ΟΙ ΜΟΥΖΙΚΑΝΤΗΔΕΣ ΤΗΣ ΒΡΕΜΗΣ
ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν ένας άντρας που είχε ένα γαϊδαράκο. Χρόνια ολόκληρα ο κακομοίρης του κουβαλούσε το στάρι του στο μύλο. Τώρα όμως είχε γεράσει και δεν άντεχε πια στη δουλειά. Το αφεντικό του τότε έβαλε με το νου του να τον ξεφορτωθεί. Ο γάιδαρος κατάλαβε πως τίποτα καλό δεν τον περίμενε, κι αποφάσισε να φύγει. Μια και δυο πήρε λοιπόν το δρόμο για τη Βρέμη: εκεί σκόπευε να γίνει μουζικάντης, μιας κι ήξερε τόσο καλά να γκαρίζει. Στο δρόμο που προχωρούσε, είδε ένα κυνηγόσκυλο ξαπλωμένο στην άκρη, που απ’ το λαχάνιασμα κόντευε να βγει η ψυχή του.
-«Τι είσαι έτσι λαχανιασμένος, βρε μούργο;» ρώτησε ο γάιδαρος.
-«Αχ», είπε το σκυλί. «Επειδή γέρασα και κάθε μέρα που ξημερώνει χάνω όλο και περισσότερο τις δυνάμεις μου κι ούτε στο κυνήγι μπορώ να πάω, ο κύρης μου έβαλε να με σκοτώσουν. Αναγκάστηκα λοιπόν να τα μαζέψω και να φύγω. Αλλά τι να κάνω για να κερδίσω το ψωμί μου;»
-«Έχω μια ιδέα», του είπε τότε ο γάιδαρος. «Εγώ θα πάω στη Βρέμη και θα γίνω μουζικάντης. Γιατί δεν έρχεσαι κι εσύ μαζί; Εγώ θα παίζω κιθάρα κι εσύ θα βαράς τα τούμπανα».
Του σκύλου του καλάρεσε η ιδέα του γαϊδάρου κι έτσι συνέχισαν μαζί το δρόμο τους. Δεν πέρασε πολλή ώρα και συνάντησαν μια γάτα, που είχε κατεβασμένα τα μούτρα της μέχρι τα πόδια κι έκλαιγε τη μοίρα της.
-«Τι έπαθες, καλέ ψιψίνα, κι έχεις τέτοια μούτρα; » τη ρώτησε ο γάιδαρος.
-«Μα πώς να γελώ με το κακό που με βρήκε;» αποκρίθηκε η γάτα. «Τώρα που με πήρανε τα χρόνια και τα δόντια μου δεν κόβουνε πια και περνώ τις ώρες μου πίσω απ’ τη σόμπα αντί να τρέχω πίσω απ’ τα ποντίκια, η κυρά μου με βαρέθηκε κι ετοιμάστηκε να με πνίξει. Τα κατάφερα, βέβαια, κι έσωσα το τομάρι μου. Αλλά τώρα τι να κάνω; Πού να πάω;»
-«Έλα μαζί μας στη Βρέμη, εσύ ξέρεις από νυχτερινή μουσική, μπορείς να δουλέψεις μαζί μας».
Της γάτας της καλάρεσε η ιδέα και τους ακολούθησε. Κι οι τρεις φυγάδες προχώρησαν μαζί, ώσπου έφτασαν σ’ ένα χωριατόσπιτο. Στο φράχτη είδαν έναν κόκορα, να κάθεται και να λαλεί μ’ όλη του τη δύναμη.
-«Έτσι που φωνάζεις, μας ραγίζεις την ψυχή!», του είπε ο γάιδαρος. «Τι έχεις και σκούζεις έτσι;»
-«Σήμερα το πρωί λάλησα και φώναξα πως θα 'χουμε ωραία μέρα, γιατί η Παναγία έπλυνε τα ρουχαλάκια του μικρού Χριστούλη και θέλει ήλιο να τα στεγνώσει», άρχισε το παράπονο του ο κόκορας. «Επειδή όμως αύριο είναι Κυριακή κι η κυρά μου έχει ξένους στο σπίτι της, είπε στη μαγείρισσα να με σφάξει απόψε και να με μαγειρέψει. Λαλώ λοιπόν κι εγώ όσο μπορώ ακόμα».
-«Και γιατί δεν έρχεσαι μαζί μας, πετεινέ με το κόκκινο λειρί σου;» είπε τότε ο γάιδαρος. «Έτσι κι αλλιώς εδώ σε περιμένει σίγουρος θάνατος. Εμείς πάμε στη Βρέμη, να γίνουμε μουζικάντηδες. Έχεις ωραία φωνή και θα κάνουμε καλή παρέα».
Ο κόκορας δεν περίμενε να του το πουν δεύτερη φορά και οι τέσσερις μαζί συνέχισαν το δρόμο τους.
Αλλά η Βρέμη ήταν μακριά και δεν μπορούσαν να φτάσουν σε μια μέρα. Το βράδυ, λοιπόν, έφτασαν σ’ ένα δάσος κι έψαξαν να βρουν μέρος να κοιμηθούν. Ο γάιδαρος κι ο σκύλος πλάγιασαν κάτω από ένα μεγάλο δέντρο, η γάτα κι ο κόκορας ανέβηκαν στα κλαδιά του. Κι ο κόκορας σκαρφάλωσε στο πιο ψηλό κλαδί, για να 'ναι σίγουρος. Πριν κοιμηθεί, κοίταξε για μια τελευταία φορά ανατολή και δύση, βορρά και νότο. Και ξάφνου του φάνηκε πως είδε πέρα μακριά μια σπίθα φως. Φώναξε τότε τους συντρόφους του και τους είπε πως κάπου εκεί κοντά ήταν ένα σπιτάκι. Γιατί είχε δει φως να καίει. Τότε μίλησε ο γάιδαρος και είπε:
-«Ας σηκωθούμε κι ας πάμε να δούμε. Γιατί εδώ δεν θα καλοπεράσουμε τη νύχτα μας».
Κι ο σκύλος συμφώνησε: «Δυο - τρία κόκαλα με λίγο κρεατάκι πάνω τους δεν θα μου κάνουν καθόλου κακό».
Ξεκίνησαν λοιπόν μέσα στη νύχτα, να φτάσουν εκεί που ο κόκορας είχε δει το φως. Σε λίγο το είδαν να φέγγει πιο κοντά τους, κι όλο μεγάλωνε, ώσπου έφτασαν σ' ένα σπίτι κατάφωτο, γεμάτο ληστές. Ο γάιδαρος, που ήταν ο μεγαλύτερος, πλησίασε στο παράθυρο και κοίταξε μέσα.
-«Τι βλέπεις, κυρ-γάιδαρε;» ρώτησε ο πετεινός.
-«Τι βλέπω;» αποκρίθηκε ο γαϊδαράκος. «Ένα τραπέζι στρωμένο, μ’ ωραία φαγητά και ποτά. Και γύρω - γύρω κάθονται οι ληστές και τρώνε και πίνουν κι ευφραίνονται. Να τι βλέπω!»
-«Ωραίο μέρος για να περάσουμε τη νύχτα μας!», είπε το κοκοράκι.
-«Μά το ναι ! Θα τρώγαμε και θα πίναμε με την ψυχή μας!» είπε ο γάιδαρος. Τα ζώα τότε έκαναν συμβούλιο και προσπαθούσαν να βρούνε τρόπο να διώξουν τους ληστές. Και με τα πολλά τον βρήκαν. Ο γάιδαρος στηρίχτηκε με τα μπροστινά του πόδια στο παράθυρο, ο σκύλος πήδησε στην πλάτη του, η γάτα σκαρφάλωσε πάνω στο σκύλο και τέλος ο κόκορας πέταξε και κάθισε πάνω στο κεφάλι της γάτας. Όταν όλοι πήραν τη θέση τους, μέτρησαν και με το τρία άρχισαν να παίζουν τη μουσική τους: ο γάιδαρος γκάριζε, ο σκύλος γάβγιζε ,η γάτα νιαούριζε κι ο κόκορας λαλούσε. Ύστερα όρμησαν όλοι μαζί μέσα κι έκαναν τέτοιο σαματά που τα τζάμια έτριξαν να σπάσουν. Οι ληστές τινάχτηκαν ως το ταβάνι νόμισαν πως κάποιο δαιμόνιο είχε τρυπώσει μέσα στο σπίτι τους και το 'βαλαν στα πόδια μέσα στο δάσος. Οι τέσσερις φίλοι δεν έχασαν λεπτό: έκατσαν αμέσως στο τραπέζι κι άρχισαν να τρώνε ό,τι είχε απομείνει, με τόση όρεξη λες κι είχαν βδομάδες να φάνε.
Όταν τέλειωσαν, έσβησαν τα φώτα κι έψαξαν ένα μέρος για ύπνο, ο καθένας σύμφωνα με τη φύση του και με τη βολή του. Ο γάιδαρος βγήκε έξω στην αυλή και ξάπλωσε στα χώματα και στις κοπριές. Ο σκύλος αποκοιμήθηκε στο κατώφλι, πίσω απ’ την πόρτα. Η γάτα πλάγιασε πίσω απ’ τη σόμπα, μέσα στις ζεστές στάχτες. Κι ο κόκορας κάθισε στο κάγκελο του φράχτη. Κι επειδή ήταν όλοι τους κουρασμένοι, γρήγορα τους πήρε ο ύπνος. Όταν χτύπησαν τα μεσάνυχτα κι οι ληστές είδαν από μακριά πως τα φώτα είχαν σβήσει στο σπιτάκι τους και όλα ήταν ήσυχα, ο αρχηγός τους είπε:
-«Δεν έπρεπε να φύγουμε έτσι, σαν κυνηγημένοι!» Κι έστειλε έναν από τους άντρες του να ψάξει το σπίτι. Ο ληστής τα βρήκε όλα ήσυχα και πήγε στην κουζίνα, ν’ ανάψει φως. Είδε τα λαμπερά μάτια της γάτας, που άστραφταν μέσα στο σκοτάδι, νόμισε πως ήταν κάρβουνα αναμμένα και πήγε να τα πιάσει για ν’ ανάψει το δαδί του. Η γάτα όμως τινάχτηκε απότομα και του όρμησε στο πρόσωπο με τα νύχια και με τα δόντια της. Τρόμαξε τότε ο έρημος και το βαλε στα πόδια. Στην πόρτα όμως σκόνταψε πάνω στο σκύλο, που πήδησε όρθιος και τον δάγκωσε στο πόδι. Κι ενώ έτρεχε τρελός απ’ το φόβο του στην αυλή, τον έπιασε κι ο γάιδαρος και τού 'δωσε μια γερή κλωτσιά με τα πισινά του πόδια. Ο θόρυβος ξύπνησε τον κόκορα, που ζωηρός - ζωηρός άρχισε τα «Κικιρίκου!». Ο ληστής γύρισε τρέχοντας στον αρχηγό του και του είπε:
-«Αχ, μέσα στο σπίτι μας είναι μια φριχτή και τρομερή μάγισσα. Ήρθε και φύσηξε φωτιά στα μούτρα μου και μ’ έγδαρε με τα μακριά της νύχια. Στην πόρτα παραμονεύει ένας άντρας με μαχαίρι κοφτερό, που με λάβωσε στο πόδι. Και στην αυλή είναι κρυμμένο ένα τέρας σκοτεινό σαν την πίσσα, που μ’ έκανε μαύρο στο ξύλο. Κι απάνω στη σκεπή είναι θρονιασμένος ένας δικαστής, που φώναζε: «Πιάστε τον, τον παλιάνθρωπο!» Το 'βαλα λοιπόν στα πόδια κι ήρθα ως εδώ με την ψυχή στο στόμα». Κι από τότε οι ληστές δεν τόλμησαν να ξαναγυρίσουν στο σπιτάκι τους. Αλλά οι τέσσερις μουζικάντηδες της Βρέμης το βρήκαν πολύ του γούστου τους κι έμειναν εκεί και δεν ξανάφυγαν. Και την ιστορία τους τη λένε όλοι, από στόμα σε στόμα.
Πηγή
ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΓΚΡΙΜΜ -Εκδόσεις ΑΓΡΑ
Α τόμος
Μετάφραση: ΜΑΡΙΑ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ
Τίτλος πρωτοτύπου: Kinder - und Hausmärchen
Παραμύθια για τα παιδιά και την οικογένεια