ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΝΑΝΟΙ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ
ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν ένας άντρας που είχε χάσει τη γυναίκα του, και μια γυναίκα που είχε χάσει τον άντρα της. Κι ο άντρας είχε μια κόρη, κι η γυναίκα είχε μια κόρη κι αυτή. Τα δυο κορίτσια γνωρίστηκαν κι έκαναν μαζί τη βόλτα τους. Κι ύστερα γύρισαν στο σπίτι της γυναίκας. Κι η γυναίκα είπε στην κόρη του άντρα:
-«Άκου, πες στον πατέρα σου πως θέλω να τον παντρευτώ. Αν δεχτεί, θα 'χεις κάθε πρωί γάλα για να πλένεσαι και κρασί για να πίνεις. Η κόρη μου όμως με νερό θα πλένεται και νερό θα πίνει».
Το κορίτσι γύρισε στο σπίτι του και διηγήθηκε στον πατέρα του όσα είχε πει η γυναίκα. Κι ο άντρας είπε:
-«Τι να κάνω; Ο γάμος είναι δίκοπο μαχαίρι». Κι επειδή δεν μπορούσε να πάρει την απόφαση του, έβγαλε την μπότα του, την έδωσε στην κόρη του και είπε:
-«Πάρε αυτή την μπότα. Έχει μια τρύπα στη σόλα της. Άντε στη σοφίτα και κρέμασε τη στο καρφί. Κι ύστερα γέμισε τη νερό. Αν κρατήσει το νερό, θα παντρευτώ. Αν αδειάσει, τότε δεν παντρεύομαι».
Το κορίτσι έκανε ό,τι του είπε ο πα τέρας του: αλλά το δέρμα μάζεψε με το νερό, η τρύπα έκλεισε και η μπότα κράτησε το νερό και γέμισε μέχρι πάνω. Η κόρη έτρεξε και το είπε στον πατέρα της. Κι εκείνος ανέβηκε να δει μόνος του. Όταν το είδε με τα μάτια του και πείστηκε, πήγε στη χήρα και την πήρε γυναίκα του.
Την άλλη μέρα το πρωί, όταν ξύπνησαν τα δυο κορίτσια, η κόρη του άντρα βρήκε γάλα γι α να πλυθεί και κρασί για να πιει. Αλλά η κόρη της γυναίκας βρήκε μόνο νερό. Τη δεύτερη μέρα βρήκαν νερό κι οι δυο τους. Αλλά την τρίτη μέρα η κόρη του άντρα βρήκε νερό για να πλυθεί και νερό για να πιει, ενώ η κόρη της γυναίκας βρήκε γάλα για να πλυθεί και κρασί για να πιει. Κι από τότε έτσι γινόταν κάθε πρωί. Η γυναίκα είχε μίσος για την προγονή της κι ολοένα έβρισκε τρόπους να της κάνει τη ζωή δύσκολη. Και ζήλευε, επειδή η προγονή της ήταν όμορφη και καλή, ενώ η πραγματική της κόρη ήταν άσχημη και κακιά.
Μια φορά το χειμώνα, που έκανε κρύο παγωνιά και το χιόνι είχε σκεπάσει βουνά και πεδιάδες, η γυναίκα έφτιαξε ένα φουστανάκι από χαρτί, φώναξε την προγονή της και της είπε:
-«Φόρεσε αυτό το φόρεμα και πήγαινε στο δάσος να μου μαζέψεις ένα καλάθι φράουλες, γιατί λαχτάρησα να φάω».
-«Για το Θεό», αποκρίθηκε το κορίτσι. «Το χειμώνα δεν έχει φράουλες. Η γη είναι παγωμένη και το χιόνι έχει σκεπάσει δέντρα και θάμνους. Και γιατί να φορέσω ένα φουστανάκι από χαρτί; Έξω κάνει τέτοια παγωνιά που σου κόβει την ανάσα. Ο άνεμος θα περνάει από μέσα και τ’ αγκάθια θα μου το κάνουν κομμάτια».
-«Μη μου φέρνεις αντιρρήσεις!», φώναξε η μητριά της. «Φύγε αμέσως και μην ξανάρθεις προτού γεμίσεις με φράουλες το καλάθι σου». Ύστερα της έδωσε κι ένα κομμάτι ξερό ψωμί και είπε: «Πάρε κι αυτό να φας στο δρόμο». Και με το νου της είπε: «Θα πουντιάσει και θα πεθάνει απ’ το κρύο κι απ’ την πείνα. Κι έτσι δεν θα την ξαναδώ μπροστά μου».
Το κορίτσι ήταν υπάκουο. Φόρεσε λοιπόν το χάρτινο φουστανάκι και βγήκε κρατώντας το καλάθι. Έξω δεν υπήρχε παρά μονάχα χιόνι, όσο έβλεπε το μάτι, κι ούτε γρασίδι ούτε φύλλο φαινόταν πουθενά. Όταν έφτασε στο δάσος, είδε ένα μικρό σπιτάκι. Κι απ’ το παράθυρο την κοιτούσαν τρία μικροσκοπικά ανθρωπάκια. H μικρή τους ευχήθηκε την καλημέρα και χτύπησε σιγανά την πόρτα τους να της ανοίξουν. Την καλωσόρισαν κι εκείνη μπήκε και κάθισε στον πάγκο, μπροστά στη φωτιά, να ζεσταθεί και να φάει το ψωμάκι της. Οι τρεις νάνοι τότε της είπαν:
-«Δώσε μας κι εμάς λίγο ψωμί».
-«Πολύ ευχαρίστως», απάντησε το κορίτσι, έκοψε το ψωμί στα δύο και το μοιράστηκε μαζί τους. Οι νάνοι τη ρώτησαν:
-«Τι ήρθες να κάνεις χειμώνα καιρό μέσα στο δάσος, μ’ ένα χάρτινο φουστανάκι;»
-«Αχ», αναστέναξε το κορίτσι, «πρέπει να γεμίσω ένα καλάθι φράουλες. Και δεν μπορώ να γυρίσω σπίτι, αν δεν βρω μπόλικες γινωμένες φράουλες».
Μόλις απόφαγε, οι τρεις νάνοι της έδωσαν μια σκούπα και της είπαν:
-«Άντε να σκουπίσεις το χιόνι πίσω απ’ το σπίτι μας». Κι όταν βγήκε, είπαν μεταξύ τους:
-«Τι να της χαρίσουμε, που είναι τόσο καλή και ευγενική και μοιράστηκε το ψωμί της μαζί μας;»
Ο πρώτος είπε: «Εγώ της χαρίζω, να γίνεται ομορφότερη κάθε μέρα».
Ο δεύτερος είπε: «Εγώ της χαρίζω, ν' ανοίγει το στόμα της και να πέφτουν φλουριά με κάθε της λέξη».
Κι ο τρίτος είπε: «Εγώ της χαρίζω, να πάρει γι άντρα της έναν βασιλιά».
Το κορίτσι έκανε αυτό που της είχαν ζητήσει οι νάνοι και σκούπισε με τη σκούπα το χιόνι απ’ την αυλή τού σπιτιού τους. Και τι νομίζετε πώς βρήκε; Γινωμένες, κατακόκκινες, λαχταριστές φράουλες, που άστραφταν κάτω απ’ το άσπρο χιόνι. Καταχαρούμενη γέμισε η μικρή το καλάθι της, ευχαρίστησε τους τρεις νάνους, τους αποχαιρέτησε κι έτρεξε για το σπίτι, να πάει στη μητριά της το καλάθι με τα φρούτα. Κι όταν μπήκε μέσα κι άνοιξε το στόμα της να πει «Καλησπέρα», ένα φλουρί έπεσε στο πάτωμα. Ύστερα διηγήθηκε τι της είχε συμβεί στο δάσος και τα φλουριά συνέχισαν να πέφτουν απ’ το στόμα της, ώσπου στο τέλος γέμισε όλο το δωμάτιο.
«Για δέστε!», είπε τότε η κόρη της γυναίκας. «Δεν είναι σωστό να πετάει κανείς έτσι τα λεφτά!» Μέσα της όμως την είχε πιάσει η ζήλια κι ο φθόνος κι ήθελε να πάει κι αυτή στο δάσος, να μαζέψει φράουλες. Η μάνα της όμως δεν την άφηνε:
-«Όχι, κορούλα μου αγαπημένη. Κάνει κρύο και θα μου κρυώσεις». Η θυγατέρα της όμως δεν την άφηνε σε ησυχία. Τι να κάνει η γυναίκα; Με τα πολλά υποχώρησε. Της έφτιαξε όμως ένα γούνινο παλτουδάκι, να το φορέσει στο δρόμο. Και της ετοίμασε φέτες με βούτυρο και γλυκό, να πάρει μαζί της.
Το κορίτσι έφτασε στο δάσος και πήγε ίσια στο σπιτάκι των τριών νάνων. Κάθονταν πάλι κι οι τρεις στο παράθυρο, εκείνη όμως ούτε που τους έδωσε σημασία. Παρά μπήκε μέσα, δίχως να ρωτήσει κανέναν και δίχως να χαιρετήσει. Στρογγυλοκάθισε μπροστά στη φωτιά κι άρχισε να τρώει τις βουτυρωμένες φέτες και το γλυκό της.
-«Δώσε μας κι εμάς λιγάκι», φώναξαν οι νάνοι, το κορίτσι όμως αποκρίθηκε:
-«Δεν φτάνει καλά καλά για μένα. Πώς μπορώ να δώσω και σε εσάς;»
Όταν τέλειωσε το φαγητό της, της είπαν:
-«Πάρε τη σκούπα κι άντε να σκουπίσεις το χιόνι απ’ την αυλή μας».
-«Να πάτε να σκουπίσετε μόνοι σας!», απάντησε το κακό κορίτσι. «Δεν είμαι υπηρέτρια σας εγώ!» Και βλέποντας ότι δεν είχαν να της χαρίσουν τίποτα, βγήκε απ’ την πόρτα κι ετοιμάστηκε να φύγει. Οι νάνοι τότε είπαν:
-«Τι να της χαρίσουμε, που είναι τόσο κακιά και τεμπέλα και δεν δίνει τίποτα σε κανέναν;»
Ο πρώτος μίλησε και είπε: «Εγώ της χαρίζω, να γίνεται ασχημότερη κάθε μέρα».
Ο δεύτερος μίλησε και είπε: «Εγώ της χαρίζω, ν’ ανοίγει το στόμα της και να πέφτουν βατράχια σε κάθε της λέξη».
Κι ο τρίτος είπε: «Εγώ της χαρίζω, να βρει τέλος κακό και άσχημο».
Το κορίτσι έψαξε έξω να μαζέψει φράουλες, αλλά δεν βρήκε τίποτα. Γύρισε λοιπόν μουτρωμένο στο σπίτι. Και μόλις άνοιξε το στόμα του, για να διηγηθεί στη μάνα του ό,τι είχε γίνει, ένας βάτραχος πήδησε από μέσα και προσγειώθηκε στο πάτωμα. Και με κάθε λέξη που έλεγε, κι άλλα βατράχια έπεφταν απ’ τα χείλια της ,ώσπου όλοι έφυγαν με σιχασιά από κοντά της.
Η μητριά τότε θύμωσε ακόμα περισσότερο και το μόνο που γύριζε στο μυαλό της ήταν πώς θα κάνει κακό στην κόρη του άντρα της, που η ομορφιά της κάθε μέρα και μεγάλωνε. Στο τέλος πήρε ένα καζάνι, το 'βαλε στη φωτιά και ζεμάτισε λινάρι. Όταν τέλειωσε, το πέρασε στους ώμους της καημένης της προγονής της, της έδωσε κι ένα τσεκούρι και της είπε:
-«Άντε στο ποτάμι, άνοιξε μια τρύπα στον πάγο και κοπάνα το λινάρι να μαλακώσει».
Η μικρή ήταν υπάκουη. Κατέβηκε στο ποτάμι και την ώρα που κοπανούσε το λινάρι, έφτασε κοντά της μια μεγαλόπρεπη άμαξα, που ήταν η άμαξα του βασιλιά. Η άμαξα στάθηκε κι ο βασιλιάς ρώτησε την όμορφη κοπέλα:
-«Ποια είσαι, παιδί μου, και τι κάνεις εδώ;»
-«Είμαι ένα φτωχό κορίτσι και κοπανώ το λινάρι».
Ο βασιλιάς τη λυπήθηκε κι όταν είδε την ομορφιά της, της είπε:
-«Θέλεις να 'ρθεις μαζί μου και να γίνεις γυναίκα μου;»
-«Μ' όλη μου την καρδιά», αποκρίθηκε το κορίτσι και χάρηκε στ’ αλήθεια, γιατί δεν ήθελε πια να ζει με τη μητριά και τη θυγατέρα της.
Ανέβηκε λοιπόν στην άμαξα κι έφυγε μαζί με το βασιλιά. Και φτάνοντας στο παλάτι του, γιόρτασαν το γάμο τους με χαρές και πανηγύρια, όπως είχαν προφητέψει οι τρεις νάνοι στο δάσος. Και μέσα σ’ ένα χρόνο η νεαρή βασίλισσα γέννησε ένα γιο. Όταν όμως η κακιά μητριά έμαθε την καλή τύχη της προγονής της, πήρε την κόρη της και πήγαν στο παλάτι, τάχα για να την επισκεφτούν. Και μια στιγμή, που ο βασιλιάς έλειπε κι η βασίλισσα ήταν ολομόναχη, την άρπαξαν απ’ τα πόδια κι απ’ τους ώμους και την πέταξαν απ’ το παράθυρο στο ποτάμι. Η άσχημη θυγατέρα ξάπλωσε στο κρεβάτι και η γριά την κουκούλωσε ίσαμε τις ρίζες των μαλλιών της. Όταν γύρισε ο βασιλιάς και ήρθε να δει τη γυναίκα του, η γριά τον σταμάτησε:
-«Μη, μη! Δεν γίνεται τώρα. Την έχει κόψει κρύος ιδρώτας κι είναι άρρωστη πολύ. Άφησε τη να ησυχάσει».
Ο βασιλιάς δεν έβαλε κακό με το νου του κι έφυγε, για να ξαναγυρίσει το πρωί. Και καθώς μιλούσε με τη γυναίκα του κι εκείνη του απαντούσε, ένας βάτραχος πηδούσε με κάθε της λέξη κι έπεφτε στο πάτωμα, ενώ ως τότε ένα φλουρί έπεφτε απ’ τα χείλη της βασίλισσας, κάθε που άνοιγε το στόμα της. Ρώτησε τότε τι είχε γίνει, η γριά όμως τον καθησύχασε πως ήταν απ’ την αρρώστια και πως δεν θ’ αργούσε να περάσει.
Τη νύχτα όμως ο παραγιός του μάγειρα είδε μια πάπια που κατέβηκε το ποτάμι κι ήρθε και μπήκε μέσα στο παλάτι. Κι η πάπια μίλησε και είπε:
-«Κύρη μου δεν με θυμάσαι;
Ξύπνιος είσαι, για κοιμάσαι;»
Κι επειδή δεν πήρε απάντηση, ρώτησε:
-«Και οι δυο οι καλεσμένες;»
Ο παραγιός του μάγειρα τότε της αποκρίθηκε:
-«Κείνες είναι κοιμισμένες».
Κι η πάπια ξαναρώτησε:
-«Και το γλυκό μου το μωράκι;»
Και το παιδί της έδωσε απόκριση:
-«Κοιμάται μες στο κρεβατάκι».
Η πάπια τότε άλλαξε όψη κι έγινε βασίλισσα, πήρε το παιδί και το 'βαλε στο στήθος της να χορτάσει, ύστερα το νανούρισε και το 'βαλε ξανά στην κούνια του να κοιμηθεί. Και μετά ξανάγινε πάπια κι έφυγε κολυμπώντας στο ποτάμι. Έτσι ήρθε και την άλλη νύχτα και την παράλλη. Την τρίτη όμως είπε στον παραγιό του μάγειρα:
-«Πήγαινε και πες στο βασιλιά να πάρει το σπαθί του και να 'ρθει να το περάσει τρεις φορές πάνω απ’ το κεφάλι μου». Έτρεξε το παιδί και το 'πε στο βασιλιά κι εκείνος ήρθε κι έκανε όπως του είπε η πάπια. Και την τρίτη φορά που πέρασε το σπαθί του πάνω απ’ το κεφάλι της, η πάπια χάθηκε και μπροστά του παρουσιάστηκε η γυναίκα του, γερή και δυνατή, όπως ήταν και πρώτα.
Ο βασιλιάς κόντεψε να τρελαθεί απ’ τη χαρά του. Αλλά έκρυψε τη βασίλισσα σ’ ένα δωμάτιο και την κράτησε εκεί κρυμμένη ως την Κυριακή, που είχαν τη βάφτιση του παιδιού. Κι όταν έγινε η βάφτιση, μίλησε και είπε:
-«Ποια τιμωρία αξίζει σ’ έναν άνθρωπο που αρπάζει τον άλλον απ’ το κρεβάτι του και τον ρίχνει στο ποτάμι;»
-«Να τον κλείσουν τον κακούργο σ’ ένα βαρέλι, να τον καρφώσουν και να τον ρίξουν στο νερό!», αποκρίθηκε η γριά. Ο βασιλιάς τότε είπε:
-«Μόνη σου αποφάσισες την τιμωρία σου». Και πρόσταξε αμέσως να φέρουν ένα βαρέλι, να χώσουν μέσα τη γριά και την κόρη της, να το καρφώσουν καλά και να το κατρακυλήσουν μέσα στο νερό του ποταμού. ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΓΚΡΙΜΜ -Εκδόσεις ΑΓΡΑ