Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΣΙΧΛΟΓΕΝΗΣ
ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν ένας βασιλιάς που είχε μια κόρη πεντάμορφη, αλλά τόσο ψηλομύτα και περήφανη που κανέναν άντρα δεν έβρισκε αρκετά καλό για να τον πάρει. Τους έδιωχνε όλους, τον έναν μετά τον άλλον και σαν να μην έφτανε αυτό, τους κορόιδευε κι από πάνω. Κάποτε λοιπόν ο βασιλιάς πατέρας της έστησε μεγάλη γιορτή και κάλεσε όλους τους άντρες της παντρειάς, κι από κοντά κι από μακριά. Μπήκαν στη σειρά αυτοί, ανάλογα με τ’ αξιώματα τους, πρώτοι οι βασιλιάδες, ύστερα οι δούκες, μετά οι πρίγκιπες και οι βαρόνοι, στο τέλος οι ιππότες. Και πέρασε από μπροστά τους η βασιλοπούλα, για να τους δει από κοντά. Σ’ όλους όμως έβρισκε κι από ένα κουσούρι. Ο ένας παραήταν χοντρός, «σαν κρασοβάρελο!». Ο άλλος της έπεφτε πολύ ψηλός, «ψηλός και άχαρος!». Ο τρίτος ήταν κοντός, «κοντόχοντρος, σαν πιθαράκι!». Ο τέταρτος ήταν χλομός, «σαν πεθαμένος!». Ο πέμπτος πάλι παραήταν κόκκινος, «σαν τον κόκορα με τα λειριά του!». Ο έκτος δεν της άρεσε, γιατί καμπούριαζε λιγάκι, «σαν το χλωρό κλαρί που ξεράθηκε πίσω απ’ το τζάκι!».
Κι έτσι τους περιγελούσε όλους, τον έναν μετά τον άλλον. Αλλά περισσότερο απ’ όλους κορόιδεψε έναν καλό βασιλιά, που στεκόταν πρώτος - πρώτος κι είχε το σαγόνι του λιγάκι στραβό. «Απαπά!», φώναξε μόλις τον είδε. «Πώς είναι έτσι το σαγόνι του; Σαν το ράμφος της τσίχλας!» Και τού μείνε του κακομοίρη το όνομα κι όλοι πια τον φώναζαν Τσιχλογένη.
Όταν ο γέρο-βασιλιάς κατάλαβε πως η κόρη του άλλο δεν είχε στο νου της παρά μονάχα να κοροϊδεύει και να περιγελάει τους άντρες που είχαν έρθει να τη ζητήσουν, θύμωσε κι ορκίστηκε να την παντρέψει με τον πρώτο ζητιάνο που θα χτυπούσε την πόρτα του.
Λίγες μέρες αργότερα ένας πλανόδιος τραγουδιστής άρχισε να τραγουδάει κάτω απ’ τα παράθυρα του παλατιού, ελπίζοντας να του ρίξουν κάποια μικρή ελεημοσύνη. Όταν τ’ άκουσε ο βασιλιάς, πρόσταξε να τον φέρουν μπροστά του. Παρουσιάστηκε λοιπόν ο κουρελής ζητιάνος μπροστά στο βασιλιά και στη θυγατέρα του, τραγούδησε για χάρη τους κι όταν τέλειωσε, ζήτησε μια μικρή ελεημοσύνη. Ο βασιλιάς τότε του είπε:
-«Το τραγούδι σου μ’ άρεσε τόσο πολύ που θα σου δώσω τη θυγατέρα μου για γυναίκα!»
Η βασιλοπούλα τα 'χασε, μα ο βασιλιάς της είπε:
-«Έχω τάξει να σε παντρέψω με τον πρώτο ζητιάνο που θα χτυπήσει την πόρτα μου. Και σκοπεύω να κρατήσω το λόγο μου».
Άδικα τον παρακάλεσε κι έπεσε στα γόνατα του, ο βασιλιάς είχε πάρει την απόφαση του και τίποτα δεν μπορούσε να του αλλάξει μυαλά. Αμέσως έφεραν τον παπά και την πάντρεψαν με το ζητιάνο. Κι όταν τέλειωσε ο γάμος, ο βασιλιάς πατέρας της γύρισε και της είπε:
-«Τώρα που παντρεύτηκες κι έγινες πια ζητιάνα, δεν ταιριάζει να μείνεις άλλο κοντά μου, στο παλάτι μου. Πρέπει να τραβήξεις το δρόμο σου, μαζί με τον άντρα σου».
Την πήρε λοιπόν ο ζητιάνος απ’ το χέρι κι έφυγαν απ’ το παλάτι κι η βασιλοπούλα αναγκάστηκε να τον ακολουθήσει περπατώντας. Κι όταν έφτασαν σ’ ένα μεγάλο δάσος, τον ρώτησε:
-«Τίνος είναι τούτο τ’ όμορφο δάσος;»
-«Είναι του Τσιχλογένη. Αν τον είχες παντρευτεί, τώρα θα 'ταν και δικό σου».
-«Αχ, εγώ η δύστυχη ! Γιατί να μην τον παντρευτώ, το βασιλιά τον Τσιχλογένη!»
Μετά από λίγο έφτασαν σ’ ένα ανήλιο και πλούσιο λιβάδι κι εκείνη ξαναρώτησε:
-«Τίνος είναι τούτο το λιβάδι;»
-«Είναι του Τσιχλογένη. Αν τον είχες παντρευτεί, τώρα θα 'ταν και δικό σου».
-«Αχ, εγώ η δύστυχη! Γιατί να μην τον παντρευτώ, το βασιλιά τον Τσιχλογένη!»
Μετά από λίγο έφτασαν σε μια μεγάλη πολιτεία και η βασιλοπούλα ξαναρώτησε:
-«Τίνος είναι τούτη η μεγάλη πολιτεία;»
-«Είναι του Τσιχλογένη. Αν τον είχες παντρευτεί, τώρα θα 'ταν και δική σου».
-«Αχ, εγώ η δύστυχη ! Γιατί να μην τον παντρευτώ, το βασιλιά τον Τσιχλογένη!»
-«Καθόλου δεν μου αρέσει που όλο κάποιον άλλον λαχταράς για άντρα σου!», είπε τότε ο ζητιάνος. «Δεν είσαι ευχαριστημένη μαζί μου;»
Τέλος έφτασαν σ’ ένα μικρό καλυβάκι, κι η βασιλοπούλα μίλησε και είπε:
-«Θεούλη μου, τι μικρό και φτωχικό καλυβάκι είναι τούτο! Τίνος είναι άραγε και ποιος δύστυχος μένει εδώ;»
Ο ζητιάνος τότε της αποκρίθηκε:
-«Είναι το σπίτι μου. Και τώρα πια είναι και δικό σου σπίτι. Κι εδώ θα ζήσουμε μαζί κι οι δυο».
Η βασιλοπούλα έσκυψε για να χωρέσει να περάσει απ’ τη χαμηλή πορτούλα.
-«Πού είναι οι υπηρέτες;», ρώτησε μόλις μπήκε.
-«Ποιοι υπηρέτες;», της έβαλε τις φωνές ο άντρας της. «Ό,τι θέλεις να κάνεις, θα το κάνεις μονάχη σου. Και τώρα άναψε φωτιά και βάλε νερό να βράσει, για να μου μαγειρέψεις το φαγητό μου. Είμαι πεθαμένος στην κούραση!»
Η βασιλοπούλα όμως δεν ήξερε ούτε πώς ανάβουνε φωτιά ούτε πώς μαγειρεύουνε. Κι ο ζητιάνος αναγκάστηκε να της δώσει ένα χεράκι, για να μη μείνουνε ολότελα νηστικοί. Με τα πολλά έφαγαν το φτωχικό τους φαγητό κι έπεσαν να κοιμηθούν. Την άλλη μέρα το πρωί όμως εκείνος την ξύπνησε νωρίς νωρίς, για να καθαρίσει και να συγυρίσει το σπίτι. Κάμποσες μέρες πέρασαν έτσι τρώγοντας ό,τι τους είχε απομείνει, ώσπου τέλος ο ζητιάνος έπιασε τη γυναίκα του και της είπε:
-«Άκου γυναίκα, δεν γίνεται να καθόμαστε έτσι εδώ και να τρώμε, δίχως να δουλεύουμε. Πρέπει ν’ αρχίσεις να πλέκεις καλάθια».
Βγήκε λοιπόν κι έκοψε χλωρά κλαδιά ιτιάς και της τα 'φερε να πλέξει καλάθια. Η βασιλοπούλα άρχισε πράγματι να πλέκει, αλλά τα σκληρά κλαδιά πλήγιασαν τα τρυφερά της χέρια.
-«Βλέπω πως δεν τα καταφέρνεις», είπε ο άντρας της. «Δοκίμασε να γνέσεις, ίσως τα πας καλύτερα μ’ αυτή τη δουλειά».
Και της έφερε λινάρι. Κάθισε η βασιλοπούλα κι άρχισε να γνέθει, αλλά τα χέρια της ήταν άμαθα στη δουλειά κι η κλωστή της έκοψε τα δάχτυλα και το αίμα της έσταζε.
-«Για τίποτα δεν είσαι άξια!», είπε τότε ο ζητιάνος. «Λάθος έκανα που σε παντρεύτηκα. Τέλος πάντων. Ας δοκιμάσουμε την τύχη μας με το εμπόριο. Θα πάρω μερικές γλάστρες και πιάτα πήλινα. Κι εσύ θα τα πας στο παζάρι, να τα πουλήσεις».
-«Αχ», αναστέναξε με το νου της η βασιλοπούλα. «Αν έρθουν άνθρωποι απ’ την πολιτεία τού πατέρα μου και με δουν στο παζάρι να πουλώ την πραμάτεια μου, πόσο θα γελάσουν μαζί μου ! Ρεζίλι θα γίνω».
Δεν μπορούσε όμως να κάνει κι αλλιώς, αν δεν ήθελε να πεθάνει της πείνας. Την πρώτη φορά τα κατάφερε μια χαρά. Ο κόσμος αγόραζε γλάστρες και πιάτα απ’ τη βασιλοπούλα, επειδή ήταν όμορφη και την πλήρωνε όσο ζητούσε. Πολλοί μάλιστα της έδιναν τα χρήματα και δεν έπαιρναν καν τις γλάστρες που είχαν αγοράσει. Κι έτσι κέρδιζαν το ψωμί τους, όσο είχαν γλάστρες να πουλήσουν. Μόλις τέλειωσε η πραμάτεια τους, ο ζητιάνος πήγε κι έφερε καινούργια φουρνιά. Κι η βασιλοπούλα διάλεξε πάλι μια γωνιά στο παζάρι κι άρχισε να διαλαλεί τις γλάστρες και τα πιάτα της. Ξάφνου όμως πέρασε από μπροστά της ένας μεθυσμένος ουσάρος καβάλα στο άλογο του, και στην απροσεξία του ποδοπάτησε κι έκανε θρύψαλα την πραμάτεια της βασιλοπούλας. Εκείνη έβαλε τα κλάματα κι ήταν απαρηγόρητη.
-«Τι να κάνω τώρα;», φώναζε και χτυπιόταν. «Τι θα πει ο άντρας μου;»
Τρέχοντας γύρισε στο φτωχικό τους και είπε στον άντρα της τη συμφορά της.
-«Εμ, τι περίμενες;», την κατσάδιασε ο ζητιάνος. «Αφού πήγες και κάθισες στη γωνιά, εκεί απάνω ακριβώς που στρίβουν τα άλογα! Εσύ δεν είσαι ικανή για τίποτα. Άσε τα κλάματα τώρα κι άκουσε με. Πήγα στο παλάτι και τους ρώτησα μήπως χρειάζονται καμιά δούλα για την κουζίνα. Και μού 'ταξαν πως θα σε πάρουν. Θα τρως και θα πίνεις τζάμπα».
Έτσι έγινε δούλα η βασιλοπούλα κι άρχισε να βοηθάει τη μαγείρισσα στην κουζίνα του βασιλιά και να κάνει τις πιο βαριές δουλειές. Στις τσέπες της ποδιάς της είχε από ένα μικρό κανατάκι. Κι ό,τι περίσσευε απ’ το πλούσιο τραπέζι του παλατιού, το 'παιρνε στο καλύβι και το 'τρωγε με τον άντρα της. Κι έτσι ζούσαν.
Έτυχε τότε να ετοιμάζονται στο παλάτι να γιορτάσουν το γάμο του μεγαλύτερου πρίγκιπα. Κι η δύστυχη βασιλοπούλα ανέβηκε στη στολισμένη σάλα και στάθηκε παράμερα, έξω απ’ την πόρτα, για να δει τη γιορτή. Κι όταν άναψαν τα φώτα κι άρχισαν να μπαίνουν οι καλεσμένοι, ο ένας ωραιότερος απ’ τον άλλον, ντυμένοι στα καλά τους και στ’ αστραφτερά τους, συλλογίστηκε η δύστυχη η βασιλοπούλα τη μοίρα της και το ριζικό της κι αναθεμάτισε την ψωροπερηφάνια της που την έριξε τόσο χαμηλά, σε τέτοια δυστυχία και φτώχεια. Από τις πιατέλες με τις νοστιμιές, που πηγαινοέρχονταν ασταμάτητα, οι μυρωδιές της έσπαγαν τη μύτη. Κι οι υπηρέτες πού και πού της πέταγαν καμιά μπουκιά, που την έκρυβε η φτωχιά για τον άντρα της. Καμιά φορά ήρθε επιτέλους κι ο γιος του βασιλιά κι ήταν ντυμένος στα βελούδα και στα μεταξωτά κι είχε χρυσά περιδέραια στο λαιμό του. Είδε ο πρίγκιπας την όμορφη κοπέλα στην πόρτα και τη ζήτησε να χορέψουν. Αυτή όμως αρνήθηκε τρομαγμένη, γιατί κατάλαβε πως άλλος δεν ήταν απ’ το βασιλιά Τσιχλογένη, που κάποτε τον είχε όλο καταφρόνια περιγελάσει, στο παλάτι του πατέρα της. Μα όσο κι αν αρνιόταν, μάταιος κόπος ο πρίγκιπας την τράβηξε απ’ το χέρι και την πήρε μαζί του στη σάλα. Κι όπως την τραβούσε, έσπασε η ζώνη της ποδιάς της κι έπεσαν κατάχαμα τα κανατάκια της κι έγιναν κομμάτια και τ’ αποφάγια που είχε μαζέψει, χύθηκαν δεξιά κι αριστερά. Κι οι παλατιανοί έβαλαν τα γέλια και την κορόιδεψαν. Κι η δύστυχη κοκκίνισε απ’ την ντροπή της κι ευχήθηκε να ήταν καλύτερα εκατό οργιές κάτω απ’ τη γη. Τρέχοντας γύρισε να φτάσει στην πόρτα κι από κει να το σκάσει, αλλά στα σκαλιά ένας άντρας την πρόλαβε και την έφερε πίσω: κι όταν σήκωσε τα μάτια της και τον κοίταξε, είδε πως ήταν πάλι ο βασιλιάς ο Τσιχλογένης. Με καλοσύνη κι ευγένεια της μίλησε εκείνος και της είπε:
-«Μη φοβάσαι. Εγώ κι ο ζητιάνος, που μαζί του μοιράζεσαι την καλυβούλα σου, είμαστε ένα και το ίδιο πρόσωπο. Για την αγάπη σου ντύθηκα ζητιάνος. Αλλά κι ο ουσάρος που σού 'σπασε στο παζάρι την πραμάτεια σου, πάλι εγώ ήμουν. Κι όλα αυτά τα έκανα για να λυγίσω την περηφάνια σου και να σε τιμωρήσω, που με περιγέλασες κάποτε τόσο άσχημα».
Εκείνη τότε έκλαψε πικρά και είπε:
-«Είχα άδικο και δεν αξίζω να με πάρεις γυναίκα σου!»
Εκείνος όμως της αποκρίθηκε:
-«Μην κλαις, οι δύσκολες μέρες πέρασαν και πάνε. Τώρα θα γιορτάσουμε το γάμο μας».
Κι ήρθαν οι βάγιες κι οι καμαριέρες και την πήραν να την ντύσουν νύφη με τα ωραιότερα φορέματα. Ήρθε κι ο βασιλιάς πατέρας της μ’ όλους τους αυλικούς του να την ευχηθούν στο γάμο της με το βασιλιά Τσιχλογένη. Κι έκαναν τότε γλέντι τρικούβερτο. Μακάρι να 'μασταν κι εμείς από μια μεριά να τους βλέπαμε.
Πηγή
ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΓΚΡΙΜΜ -Εκδόσεις ΑΓΡΑ
Α τόμος
Μετάφραση: ΜΑΡΙΑ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ
Τίτλος πρωτοτύπου: Kinder - und Hausmärchen
Παραμύθια για τα παιδιά και την οικογένεια