Ο ΠΟΛΥΑΓΑΠΗΜΕΝΟΣ ΡΟΛΑΝΔΟΣ
ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν μια αληθινή μάγισσα, που είχε δυο θυγατέρες: μια άσχημη και κακιά, που πολύ την αγαπούσε γιατί ήταν πραγματικό της παιδί, και μια όμορφη και καλή, που τη μισούσε, γιατί την είχε προγονή. Κάποτε λοιπόν έτυχε κι η προγονή της μάγισσας είχε μιαν όμορφη ποδίτσα κι η άσχημη θυγατέρα την είδε και τη ζήλεψε κι άρχισε να τη γυρεύει μ’ επιμονή απ’ τη μάνα της.
-«Ησύχασε, κορούλα μου», της είπε η γριά, «κι η ποδίτσα δεν θ’ αργήσει να γίνει δική σου. Από καιρό σκέφτομαι να βγάλω από τη μέση την αδερφή σου. Απόψε το βράδυ, όταν θα κοιμηθεί, θα 'ρθω και θα της κόψω το κεφάλι. Κοίτα μόνο να πλαγιάσεις εσύ απ’ τη μέσα μεριά του κρεβατιού και να τη σπρώξεις εκείνην έξω - έξω».
Κι έτσι θα πήγαινε άκλαυτο το κακόμοιρο το κορίτσι, αν δεν τύχαινε να στέκει εκεί στη γωνιά και ν’ ακούσει όλα όσα είπε μάγισσα στη θυγατέρα της. Όλη μέρα δεν την άφησαν ούτε την πόρτα να πλησιάσει, για να μη βγει έξω. Κι όταν ήρθε η ώρα του ύπνου, η άλλη έπεσε στα γρήγορα απ’ τη μέσα μεριά του κρεβατιού και της άφησε την απ’ έξω. Μόλις όμως κοιμήθηκε η κακιά αδερφή, το δύστυχο κορίτσι την έσπρωξε σιγά σιγά προς τα έξω και χώθηκε στη θέση της, κοντά στον τοίχο. Τη νύχτα γλίστρησε αθόρυβα στην κάμαρα τους η γριά μάγισσα: στο δεξί της χέρι κρατούσε ένα τσεκούρι κι αφού έψαξε πρώτα με τ’ αριστερό, για να βεβαιωθεί πως κάποιος κοιμόταν πράγματι στην έξω μεριά του κρεβατιού, σήκωσε το τσεκούρι με τα δυο της χέρια κι έκοψε το κεφάλι της ίδιας της της θυγατέρας.
Όταν έφυγε η μάγισσα, σηκώθηκε η κοπέλα και πήγε στον αγαπημένο της, που τον έλεγαν Ρολάνδο, και χτύπησε την πόρτα του. Κι όταν της άνοιξε, του είπε:
-«Άκουσε με, αγαπημένε μου Ρολάνδε, πρέπει να φύγουμε όσο μπορούμε πιο γρήγορα. Η μητριά μου ήθελε να με σκοτώσει, αλλά αντί για μένα σκότωσε την ίδια της την κόρη. Μόλις ξημερώσει και καταλάβει τι έκανε, πάμε χαμένοι».
-«Άκου όμως τη συμβουλή μου», της αποκρίθηκε ο Ρολάνδος, «και πήγαινε να της πάρεις το μαγικό της ραβδάκι. Γιατί μόνο έτσι θα καταφέρουμε να γλιτώσουμε, όταν θα μας πάρει στο κυνήγι».
Ξαναγύρισε λοιπόν η κοπέλα στο σπίτι και πήρε το μαγικό ραβδάκι της μητριάς της. Κι ύστερα σήκωσε το κομμένο κεφάλι της αδερφής της κι έσταξε τρεις σταγόνες αίμα στο πάτωμα, μια μπροστά στο κρεβάτι, μια στην κουζίνα και μια στις σκάλες. Κι αμέσως έφυγε μαζί με τον αγαπημένο της.
Το πρωί που σηκώθηκε η γριά μάγισσα, φώναξε τη θυγατέρα της να της δώσει την όμορφη ποδίτσα. Η θυγατέρα της όμως δεν ερχόταν.
-«Πού είσαι, κόρη μου;», φώναξε τότε η γριά.
-«Ε, μάνα, εδώ στις σκάλες είμαι και σκουπίζω!», αποκρίθηκε η μια σταγόνα. Βγήκε στις σκάλες η μάνα, αλλά δεν είδε κανέναν. Ξαναφώναξε λοιπόν:
-«Πού είσαι, κόρη μου;»
-«Ε, μάνα, εδώ στην κουζίνα είμαι και ζεσταίνω τα χεράκια μου στη φωτιά!»
Έτρεξε η μάγισσα στην κουζίνα, αλλά πάλι δεν βρήκε τη θυγατέρα της. Και για τρίτη φορά φώναξε:
-«Πού είσαι, κόρη μου;»
-«Ε, μάνα, εδώ στο κρεβάτι είμαι και κοιμάμαι!»
Πήγε τότε η μάγισσα στην κάμαρα και τι να δει; Το παιδί της σφαγμένο, να κολυμπάει στο ίδιο του το αίμα. Και τού 'χε κόψει το κεφάλι με τα χέρια της. Τρελή απ’ το θυμό της η μάγισσα βρέθηκε μ’ ένα πήδημα στο παράθυρο, κι επειδή το βλέμμα της έφτανε πολύ μακριά, είδε την προγονή της να τρέχει μαζί με τον Ρολάνδο.
-«Τώρα δεν σας σώνει τίποτα», φώναξε. «Όπου κι αν πάτε, θα σας φτάσω. Δεν μπορείτε να μου ξεφύγετε!»
Φόρεσε τότε τα μαγικά παπούτσια της, που σε κάθε βήμα έκοβαν μιας ώρας δρόμο, και γρήγορα - γρήγορα τους έφτασε. Είδε η κοπέλα τη μάγισσα, που κόντευε να τους αρπάξει, και με το μαγικό ραβδάκι μεταμόρφωσε τον αγαπημένο της Ρολάνδο σε λίμνη. Κι η ίδια έγινε πάπια κι άρχισε να κολυμπάει στα νερά της. Η μάγισσα στάθηκε στην όχθη κι άρχισε να ρίχνει ψωμάκι κι έβαζε τα δυνατά της να τραβήξει την πάπια έξω απ’ το νερό. Η πάπια όμως δεν έβγαινε με τίποτα. Και το βράδυ η μάγισσα αναγκάστηκε να γυρίσει σπίτι της μ’ άδεια χέρια. Το κορίτσι κι ο Ρολάνδος πήραν τότε την ανθρώπινη μορφή τους κι άρχισαν πάλι να τρέχουν, όλη νύχτα ως το πρωί. Με την αυγή όμως η κοπέλα μεταμόρφωσε τον Ρολάνδο σε βιολιστή κι η ίδια έγινε τριαντάφυλλο πάνω σε μιαν άγρια τριανταφυλλιά, όλο μυτερά αγκάθια.
Δεν πέρασε πολλή ώρα και κατέφθασε η μάγισσα. Είδε το λουλούδι και είπε στο βιολιστή:
-«Καλέ μου μουσικάντη, μπορώ να κόψω αυτό το λουλούδι και να το πάρω μαζί μου;»
-«Και βέβαια, καλή κυρά!», της απάντησε ο βιολιστής. «Κι εγώ θα σου παίζω με το βιολάκι μου!»
Χώθηκε λοιπόν η μάγισσα μέσα στ’ αγκάθια τού θάμνου βιαστική, για να κόψει το λουλούδι. Γιατί ήξερε πολύ καλά πως μέσα στο τριαντάφυλλο κρυβόταν η προγονή της. Τότε άρχισε ο βιολιστής να παίζει με το βιολάκι του. Κι η μουσική του ήταν μαγική κι είτε της άρεσε της μάγισσας είτε όχι, τα πόδια της άρχισαν να χορεύουν. Κι όσο πιο γρήγορα έπαιζε ο βιολιστής τόσο πιο γρήγορα χόρευε η μάγισσα, τόσο πιο ψηλά πηδούσε, τόσο πιο άγρια την τσιμπούσαν τ’ αγκάθια και της έσκιζαν τα ρούχα και τη μάτωναν σ’ όλο της το κορμί. Και επειδή η μουσική δεν σταματούσε, χόρευε, χόρευε κι αυτή, ώσπου σωριάστηκε κάτω νεκρή.
Έτσι γλίτωσαν κι ο Ρολάνδος είπε:
-«Θα πάω τώρα στον πατέρα μου, να ετοιμάσουμε το γάμο».
-«Εγώ τότε θα μείνω εδώ και θα σε περιμένω. Και για να μη με καταλάβει κανείς, θα μεταμορφωθώ σ’ ένα κόκκινο όμορφο βότσαλο».
Έφυγε λοιπόν ο Ρολάνδος και το κορίτσι έγινε ένα όμορφο κόκκινο βότσαλο στη μέση τού αγρού και περίμενε τον αγαπημένο του. Μόλις όμως ο Ρολάνδος έφτασε στο σπίτι του, μπλέχτηκε στα δίχτυα μιας άλλης, που τον κατάφερε να ξεχάσει την καλή του. Πέρασε έτσι πολύς καιρός που η κοπέλα στεκόταν στη μέση του αγρού και τον περίμενε. Κι ο Ρολάνδος δεν ερχόταν. Είδε κι απόειδε η καημένη, αποφάσισε στη στεναχώρια της να μεταμορφωθεί σε λουλούδι. Κι είπε με το νου της:
-«Κάποιος θα περάσει και θα με πατήσει!»
Έτυχε όμως και πέρασε από κει ένας βοσκός, που έβοσκε τα πρόβατα του. Και είδε το λουλούδι και του φάνηκε τόσο όμορφο που το 'κοψε και το πήρε μαζί του στην καλύβα του. Από τη μέρα εκείνη όλο θαυμαστά πράγματα γίνονταν στο μαντρί του βοσκού. Το πρωί που σηκωνόταν κάποιος είχε τελειώσει κιόλας όλες του τις δουλειές: η καλύβα ήταν σκουπισμένη, το τραπέζι κι ο πάγκος ταχτικά στη θέση τους, η φωτιά στο τζάκι αναμμένη κι ο κουβάς γεμάτος με φρέσκο νεράκι. Και το μεσημέρι, όταν γύριζε απ’ τη βοσκή, έβρισκε το τραπέζι στρωμένο και νόστιμο φαγητό στο πιάτο του. Και δεν μπορούσε να καταλάβει ποιος τού 'κανε αυτό το καλό και τον βοηθούσε. Γιατί ποτέ δεν είχε δει ψυχή κι ούτε μπορούσε να κρυφτεί κανένας μέσα στη μικρή του καλυβούλα. Κι όσο κι αν του άρεσαν όλες αυτές οι περιποιήσεις, στο τέλος φοβήθηκε πια και πήγε σε μια σοφή γριά να τον ορμηνέψει. Κι η γριά του είπε:
-«Μάγια μού μυρίζονται. Κοίτα να 'χεις τα μάτια σου δεκατέσσερα αύριο το πρωί, κι αν δεις τίποτα να σαλεύει, βιάσου να πετάξεις από πάνω του ένα άσπρο πανί. Τότε ο μάγος δεν θα μπορέσει να σου κρυφτεί».
Ο βοσκός έκανε ό,τι του είπε και την άλλη μέρα το πρωί, με το που χάραξε, είδε το λουλούδι να σαλεύει μέσα στο ανθογυάλι του. Έτρεξε αμέσως και το σκέπασε μ’ ένα άσπρο πανί κι αμέσως τα μάγια χάθηκαν και παρουσιάστηκε μπροστά του ένα όμορφο κορίτσι, που του μίλησε και του είπε ότι αυτό ήταν μεταμορφωμένο σε λουλούδι που συγύριζε και τού 'κανε όλο το νοικοκυριό του. Το κορίτσι του διηγήθηκε ολόκληρη την ιστορία του κι επειδή ήταν όμορφο πολύ, ο βοσκός ρώτησε αν ήθελε να τον παντρευτεί. Η κοπέλα όμως αποκρίθηκε:
-«Όχι». Γιατί ήθελε να μείνει πιστή στον αγαπημένο της Ρολάνδο, μ’ όλο που εκείνος την είχε παρατήσει. Υποσχέθηκε όμως στον καλό βοσκό ότι δεν θα φύγει, παρά θα μείνει κοντά του και θα φροντίζει το νοικοκυριό του.
Ώσπου ήρθε ο καιρός που ο Ρολάνδος ετοίμασε το γάμο του. Και σύμφωνα με το έθιμο της χώρας κάλεσαν όλα τα κορίτσια να 'ρθουν να τραγουδήσουν προς τιμήν του γαμπρού και της νύφης. Η πιστή κοπέλα βυθίστηκε σε λύπη βαθιά όταν τ άκουσε, τόσο που νόμισε ότι θα 'σπαγε η καρδιά της. Και δεν ήθελε να πάει. Οι άλλες όμως ήρθαν και την πήραν μαζί τους. Και δεν ήθελε να τραγουδήσει, κι όλο έδινε τη σειρά της στις άλλες, ώσπου πια δεν είχε μείνει καμιά άλλη κι ήταν η τελευταία. Τότε πια δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Και μόλις άρχισε το τραγούδι κι έφτασε η φωνή της στ’ αυτιά τού Ρολάνδου, τινάχτηκε εκείνος μ’ ένα πήδημα και φώναξε:
-«Τη γνωρίζω αυτή τη φωνή, αυτή είναι η αγαπημένη μου κι άλλη καμιά δεν παίρνω για γυναίκα».
Όλα όσα είχε ξεχάσει κι όλα όσα είχαν σβηστεί απ’ το μυαλό του, ξανάρθαν μέσα σε μια στιγμή κι η καρδιά του πλημμύρισε απ’ αγάπη. Παντρεύτηκε τότε η πιστή κοπέλα τον πολυαγαπημένο της Ρολάνδο και τέλειωσαν τα βάσανα της. Κι από τότε έζησε καλά κι εμείς καλύτερα.
Πηγή
ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΓΚΡΙΜΜ -Εκδόσεις ΑΓΡΑ
Α τόμος
Μετάφραση: ΜΑΡΙΑ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ
Τίτλος πρωτοτύπου: Kinder - und Hausmärchen
Παραμύθια για τα παιδιά και την οικογένεια