Ο ΒΡΙΣΚΟΠΟΥΛΗΣ
ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν ένας δασοφύλακας που έβγαινε στο δάσος και κυνηγούσε. Και μια φορά, καθώς τριγυρνούσε μέσα στο δάσος, άκουσε φωνές, σαν μικρού παιδιού. Πήγε προς τα κει κι έφτασε μπροστά σ’ ένα ψηλό δέντρο. Κι απάνω στα κλαδιά τού δέντρου είδε ένα μικρό παιδάκι καθισμένο. Το παιδάκι κοιμόταν κάτω απ’ τον ίσκιο του δέντρου μαζί με τη μάνα του, όταν ένα θεόρατο αγριοπούλι το είχε αρπάξει απ’ την αγκαλιά της μάνας του και το είχε ανεβάσει ψηλά στα κλαδιά.
Ο δασοφύλακας σκαρφάλωσε στο δέντρο, κατέβασε το παιδάκι και σκέφτηκε: «Θα πάρω το παιδί μαζί μου στο σπίτι και θα το μεγαλώσω μαζί με τη Λένα μου». Το πήγε λοιπόν στο σπίτι του και τα δυο παιδιά μεγάλωσαν μαζί. Και το παιδί που ο δασοφύλακας είχε βρει πάνω στο δέντρο, εκεί που το είχε ανεβάσει το αγριοπούλι, το ονόμασαν Βρισκοπουλη. Ο Βρισκοπούλης και η Λένα ήταν συνέχεια μαζί κι ήταν τόσο αγαπημένα που χώρια δεν έκαναν ούτε στιγμή.
Ο δασοφύλακας είχε και μια γριά μαγείρισσα, που ένα βράδυ πήρε δυο κουβάδες κι άρχισε να τραβάει νερό απ’ το πηγάδι. Όχι μια και δυο, αλλά πολλές φορές. Η Λένα την είδε και τη ρώτησε:
-«Για πες μου, γιαγιά, τι το θέλεις τόσο πολύ νερό;»
-«Αν μου δώσεις το λόγο σου ότι δεν θα το φανερώσεις σε κανέναν, τότε θα σου το πω», είπε η γριά μαγείρισσα. Η Λένα τότε υποσχέθηκε πως θα κρατήσει το μυστικό κι η μαγείρισσα της είπε:
-«Αύριο νωρίς - νωρίς, μόλις ο δασοφύλακας θα φύγει για κυνήγι, θα βάλω το νερό στη φωτιά. Κι όταν ζεματίσει και πάρει βράση, θα ρίξω μέσα τον Βρισκοπούλη και θα τον μαγειρέψω».
Την άλλη μέρα το πρωί, με τα χαράματα, έφυγε ο δασοφύλακας για κυνήγι. Και τα δυο παιδάκια ήταν ακόμα στα κρεβάτια τους. Η Λένα είπε τότε στον Βρισκοπούλη:
-«Αν δεν μ’ αφήσεις εσύ, δεν θα σ’ αφήσω ούτε εγώ».
Κι ο Βρισκοπούλης της απάντησε:
-«Ούτε τώρα ούτε ποτέ δεν πρόκειται να σ’ αφήσω».
Η Λένα τότε του είπε:
-«Τότε θα στο πω: χτες βράδυ η γιαγιά πήγε στο πηγάδι και κουβάλησε πολλούς κουβάδες νερό. Τη ρώτησα τι το ήθελε τόσο νερό κι εκείνη μ έβαλε να της υποσχεθώ ότι δεν θα το μαρτυρήσω σε κανέναν πράγματι λοιπόν της το υποσχέθηκα και τότε μου είπε ότι σήμερα το πρωί νωρίς νωρίς, μόλις θα 'φευγε ο πατέρας για κυνήγι, θα γέμιζε το καζάνι με νερό, θα το 'βαζε να βράσει κι ύστερα θα 'ριχνε εσένα μέσα για να σε μαγειρέψει. Έλα να σηκωθούμε γρήγορα, να ντυθούμε και να φύγουμε μακριά».
Σηκώθηκαν λοιπόν τα δυο παιδάκια, ντύθηκαν γρήγορα κι έφυγαν απ’ το σπίτι. Κι όταν το νερό πήρε βράση, πήγε η μαγείρισσα στο δωμάτιο να πάρει τον Βρισκοπούλη και να τον μαγειρέψει. Αλλά μπαίνοντας στο δωμάτιο, είδε τα κρεβάτια αδειανά και τα παιδιά φευγάτα. Φοβήθηκε τότε πολύ και είπε:
-«Τι θα πω στο δασοφύλακα, όταν έρθει και δεν βρει τα παιδιά στο σπίτι; Γρήγορα να ψάξω να τα βρω και να τα φέρω πίσω!»
Έστειλε λοιπόν η μαγείρισσα τρεις υπηρέτες να τρέξουν και να πιάσουν τα παιδιά, να τα φέρουν πίσω. Τα παιδιά κάθονταν στην άκρη του δάσους κι είδαν τους τρεις υπηρέτες να πλησιάζουν τρέχοντας. Λέει τότε η Λένα στον Βρισκοπούλη:
-«Αν δεν μ’ αφήσεις εσύ, δεν θα σ’ αφήσω ούτε εγώ».
Κι ο Βρισκοπούλης της αποκρίθηκε:
-«Ούτε τώρα ούτε ποτέ δεν πρόκειται να σ' αφήσω».
Η Λένα τότε του λέει:
-«Γίνε εσύ τριανταφυλλιά, να γίνω εγώ τριαντάφυλλο».
Κι όταν έφτασαν οι τρεις υπηρέτες στην άκρη του δάσους, είδαν μια τριανταφυλλιά μ’ ένα τριαντάφυλλο πάνω της. Τα παιδιά όμως ήταν άφαντα. Τότε είπαν:
-«Δεν είναι εδώ τα παιδιά. Ας μην τα γυρεύουμε άλλο». Ύστερα γύρισαν σπίτι και είπαν στη μαγείρισσα πως είχαν φτάσει ως την άκρη τού δάσους αλλά δεν είχαν δει τίποτα στο δρόμο τους, παρά μόνο μια τριανταφυλλιά μ’ ένα τριαντάφυλλο πάνω της. Τότε η γριά μαγείρισσα τους έβαλε τις φωνές:
-«Ανόητοι! Έπρεπε να ξεριζώσετε την τριανταφυλλιά και να κόψετε το τριαντάφυλλο, να μου τα φέρετε εδώ. Τρέξτε αμέσως και κάντε αυτό που σας λέω».
Έτρεξαν λοιπόν ξανά οι τρεις υπηρέτες να κυνηγήσουν τα παιδιά. Τα παιδιά όμως τους είδαν από μακριά να 'ρχονται. Κι η Λένα είπε:
-«Βρισκοπούλη, αν δεν μ’ αφήσεις ποτέ εσύ, δεν θα σ’ αφήσω ούτε εγώ». Κι ο Βρισκοπούλης της απάντησε:
-«Ούτε τώρα ούτε ποτέ δεν πρόκειται να σ’ αφήσω».
-«Γίνε τότε εσύ εκκλησιά, κι εγώ θα γίνω μέσα σου η κορόνα», του λέει η Λένα. Κι όταν έφτασαν κοντά τους οι τρεις υπηρέτες, δεν είδαν ούτε τριανταφυλλιά ούτε τριαντάφυλλο, μόνο μια εκκλησιά με μια κορόνα.
-«Δεν είναι εδώ τα παιδιά. Ας μην τα γυρεύουμε άλλο», είπαν και γύρισαν σπίτι. Κι όταν γύρισαν σπίτι και τους ρώτησε η μαγείρισσα αν είχαν βρει τίποτα στο δρόμο τους, εκείνοι είπαν πως δεν είχαν βρει τίποτα, παρά μονάχα μια εκκλησιά, που είχε μέσα μια κορόνα.
-«Τρελοί!», τους έβαλε τις φωνές θυμωμένη η μαγείρισσα. «Γιατί δεν γκρεμίζατε την εκκλησιά, να πάρετε την κορόνα και να τη φέρετε στο σπίτι;»
Και μια και δυο ξεκινάει η μαγείρισσα να κυνηγήσει τα παιδιά μαζί με τους υπηρέτες. Τα παιδιά όμως τους είδαν να έρχονται τρέχοντας από μακριά και τη μαγείρισσα να τους ακολουθεί λαχανιασμένη. Η Λένα τότε είπε:
«Βρισκοπούλη, αν δεν μ’ αφήσεις ποτέ εσύ, δεν θα σ’ αφήσω ούτε εγώ». Κι ο Βρισκοπούλης της απάντησε:
-«Ούτε τώρα ούτε ποτέ δεν πρόκειται να σ’ αφήσω».
-«Γίνε εσύ λίμνη κι εγώ πάπια πάνω στα νερά σου», λέει τότε η Λένα.
Μόλις έφτασε όμως η μαγείρισσα και είδε τη λίμνη, γονάτισε κι άρχισε να ρουφάει το νερό της. Η πάπια όμως όρμησε πάνω της, την άρπαξε με το ράμφος της απ’ το κεφάλι και την τράβηξε μέσα στο νερό: κι έτσι πνίγηκε η γριά μάγισσα. Και τα δυο παιδιά γύρισαν στο σπίτι κι έζησαν μαζί ευτυχισμένα. Κι αν δεν έχουν πεθάνει στο μεταξύ, τότε θα ζουν ακόμα.
Πηγή
ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΓΚΡΙΜΜ -Εκδόσεις ΑΓΡΑ
Α τόμος
Μετάφραση: ΜΑΡΙΑ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ
Τίτλος πρωτοτύπου: Kinder - und Hausmärchen
Παραμύθια για τα παιδιά και την οικογένεια