Ο ΓΑΜΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΑ-ΜΑΡΙΩΣ
1 Πρώτο παραμύθι
ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν ένας Αλεπούδος με εννιά ουρές, που νόμιζε ότι η γυναίκα του δεν του ήταν πιστή κι ήθελε να τη δοκιμάσει. Ξαπλώθηκε λοιπόν κάτω απ’ τον πάγκο κι έμεινε ακίνητος κι ασάλευτος και παράστησε τον πεθαμένο. Η κυρά-Μαριώ, η γυναίκα του, κλείστηκε στην κάμαρα της κι έστειλε τη βάγια της, την Ψιψή, να μαγειρέψει. Όταν μαθεύτηκε πως ο γέρο-Αλεπούδος είχε πεθάνει, μαζεύτηκαν οι γαμπροί για την κυρά-Μαριώ. Η βάγια, η Ψιψή, άκουσε χτύπους στην πόρτα και πήγε ν’ ανοίξει. Κι ήταν ένας νεαρός αλεπούδος, που μίλησε και είπε:
«Κυρά ψιψίνα, πώς τα πας;
Κοιμάσαι τάχα ή ξαγρυπνάς;»
Κι η γάτα τού αποκρίθηκε:
«Δεν κοιμάμαι, ετοιμάζω,
βούτυρο και μπύρα βράζω.
Θέλει ο κύριος να κοπιάσει;
Και μαζί μας θα χορτάσει!»
-«Σ’ ευχαριστώ πολύ, ψιψίνα μου!», είπε ο αλεπούδος. «Τι κάνει η κυρά σου;» Κι η γάτα απάντησε:
«Στην κάμαρα της είναι κλεισμένη κι όλο θρηνεί, η δυστυχισμένη!
χύνει τα δάκρυα ποταμό!»
-«Άντε να της πεις, κυρά-Ψιψή, πως ένας νέος αλεπούδος ήρθε και θέλει να την παντρευτεί».
-«Πολύ ευχαρίστως, αφέντη μου».
Και μια και δυο τρέχει η Ψιψή χιπ χοπ, χιπ χοπ, σαν αστραπή! Τακ τακ, χτυπάει της Μαριορής, τακ τακ ξανά και δυο και τρεις.
-«Κυρά-Μαριώ, κυρά-Μαριώ!»
-«Έλα, Ψιψή μου, είμαι εδώ!»
-«Ένας αλεπούδος θέλει να σε πάρει. Είναι ωραίο παλικάρι».
-«Έχει κι αυτός εννιά ουρές όμορφες και τροφαντές;»
-«Αχ, όχι!» απάντησε η γάτα. «Μια ουρά έχει όλη κι όλη».
-«Ε, τότε δεν τον θέλω».
Κατέβηκε λοιπόν η γάτα κι έδιωξε το γαμπρό. Αλλά σε λίγο χτύπησε πάλι η πόρτα κι ήρθε άλλος ,να παντρευτεί την κυρά-Μαριώ. Αυτός είχε δυο ουρές, αλλά δεν τα πήγε καλύτερα απ’ τον πρώτο. Ύστερα ήρθαν κι άλλοι, ο καθένας με μια ουρά περισσότερη απ’ τον προηγούμενο, ώσπου στο τέλος ήρθε κι ένας που είχε εννιά ουρές, σαν τον γέρο τον Αλεπούδο. Τρελάθηκε η χήρα απ’ τη χαρά της όταν τ’ άκουσε και είπε στη γάτα:
-«Άνοιξε πόρτα και παραθύρι. Και θα του κάμω το χατίρι!»
Κι όταν ετοιμάστηκαν να γιορτάσουν το γάμο, ο γέρο-Αλεπούδος σηκώθηκε κάτω απ’ τον πάγκο και τους έκανε όλους μαύρους στο ξύλο. Στο τέλος πέταξε και την κυρά-Μαριώ απ’ το παράθυρο.
2 Δεύτερο παραμύθι
ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ πέθανε ο γέρος ο Αλεπούδος κι ήρθε ο Λύκος να παντρευτεί την κυρά Μαριώ. Χτύπησε την πόρτα και του άνοιξε η γάτα, η Ψιψή, που ήταν μαγείρισσα στο σπιτικό της Αλεπουδίτσας. Ο Λύκος τη χαιρέτησε και είπε:
«Καλή σου μέρα, κυρά Ψιψή!
Πώς και σε βρίσκω μοναχή;»
Κι η γάτα του αποκρίθηκε:
«Γάλα και ψωμάκι βράζω,
την κυρά μου να χορτάσω. ,
Έλα, κόπιασε κυρ-Λύκε,
την αφεντιά σου να κεράσω!»
-«Ευχαριστώ πολύ, κυρά-Ψιψή», απάντησε ο Λύκος. «Και η αφέντρα σου, η κυρά-Μαριώ, δεν είναι εδώ;»
Τότε μίλησε η γάτα και είπε:
«Στην κάμαρα της αμπαρωμένη
κλαίει τη μοίρα της, η πικραμένη.
Πέθανε ο κύρης της κι έμεινε χήρα
η Μαριορή, η κακομοίρα!»
Ο Λύκος τότε της είπε:
«Αν θέλει άλλον να παντρευτεί,
πες της αμέσως να κατεβεί!»
και χαιρετάει την αφεντιά της:
«Κυρά μου, αν θες να παντρευτείς,
ο Λύκος λέει να κατεβείς!»
Κι η κυρά-Μαριώ τη ρώτησε:
-«Πώς είναι ο γαμπρός; Έχει κόκκινο βρακάκι και μουσούδα μυτερή;»
-«Όχι, κυρά μου ! », απάντησε η γάτα.
-«Ε, τότε δεν τον θέλω».
Τον έδιωξε λοιπόν το Λύκο. Κι ύστερα ήρθε ένας Σκύλος, ένα Ελάφι, ένας Λαγός, ένα Λιοντάρι κι όλα τα ζώα του δάσους με τη σειρά. Πάντα όμως η κυρά-Μαριώ έβρισκε ψεγάδι του γαμπρού κι έβαζε τη γάτα να τον διώξει. Ώσπου ήρθε ένας νεαρός Αλεπούδος.
-«Πώς είναι ο γαμπρός; Έχει κόκκινο βρακάκι και μουσούδα μυτερή;», ρώτησε πάλι η Μαριορή.
-«Ναι, κυρά μου, έχει!», απάντησε η γάτα.
-«Ε, τότε ας κοπιάσει!», είπε η Αλεπού κι έστειλε τη γάτα να ετοιμάσει το γάμο.
-«Άντε, μπρος κυρά-Ψιψή, το γέρο πέτα στην αυλή, που μ' άφηνε όλο νηστική!
Ήταν σπουδαίος κυνηγός, μα τα 'τρωγε όλα μοναχός!»
Και παντρεύτηκε τον νεαρό τον Αλεπούδο με χαρές και πανηγύρια. Κι έστησαν χορό μεγάλο για να το γιορτάσουν. Κι αν δεν σταμάτησαν απ’ την κούραση, τότε σίγουρα χορεύουν ακόμα.
3 Πηγή
ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΓΚΡΙΜΜ -Εκδόσεις ΑΓΡΑ
Α τόμος
Μετάφραση: ΜΑΡΙΑ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ
Τίτλος πρωτοτύπου: Kinder - und Hausmärchen
Παραμύθια για τα παιδιά και την οικογένεια