Ο ΣΚΥΛΟΣ ΚΙ Ο ΣΠΟΥΡΓΙΤΗΣ

Από The Stelios Files

ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ένα τσοπανόσκυλο, που δεν είχε καλόν αφέντη, αλλά έναν αφέντη που το άφηνε νηστικό και το τυραννούσε η πείνα. Και επειδή δεν άντεχε άλλο να μείνει κοντά του, πήρε το δρόμο κι έφυγε στενοχωρημένο. Στο δρόμο που πήγαινε, συνάντησε ένα σπουργίτη, που του μίλησε και του είπε:

-«Αδερφέ μου σκύλε, γιατί είσαι τόσο στενοχωρημένος;»

-«Πεινάω και δεν έχω τίποτα να φάω!», αποκρίθηκε ο σκύλος.

-«Έλα τότε μαζί μου στην πόλη, κι εγώ θα σε χορτάσω», είπε ο σπουργίτης. Προχώρησαν λοιπόν μαζί κι έφτασαν στην πόλη κι όταν είδαν μπροστά τους ένα χασάπικο, ο σπουργίτης είπε στο σκύλο:

-«Κάτσε εδώ κι εγώ θα τσιμπήσω ένα καλό κομμάτι κρέας για σένα». Πήγε λοιπόν και έκατσε στον πάγκο του χασάπη, κοίταξε από δω κι από κει, μήπως τον βλέπει κανένας, κι όταν σιγουρεύτηκε, άρχισε να τσιμπάει και να τραβολογάει ένα κομμάτι κρέας με το ράμφος και με τα νύχια του, ώσπου κατάφερε και το 'ριξε κάτω. Αμέσως τ’ άρπαξε ο σκύλος και πήγε τρέχοντας πιο πέρα για να το φάει με την ησυχία του. Κι όταν τέλειωσε, ο σπουργίτης είπε:

-«Πάμε τώρα και σ’ άλλο χασάπικο, για να σου ρίξω άλλο ένα κομμάτι κρέας, να χορτάσεις!»

Όταν ο σκύλος έφαγε και το δεύτερο κοψίδι, ο σπουργίτης τον ρώτησε:

-«Αδερφέ μου σκύλε, χόρτασες την πείνα σου;»

-«Ναι, από κρέας είμαι χορτάτος», αποκρίθηκε ο σκύλος. «Ψωμί όμως δεν έβαλα μπουκιά στο στόμα μου». Αμέσως τότε ο σπουργίτης είπε:

-«Έλα μαζί μου και θα σου βρω εγώ και ψωμί». Τον πήγε λοιπόν στο φούρνο και τσιμπώντας και τραβώντας έριξε κάτω μερικά ψωμάκια, που ο σκύλος τ’ άρπαξε και τα 'φαγε. Κι όπως ήθελε κι άλλα, πήγανε μαζί και σ’ έναν δεύτερο φούρνο κι ο σπουργίτης τού 'φερε κι ένα καρβέλι ακόμα κι ο σκύλος το 'φαγε κι αυτό.

-«Λοιπόν, αδερφέ μου σκύλε, χόρτασες την πείνα σου;», ρώτησε τότε ο σπουργίτης.

-«Ναι!», απάντησε ο σκύλος. «Και τώρα ας πάμε μια βολτίτσα έξω απ’ την πόλη ,να χωνέψω».

Προχώρησαν λοιπόν παρέα και βγήκαν απ’ την πόλη. Κι όπως έκανε ζέστη πολλή, ο σκύλος κουράστηκε μετά από λίγο και είπε στο σπουργίτη:

-«Είμαι κουρασμένος και λέω να πάρω έναν υπνάκο».

-«Εντάξει», αποκρίθηκε το πουλί. «Κοιμήσου όσο θέλεις. Εγώ θα καθίσω σ’ ένα κλαρί να σε περιμένω».

Ο σκύλος λοιπόν πλάγιασε στην άκρη του δρόμου και αποκοιμήθηκε. Και την ώρα που κοιμόταν, έφτασε απ’ το δρόμο ένας καροτσέρης, που είχε ζεμένα τρία άλογα στο κάρο του και δυο βαρέλια κρασί ξέχειλα, φορτωμένα. Και τον είδε ο σπουργίτης που καθόλου δεν κράτησε τα χαλινάρια, παρά ήταν έτοιμος να προχωρήσει ίσια και να πατήσει το σκύλο. Έβαλε λοιπόν τις φωνές:

-«Ε, καροτσέρη, μην το κάνεις, ειδεμή θα σου κάνω μεγάλο κακό!»

Ο καροτσέρης όμως μουρμούρισε ανάμεσα απ’ τα δόντια του:

-«Σιγά το κακό που θα μου κάνει ένα σπουργιτάκι!», και προχώρησε κι έλιωσε κάτω απ’ τις ρόδες του τον έρημο το σκύλο. Ο σπουργίτης τότε φώναξε:

-«Σκότωσες τον αδερφό μου το σκύλο! Θα χάσεις κι εσύ το κάρο και τ’ άλογα σου!»

-«Ναι, σιγά!», μουρμούρισε πάλι ο καροτσέρης. «Το κάρο και τ’ άλογα μου!»

Και συνέχισε το δρόμο του. Τρύπωσε τότε ο σπουργίτης κάτω απ’ την τέντα του κάρου κι άρχισε να τσιμπάει και να σπρώχνει τη βρυσούλα τού ενός βαρελιού, ώσπου την άνοιξε και χύθηκε όλο το κρασί, χωρίς τίποτα να πάρει χαμπάρι ο καροτσέρης. Κάποια φορά κοίταξε πίσω του κι είδε το κάρο να στάζει. Έψαξε λοιπόν τα βαρέλια και είδε πως το ένα ήταν ολότελα άδειο.

«Βρε τι έπαθα!», έβαλε τις φωνές κι άρχισε να τραβάει τα μαλλιά του.

-«Ακόμα δεν έπαθες αρκετά», είπε ο σπουργίτης με το νου του. Πέταξε τότε στο κεφάλι του πρώτου αλόγου και τού 'βγαλε τα μάτια. Μόλις το 'δε ο καροτσέρης, άρπαξε το τσεκούρι του και πήρε φόρα να χτυπήσει το πουλί. Το πουλί όμως πέταξε κι ο καροτσέρης χτύπησε το άλογο στο κεφάλι και το σκότωσε.

-«Βρε τι έπαθα ο δύστυχος!», φώναξε πάλι ο καροτσέρης.

-«Ακόμα δεν έπαθες αρκετά», είπε με τη σειρά του ο σπουργίτης. Κι όπως ο καροτσέρης συνέχισε το δρόμο του με τα δυο άλογα, τρύπωσε ξανά κάτω απ’ την τέντα του κάρου και άνοιξε τη βρυσούλα στο δεύτερο βαρέλι, ώσπου χύθηκε όλο το κρασί. Κι όταν το είδε ο καροτσέρης, φώναξε:

-«Βρε τι έπαθα ο δύστυχος!» Κι ο σπουργίτης απάντησε:

-«Ακόμα δεν έπαθες αρκετά!» Και κάθισε στο κεφάλι του δεύτερου αλόγου και τού 'βγαλε κι αυτουνού τα μάτια. Έτρεξε ο αμαξάς με το τσεκούρι του, αλλά ο σπουργίτης πρόλαβε και πέταξε ψηλά. Κι έτσι ο κακομοίρης ο αμαξάς σκότωσε και το δεύτερο άλογο του με τα ίδια του τα χέρια.

-«Αχ, ο δύστυχος τι έπαθα!», φώναξε πάλι.

-«Ακόμα δεν έπαθες αρκετά!», είπε το πουλί και πέταξε στο κεφάλι του τρίτου αλόγου και τού 'βγαλε κι αυτουνού τα μάτια. Ο καροτσέρης θυμωμένος σήκωσε το τσεκούρι του και χωρίς να σημαδέψει καλά, σκότωσε και το τρίτο άλογο.

-«Αλίμονο μου, τι έπαθα ο κακομοίρης!», άρχισε να κλαίει και να χτυπιέται ο καροτσέρης.

-«Ακόμα δεν έπαθες αρκετά!», του απάντησε το πουλί. «Τώρα θα τρέξω και στο σπίτι σου και θα σου κάνω ακόμα μεγαλύτερο κακό!» Και μ’ αυτά τα λόγια πέταξε κι έφυγε μακριά.

Τι να κάνει ο καροτσέρης; Άφησε το κάρο του στη μέση του δρόμου και γύρισε σπίτι του.

-«Γυναίκα! Δεν ξέρεις τι κακό με βρήκε!», είπε μόλις έφτασε. «Το κρασί μου χύθηκε και τ’ άλογα πάνε και τα τρία!»

-«Άντρα μου!», αποκρίθηκε εκείνη αναστατωμένη. «Ένα κακό πουλί, πουλί της συμφοράς έχει έρθει στο σπίτι μας. Έφερε μαζί του κι όλα τα πουλιά του κόσμου κι έτσι πέσανε πάνω στο στάρι μας και το 'χουν αφανίσει».

Ανέβηκε ο καροτσέρης στον αχυρώνα και τι να δει; Χιλιάδες πουλιά του 'τρωγαν το στάρι του. Κι ανάμεσα τους ο σπουργίτης, πρώτος και καλύτερος.

-«Αχ, τι έπαθα ο συφοριασμένος!», φώναξε.

-«Ακόμα δεν έπαθες αρκετά!», του απάντησε ο σπουργίτης. «Αυτό που μού 'κανες, καροτσέρη, θα μου το πληρώσεις με τη ζωή σου την ίδια!» Και μόλις απόσωσε το λόγο του, πέταξε μακριά.

Είχε πια χάσει όλα του τα καλά ο καροτσέρης. Κλείστηκε λοιπόν στο σπίτι του, κάθισε πίσω απ’ τη σόμπα του κι έκλαιγε τη μοίρα του βράζοντας απ’ το κακό του. Κι ο σπουργίτης έξω απ’ το παράθυρο του φώναζε αδιάκοπα:

-«Θα το πληρώσεις με τη ζωή σου, καροτσέρη, αυτό που μού 'κανες! Με τη ζωή σου την ίδια!»

Άρπαξε πάλι το τσεκούρι ο άντρας και σημάδεψε το πουλί. Αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να σπάσει τα τζάμια και να τα κάνει θρύψαλα. Χώθηκε λοιπόν μέσα ο σπουργίτης, κάθισε πάνω στη σόμπα κι άρχισε το ίδιο τροπάρι:

-«Θα το πληρώσεις με τη ζωή σου, καροτσέρη, αυτό που μού 'κανες! Με τη ζωή σου την ίδια!»

Τυφλός από τη μανία του ο αμαξάς χτυπάει με το τσεκούρι του τη σόμπα και την ανοίγει στα δυο. Σιγά σιγά έτσι χάλασε ολόκληρο το σπίτι του, καθρέφτες και πάγκους και τραπέζια, ακόμα και τους τοίχους. Το σπουργίτη όμως δεν τον πέτυχε. Με τα πολλά όμως τον έπιασε στα χέρια του.

-«Να τον σκοτώσω;», τον ρώτησε η γυναίκα του.

-«Όχι, δεν θα του κάνω αυτή τη χάρη!», φώναξε έξαλλος απ’ το θυμό του ο αμαξάς. «Του αξίζει θάνατος πιο σκληρός και πιο άγριος. Θα τον καταπιώ, θα τον φάω ζωντανό!»

Κι αμέσως δίνει μια και τον καταπίνει. Ο σπουργίτης αρχίζει τότε να πεταρίζει μέσα στην κοιλιά του, ανεβαίνει ξανά στο στόμα του, βγάζει έξω το κεφαλάκι του και του λέει:

-«Καροτσέρη, αυτό που μού 'κανες θα το πληρώσεις με τη ζωή σου την ίδια!»

Αρπάζει τότε ο αμαξάς το τσεκούρι του, το δίνει στη γυναίκα του και της λέει:

-«Γυναίκα, χτύπα και σκότωσε το σπουργίτη στο στόμα μου!»

Σηκώνει η γυναίκα το τσεκούρι και σημαδεύει το πουλί, αλλά ξαστοχάει και χτυπάει τον άντρα της κατακούτελα και τον ξαπλώνει χάμω νεκρό. Κι ο σπουργίτης φεύγει πετώντας μακριά.

Πηγή

ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΓΚΡΙΜΜ -Εκδόσεις ΑΓΡΑ
Α τόμος
Μετάφραση: ΜΑΡΙΑ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ

Τίτλος πρωτοτύπου: Kinder - und Hausmärchen
Παραμύθια για τα παιδιά και την οικογένεια