Ο ΓΥΛΙΟΣ, ΤΟ ΚΑΠΕΛΑΚΙ ΚΙ Η ΜΙΚΡΗ ΤΡΟΜΠΕΤΑ
ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν τρία αδέρφια, τόσο φτωχά που δεν είχανε στον ήλιο μοίρα. Κι η φτώχεια τους όλο και μεγάλωνε, ώσπου πια δεν είχαν ούτε ένα ξεροκόμματο να χορτάσουν την πείνα τους. Το κουβέντιασαν λοιπόν και είπαν:
-«Έτσι δεν πάει άλλο. Κάτι πρέπει να κάνουμε. Ας ξεκινήσουμε, να γυρίσουμε τον κόσμο και να βρούμε την τύχη μας».
Πήραν λοιπόν το δρόμο και πήγαιναν. Και πέρασαν βουνά και κάμπους, αλλά την τύχη τους δεν τη βρήκαν. Ώσπου μια μέρα έφτασαν σ’ ένα μεγάλο δάσος και στη μέση του δάσους ήταν ένα βουνό. Κι όταν έφτασαν κοντά, είδαν πως το βουνό ήταν ολάκερο από ασήμι. Ο μεγαλύτερος τότε μίλησε και είπε:
-«Ωραία. Εγώ βρήκα την τύχη μου και τίποτα καλύτερο δεν γυρεύω». Φορτώθηκε λοιπόν όσο ασήμι μπορούσε να κουβαλήσει και μια και δυο πήρε το δρόμο του γυρισμού. Οι άλλοι δυο όμως το κουβέντιασαν και είπαν:
-«Εμείς ζητάμε απ’ την τύχη μας κάτι παραπάνω από ασήμι». Κι έτσι συνέχισαν το δρόμο τους, δίχως ν’ αγγίξουν το ασημένιο βουνό. Κι αφού προχώρησαν κάμποσες μέρες, έφτασαν σ’ ένα βουνό που ήταν ολόκληρο από ατόφιο χρυσάφι. Ο δεύτερος αδερφός στάθηκε κι έπεσε σε βαθιά συλλογή.
-«Τι να κάνω;», έλεγε και ξανάλεγε, «να φορτωθώ όσο χρυσάφι μπορώ να σηκώσω στην πλάτη μου και να ζήσω πλούσια ως το τέλος της ζωής μου, ή να προχωρήσω κι άλλο;»
Με τα πολλά πήρε την απόφαση του, γέμισε τις τσέπες του ώσπου ξεχείλισαν, αποχαιρέτησε τον αδερφό του και τράβηξε κι αυτός για το σπίτι. Ο τρίτος όμως έμεινε μόνος και είπε με το νου του:
-«Το ασήμι και το χρυσάφι δεν μου λένε τίποτα. Εγώ θα προχωρήσω και δεν θα κλωτσήσω την τύχη μου. Μπορεί στο τέλος να με περιμένει κάτι ακόμα καλύτερο».
Πήρε λοιπόν το δρόμο και πήγαινε. Και σε τρεις μέρες έφτασε σ’ ένα δάσος πολύ πιο μεγάλο απ’ τα προηγούμενα, τόσο μεγάλο που δεν έλεγε να τελειώσει. Κι όπως δεν έβρισκε τίποτα να φάει και να πιει, κόντευε πια να πεθάνει της πείνας. Σκαρφάλωσε ο καημένος σ’ ένα ψηλό δέντρο ν’ αγναντέψει, μπας και βρει τρόπο να βγει απ’ το δάσος. Αλλά όσο έφτανε το μάτι του δεν έβλεπε παρά μονάχα τις κορυφές των δέντρων. Άρχισε λοιπόν να κατεβαίνει απ’ το δέντρο, και όπως η πείνα τον βασάνιζε, είπε δυνατά:
-«Αχ, και να 'βρισκα κάτι να φάω, να χορτάσω για τελευταία φορά!» Φτάνοντας κάτω, τι να δει; Ένα τραπέζι στρωμένο μ’ όλα τα καλά του Θεού, που τον περίμεναν αχνιστά.
-«Τη σωστή στιγμή έπιασε η ευχή μου!», είπε και χωρίς ν’ αναρωτηθεί ούτε ποιος έφερε το φαγητό ούτε ποιος το μαγείρεψε, πλησίασε κι άρχισε να τρώει με όρεξη, ώσπου γέμισε την κοιλιά του. Όταν χόρτασε, είπε με το νου του:
-«Θά 'ναι κρίμα ν’ αφήσω τούτο τ’ όμορφο τραπεζομάντιλο στο δάσος, να πάει χαμένο. Καλύτερα να το πάρω μαζί μου!» Κι αφού το δίπλωσε ταχτικά, το βαλε στην τσέπη του και συνέχισε το δρόμο του. Κι όταν το βράδυ η πείνα άρχισε πάλι να τον σφίγγει, αποφάσισε να δοκιμάσει το τραπεζομάντιλο του. Το 'βγαλε λοιπόν απ’ την τσέπη του, το άπλωσε κατάχαμα και είπε:
-«Μακάρι να γέμιζες πάλι με αχνιστά και νόστιμα φαγητά!» Δεν πρόλαβε καλά - καλά ν’ αποσώσει το λόγο του και το τραπεζομάντιλο γέμισε πιατέλες με τα πιο λαχταριστά φαγητά που είχε δει ποτέ του.
-«Ε, τώρα πια ξέρω σε ποια κουζίνα μαγειρεύονται τα φαγητά που τρώω!», είπε το παλικάρι. «Το τραπεζομαντιλάκι μου είναι καλύτερο κι απ’ το ασημένιο κι απ’ το χρυσό βουνό!» Γιατί είχε πια καταλάβει ότι το τραπεζομάντιλο ήταν μαγικό και δεν επρόκειτο πια να του λείψει ποτέ τίποτα. Μα και πάλι δεν πήρε την απόφαση να γυρίσει στο σπίτι του. Παρά συνέχισε το δρόμο του κι εξακολούθησε να γυρεύει την τύχη του. Κι ένα βράδυ, σ’ ένα δάσος ερημικό, συνάντησε έναν καρβουνιάρη, μουντζουρωμένο από την κορφή ως τα νύχια, που έκαιγε τα ξύλα του κι είχε βάλει και λίγες πατάτες στη χόβολη, να ψηθούν για να τις φάει.
-«Καλησπέρα, μαυροτσούκαλο!», του είπε. «Πώς τα πας εδώ πέρα, ολομόναχος;»
-«Ε, όλες οι μέρες εδώ πέρα είναι ίδιες», αποκρίθηκε ο καρβουνιάρης. «Κι όλα τα βράδια το ίδιο φαγητό: πατάτες στη θράκα. Αν σ' αρέσει, κόπιασε!»
-«Σ’ ευχαριστώ πολύ», απάντησε το παλικάρι. «Δεν θέλω να στο στερήσω, μιας και δεν περίμενες κανέναν απόψε. Αν όμως θέλεις τη συντροφιά μου, τότε θα είσαι συ ο καλεσμένος μου».
-«Και πού θα το βρεις το φαγητό; Ποιος θα στο ετοιμάσει;», ρώτησε ο καρβουνιάρης. «Καθώς βλέπω, δεν κουβαλάς τίποτα μαζί σου. Κι εδώ γύρω δεν υπάρχει τίποτα για ν' αγοράσεις».
-«Κι όμως, θα φάμε!», είπε το παλικάρι. «Και μάλιστα θα είναι το πιο νόστιμο φαγητό που έχεις βάλει ποτέ στο στόμα σου». Κι έβγαλε το τραπεζομάντιλο απ’ το γυλιό του, το άπλωσε κατάχαμα και είπε με δυνατή φωνή: «Τραπεζομαντιλάκι μου, ώρα να φάμε!» Κι αμέσως γέμισε το τραπεζομάντιλο με κάθε λογής φαγητά, αχνιστά λες κι είχαν μόλις βγει από το φούρνο. Ο καρβουνιάρης έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Αλλά δεν περίμενε να του το πουν δεύτερη φορά κι έπεσε με τα μούτρα στο φαγητό, κατεβάζοντας όλο και μεγαλύτερες μπουκιές στο μουντζουρωμένο στόμα του. Κι όταν τέλειωσαν κι απόφαγαν, ο καρβουνιάρης έγλειψε τα δάχτυλα του και είπε:
-«Άκου, φίλε μου: ωραίο είναι το τραπεζομαντιλάκι σου. Και πολύ θα 'θελα να το 'χω εδώ μαζί μου, στο δάσος, που κανείς δεν υπάρχει να μου μαγειρέψει κάτι της προκοπής. Θέλεις να κάνουμε μιαν ανταλλαγή; Εκεί στη γωνιά κρέμεται ένας γυλιός, παλιός και τριμμένος, που μοιάζει για πέταμα. Είναι όμως μαγικός. Μιας όμως και δεν τον χρειάζομαι πια, σου τον δίνω, αν μου δώσεις το τραπεζομαντιλάκι σου».
-«Πρέπει πρώτα να μου εξηγήσεις τι ξέρει να κάνει ο γυλιός σου!», είπε το παλικάρι.
-«Ευχαρίστως, να σου πω», είπε ο καρβουνιάρης. «Κάθε φορά που τον χτυπάς με το χέρι σου, βγαίνει από μέσα ένας λοχίας μ’ έξι στρατιώτες με τα όπλα στο χέρι. Κι αμέσως κάνουν ό,τι τους προστάξεις».
-«Αν είναι έτσι όπως τα λες, τότε ν’ αλλάξουμε», είπε το παλικάρι. Κι έδωσε στον καρβουνιάρη το τραπεζομάντιλο, πέρασε το γυλιό στην πλάτη του, χαιρέτησε κι έφυγε. Όταν προχώρησε κάμποσο, θέλησε να δοκιμάσει τον καινούργιο του γυλιό. Τον ξεφορτώθηκε λοιπόν, τον χτύπησε με το χέρι του και στη στιγμή παρουσιάστηκαν μπροστά του εφτά οπλισμένοι άντρες κι ο αρχηγός τους είπε:
-«Τι προστάζει ο κύριος κι αφέντης μου;»
-«Τρέξτε αμέσως τώρα στον καρβουνιάρη και φέρτε μου το τραπεζομαντιλάκι μου!»
Πράγματι, οι στρατιώτες έκαναν μεταβολή και χάθηκαν ανάμεσα στα δέντρα. Και μετά από λίγο γύρισαν πάλι πίσω κρατώντας το τραπεζομάντιλο, που το 'χαν πάρει χωρίς πολλά λόγια απ’ τον καρβουνιάρη. Το παλικάρι τους πρόσταξε να γυρίσουν πάλι στο γυλιό και συνέχισε το δρόμο του περιμένοντας την τύχη να του χαμογελάσει ξανά. Ο ήλιος κόντευε πια να βασιλέψει, όταν συνάντησε έναν άλλον καρβουνιάρη, που καθόταν κοντά στη φωτιά κι ετοίμαζε το φαγητό του.
-«Το φαγητό μου είναι φτωχικό: σκέτες πατάτες», είπε ο καρβουνιάρης. «Αν όμως θέλεις, κόπιασε να το φάμε μαζί».
-«Όχι», είπε το παλικάρι. «Για σήμερα κόπιασε εσύ στο δικό μου το τραπέζι». Κι άπλωσε κατάχαμα το τραπεζομάντιλο του, που αμέσως γέμισε ορεχτικά φαγητά. Έφαγαν λοιπόν και ήπιαν με την ψυχή τους, ώσπου χόρτασαν και τον Θεό εδόξασαν. Κι ο καρβουνιάρης είπε:
-«Βλέπεις εκεί πάνω, στο δέντρο, ένα παλιό καπελάκι, που μοιάζει για πέταμα; ε, σου λέω πως είναι μαγικό. Φτάνει να το φορέσεις και να το στρίψεις μια φορά γύρω απ’ το κεφάλι σου, κι αμέσως παρουσιάζεται μια ολόκληρη στρατιά, που προχωράει και τα κάνει όλα ρημαδιό στο διάβα της. Εδώ μέσα στο δάσος δεν μου είναι και πολύ χρήσιμο, κι αν θέλεις το αλλάζω με το τραπεζομαντιλάκι σου».
-«Δεν έχω αντίρρηση», αποκρίθηκε το παλικάρι, πήρε το καπελάκι, το φόρεσε, άφησε το τραπεζομάντιλο στον καρβουνιάρη κι έφυγε. Αφού προχώρησε κάμποσο δρόμο, χτύπησε το γυλιό του και έστειλε τους στρατιώτες να του φέρουν πίσω το τραπεζομαντιλάκι του.
-«Τό 'να φέρνει τ’ άλλο!», είπε με το νου του. «Κι όμως: κάτι μου λέει πως η τύχη μου κι άλλο δώρο μού ετοιμάζει». Κι η διαίσθηση του δεν τον γέλασε. Προχώρησε όλη μέρα και το βράδυ συνάντησε έναν τρίτο καρβουνιάρη, που τον κάλεσε κι αυτός να μοιραστεί μαζί του σκέτες πατάτες. Το παλικάρι όμως τον προσκάλεσε να φάνε απ’ το μαγικό του τραπεζομάντιλο. Κι ο καρβουνιάρης βρήκε το φαγητό τόσο πολύ νόστιμο που στο τέλος πρότεινε στο παλικάρι ν’ ανταλλάξει το τραπεζομάντιλο με μια παλιά τρομπέτα που ήταν ακόμα πιο δυνατή απ’ το καπέλο. Όποιος τη φυσούσε, μπορούσε να γκρεμίσει δια μιας τείχη και κάστρα, πόλεις και χωριά. Το παλικάρι δέχτηκε, άφησε στον καρβουνιάρη το τραπεζομαντιλάκι του, ύστερα όμως έστειλε τους στρατιώτες του και του το 'φεραν πίσω. Κι είχε πια, εκτός απ’ το τραπεζομαντιλάκι του, το γυλιό και το καπελάκι και την τρομπέτα στα χέρια του.
-«Τώρα έκανα την τύχη μου!», είπε. «Κι ήρθε πια η ώρα να γυρίσω σπίτι να δω τι απόγιναν τ’ αδέρφια μου».
Και μια και δυο γυρίζει πίσω. Τ’ αδέρφια του στο μεταξύ είχαν χτίσει από ένα όμορφο σπίτι και ζούσαν ζωή χαρισάμενη με τα πλούτη τους. Χτύπησε λοιπόν και μπήκε μέσα. Έτσι όμως όπως τον είδαν κουρελή, με το παλιό καπέλο στο κεφάλι και τον μπαλωμένο γυλιό στην πλάτη, δεν τον δέχτηκαν γι αδερφό τους, αλλά τον αποπήραν και του είπαν:
-«Λες πως είσαι ο αδερφός μας. Εκείνος όμως περιφρόνησε το ασήμι και το χρυσάφι και κίνησε να βρει ακόμα καλύτερη τύχη. Όταν θα γυρίσει σπίτι, θα 'ναι σίγουρα βασιλιάς και θα 'ρθει με δόξες και τιμές. Δεν θα 'ναι ζητιάνος και κουρελής σαν εσένα». Και τον έδιωξαν. Θύμωσε τότε το παλικάρι και άρχισε να χτυπάει το γυλιό του, ώσπου παρατάχτηκαν μπροστά του εκατό στρατιώτες οπλισμένοι κι άλλοι πενήντα. Και τους πρόσταξε να περικυκλώσουν τα δυο παλάτια και να πιάσουν τ’ αδέρφια του. Πράγματι έτσι κι έγινε. Κι όταν τους έπιασαν, τους έδωσαν τέτοιο ξύλο με τις βίτσες που δεν έβλεπαν μπροστά τους απ’ τον πόνο. Όλο το χωριό ξεσηκώθηκε απ’ το σαματά, κι έτρεξε ο κόσμος να τους βοηθήσει. Αλλά δεν μπορούσαν να τα βάλουν με τόσους στρατιώτες. Το μαντάτο δεν άργησε να φτάσει και στ’ αυτιά του βασιλιά, που έστειλε το στρατό του να διώξει το παλικάρι και να σταματήσει τη φασαρία. Αλλά οι στρατιώτες του βασιλιά τα βρήκαν σκούρα κι αναγκάστηκαν να φύγουν δαρμένοι και ντροπιασμένοι. Ο βασιλιάς στενοχωρήθηκε και αποφάσισε να στείλει ακόμα περισσότερο στρατό για ν’ απαλλαγεί απ’ τον ενοχλητικό άνθρωπο με το γυλιό. Αλλά οι στρατιώτες του γύρισαν με την ουρά στα σκέλια, μαύροι από το ξύλο που είχαν φάει. Μάζεψε τότε ο βασιλιάς ολόκληρο το στρατό του κι αποφάσισε να τελειώνει μια και καλή. Αλλά το παλικάρι έστειλε στη μάχη τόσους κι άλλους τόσους στρατιώτες. Και για να μη χάνει τον καιρό του, έστριψε και δυο-τρεις φορές το καπέλο του κι άρχισαν αμέσως οι κανονιές. Ο στρατός του βασιλιά όπου φύγει φύγει.
-«Τώρα δεν θα κλείσω ειρήνη, αν δεν μου δώσει ο βασιλιάς τη θυγατέρα του για γυναίκα, κι αν δεν με κάνει βασιλιά σ’ ολόκληρο το βασίλειο του!», είπε το παλικάρι κι έστειλε μήνυμα στο βασιλιά. Τι να κάνει ο βασιλιάς; Πιάνει τη θυγατέρα του και της λέει:
-«Ακόμα κι ο βασιλιάς σκύβει το κεφάλι του στην ανάγκη! Δεν μπορώ παρά να δεχτώ αυτό που μου γυρεύει. Αν θέλω ειρήνη στο βασίλειο μου κι αν θέλω να κρατήσω την κορόνα στο κεφάλι μου, τότε πρέπει να σε παντρέψω μαζί του».
Έγιναν λοιπόν οι γάμοι. Η βασιλοπούλα όμως ντρεπόταν που είχε γι’ άντρα της έναν ταπεινό άνθρωπο, κουρελή κι ασουλούπωτο, μ’ ένα παλιό, σαραβαλιασμένο καπέλο κι έναν γυλιό μισοξεσκισμένο. Πολύ θα 'θελε να τον ξεφορτωθεί μια και καλή και νύχτα-μέρα άλλο δεν σκεφτόταν παρά πώς να το πετύχει. Κι εκεί που σκεφτόταν, αναρωτήθηκε:
-«Λες να κρύβεται στο γυλιό η μαγική του δύναμη;» Άλλαξε τότε κι άρχισε να του φέρεται όλο γλύκα. Κι όταν μαλάκωσε η καρδιά του, του είπε:
«Αχ, μακάρι να πετούσες στα σκουπίδια αυτόν τον βρόμικο και χιλιομπαλωμένο γυλιό. Δεν ταιριάζει πια στη θέση σου κι εγώ ντρέπομαι πολύ που σε βλέπω να τριγυρίζεις έτσι!»
-«Αγαπημένη μου», της αποκρίθηκε το παλικάρι, «αυτός ο γυλιός είναι ο πιο πολύτιμος θησαυρός μου. Όσο τον έχω στα χέρια μου, δεν φοβάμαι κανέναν και τίποτα σε τούτον τον κόσμο!» Και της φανέρωσε τη μαγική δύναμη του γυλιού. Έπεσε τότε η βασιλοπούλα στην αγκαλιά του, σαν να θελε τάχα να τον φιλήσει του πήρε αμέσως το γυλιό απ’ τον ώμο και έτρεξε μακριά του. Μόλις βρέθηκε μόνη της, χτύπησε το γυλιό και πρόσταξε τους στρατιώτες να πιάσουν το παλιό αφεντικό τους και να το διώξουν απ’ το παλάτι. Εκείνοι υπάκουσαν. Κι η κακιά γυναίκα έστειλε κι άλλους πολλούς στρατιώτες, για να τον διώξει έξω απ’ τα σύνορα της χώρας. Και θα 'ταν στ’ αλήθεια χαμένο το παλικάρι, αν δεν είχε το καπέλο του. Μόλις κατάφερε να σταθεί να πάρει μιαν ανάσα, το στρίψε δυο-τρεις φορές πάνω στο κεφάλι του κι άρχισαν αμέσως οι κανονιές. Οι στρατιώτες της βασιλοπούλας σκοτώθηκαν όλοι. Και η βασιλοπούλα αναγκάστηκε να έρθει και να πέσει στα πόδια του ζητώντας χάρη. Κι επειδή έκλαιγε με μαύρο δάκρυ και τον παρακαλούσε και τού 'ταξε ότι θ’ αλλάξει και θα τον αγαπάει, τον έπεισε κι έκαναν ειρήνη και γύρισε πάλι κοντά της. Κι αυτή τού φερνόταν με γλύκα, σαν να τον αγαπούσε. Και μετά από λίγο καιρό τον μάγεψε με την ομορφιά της πάλι και το παλικάρι της φανέρωσε και το δεύτερο μυστικό του, πως ακόμα και χωρίς το γυλιό, κανένας δεν μπορούσε να τα βάλει μαζί του, όσο είχε το καπέλο του. Η βασιλοπούλα περίμενε τότε ν’ αποκοιμηθεί ο άντρας της, κι ύστερα τού κλεψε το καπέλο του και τον πέταξε στο δρόμο. Αλλά τού 'χε μείνει η τρομπέτα. Θυμωμένο το παλικάρι την έφερε στα χείλη του και φύσηξε μ’ όλη του τη δύναμη. Την ίδια στιγμή τα πάντα γκρεμίστηκαν: τείχη, πολεμίστρες, πόλεις και χωριά, κάστρα και πύργοι. Κι έτσι σκοτώθηκε κι ο βασιλιάς κι η θυγατέρα του. Κι αν το παλικάρι συνέχιζε λίγο ακόμα να σαλπίζει, ακόμα και τα βουνά και τα βράχια θα γκρεμίζονταν και δεν θα 'χε μείνει ούτε πέτρα πάνω στην πέτρα. Από τότε κι ύστερα κανένας δεν του αντιστάθηκε. Ανέβηκε στο θρόνο και βασίλεψε σ’ ολόκληρη τη χώρα κι έζησε αυτός καλά κι εμείς καλύτερα.
Πηγή
ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΓΚΡΙΜΜ -Εκδόσεις ΑΓΡΑ
Α τόμος
Μετάφραση: ΜΑΡΙΑ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ
Τίτλος πρωτοτύπου: Kinder - und Hausmärchen
Παραμύθια για τα παιδιά και την οικογένεια