ΟΙ ΕΞΙ ΚΥΚΝΟΙ
ΟΙ ΕΞΙ ΚΥΚΝΟΙ
ΕΝΑΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ βγήκε μια μέρα κυνήγι στο δάσος. Κι όπως κυνηγούσε, έτρεχε τόσο γρήγορα καβάλα στ’ άλογο του που κανείς απ’ τους ανθρώπους του δεν μπορούσε να τον φτάσει. Όταν ήρθε το βράδυ, στάθηκε και κοίταξε γύρω του και είδε πως είχε χάσει το δρόμο του. Έψαξε από δω, έψαξε από κει, τίποτα. Είδε τότε μια γριά, που ερχόταν προς το μέρος του κουνώντας το κεφάλι της. Η γριά όμως ήταν μάγισσα.
-«Καλή κυρά», της είπε, «δεν μπορείς να μου δείξεις το δρόμο να βγω από το δάσος;»
-«Μα και βέβαια, αφέντη και βασιλιά μου!», αποκρίθηκε η γριά. «Θα σου δείξω το δρόμο, αλλά μόνο αν κάνεις αυτό που θα σου ζητήσω. Διαφορετικά θα σ’ αφήσω εδώ μέσα και ποτέ δεν θα βγεις και θα πεθάνεις της πείνας».
-«Τι θέλεις να κάνω;», ρώτησε ο βασιλιάς.
-«Έχω μια κόρη», αποκρίθηκε η γριά, «τόσο όμορφη που άλλη στον κόσμο δεν είναι. Κι είναι αυτή η πιο άξια απ’ όλες να γίνει γυναίκα σου. Αν λοιπόν την παντρευτείς και την κάνεις βασίλισσα σου, θα σου δείξω κι εγώ το δρόμο για να γυρίσεις στο παλάτι σου».
Τι να κάνει ο βασιλιάς; Δέχτηκε. Τον πήρε τότε η γριά και τον πήγε στο σπιτάκι της. Κι η θυγατέρα της, που καθόταν μπροστά στο τζάκι, σηκώθηκε κι υποδέχτηκε το βασιλιά σαν να τον περίμενε. Κι είδε εκείνος πως ήταν στ’ αλήθεια πολύ όμορφη. Κι όμως: δεν του άρεσε. Και δεν μπορούσε να την κοιτάξει δίχως ν’ ανατριχιάσει απ’ το φόβο του. Δαγκώθηκε ο βασιλιάς και την ανέβασε στ’ άλογο του. Και τότε η γριά τού ‘δειξε το δρόμο κι ο βασιλιάς γύρισε στο παλάτι του κι έγινε ο γάμος.
Ο βασιλιάς είχε παντρευτεί κι άλλη μια φορά κι είχε απ’ την πρώτη του γυναίκα εφτά παιδιά, έξι αγόρια και ένα κοριτσάκι, που τ’ αγαπούσε όσο τίποτα άλλο στον κόσμο. Κι επειδή φοβήθηκε ότι η μητριά τους δεν θα τ’ αγαπούσε κι ότι μπορεί να τους έκανε κακό, τα 'κρυψε σ’ έναν ερημικό πύργο στην καρδιά ενός πυκνού δάσους. Ο πύργος ήταν τόσο καλά κρυμμένος και το μονοπάτι τόσο κρυφό και τόσο δύσκολο, που ούτε κείνος δεν θα τον έβρισκε, αν δεν τού 'χε δώσει μια καλή γριά ένα κουβάρι κλωστή που ήταν μαγεμένη: όταν το πετούσε μπροστά στα πόδια του, το κουβάρι ξετυλιγόταν μοναχό του και τού 'δειχνε το δρόμο. Και πήγαινε συχνά-πυκνά ο βασιλιάς να δει τα παιδιά του, και στο τέλος η βασίλισσα πρόσεξε τις απουσίες του και την έπιασε περιέργεια να δει τι πήγαινε να κάνει συνέχεια μοναχός του στο δάσος. Έδωσε πολλά χρήματα στους υπηρέτες του κι εκείνοι της φανέρωσαν το μυστικό του και της είπαν ακόμα πως είχε ένα κουβάρι, που μόνο αυτό ήξερε να του δείχνει το δρόμο. Ε, λοιπόν, η βασίλισσα ησυχία δεν είχε, ώσπου ανακάλυψε πού έκρυβε ο βασιλιάς το μαγικό κουβάρι. Κάθισε ύστερα κι έραψε μικρά άσπρα μεταξωτά πουκαμισάκια κι επειδή ήξερε απ’ τη μάνα της την τέχνη της μαγείας, τα 'ραψε με τρόπο μαγικό. Και μια φορά που ο βασιλιάς έλειπε κυνήγι, πήρε τα πουκαμισάκια και χώθηκε στο δάσος, ακολουθώντας το κουβάρι που της έδειχνε το δρόμο. Τα παιδιά, που είδαν από μακριά κάποιον να 'ρχεται, νόμισαν πως ήταν ο πατέρας τους κι έτρεξαν χοροπηδώντας απ’ τη χαρά τους να τον συναντήσουν. Εκείνη τότε έριξε πάνω τους τα πουκαμισάκια και μόλις το πανί άγγιξε το δέρμα τους, τα παιδιά μεταμορφώθηκαν σε κύκνους και πέταξαν πάνω απ’ το δάσος. Η βασίλισσα γύρισε καταχαρούμενη στο παλάτι, σίγουρη πια πως είχε απαλλαγεί μια για πάντα απ’ τα βασιλόπουλα. Το κοριτσάκι όμως δεν είχε βγει μαζί με τ’ αγόρια. Κι η βασίλισσα δεν ήξερε τίποτα γι αυτό. Την άλλη μέρα ο βασιλιάς γύρισε κι ετοιμάστηκε να πάει να δει τα παιδιά του. Αλλά δεν βρήκε παρά μονάχα το κοριτσάκι.
-«Πού είναι τ’ αδέρφια σου;», ρώτησε τη μικρή.
-«Αχ, καλέ μου πατέρα», είπε κείνη. «Φύγανε και μ’ αφήσαν μονάχη».
Και του είπε ότι τους είδε από το παραθύρι της, πώς μεταμορφώθηκαν σε κύκνους κι έφυγαν πετώντας πάνω απ’ το δάσος. Κι όπως περνούσαν πάνω απ’ την αυλή του πύργου, είχαν ρίξει κάτασπρα πούπουλα. Κι η μικρή είχε τρέξει και τα είχε μαζέψει. Ο βασιλιάς στενοχωρήθηκε πολύ, αλλά δεν πήγε ο νους του πως η βασίλισσα είχε κάνει το κακό. Κι επειδή φοβόταν μήπως χάσει και το κοριτσάκι του, αποφάσισε να το πάρει μαζί του. Η κορούλα του όμως φοβόταν τη μητριά και τον παρακάλεσε να την αφήσει για μια νύχτα ακόμα στον πύργο.
Το δύστυχο το κοριτσάκι έλεγε με το νου του:
-«Εδώ δεν με χωράει ο τόπος. Θα φύγω. Θα ψάξω να βρω τ’ αδέρφια μου».
Κι όταν ήρθε η νύχτα, ξεγλίστρησε κρυφά έξω απ’ τον πύργο και άρχισε να προχωράει μέσα στο δάσος. Δρόμο πήρε, δρόμο άφησε, προχώρησε όλη τη νύχτα κι όλη τη μέρα, ώσπου δεν άντεχε πια απ’ την κούραση. Είδε τότε μια καλύβα πάνω στον κορμό ενός δέντρου. Σκαρφάλωσε, μπήκε μέσα και βρήκε έξι μικρά κρεβατάκια. Δεν τόλμησε όμως να ξαπλώσει, παρά σύρθηκε κάτω από το πρώτο κρεβατάκι, στο σκληρό σανίδι, κι αποφάσισε να περάσει εκεί τη νύχτα. Ο ήλιος κόντευε να γείρει, όταν άκουσε ξάφνου φτεροκόπημα απ’ έξω κι είδε έξι κύκνους να μπαίνουν πετώντας απ’ το παράθυρο. Αμέσως κάθισαν κι άρχισαν να φυσάνε ο ένας τον άλλον, ώσπου όλα τα πούπουλα έπεσαν στο πάτωμα. Κι έβγαλαν από πάνω τους την μορφή του κύκνου, σαν να 'ταν πουκάμισο. Τους είδε τότε το κοριτσάκι και τους γνώρισε πως ήταν τ’ αδέρφια της. Και καταχαρούμενη βγήκε απ’ την κρυψώνα της. Δεν χάρηκαν λιγότερο κι εκείνοι όταν την είδαν. Αλλά η χαρά τους γρήγορα έσβησε.
-«Δεν μπορείς να μείνεις εδώ!», της είπαν. «Εδώ μέσα έχουν το λημέρι τους ληστές. Κι αν έρθουν και σε βρουν θα σε σκοτώσουν το δίχως άλλο».
-«Δεν μπορείτε να με γλιτώσετε εσείς;», τους ρώτησε η αδερφή τους.
-«Όχι», αποκρίθηκαν εκείνοι. «Γιατί δεν έχουμε παρά ένα τέταρτο μονάχα κάθε βράδυ την ανθρώπινη μορφή μας. Μετά γινόμαστε και πάλι κύκνοι».
Η μικρή έβαλε τα κλάματα και με δάκρυα τους ρώτησε:
-«Και δεν γίνεται να λυθούν ποτέ τα μάγια; Δεν πρόκειται ποτέ να γλιτώσετε;»
-«Όχι», αναστέναξαν τα έξι αγόρια. «Είναι τόσο δύσκολο που δεν μπορεί να γίνει. Θα 'πρεπε να μη μιλήσεις και να μη γελάσεις για έξι ολόκληρα χρόνια. Κι αυτόν τον καιρό θα 'πρεπε να μας ράψεις έξι πουκαμισάκια από αστερολούλουδα. Αν όμως βγει απ’ τα χείλια σου έστω μία και μοναδική λέξη, όλος ο κόπος θα ναι, άδικος».
Και μόλις της είπαν αυτά τα λόγια, πέρασε το τέταρτο της ώρας και τ’ αδέρφια της ξανάγιναν κύκνοι και πέταξαν πάλι έξω απ’ το παράθυρο.
Το κοριτσάκι όμως συλλογίστηκε με το νου του και το πήρε απόφαση να σώσει τ’ αδέρφια της, ακόμα κι αν ήταν να δώσει τη ζωή της για χάρη τους. Έφυγε απ’ το καλύβι, προχώρησε κι άλλο στην καρδιά του δάσους κι εκεί σκαρφάλωσε σ’ ένα δέντρο και πέρασε τη νύχτα της. Την άλλη μέρα το πρωί κατέβηκε, μάζεψε αστερολούλουδα κι άρχισε κιόλας να ράβει τα έξι πουκαμισάκια. Δεν είχε κοντά της ψυχή, για να μιλήσει. Και για να γελάσει, δεν της έκανε όρεξη καμιά. Καθόταν λοιπόν και κοίταζε μονάχα τη δουλειά της.
Πέρασε κάμποσος καιρός κι ο βασιλιάς εκείνης της πολιτείας βγήκε για κυνήγι. Κι οι κυνηγοί του έφτασαν κάτω από το δέντρο όπου καθόταν η κοπέλα κι έραβε. Τη φώναξαν λοιπόν και τη ρώτησαν:
-«Ποια είσαι;»
Εκείνη όμως απόκριση δεν τους έδωσε.
-«Κατέβα και δεν θα σε πειράξουμε!», της είπαν.
Εκείνη όμως κούνησε μονάχα το κεφάλι της. Κι επειδή οι κυνηγοί όλο ρωτούσαν και φώναζαν και ξαναφώναζαν, τους έριξε στο τέλος την αλυσίδα της τη χρυσή και πίστεψε πως έτσι θα την άφηναν ήσυχη. Εκείνοι όμως επέμειναν. Τους πέταξε τότε η κοπέλα τη ζώνη της, αλλ’ άδικος κόπος. Πέταξε ύστερα τις καλτσοδέτες της και σιγά σιγά όλα όσα φορούσε και μπορούσε να τα βγάλει, ώσπου έμεινε μοναχά με το πουκαμισάκι της. Οι κυνηγοί όμως δεν έφυγαν, παρά σκαρφάλωσαν στο δέντρο και την κατέβασαν και την πήγαν ίσια στο βασιλιά τους. Κι ο βασιλιάς τη ρώτησε:
-«Ποια είσαι; Τι κάνεις πάνω στο δέντρο;»
Αλλά απόκριση δεν πήρε. Τη ρώτησε σ’ όλες τις γλώσσες που ήξερε αλλά η κοπέλα έμεινε βουβή σαν ψάρι. Η ομορφιά της όμως έκλεψε την καρδιά του βασιλιά. Και την αγάπησε. Την τύλιξε με το μανδύα του, την ανέβασε στο άλογο του και την πήρε μαζί του στο παλάτι του. Της χάρισε πλούσια φορέματα κι η ομορφιά της άστραψε σαν τον ήλιο στον καθάριο ουρανό. Αλλά λέξη δεν έβγαζε απ’ το στόμα της. Και την κάθισε πλάι του στο τραπέζι κι οι τρόποι της κι η γλύκα της τον μάγεψαν. Κι είπε:
-«Αυτή τη γυναίκα θέλω να παντρευτώ κι άλλη καμιά στον κόσμο».
Και μετά από λίγες μέρες έγιναν οι γάμοι.
Ο βασιλιάς όμως είχε μια μάνα κακιά, που καθόλου δεν ευχαριστήθηκε μ’ αυτό το γάμο κι όλο έλεγε λόγια για τη νεαρή βασίλισσα.
-«Ποιος ξέρει πούθε κρατάει η σκούφια της, της παλιοβρόμας!», έλεγε. «Όποια δεν έχει μιλιά να μιλήσει, δεν είναι άξια να παντρευτεί έναν βασιλιά!»
Και μετά από ένα χρόνο, όταν η νεαρή βασίλισσα γέννησε το πρώτο της παιδί, πήγε η γριά την ώρα που κοιμόταν, της πήρε το παιδί και κρυφά της άλειψε τα χείλια με αίμα. Ύστερα πήγε στο βασιλιά και την κατηγόρησε ότι είχε φάει το μωρό. Ο βασιλιάς δεν την πίστεψε, κι όσο για να την τιμωρήσει, ούτε να τ’ ακούσει δεν ήθελε. Κι η νεαρή βασίλισσα συνέχισε να μένει σιωπηλή και να ράβει τα πουκαμισάκια με τ’ αστερολούλουδα. Κι όταν γέννησε το δεύτερο αγοράκι, η κακιά πεθερά έκανε πάλι το ίδιο. Ο βασιλιάς όμως δεν έλεγε να πιστέψει στις κατηγόριες της.
-«Είναι θεοσεβούμενη και καλή», είπε. «Αποκλείεται να χει κάνει τέτοιο πράγμα. Αν μπορούσε να μιλήσει, τότε θα φανέρωνε σ’ όλους την αθωότητα της».
Όταν όμως η γριά έκλεψε και το τρίτο νεογέννητο παιδί και κατηγόρησε πάλι τη νεαρή βασίλισσα, που λέξη δεν είπε να υπερασπιστεί τον εαυτό της, ο βασιλιάς δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς: την παρέδωσε στους δικαστές κι αυτοί την καταδίκασαν να καεί ζωντανή.
Ήρθε λοιπόν, η μέρα της εκτέλεσης, κι ήταν η τελευταία μέρα των έξι χρόνων που η κοπέλα δεν έπρεπε ούτε να μιλήσει ούτε να γελάσει. Κι έτσι λευτέρωσε τ’ αγαπημένα της αδέρφια από τα μάγια. Τα έξι πουκαμισάκια ήταν έτοιμα ραμμένα και δεν έλειπε παρά μονάχα το αριστερό μανίκι του τελευταίου. Όταν την πήραν και την ανέβασαν πάνω απ’ το σωρό με τα ξύλα, εκείνη πήρε μαζί της τα έξι πουκάμισα και κοίταξε γύρω - γύρω στον ουρανό. Κι όταν ήταν πια η στιγμή ν’ ανάψουν τη φωτιά, φάνηκαν έξι κύκνοι που πλησίαζαν πετώντας. Κατάλαβε λοιπόν πως είχε έρθει η ώρα της σωτηρίας κι η καρδιά της φτερούγισε όλο χαρά. Οι κύκνοι ήρθαν κοντά της, για να τους δώσει τα έξι πουκάμισα. Και μόλις τα φόρεσαν, τίναξαν από πάνω τους τη μορφή των κύκνων κι ολοζώντανα πρόβαλαν μπροστά της τ’ αδέρφια της, γερά κι απείραχτα κι όπως τα ήξερε. Μόνο που του μικρότερου τού 'λειπε το αριστερό χέρι κι είχε στη θέση του μια μικρή φτερούγα κολλημένη στον ώμο του. Την αγκάλιασαν κι οι έξι και τη φίλησαν κι η νεαρή βασίλισσα πήγε στο βασιλιά κι άρχισε να μιλάει και να του λέει:
-«Αγαπημένε μου άντρα, τώρα μπορώ να μιλήσω και να σου φανερώσω πως είμαι αθώα και πως άδικα με κατηγορούν». Και του εξήγησε τι είχε κάνει η γριά, που της είχε κλέψει τα τρία παιδιά της και τα 'χε κρύψει μακριά της. Για μεγάλη χαρά του βασιλιά τα παιδιά βρέθηκαν και την κακιά πεθερά την έκαψαν ζωντανή για τιμωρία της και δεν έμειναν ούτε οι στάχτες της. Αλλά ο βασιλιάς και η βασίλισσα και τα έξι αδέρφια της έζησαν καλά κι εμείς καλύτερα.
Πηγή
ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΓΚΡΙΜΜ -Εκδόσεις ΑΓΡΑ
Α τόμος
Μετάφραση: ΜΑΡΙΑ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ
Τίτλος πρωτοτύπου: Kinder - und Hausmärchen
Παραμύθια για τα παιδιά και την οικογένεια