Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΝΟΝΟΣ
ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ζούσε ένας φτωχός άνθρωπος, που είχε δώδεκα παιδιά κι έπρεπε να δουλεύει μέρα-νύχτα για να τα θρέψει. Όταν λοιπόν ήρθε στον κόσμο και το δέκατο τρίτο παιδί, ο δύστυχος δεν ήξερε πια τι να κάνει. Μέσα στην απελπισία του βγήκε λοιπόν στη δημοσιά και περίμενε τον πρώτο διαβάτη, για να του δώσει το μωρό να το βαφτίσει. Ο πρώτος που πέρασε ήταν ο καλός Θεός, που ήξερε καλά τον καημό του φτωχού ανθρώπου και του είπε:
-«Καλέ μου άνθρωπε, λυπήθηκα τη φτώχεια σου και θα γίνω νονός του παιδιού σου. Μη νοιάζεσαι πια, θα το φροντίσω εγώ και θα το κάνω ευτυχισμένο πάνω στη γη».
Ο φτωχός τότε ρώτησε:
-«Και ποιος είσαι συ;»
-«Είμαι ο καλός Θεός».
-«Τότε δεν σε θέλω για νονό του παιδιού μου», είπε ο φτωχός. «Δίνεις στους πλούσιους όλα τα καλά κι αφήνεις τους φτωχούς να πεθαίνουν της πείνας».
Κι αυτό το είπε επειδή δεν ήξερε ο κακομοίρης πόσο σοφά μοίραζε ο Θεός τα πλούτη και τη φτώχεια. Γύρισε λοιπόν την πλάτη του στον Κύριο και πήγε πιο πέρα. Τότε τον πλησίασε ο Διάβολος και του είπε:
-«Τι γυρεύεις; Αν με κάνεις νονό του παιδιού σου, θα το φορτώσω χρυσάφι, όσο τραβάει η ψυχή του. Και θα 'χει όλα τα καλά της γης».
Ο φτωχός ρώτησε πάλι:
-«Και ποιος είσαι συ;»
-«Είμαι ο Διάβολος!»
-«Τότε δεν σε θέλω για νονό», είπε ο άνθρωπος. «Κοροϊδεύεις και ξεγελάς τους ανθρώπους».
Και πήγε πιο πέρα. Ύστερα από λίγο τον πλησίασε ο κοκαλιάρης ο Θάνατος και του είπε:
-«Πάρε εμένα να σου βαφτίσω το μωρό σου».
-«Και ποιος είσαι συ;», ρώτησε ο άνθρωπος.
-«Είμαι ο Θάνατος. Κι όλοι είναι ίσοι μπροστά μου».
Ο φτωχός τότε αποκρίθηκε:
-«Εσύ είσαι δίκαιος με όλους. Παίρνεις και τους φτωχούς και τους πλούσιους, χωρίς να κάνεις διακρίσεις. Εσύ θα γίνεις νονός του παιδιού μου».
Κι ο Θάνατος του είπε:
-«Θα κάνω το γιο σου πλούσιο και ξακουστό. Γιατί όποιος έχει εμένα φίλο και βοηθό του, βρίσκει όλους τους δρόμους ανοιχτούς».
-«Την άλλη Κυριακή θα χουμε τη βάφτιση», είπε ο φτωχός. «Κοίτα να 'ρθεις στην ώρα σου!»
Κι ο Θάνατος πήγε, όπως το 'χε υποσχεθεί, και βάφτισε το μωρό όπως έπρεπε.
Όταν το παιδί μεγάλωσε, ήρθε ο νονός του να το δει και του ζήτησε να τον ακολουθήσει. Πήγαν λοιπόν σ’ ένα μεγάλο δάσος κι εκεί ο νονός έδειξε στο βαφτισιμιό του ένα βοτάνι και του είπε:
-«Ήρθε η ώρα να πάρεις το δώρο του νονού σου. Θα σε κάνω σπουδαίο και ξακουστό γιατρό. Κι όταν θα σε καλούν να γιατρέψεις κάποιον άρρωστο, θα παρουσιάζομαι κι εγώ, να με βλέπεις. Αν στέκομαι δίπλα στο κεφάλι του αρρώστου, θα λες άφοβα πως μπορείς να τον γιατρέψεις. Θα του δίνεις απ’ αυτό το βοτάνι κι αυτός θα γίνεται καλά. Αν όμως στέκομαι στα πόδια του, τότε είναι δικός μου. Τότε θα λες στους δικούς του πως κανένα γιατρικό στον κόσμο δεν μπορεί να τον γιατρέψει και κανένας γιατρός δεν είναι ικανός να τον φέρει πίσω. Πρόσεχε καλά όμως: μην τολμήσεις ποτέ να χρησιμοποιήσεις το βοτάνι που σου δείχνω ενάντια στη θέληση μου. Θα το μετανιώσεις πικρά».
Δεν πέρασε πολύς καιρός και το παλικάρι έγινε ο πιο ξακουστός γιατρός στον κόσμο.
-«Αρκεί να ρίξει μια ματιά στον άρρωστο, κι αμέσως καταλαβαίνει αν θα γιατρευτεί ή αν θα πεθάνει». Έτσι λέγανε όλοι. Κι έτρεχαν από παντού να τον συμβουλευτούν και τού 'διναν πολύ χρυσάφι, ώστε γρήγορα έγινε πλούσιος.
Κάποτε όμως αρρώστησε ο ίδιος ο βασιλιάς: κάλεσαν τότε το γιατρό να πει αν χωρούσε ή όχι γιατρειά. Κι εκείνος είδε το Θάνατο να στέκει στα πόδια του κρεβατιού και κατάλαβε ότι δεν υπήρχε ούτε σωτηρία ούτε φάρμακο.
-«Αν καταφέρω να ξεγελάσω το Θάνατο, είμαι σίγουρος πως θα θυμώσει», σκέφτηκε ο γιατρός. «Μιας όμως κι είμαι βαφτισιμιός του, θα κάνει για μια φορά τα στραβά μάτια». Και δίχως να χάσει καιρό, παίρνει τον άρρωστο βασιλιά και τον γυρίζει απ’ την άλλη μεριά τού κρεβατιού, έτσι που ο Θάνατος βρέθηκε στο προσκεφάλι του. Αμέσως του έδωσε το θαυματουργό βοτάνι κι ο βασιλιάς συνήλθε κι έγινε καλά. Ο Θάνατος, όμως, θύμωσε και σκοτείνιασε. Πήγε και βρήκε το γιατρό και τού 'πε κουνώντας απειλητικά το δάχτυλο του:
-«Με ξεγέλασες. Αυτή τη φορά θα σε συγχωρέσω, επειδή είσαι βαφτισιμιός μου. Αν όμως τολμήσεις να το ξανακάνεις, τότε την έχεις άσχημα: θα πάρω εσένα μαζί μου».
Πέρασε λίγος καιρός κι η θυγατέρα του βασιλιά αρρώστησε βαριά. Ο βασιλιάς την είχε μοναχοπαίδι και έκλαιγε μέρα και νύχτα, ώσπου έχασε το φως του. Έβαλε τότε τελάληδες να φωνάξουν σ’ ολόκληρη τη χώρα πως όποιος κατάφερνε να την κάνει καλά, θα την έπαιρνε γυναίκα του και θα γινόταν διάδοχος του θρόνου. Ο γιατρός την επισκέφτηκε κι είδε το Θάνατο να στέκει στα πόδια του κρεβατιού της. Θα 'πρεπε να θυμηθεί την προειδοποίηση του νονού του, αλλά η ομορφιά της βασιλοπούλας κι η λαχτάρα του να γίνει άντρας της και βασιλιάς, τον έσπρωξαν να ξεχάσει τους κινδύνους και να φερθεί με απερισκεψία. Δεν είδε τις θυμωμένες ματιές που τού 'ριχνε ο Θάνατος, δεν είδε το κοκαλιάρικο χέρι του που υψωμένο κουνιόταν απειλητικά προς το μέρος του. Σήκωσε την άρρωστη κι έβαλε το κεφάλι της εκεί που προηγουμένως βρίσκονταν τα πόδια της. Ύστερα της έδωσε το θαυματουργό βοτάνι και τα μάγουλα της ρόδισαν στη στιγμή και η ζωή ξαναγύρισε μέσα της.
Ο Θάνατος, βλέποντας πως για δεύτερη φορά έχανε κάποιον μέσα απ’ τα χέρια του, προχώρησε αργά προς το μέρος του βαφτισιμιού του και του είπε:
-«Τώρα θα πληρώσεις. Ήρθε η σειρά σου να πεθάνεις». Και τον έσφιξε τόσο δυνατά με το παγωμένο χέρι του που εκείνος δεν μπόρεσε να του ξεφύγει. Έτσι κρατώντας τον, τον οδήγησε στην υπόγεια σπηλιά του. Κι είδε εκεί χιλιάδες, εκατομμύρια κεριά να καίνε σ’ αναρίθμητες σειρές· κι άλλα ήταν μεγάλα, άλλα μισολιωμένα, άλλα έτοιμα να σβήσουν. Κάθε στιγμή έσβηναν κάμποσα, ενώ άλλα πάλι ζωντάνευαν και συνέχιζαν να καίνε. Κι οι φλόγες χόρευαν και πηδούσαν εδώ κι εκεί.
-«Βλέπεις;», του είπε ο Θάνατος. «Αυτές οι φλόγες είναι οι ανθρώπινες ζωές. Τα μεγάλα κεριά ανήκουν στα μικρά παιδιά, αυτά που είναι μισά είναι των παντρεμένων, που βρίσκονται στο άνθος της ηλικίας τους, ενώ τα μικρά είναι των γερόντων και των αρρώστων. Συχνά όμως συμβαίνει και μικρά παιδιά και νέοι άνθρωποι έχουν μόνο ένα μικρό κεράκι να κάψουν».
-«Δείξε μου το δικό μου κερί », ζήτησε τότε ο γιατρός. Και πίστευε ότι θα δει ένα κερί μεγάλο ακόμα. Ο Θάνατος τότε του έδειξε ένα μικρό, λιωμένο κεράκι, που κόντευε να σβήσει.
-«Το βλέπεις; Αυτό είναι!»
-«Αχ, καλέ μου νονέ», τον ικέτεψε τότε το παλικάρι, «άναψε μου ένα καινούργιο κερί, να προλάβω να παντρευτώ τη βασιλοπούλα και να γίνω βασιλιάς! Κάνε το για χατίρι μου, σε θερμοπαρακαλώ!»
-«Δεν μπορώ», αποκρίθηκε ο Θάνατος. «Πρέπει να σβήσει μια φλόγα, για ν’ ανάψει μια άλλη».
-«Τότε βάλε την παλιά πάνω σε μια καινούργια, για να τη δυναμώνει κάθε που πάει να σβήσει», του είπε πάλι το παλικάρι. Ο Θάνατος έκανε τάχα πως θα εκπληρώσει την επιθυμία του: πήρε ένα καινούργιο μεγάλο κερί κι ετοιμάστηκε να βάλει πάνω του τη μισοπεθαμένη φλογίτσα. Αλλά από απροσεξία τάχα άφησε να του πέσει το μικρό κεράκι και να σβήσει εντελώς η ζωή του βαφτισιμιού του. Την ίδια στιγμή ο νεαρός γιατρός σωριάστηκε νεκρός κατάχαμα, παραδομένος μια για πάντα στα χέρια του Θανάτου.
Πηγή
ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΓΚΡΙΜΜ -Εκδόσεις ΑΓΡΑ
Α τόμος
Μετάφραση: ΜΑΡΙΑ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ
Τίτλος πρωτοτύπου: Kinder - und Hausmärchen
Παραμύθια για τα παιδιά και την οικογένεια