Ο ΝΟΝΟΣ
ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν ένας φτωχός άνθρωπος κι είχε τόσο πολλά παιδιά που είχε κάνει νονούς και κουμπάρους όλους τους συγχωριανούς του. Όταν λοιπόν η γυναίκα του γέννησε άλλο ένα παιδάκι, δεν είχε μείνει κανένας για να του το βαφτίσει. Δεν ήξερε τι να κάνει και στενοχωρημένος όπως ήταν, έπεσε να κοιμηθεί. Στον ύπνο του είδε ένα όνειρο: να πάει και να σταθεί μπροστά στην πόρτα του σπιτιού του και να περιμένει και τον πρώτο περαστικό να τον σταματήσει και να τον κάνει νονό του παιδιού του. Την άλλη μέρα το πρωί που ξύπνησε, αποφάσισε ν’ ακολουθήσει τη συμβουλή του ονείρου. Βγήκε, λοιπόν, και στάθηκε μπροστά στην πόρτα του και τον πρώτο που πέρασε, τον παρακάλεσε να του βαφτίσει το παιδί. Ο ξένος χάρισε στο βαφτισιμιό του ένα μπουκαλάκι με θαυματουργό νερό και του είπε:
-«Μ’ αυτό το νερό μπορείς να γιατρεύεις όλους τους αρρώστους. Θα πρέπει μόνο να κοιτάζεις από ποια μεριά στέκεται ο Θάνατος: αν είναι στο προσκέφαλο του αρρώστου, μπορείς να τον γιατρέψεις αν όμως στέκεται κοντά στα πόδια του κρεβατιού, τότε άδικος ο κόπος, ο άρρωστος θα πεθάνει».
Ο βαφτισιμιός μεγάλωσε κι έγινε σπουδαίος και ξακουστός γιατρός. Ήξερε πάντα με σιγουριά αν ένας άρρωστος θα σωθεί ή θα πεθάνει. Και με την τέχνη του έβγαλε χρήματα πολλά κι έγινε πλούσιος. Μια φορά τον φώναξαν να γιατρέψει το παιδί του βασιλιά. Κι όταν μπήκε μέσα στην κάμαρα, είδε το Θάνατο να στέκει στο προσκεφάλι του μικρού αρρώστου. Τού 'δωσε λοιπόν το θαυματουργό νερό και το γιάτρεψε το βασιλόπουλο. Τα ίδια έγιναν και τη δεύτερη φορά. Την τρίτη όμως ο Θάνατος στεκόταν στα πόδια του κρεβατιού: και το παιδί πέθανε.
Κάποτε θέλησε ο βαφτισιμιός να επισκεφτεί το νονό του και να τον ευχαριστήσει για το δώρο του. Όταν έφτασε όμως στο σπίτι του νονού του, παράξενα πράγματα τον περίμεναν. Ανέβηκε τις σκάλες στο πρώτο πάτωμα και βρήκε μαγκούρες και σκουπόξυλα να χουν στήσει τρικούβερτο καβγά. Σταμάτησε και ρώτησε:
-«Μήπως ξέρετε πού μένει ο νονός μου;»
-«Στο παραπάνω πάτωμα», του αποκρίθηκαν. Ανέβηκε λοιπόν τις σκάλες στο δεύτερο πάτωμα και βρήκε ένα σωρό νεκρά δάχτυλα. Πάλι σταμάτησε και ρώτησε:
-«Μήπως ξέρετε πού μένει ο νονός μου;»
-«Στο παραπάνω πάτωμα», του αποκρίθηκε ένα απ’ τα δάχτυλα. Ανέβηκε τις σκάλες στο τρίτο πάτωμα και βρήκε πλήθος νεκρά κεφάλια, που και αυτά με τη σειρά τους τον έστειλαν στο παραπάνω πάτωμα. Στο τέταρτο πάτωμα βρήκε ψάρια, που πηδούσαν μοναχά τους στο τηγάνι να ψηθούν. Κι αυτά του είπαν: «Στο παραπάνω πάτωμα». Κι όταν έφτασε στο πέμπτο πάτωμα, βρέθηκε μπροστά σε μια κλειστή πόρτα και κοίταξε απ’ την κλειδαριά. Μέσα είδε το νονό του, που είχε μεγάλα κέρατα. Μόλις άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα, ο νονός χώθηκε στο κρεβάτι του και σκεπάστηκε μέχρι το κεφάλι, να μη φαίνεται. Ο βαφτισιμιός του τότε τον ρώτησε:
-«Νονέ μου, τι παράξενα είναι αυτά που γίνονται στο σπίτι σου; Στο πρώτο πάτωμα βρήκα τις μαγκούρες να τσακώνονται άγρια με τα σκουπόξυλα».
-«Είσαι κουτός και δεν βλέπεις ούτε τη μύτη σου!», αποκρίθηκε ο νονός του. «Ήταν οι δούλες μου κι οι παραγιοί μου αυτοί που βρήκες να τσακώνονται!»
-«Στο δεύτερο πάτωμα όμως έπεσα πάνω σ’ αμέτρητα νεκρά δάχτυλα».
-«Α, μα εσύ δεν έχεις μυαλό! Τα καρότα τα πέρασες για δάχτυλα!»
-«Και στο τρίτο πάτωμα είδα ένα σωρό κεφάλια πεθαμένων».
-«Κουτέ άνθρωπε, αυτά ήταν λάχανα!»
-«Στο τέταρτο πάτωμα όμως είδα ψάρια, που πηδούσαν μοναχά τους στο τηγάνι να ψηθούν». Και τη στιγμή που ξεστόμιζε αυτά τα λόγια, τα ψάρια ήρθαν από μόνα τους στο τραπέζι και μπήκαν στα πιάτα. -«Κι όταν έφτασα στο πέμπτο πάτωμα, κοίταξα απ’ την κλειδαριά και σ’ είδα, νονέ μου. Κι είχες κάτι μεγάλα κέρατα!»
-«Λες ψέματα!» αγρίεψε τότε ο νονός. Κι ο βαφτισιμιός φοβήθηκε πολύ και τό 'βαλε στα πόδια. Και ποιος ξέρει τι άλλο θα τού 'κανε ο νονός του, αν έμενε λίγο ακόμα.
Πηγή
ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΓΚΡΙΜΜ -Εκδόσεις ΑΓΡΑ
Α τόμος
Μετάφραση: ΜΑΡΙΑ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ
Τίτλος πρωτοτύπου: Kinder - und Hausmärchen
Παραμύθια για τα παιδιά και την οικογένεια