ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΚΛΩΣΤΡΕΣ
ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν ένα κορίτσι, που όλες τις δουλειές τις έκανε αλλά καθόλου δεν ήθελε να κλώθει. Κι ό,τι κι αν της έλεγε η μάνα της, δεν μπορούσε να της αλλάξει μυαλά. Μια μέρα λοιπόν η μάνα θύμωσε κι έχασε την υπομονή της και την άρχισε στο ξύλο. Έβαλε τα κλάματα το κορίτσι. Κι έτυχε τη στιγμή εκείνη ακριβώς να περνάει απ’ έξω η βασίλισσα. Μόλις άκουσε τα κλάματα, πρόσταξε να σταματήσουν την άμαξα, μπήκε μέσα στο σπίτι και ρώτησε τη μάνα γιατί χτυπούσε την κόρη της και την έδερνε τόσο δυνατά, ώστε ν’ ακούγονται οι φωνές της ως έξω στο δρόμο. Η γυναίκα τότε ντράπηκε να φανερώσει την τεμπελιά της θυγατέρας της και είπε:
-«Όλην ώρα κλώθει, βασίλισσα μου. Κι ό,τι κι αν της λέω, σταματημό δεν έχει. Κι εγώ είμαι φτωχή γυναίκα και δεν μπορώ να της αγοράζω τόσο λινάρι».
Η βασίλισσα τότε είπε:
-«Τίποτα δεν μ’ αρέσει περισσότερο από τ’ αδράχτι και τη ρόκα. Ο θόρυβος που κάνει το ροδάνι κι η ανέμη, αντηχούν σαν μουσική στ’ αυτιά μου. Δώσε μου την κόρη σου, να την πάρω μαζί μου στο παλάτι. Εκεί έχω λινάρι για να κλώθει όσο τραβάει η ψυχή της».
Η μάνα καταχάρηκε κι η βασίλισσα πήρε το κορίτσι μαζί της. Όταν έφτασαν στο παλάτι, την ανέβασε πάνω σε τρεις μεγάλες κάμαρες γεμάτες ως το ταβάνι με το καλύτερο λινάρι.
-«Κλώσε μου αυτό το λινάρι», της είπε, «κι όταν τελειώσεις, θα σε παντρέψω με τον πρώτο μου γιο. Κι αν είσαι φτωχή, καθόλου δεν με νοιάζει. Τα χρυσά σου χέρια κι η αξιοσύνη σου στη δουλειά είναι για μένα η καλύτερη προίκα».
Η κοπέλα δεν μίλησε, αλλά η καρδιά της σφίχτηκε απ’ την τρομάρα της. Γιατί ακόμα κι αν δούλευε ασταμάτητα νύχτα και μέρα για τρακόσια ολόκληρα χρόνια, ούτε και τότε δεν θα προλάβαινε να κλώσει όλο τούτο το λινάρι. Κι όταν η βασίλισσα έφυγε και την άφησε μόνη της, έβαλε τα κλάματα κι έκλαιγε τρεις μέρες χωρίς σταματημό. Και δεν άπλωσε καν το χέρι της στο λινάρι. Την τρίτη μέρα η βασίλισσα ανέβηκε πάλι να τη δει κι απόρησε βλέποντας πως δεν είχε κάνει τίποτα. Το κορίτσι δικαιολογήθηκε και είπε πως η λύπη του αποχωρισμού από τη μάνα της δεν την είχε αφήσει να δουλέψει. Η βασίλισσα την άκουσε και δέχτηκε τη δικαιολογία της, αλλά φεύγοντας της είπε:
-«Από αύριο όμως θα πρέπει ν’ αρχίσεις να δουλεύεις».
Το κορίτσι έμεινε πάλι μόνο του. Μην ξέροντας τι να κάνει, στάθηκε μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο κι αγνάντευε. Είδε τότε τρεις γυναίκες να πλησιάζουν κι η πρώτη είχε μια πατούσα μεγάλη και πλατιά, η δεύτερη είχε το κάτω χείλι της χοντρό και κρεμασμένο τόσο που της έκρυβε το σαγόνι, κι η τρίτη είχε το μεγάλο της δάχτυλο φαρδύ και πλακουτσό. Οι τρεις γυναίκες στάθηκαν κάτω απ’ το παράθυρο της και τη ρώτησαν γιατί ήταν τόσο λυπημένη. Η κοπέλα τους είπε τον πόνο της. Εκείνες τότε προσφέρθηκαν να τη βοηθήσουν και της είπαν:
-«Αν μας καλέσεις στο γάμο σου, αν δεν ντραπείς για την ασχήμια μας και μας παρουσιάσεις σαν ξαδέρφες σου, αν μας καθίσεις στο τραπέζι σου, τότε εμείς θα κλώσουμε για χάρη σου όλο το λινάρι και γρήγορα μάλιστα».
-«Μ’ όλη μου την καρδιά», συμφώνησε το κορίτσι. «Ελάτε μέσα και πιάστε δουλειά».
Κι έμπασε στο παλάτι τις τρεις παράξενες γυναίκες, τις οδήγησε στην πρώτη απ’ τις τρεις κάμαρες και τους άνοιξε λίγο τόπο να καθίσουν και να δουλέψουν. Η πρώτη έστριβε το νήμα και κλωτσούσε το ροδάνι, η άλλη το σάλιωνε με το χείλι της και το περνούσε στο αδράχτι, και η τρίτη σφοντύλιζε την ανέμη και το τύλιγε στο τυλιγάδι. Και κάθε που χτυπούσε με το δάχτυλο το τραπέζι, έπεφτε κάτω κι ένα κουβάρι έτοιμο νήμα, λεπτό και φίνο. Κάθε φορά που ερχόταν η βασίλισσα να δει πώς πήγαινε η δουλειά, η κοπέλα έκρυβε τις τρεις γυναίκες και της έδειχνε μόνο τα έτοιμα κουβάρια. Κι η βασίλισσα πια δεν είχε λόγια να την παινέσει. Μόλις άδειασε έτσι η πρώτη κάμαρα, πέρασαν στη δεύτερη, κι ύστερα στην τρίτη, και δεν άργησαν να την τελειώσουν κι αυτή. Οι τρεις γυναίκες αποχαιρέτησαν τότε την κοπέλα και της είπαν:
-«Μην ξεχάσεις το λόγο που μας έδωσες. Δεν θα χάσεις!»
Όταν το κορίτσι έδειξε στη βασίλισσα τις τρεις αδειανές κάμαρες και το σωρό τα έτοιμα κουβάρια, εκείνη κανόνισε αμέσως το γάμο. Και το βασιλόπουλο ήταν πολύ χαρούμενο που θα 'παιρνε τόσο άξια και προκομμένη γυναίκα, και δεν σταματούσε να την παινεύει.
-«Έχω τρεις ξαδέρφες», είπε τότε η κοπέλα, «που μου έχουν κάνει πολλές καλοσύνες. Δεν θέλω λοιπόν να τις ξεχάσω, τώρα που η τύχη μού χαμογελάει. Αφήστε με να τις καλέσω στο γάμο και να τις βάλω να καθίσουν μαζί μου στο τραπέζι».
Ο βασιλιάς κι η βασίλισσα συμφώνησαν: «Γιατί να στο αρνηθούμε;» Όταν λοιπόν άρχισε η γιορτή, μπήκαν οι τρεις αλλόκοτες γυναίκες ντυμένες με παράξενες φορεσιές. Κι η νύφη σηκώθηκε και τις υποδέχτηκε με χαρά:
-«Καλώς ορίσατε, αγαπημένες μου ξαδέρφες».
Μα το βασιλόπουλο απόρησε με τις άσχημες συγγένισσες της γυναίκας του και τη ρώτησε:
-«Αχ, πού τις βρήκες τούτες τις ασχημογυναίκες;» Και ρώτησε την πρώτη: «Γιατί είναι τόσο μεγάλη και πλατιά η πατούσα σου;» Κι εκείνη απάντησε:
-«Επειδή μ’ αυτό γυρίζω το ροδάνι ... Το ροδάνι».
Ο γαμπρός τότε πήγε στη δεύτερη και τη ρώτησε:
-«Γιατί είναι τόσο χοντρό και κρεμασμένο το κάτω χείλι σου;»
-«Γιατί μ' αυτό σαλιώνω το κουβάρι ... Το κουβάρι».
Τότε ρωτάει και την τρίτη:
-«Γιατί είναι τόσο φαρδύ και πλακουτσό το δάχτυλο σου;»
-«Γιατί μ' αυτό κλώθω το νήμα και το περνώ στο τυλιγάδι... Στο τυλιγάδι».
Το βασιλόπουλο τότε πήρε μεγάλη τρομάρα και είπε:
-«Ποτέ πια η γυναίκα μου δεν θα ξαναπιάσει στα χέρια της ρόκα κι αδράχτι!» Κι έτσι η νεαρή βασίλισσα γλίτωσε μια για πάντα απ’ τη δουλειά που διόλου δεν αγαπούσε.
Πηγή
ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΓΚΡΙΜΜ -Εκδόσεις ΑΓΡΑ