Ο ΓΕΡΟ-ΣΟΥΛΤΑΝΟΣ
ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν ένας γεωργός που είχε ένα πιστό σκυλί και το φώναζε Σουλτάνο. Το σκυλί γέρασε και τα δόντια του πέσανε και δεν μπορούσε πια ούτε να δαγκώσει ούτε να μασήσει τίποτα. Μια μέρα λοιπόν, που κάθονταν μπροστά στην πόρτα τους, ο γεωργός γύρισε και είπε στη γυναίκα του:
-«Αύριο το πρωί θα τον σκοτώσω τον γέρο-Σουλτάνο. Έχει γεράσει και δεν μπορεί πια να μας φανεί χρήσιμος».
Η γυναίκα το λυπήθηκε το ζωντανό και του αποκρίθηκε:
-«Μας υπηρέτησε πιστά τόσα χρόνια, όσο καλύτερα μπορούσε. Μπορούμε να τον ταΐζουμε ένα ξεροκόμματο, ώσπου να πεθάνει».
-«Κουταμάρες λες, γυναίκα», απάντησε ο γεωργός. «Ο Σουλτάνος δεν έχει πια ούτε ένα δόντι στο στόμα του. Πώς θες να τρομάξει τους κλέφτες; Ήρθε η ώρα να του δίνει. Και για τις υπηρεσίες του δεν του χρωστάμε τίποτα έτρωγε κι έπινε κοντά μας με το παραπάνω».
Ο δύστυχος ο σκύλος, που λιαζόταν λίγο πιο πέρα, τ’ άκουσε όλα και σφίχτηκε η καρδιά του που η αυριανή μέρα θα ήταν η τελευταία του. Είχε έναν φίλο καλό, το λύκο. Τη νύχτα λοιπόν σύρθηκε κρυφά στο δάσος, τον συνάντησε και του διηγήθηκε κλαίγοντας το κακό που τον περίμενε.
-«Άκου, κουμπάρε», είπε ο λύκος. «Μη χάνεις το θάρρος σου. Κι εγώ θα σε βοηθήσω τούτη τη δύσκολη στιγμή. Κάτι σκέφτηκα. Αύριο νωρίς - νωρίς το αφεντικό σου θα φύγει για το χωράφι. Και θα πάρει μαζί του και τη γυναίκα του και τον μικρό του γιο, μιας και κανείς δεν θα μείνει στο σπίτι. Την ώρα της δουλειάς αφήνουν το μωρό στον ίσκιο ενός δέντρου, πίσω απ’ τους θάμνους. Στρώσου κι εσύ δίπλα του, σαν να 'θελες τάχα να φυλάξεις σκοπός. Εγώ τότε θα έρθω απ’ το δάσος και θ’ αρπάξω το μωρό: εσύ θα ορμήξεις καταπάνω μου και θα παραστήσουμε πως παλεύουμε. Στο τέλος θα μου πάρεις το μωρό και θα το πας πίσω στους γονείς του, που θα πιστέψουν ότι εσύ τον έσωσες. Και θα σου χρωστάνε τέτοια ευγνωμοσύνη που δεν θα μπορέσουν να σου κάνουν κακό. Αντίθετα, θα σ’ έχουν από δω και στο εξής στα πούπουλα και δεν θα σου λείπει τίποτα».
Η ιδέα τού άρεσε του σκύλου. Κι όπως το είπε ο λύκος, έτσι κι έγινε. Ο πατέρας έβαλε τις φωνές, σαν είδε το θηρίο να φεύγει κρατώντας το μωρό στη μουσούδα του. Κι όταν ο γέρο-Σουλτάνος το 'φερε πίσω απείραχτο και γερό, τον υποδέχτηκε όλος χαρά, τον χάιδεψε και του είπε:
-«Κανείς δεν θα σε πειράξει και θα έχεις όλα τα καλά σου, ώσπου να πεθάνεις!»
Κι έστειλε τη γυναίκα του στο σπίτι:
-«Άντε να μαγειρέψεις καμιά νοστιμιά για τον Σουλτάνο, χωρίς κόκαλα, γιατί δεν μπορεί να μασήσει. Και φέρ’ του το μαξιλάρι απ’ το κρεβάτι μου! Του το χαρίζω, να το 'χει για δικό του».
Κι ο γέρο-Σουλτάνος περνούσε ζωή χαρισάμενη, που ούτε στον ύπνο του δεν την είχε ονειρευτεί. Μετά από λίγο ήρθε ο λύκος να του κάνει επίσκεψη και χάρηκε με την καρδιά του που το σχέδιο του είχε πετύχει.
-«Τώρα, κουμπάρε», είπε, «θα κάνεις κι εσύ τα στραβά μάτια, όταν αραιά και πού αρπάζω κανένα πρόβατο απ’ το αφεντικό σου. Δεν είναι εύκολο να τα φέρει κανείς βόλτα στις μέρες μας».
-«Α, έκανες τους λογαριασμούς σου χωρίς τον ξενοδόχο!», αποκρίθηκε ο σκύλος. «Εγώ θα μείνω πιστός στον αφέντη μου». Ο λύκος δεν τον πίστεψε και τη νύχτα σύρθηκε σιγά σιγά στο μαντρί ν’ αρπάξει ένα πρόβατο. Ο γεωργός όμως προειδοποιημένος απ’ τον Σουλτάνο, τον περίμενε με την τσουγκράνα και τον έκανε μαύρο στο ξύλο. Ο λύκος αναγκάστηκε να βάλει τα πόδια στον ώμο και να φύγει τρέχοντας. Φεύγοντας όμως πέρασε μπροστά από το σκύλο και του φώναξε:
-«Δεν έχεις μπέσα, κουμπάρε. Περίμενε και θα το πληρώσεις ακριβά αυτό που μού 'κανες!»
Την άλλη μέρα ο λύκος έστειλε το γουρούνι και παράγγειλε στο σκύλο να βγει στο δάσος να λογαριαστούνε. Κι ο γέρο-Σουλτάνος άλλο μάρτυρα δεν βρήκε παρά μια γάτα, που είχε τρία πόδια μονάχα. Ξεκίνησαν λοιπόν κι η γάτα κούτσαινε και πονούσε τόσο πολύ η κακομοίρα που είχε σηκώσει την ουρά της ψηλά. Ο λύκος κι ο δικός του μάρτυρας περίμεναν κιόλας στο συμφωνημένο μέρος. Και όταν είδαν το σκύλο και το μάρτυρα του να 'ρχονται από μακριά, κι είδαν την ουρά της γάτας τεντωμένη, νόμισαν πως ο αντίπαλος κρατούσε ακόντιο. Κι έτσι όπως κούτσαινε το δύστυχο το ζωντανό, νόμισαν ότι έσκυβε σε κάθε βήμα και μάζευε πέτρες για να τους πετροβολήσει. Και φοβήθηκαν τόσο πολύ κι οι δυο τους που έτρεξαν να κρυφτούν: το αγριογούρουνο χώθηκε στους θάμνους κι ο λύκος σκαρφάλωσε σ’ ένα δέντρο. Ο σκύλος κι η γάτα έφτασαν κι απόρησαν που δεν βρήκαν κανέναν. Το αγριογούρουνο όμως δεν είχε καταφέρει να κρυφτεί τελείως στους θάμνους τ’ αυτάκια του ξεπρόβαλλαν ανάμεσα απ’ τα φύλλα. Κι ενώ η γάτα κοιτούσε αφηρημένη γύρω της, το γουρούνι κούνησε τ αυτιά του. Εκείνη θάρρεψε πως ήταν ποντίκια, όρμησε λοιπόν και τα δάγκωσε μ’ όλη της τη δύναμη. Τινάχτηκε πονεμένο το γουρούνι κι έφυγε φωνάζοντας:
«Να, εκεί πάνω στο δέντρο κάθεται ο φταίχτης!»
Ο σκύλος κι η γάτα σήκωσαν τα μάτια τους και είδαν το λύκο, που ντροπιασμένος για το φόβο του, έκλεισε ειρήνη με το σκύλο μια για πάντα.
Πηγή
ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΓΚΡΙΜΜ -Εκδόσεις ΑΓΡΑ
Α τόμος
Μετάφραση: ΜΑΡΙΑ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ
Τίτλος πρωτοτύπου: Kinder - und Hausmärchen
Παραμύθια για τα παιδιά και την οικογένεια