πρώτο», είπε. «Αλλά και πάλι δεν είναι το καλό κρασί, δεν είναι απ’ αυτό που πίνει ο βασιλιάς!»
-«Και τι ξέρεις εσύ από κρασιά, παλιό-λιοντάρι;», ξέσπασε θυμωμένος ο τραπεζοκόμος. Το λιοντάρι τότε τού 'δωσε μια γερή πίσω απ’ τα αυτιά και τον ξάπλωσε κάτω αναίσθητο. Κι όταν ήρθε πάλι στα συγκαλά του, σηκώθηκε χωρίς να πει λέξη κι οδήγησε το λιοντάρι σ’ ένα κρυφό κατώι, όπου είχαν το κρασί τού βασιλιά, που κανείς άλλος δεν έπινε απ’ αυτό. Το λιοντάρι γέμισε κι εδώ μισό καραφάκι, το ήπιε μονορούφι και είπε:
-«Αυτό είναι καλό!» Και πρόσταξε τον τραπεζοκόμο να του γεμίσει έξι μπουκάλες. Ανέβηκαν πάλι πάνω, αλλά το λιοντάρι ζαλιζόταν και πήγαινε πέρα δώθε και δεν μπορούσε να καλοπερπατήσει. Κουβάλησε λοιπόν ο τραπεζοκόμος το κρασί ίσαμε την πόρτα τού πανδοχείου. Εκεί πήρε το λιοντάρι στα δόντια του το καλάθι και το πήγε στον αφέντη του.
Ο κυνηγός φώναξε τον ξενοδόχο και του είπε:
-«Βλέπεις, κυρ-ξενοδόχε; Έχω τώρα ψωμί και κρέας και σαλάτα και γλυκό και κρασί, απ’ αυτά που τρώει και πίνει κι ο βασιλιάς. Τώρα θα μαζέψω τα ζώα μου και θα φάμε!»
Και κάθισαν όλοι μαζί κι έφαγαν και ήπιαν απ’ όλα κι αυτός και το λιοντάρι και η αρκούδα κι ο λύκος και η αλεπού και ο λαγός. Κι ο κυνηγός ήταν στα μεγάλα του κέφια, γιατί είχε καταλάβει πως η βασιλοπούλα τον αγαπούσε ακόμα.
-«Κυρ-ξενοδόχε», είπε στο τέλος, αφού έφαγαν και χόρτασαν, «Τώρα που έφαγα και ήπια από αυτά που τρώει και πίνει ο βασιλιάς, θα πάω και στο παλάτι, να παντρευτώ τη θυγατέρα του».
-«Πως είναι δυνατόν να κάνεις κάτι τέτοιο;», ρώτησε ο καημένος ο ξενοδόχος. «Αφού είναι να πάρει άλλον άντρα κι ο γάμος θα γίνει σήμερα κιόλας!» Έβγαλε τότε απ’ την τσέπη του ο κυνηγός το μαντίλι της βασιλοπούλας, που του το είχε δώσει πάνω στο βουνό τού δράκου κι όπου μέσα είχε τυλιγμένες τις εφτά γλώσσες τού δράκου. Και είπε: «Αυτό που κρατώ στο χέρι μου, θα με βοηθήσει να τα καταφέρω!» Είδε ο ξενοδόχος το μαντίλι και είπε:
-«Ακόμα κι αν πιστέψω όλα τ’ άλλα, αυτό δεν το πιστεύω! Και βάζω στοίχημα το πανδοχείο και το σπίτι μου κι όλα μου τα καλά!» Κι ο κυνηγός ακούμπησε πάνω στο τραπέζι ένα πουγκί με χίλια χρυσά φλουριά και δέχτηκε το στοίχημα.
Στο μεταξύ ο βασιλιάς κάθισε στο τραπέζι και ρώτησε τη θυγατέρα του:
-«Τι γυρεύουν από σένα όλα αυτά τα άγρια ζώα, που ήρθαν και μπήκαν εδώ και ξαναβγήκαν;» Κι η μοναχοκόρη του αποκρίθηκε:
-«Δεν μπορώ να σου πω, πατέρα. Στείλε όμως να φέρουν εδώ τον αφέντη όλων αυτών των ζώων και δεν θα το μετανιώσεις».
Έστειλε λοιπόν ο βασιλιάς έναν υπηρέτη του στο πανδοχείο και κάλεσε τον ξένο να παρουσιαστεί μπροστά του. Κι ο υπηρέτης έφτασε τη στιγμή που ο κυνηγός κι ο ξενοδόχος έσφιγγαν τα χέρια για το στοίχημα. Είπε τότε ο κυνηγός:
-«Βλέπεις, κυρ-ξενοδόχε; Ο βασιλιάς στέλνει τον υπηρέτη του να με προσκαλέσει. Αλλά εγώ δεν θα πάω έτσι!» Και στον υπηρέτη είπε:
-«Πες στο βασιλιά να μου στείλει ρούχα βασιλικά και μιαν άμαξα μ’ έξι άλογα να τη σέρνουν κι υπηρέτες να με υπηρετούν».
Όταν τ’ άκουσε ο βασιλιάς, ρώτησε την κόρη του:
-«Τι να κάνω;» Κι εκείνη του είπε:
-«Πες να του δώσουν αυτά που ζητάει και δεν θα το μετανιώσεις». Έστειλε λοιπόν ο βασιλιάς ρούχα βασιλικά και μιαν άμαξα μ’ έξι άλογα να τη σέρνουν κι υπηρέτες να τον υπηρετούν. Τους είδε ο κυνηγός και είπε στον ξενοδόχο:
-«Βλέπεις, κυρ-ξενοδόχε; Ήρθαν να με πάρουν, όπως τους το ζήτησα!» Και φόρεσε τα βασιλικά τα ρούχα, πήρε το μαντίλι με τις εφτά γλώσσες του δράκου και μπήκε στην άμαξα να πάει στο βασιλιά.
Τον είδε ο βασιλιάς και ρώτησε τη θυγατέρα του:
-«Πώς να τον υποδεχτώ;» Κι εκείνη του απάντησε:
-«Σήκω και καλοδέξου τον και δεν θα το μετανιώσεις». Σηκώθηκε τότε ο βασιλιάς και τον αγκάλιασε και τον καλοδέχτηκε. Και τα ζώα του τον ακολουθούσαν από κοντά. Τον έβαλε λοιπόν ο βασιλιάς να καθίσει κοντά του και κοντά στη θυγατέρα του. Απέναντι ακριβώς στο γιορτινό τραπέζι καθόταν ο αρχιστράτηγος, που ήτανε γαμπρός. Αλλά δεν τον θυμόταν πια κι έτσι δεν τον γνώρισε.
Έφεραν τότε σ’ ένα δίσκο τα εφτά κεφάλια τού σκοτωμένου δράκου κι ο βασιλιάς είπε:
-«Ο αρχιστράτηγος σκότωσε το δράκο και τού 'κοψε και τα εφτά κεφάλια. Γι’ αυτό κι εγώ του δίνω τη μοναχοκόρη μου γυναίκα». Σηκώθηκε τότε ο κυνηγός, άνοιξε τα εφτά στόματα και ρώτησε:
-«Πού είναι όμως οι εφτά γλώσσες τού δράκου;» Χλόμιασε ο αρχιστράτηγος απ’ την τρομάρα του και δεν ήξερε τι να απαντήσει. Και μέσα στο φόβο του είπε:
-«Οι δράκοι δεν έχουνε γλώσσες!» Ο κυνηγός όμως του αποκρίθηκε:
-«Αυτοί που δεν θα 'πρεπε να 'χουν γλώσσες είναι οι ψεύτες. Οι γλώσσες όμως τού δράκου είναι το σημάδι που παίρνει μαζί του ο νικητής». Και ξετύλιξε το μαντίλι και τι να δουν; Μέσα ήταν και οι εφτά γλώσσες τού θηρίου. Κι έβαλε την καθεμιά στη θέση της και ταίριαζαν όλες ίσα ίσα. Πήρε ύστερα το μαντίλι που είχε κεντημένο τ’ όνομα της βασιλοπούλας και ρώτησε την κόρη σε ποιον το είχε δώσει. Κι εκείνη αποκρίθηκε:
-«Σ’ αυτόν που σκότωσε το δράκο». Φώναξε τότε ο κυνηγός τα ζώα του και πήρε τα κοράλλια απ’ το λαιμό τους. Κι απ’ του λιονταριού το λαιμό πήρε το χρυσό κούμπωμα που τού 'χε χαρίσει η βασιλοπούλα. Και τα 'δειξε όλα στην πριγκίπισσα και τη ρώτησε τίνος είναι. Εκείνη είπε:
-«Τα κοράλλια και το χρυσό κούμπωμα ήταν δικά μου και τα φορούσα περιδέραιο στο λαιμό μου. Τα μοίρασα με τα χέρια μου στα ζώα που βοήθησαν να σκοτωθεί ο δράκος». Κι είπε ο κυνηγός:
-«Την ώρα που κοιμόμουνα κουρασμένος από τη μάχη, ήρθε ο αρχιστράτηγος και μού 'κοψε το κεφάλι. Ύστερα πήρε τη βασιλοπούλα, την έφερε στο παλάτι και είπε σε όλους πως αυτός τάχα σκότωσε το δράκο. Είπε ψέματα κι ορίστε οι γλώσσες, το μαντίλι και το περιδέραιο, για ν’ αποδείξουν πως λέω την αλήθεια».
Κι έπειτα διηγήθηκε σ’ όλους πώς τον έσωσαν τα ζώα του μ’ ένα θαυματουργό βοτάνι και πώς περιπλανήθηκε σε πόλεις και χωριά για έναν ολόκληρο χρόνο, ώσπου έφτασε πάλι εδώ κι έμαθε απ’ τον ξενοδόχο του για το ψέμα τού αρχιστράτηγου. Ρώτησε τότε ο βασιλιάς την κόρη του:
-«Είναι αλήθεια όσα λέει;» Κι εκείνη απάντησε:
-«Ναι, είναι αλήθεια. Τώρα μπορώ πια ν’ ανοίξω του στόμα μου και να μιλήσω, αφού η απάτη του αρχιστράτηγου μαθεύτηκε από άλλον κι όχι από μένα γιατί με είχε αναγκάσει να του ορκιστώ πως δεν θα το φανέρωνα ποτέ. Γι’ αυτό κι εγώ ζήτησα να γίνει ο γάμος μετά από ένα χρόνο και μια μέρα».
Κάλεσε τότε ο βασιλιάς δώδεκα δικαστές να δικάσουν τον αρχιστράτηγο. Κι αυτοί τον καταδίκασαν σε θάνατο κι είπαν πως έπρεπε να τον σκίσουν στα τέσσερα. Τον έδεσαν λοιπόν σε τέσσερις ταύρους και τους μαστίγωσαν να τρέξουν ο ένας στην ανατολή, ο άλλος στη δύση, ο τρίτος στο βορρά κι ο τέταρτος στο νότο. Έτσι βρήκε κακό θάνατο ο αρχιστράτηγος. Κι ο βασιλιάς έδωσε την κόρη του στον κυνηγό και τον έκανε αντιβασιλιά σ’ ολόκληρη την πολιτεία. Ο γάμος έγινε με γιορτές και πανηγύρια. Κι ο νέος βασιλιάς κάλεσε τον αληθινό και τον θετό του πατέρα και τους χάρισε ένα σωρό θησαυρούς. Ούτε και το ξενοδόχο τον ξέχασε. Τον κάλεσε και του είπε:
-«Βλέπεις, κυρ-ξενοδόχε; Παντρεύτηκα του βασιλιά την κόρη. Κι έτσι το πανδοχείο σου και το σπίτι κι όλο σου το έχει, είναι πια δικά μου».
-«Έχεις δίκιο, έτσι είναι το σωστό», αποκρίθηκε ο ξενοδόχος. Ο νέος βασιλιάς όμως του είπε:
-«Μπορεί να βάλαμε το στοίχημα, αλλά δεν θα σου πάρω την περιουσία σου. Αντίθετα, θέλω να κρατήσεις και τα χίλια φλουριά που σου άφησα μέσα στο πουγκί μου».
Ευτυχισμένοι κι αγαπημένοι ζούσαν λοιπόν ο νεαρός βασιλιάς κι η νεαρή βασίλισσα. Εκείνος πήγαινε ταχτικά για κυνήγι, γιατί αυτή ήταν η καλύτερη του διασκέδαση. Και τα πιστά του ζώα τον ακολουθούσαν. Κι εκεί κοντά ήταν ένα δάσος, που όλοι το είχαν για στοιχειωμένο. Κι έλεγαν πως όποιος έμπαινε εκεί μέσα, δεν ξανάβγαινε ποτέ. Ο νεαρός βασιλιάς όμως λαχταρούσε πολύ να κυνηγήσει σ’ εκείνο το δάσος, και ησυχία δεν έβρισκε, ώσπου ο γέρο-βασιλιάς τον άφησε να το κάνει. Ξεκίνησε λοιπόν με μεγάλη συνοδεία, κι όταν έφτασε στο δάσος, είδε μια κάτασπρη, χιονάτη ελαφίνα, κι είπε στους ανθρώπους του:
-«Σταθείτε εδώ να με περιμένετε ώσπου να γυρίσω. Θέλω να κυνηγήσω αυτή την ελαφίνα». Κι έφυγε μονάχος του και δεν πήρε μαζί του παρά μονάχα τα πιστά του ζώα. Οι άνθρωποι του βασιλιά στάθηκαν και τον περίμεναν μέχρι το βράδυ. Εκείνος όμως δεν έλεγε να γυρίσει. Είδαν κι απόειδαν, πήραν το δρόμο για το παλάτι. Κι όταν έφτασαν, είπαν στη νεαρή βασίλισσα:
-«Ο νεαρός βασιλιάς μπήκε στο στοιχειωμένο δάσος κυνηγώντας μια κάτασπρη ελαφίνα. Και δεν ξαναβγήκε». Κι εκείνη ανησύχησε πολύ.
Στο μεταξύ ο βασιλιάς είχε πάρει από πίσω την όμορφη ελαφίνα, αλλά δεν μπορούσε να τη φτάσει. Κάθε που νόμιζε ότι την είχε πια στο χέρι κι ετοίμαζε το ντουφέκι του να τη χτυπήσει, την έβλεπε ξαφνικά να ξεμακραίνει ανάμεσα στα δέντρα και στους θάμνους και να φεύγει, ώσπου με τα πολλά την έχασε εντελώς απ’ τα μάτια του. Τότε μόνο κατάλαβε ότι είχε χαθεί βαθιά μέσα στην καρδιά του δάσους. Έβγαλε τότε το κόρνο του και φύσηξε δυνατά, αλλά απάντηση δεν πήρε. Γιατί οι άνθρωποι του ήταν μακριά και δεν μπορούσαν να τον ακούσουν.
Όταν νύχτωσε κι ο νεαρός βασιλιάς κατάλαβε πως δεν θα τα κατάφερνε να γυρίσει πίσω εκείνη τη μέρα, ξεπέζεψε, άναψε φωτιά στη ρίζα ενός δέντρου κι ετοιμάστηκε να πλαγιάσει και να κοιμηθεί. Κι εκεί που καθόταν κοντά στη φωτιά του, κι είχε και τα ζώα του στο πλάι του, του φάνηκε πως άκουσε ανθρώπινη φωνή να μιλάει. Γύρισε, κοίταξε, δεν είδε κανέναν. Σε λίγο άκουσε πάλι έναν στεναγμό, πάνω απ’ το κεφάλι του. Κοίταξε ψηλά τότε κι είδε μια γριούλα να κάθεται στα κλαδιά του δέντρου και να κλαίει και να θρηνεί:
-«Ωχ, πόσο κρυώνω!» Της είπε τότε εκείνος:
-«Κατέβα να ζεσταθείς στη φωτιά μου!» Εκείνη όμως αρνήθηκε:
-«Όχι, τα ζώα σου θα με δαγκώσουν!»
-«Δεν θα σε πειράξουν, κυρούλα!», της είπε εκείνος. «Κατέβα να ζεσταθείς!» Εκείνη όμως ήταν μάγισσα και του είπε:
-«Θα σου ρίξω μια βέργα. Αν τα χτυπήσεις μ’ αυτήν στην πλάτη, τότε πράγματι δεν θα με πειράξουν». Και μ αυτά τα λόγια τού 'ριξε μια βέργα από ψηλά κι εκείνος την πήρε και χτύπησε μαλακά τα ζώα του στην πλάτη. Και κείνα έμειναν ασάλευτα και την ίδια στιγμή έγιναν πέτρα. Σιγουρεύτηκε έτσι η μάγισσα απ’ τα ζώα, πήδησε κάτω, τον χτύπησε κι εκείνον με το μαγικό ραβδί της και τον έκανε πέτρα. Ύστερα έβαλε τα γέλια και τον κουβάλησε κι αυτόν και τα ζώα σε μια υπόγεια σπηλιά, όπου ήταν μαζεμένα κι άλλα τέτοια αγάλματα. Όσο όμως ο βασιλιάς δεν γύριζε τόσο μεγάλωναν ο φόβος κι η αγωνία της νεαρής βασίλισσας. Και τις μέρες εκείνες έτυχε και περνούσε απ’ την πολιτεία ο άλλος αδερφός, που χωρίζοντας είχε τραβήξει ανατολικά. Είχε ψάξει να βρει δουλειά, αλλά δεν είχε βρει πουθενά. Τριγύριζε λοιπόν σε πόλεις και χωριά κι έβαζε τα ζώα του να χορεύουν μπροστά στον κόσμο για να βγάζει το ψωμί του. Κάποια φορά αποφάσισε να πάει να δει το μαχαίρι που είχαν καρφώσει με τον αδερφό του σ’ ένα δέντρο, τότε που χώρισαν τους δρόμους τους και να μάθει πώς ήταν και τι είχε απογίνει ο αδερφός του. Έφτασε λοιπόν εκεί και είδε το μαχαίρι: απ’ την πλευρά τού αδερφού ήταν το μισό λαμπερό και κοφτερό και το άλλο μισό σκουριασμένο. Τρόμαξε τότε και είπε με το νου του:
-«Κάποια μεγάλη συμφορά πρέπει να 'χει βρει τον αδερφό μου. Ίσως όμως να μπορέσω να τον σώσω: αφού η μισή λεπίδα είναι ακόμα αστραφτερή». Τράβηξε λοιπόν με τα ζώα του δυτικά κι όταν έφτασε στην πύλη, έξω απ’ την πόλη, οι φρουροί τον πλησίασαν και τον ρώτησαν αν έπρεπε να τρέξουν και να τον αναγγείλουν στη νεαρή βασίλισσα γιατί η γυναίκα του είχε εδώ και κάμποσες μέρες μεγάλη αγωνία για την τύχη του και φοβόταν πως είχε χαθεί για πάντα στο στοιχειωμένο δάσος. Τόσο ίδιος ήταν με τον αδερφό του, που οι φρουροί θάρρεψαν πως είχαν μπροστά τους το βασιλιά! Ήταν ολόιδιος κι είχε μαζί του και τα ίδια άγρια ζώα. Εκείνος κατάλαβε πως τον περνούσαν για τον αδερφό του και είπε με το νου του:
-«Καλύτερα να μην τους φανερώσω την αλήθεια. Έτσι θα μπορέσω πιο εύκολα να γλιτώσω τον αδερφό μου!» Άφησε λοιπόν τους φρουρούς να τον πάνε ως το παλάτι, όπου τον δέχτηκαν όλοι με μεγάλη χαρά. Η νεαρή βασίλισσα πίστεψε κι αυτή πως ήταν ο άντρας της κι άρχισε να τον ρωτάει πού ήταν τόσες μέρες και γιατί δεν γύριζε. Εκείνος της αποκρίθηκε:
-«Είχα χάσει το δρόμο μου μέσα στο δάσος και δεν μπορούσα να βγω». Το βράδυ τον οδήγησαν στην κάμαρη του βασιλιά. Εκείνος ξάπλωσε μαζί με τη νεαρή βασίλισσα, έβαλε όμως ένα δίκοπο σπαθί ανάμεσα τους. Η νεαρή γυναίκα δεν κατάλαβε το γιατί, αλλά δεν τόλμησε να ρωτήσει.
Πέρασαν έτσι μερικές μέρες κι ο μεγάλος αδερφός ρώτησε κι έμαθε για το στοιχειωμένο δάσος. Και στο τέλος είπε:
-«Πρέπει να ξαναπάω εκεί για κυνήγι». Ο γέρο-βασιλιάς κι η βασίλισσα προσπάθησαν να του γυρίσουν τα μυαλά, αλλ’ άδικος κόπος. Εκείνος επέμεινε και με τα πολλά ξεκίνησε με μεγάλη συνοδεία. Φτάνοντας στο δάσος έγινε ό,τι και με τον αδερφό του είδε μια κάτασπρη ελαφίνα κι είπε στους ανθρώπους του:
-«Σταθείτε εδώ να με περιμένετε. Θα κυνηγήσω την όμορφη ελαφίνα και θα γυρίσω». Κι έτσι προχώρησε μέσα στο δάσος και τα ζώα του μονάχα τον ακολούθησαν.
Δεν μπόρεσε όμως να πιάσει την ελαφίνα κι είχε χωθεί τόσο βαθιά μέσα στο δάσος που αναγκάστηκε να περάσει εκεί μέσα τη νύχτα του. Άναψε λοιπόν μια φωτιά κάτω από ένα δέντρο και πριν περάσει πολλή ώρα άκουσε από πάνω του αναστεναγμούς κι ανθρώπινη φωνή:
-«Ωχ, ωχ, πόσο κρυώνω!» Κοίταξε τότε προς τα πάνω κι είδε την ίδια μάγισσα να κάθεται στα κλαδιά του δέντρου.
-«Αν κρυώνεις, κυρούλα, κατέβα να ζεσταθείς στη φωτιά μου!», της είπε. Εκείνη όμως αρνήθηκε:
-«Όχι, τα ζώα σου θα με δαγκώσουν!»
-«Δεν θα σε πειράξουν!», της είπε το παλικάρι. Κι εκείνη του αποκρίθηκε:
-«Θα σου πετάξω μια βέργα. Κι αν τα χτυπήσεις μ’ αυτήν στην πλάτη τους, τότε πράγματι δεν θα με πειράξουν». Όταν τ’ άκουσε αυτό ο κυνηγός, υποψιάστηκε και είπε:
-«Τα ζώα μου δεν τα χτυπάω. Κατέβα μόνη σου, για να μη σε κατεβάσω εγώ». Εκείνη τότε γέλασε και του είπε:
-«Τι μας λες! Αφού έτσι κι αλλιώς δεν μπορείς να μου κάνεις τίποτα!» Εκείνος όμως της είπε:
-«Κατέβα, γιατί αλλιώς θα σε χτυπήσω με το ντουφέκι μου!»
-«Χτύπα, λοιπόν!», γέλασε η γριά μάγισσα. «Τις σφαίρες σου δεν τις φοβάμαι!» Εκείνος τότε γέμισε το ντουφέκι του και την πυροβόλησε, αλλά οι σφαίρες οι μολυβένιες δεν μπορούσαν να την αγγίξουν. Η μάγισσα έβαλε τα γέλια, τόσο δυνατά που αντιλάλησε ολόκληρο το δάσος. Και του είπε:
-«Ό,τι κι αν κάνεις, δεν θα μπορέσεις να με χτυπήσεις!» Το καλό το παλικάρι, όμως, ξέρει κι άλλο μονοπάτι! Έβγαλε ο κυνηγός τρία ασημένια κουμπιά απ’ το χιτώνιο του και γέμισε μ’ αυτά το ντουφέκι του, αντί για βόλια. Γιατί η τέχνη της μάγισσας δεν μπορούσε να τη φυλάξει απ’ το ασήμι. Τη σημάδεψε, τράβηξε και στη στιγμή εκείνη σωριάστηκε κάτω σαν σακί. Αμέσως εκείνος την πάτησε με το πόδι του κατάστηθα και της είπε:
-«Γριά μάγισσα, αν δεν μου φανερώσεις τώρα κιόλας πού είναι ο αδερφός μου, θα σ’ αρπάξω με τα δυο μου χέρια και θα σε ρίξω στη φωτιά». Εκείνη φοβήθηκε πολύ, γύρεψε έλεος και είπε:
-«Τον έκανα πέτρα και τον έχω μαζί με τα ζώα του στη σπηλιά μου». Την ανάγκασε τότε ο κυνηγός να τον οδηγήσει εκεί, τη φοβέρισε και της είπε:
-«Κακιά γριά, φέρε ξανά στη ζωή τον αδερφό μου κι όλα τούτα τα δύστυχα πλάσματα, ειδεμή θα σε ρίξω στη φωτιά, όπως σε βλέπω και με βλέπεις!» Πήρε η μάγισσα το ραβδί της κι άγγιξε όλα τα αγάλματα κι ο αδερφός του ζωντάνεψε, και μαζί του τα ζώα του κι όλοι οι άλλοι, έμποροι, τεχνίτες, βοσκοί. Σηκώθηκαν, ευχαρίστησαν με δάκρυα στα μάτια το σωτήρα τους και πήραν το δρόμο για τα σπίτια τους. Και τα δυο αδέρφια, χαρούμενα μέσα απ’ την ψυχή τους που ξαναβρέθηκαν, αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν. Ύστερα έπιασαν τη μάγισσα, την έδεσαν και την έριξαν στη φωτιά. Κι όταν κάηκε, και δεν έμεινε παρά μονάχα η στάχτη της, το δάσος άνοιξε από μόνο του, φάνηκαν τα ξέφωτα και τα μονοπάτια, και τα δυο αδέρφια διέκριναν και το βασιλικό παλάτι, ίσα - ίσα τρεις ώρες δρόμο.
Ξεκίνησαν λοιπόν μαζί οι δίδυμοι και περπατώντας για το παλάτι διηγήθηκαν ο ένας στον άλλον τις περιπέτειες τους. Κι όταν ο μικρότερος είπε πως είχε γίνει γαμπρός τού βασιλιά κι εξουσίαζε ολόκληρη τη χώρα, ο μεγάλος τού είπε:
-«Αυτό το είχα καταλάβει. Γιατί όταν έφτασα στην πολιτεία κι όλοι με πήραν για σένα, με δέχτηκαν με βασιλικές τιμές. Κι η νεαρή βασίλισσα με καλωσόρισε κι έφαγε μαζί μου στο ίδιο τραπέζι και πλάγιασε μαζί μου στο ίδιο κρεβάτι».
Τον άκουσε ο μικρός και ζήλεψε τόσο που τράβηξε αμέσως το σπαθί του και του πήρε το κεφάλι. Μόλις όμως τον είδε να σωριάζεται νεκρός στα πόδια του και το κόκκινο αίμα του να κυλάει στο χώμα, το μετάνιωσε πικρά:
-«Ο αδερφός μου μ' έσωσε», φώναξε. «Κι εγώ ο αχάριστος του πήρα τη ζωή!» Κι έκλαιγε κι έκλαιγε χωρίς σταματημό. Τον πλησίασε τότε ο λαγός του και προσφέρθηκε να πάει να φέρει το μαγικό βοτάνι. Σαν την αστραπή ξεκίνησε και σαν τον άνεμο γύρισε στην ώρα του. Κι ο πεθαμένος αναστήθηκε κι ούτε που τη θυμόταν την πληγή του.
Συνέχισαν έπειτα το δρόμο τους κι ο μικρότερος είπε:
-«Είσαι ίδιος εγώ. Φοράς ρούχα βασιλικά και τα ζώα σ’ ακολουθούν, όπως ακολουθούν κι εμένα. Θα μπούμε στην πόλη από δυο διαφορετικές πύλες και θα φτάσουμε κι οι δυο ταυτόχρονα μπροστά στο γέρο-βασιλιά». Χωρίστηκαν λοιπόν και πήραν ο καθένας άλλο δρόμο.
Και την ίδια στιγμή παρουσιάστηκαν μπροστά στο γέρο-βασιλιά οι φρουροί από δυο διαφορετικά φυλάκια ν’ αναγγείλουν την επιστροφή τού νεαρού βασιλιά και των ζώων του απ’ το κυνήγι. Κι ο γέρο-βασιλιάς είπε:
-«Δεν είναι δυνατόν ! Οι δυο πύλες απέχουν μια ώρα δρόμο η μια απ’ την άλλη!» Και τότε παρουσιάστηκαν τα δυο αδέρφια στην αυλή του παλατιού, μπήκαν μέσα από διαφορετικές μεριές και ξεπέζεψαν την ίδια στιγμή. Ο γέρο-βασιλιάς ρώτησε την κόρη το υ:
«Για πες μου, ποιος απ’ τους δυο είναι ο άντρας σου; Αυτοί μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό, δεν μπορώ να τους ξεχωρίσω!»
Η βασιλοπούλα είχε παγώσει απ’ την τρομάρα της και δεν ήξερε ν’ απαντήσει. Με τα πολλά θυμήθηκε το περιδέραιο από κοράλλια που είχε μοιράσει στα ζώα του αγαπημένου της. Έψαξε λοιπόν και στη χαίτη τού ενός λιονταριού βρήκε το χρυσό της κούμπωμα.
-«Νά!», φώναξε χαρούμενη. «Ο αφέντης αυτού του λιονταριού είναι ο αληθινός μου άντρας!» Γέλασε τότε ο νεαρός βασιλιάς και είπε:
-«Ναι, έτσι είναι ! «Και κάθισαν όλοι μαζί στο τραπέζι, έφαγαν και ήπιαν και γλέντησαν. Και το βράδυ, όταν πλάγιασαν να κοιμηθούν, η γυναίκα του τον ρώτησε:
-«Γιατί έβαζες όλες τις προηγούμενες νύχτες ένα δίκοπο σπαθί ανάμεσα μας; Νόμιζα πως ήθελες να με σκοτώσεις!» Κι εκείνος κατάλαβε πόσο πιστός τού ήταν ο αδερφός του.
Πηγή
ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΓΚΡΙΜΜ -Εκδόσεις ΑΓΡΑ
Α τόμος
Μετάφραση: ΜΑΡΙΑ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ
Τίτλος πρωτοτύπου: Kinder - und Hausmärchen
Παραμύθια για τα παιδιά και την οικογένεια