Η ΧΙΟΝΑΤΗ ΚΑΙ ΟΙ ΕΦΤΑ ΝΑΝΟΙ

Από The Stelios Files

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ, στην καρδιά του χειμώνα, οι νιφάδες του χιονιού έπεφταν πυκνές κι ολόλευκες σαν τα πούπουλα απ’ τον ουρανό. Και μια βασίλισσα καθόταν κι έραβε στο παραθύρι της, που είχε το περβάζι του καμωμένο από κατάμαυρο έβενο. Κι όπως έραβε με το βελόνι της, αφαιρέθηκε και γύρισε να δει το χιόνι. Άθελα της τρυπήθηκε κι από το δάχτυλο της έσταξαν τρεις στάλες αίμα πάνω στο άσπρο χιόνι. Κι επειδή το κόκκινο φάνταξε όμορφο πάνω στο άσπρο, η βασίλισσα είπε με το νου της:

-«Αχ, ας είχα ένα παιδάκι με δέρμα άσπρο σαν το χιόνι, με μάγουλα κόκκινα σαν το αίμα και μαλλάκια μαύρα σαν το ξύλο του εβένου εδώ στο περβάζι του παραθυριού μου!»

Δεν πέρασε πολύς καιρός και η βασίλισσα γέννησε ένα κοριτσάκι, που είχε το δέρμα του άσπρο σαν το χιόνι, τα μάγουλα του κόκκινα σαν το αίμα και τα μαλλάκια του μαύρα σαν το ξύλο του έβενου. Γι’ αυτό και το βάφτισαν Χιονάτη. Η βασίλισσα όμως πέθανε στη γέννα.

Μέσα σ’ ένα χρόνο ο βασιλιάς ξαναπαντρεύτηκε. Και η καινούργια βασίλισσα ήταν όμορφη, αλλά περήφανη και ξιπασμένη για την ομορφιά της. Και ήθελε αυτή να 'ναι η πιο όμορφη του κόσμου κι άλλη καμιά. Είχε λοιπόν ένα μαγικό καθρεφτάκι και το κοίταζε κι έλεγε:

-«Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, ποια είναι η ομορφότερη απ’ όλες στον κόσμο και στο παλατάκι μου;»

Κι ο καθρέφτης της απαντούσε:

-«Βασίλισσα, εσύ είσαι η ομορφότερη!»

Κι η βασίλισσα ησύχαζε, γιατί ήξερε ότι το μαγικό της καθρεφτάκι έλεγε πάντοτε την αλήθεια.

Και περνούσε ο καιρός και μεγάλωνε η Χιονάτη και γινόταν όλο και πιο όμορφη. Κι όταν έγινε εφτά χρονώ, έλαμπε σαν τον ήλιο κι ήταν ομορφότερη κι απ’ τη βασίλισσα την ίδια. Και μια μέρα που εκείνη ρώτησε πάλι το μαγικό της καθρεφτάκι:

-«Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, ποια είναι η ομορφότερη απ’ όλες στον κόσμο και στο παλατάκι μου;»

ο καθρέφτης της αποκρίθηκε:

«Όμορφη είσαι κι εσύ, βασίλισσα μου! Η Χιονάτη όμως είναι χίλιες φορές ομορφότερη!»

Κι η βασίλισσα έπεσε να πεθάνει και πρασίνισε και κιτρίνισε απ’ τη ζήλια της κι απ’ το κακό της. Κι από τότε, κάθε που έβλεπε τη Χιονάτη, η καρδιά της σφιγγόταν κι άρχισε να το μισεί το κοριτσάκι. Η κακία κι ο φθόνος σαν αγριόχορτα φούντωσαν μέσα στην ψυχή της και ησυχία δεν έβρισκε ούτε μέρα ούτε νύχτα. Φώναξε λοιπόν έναν κυνηγό και του είπε:

-«Πάρε τη μικρή και πήγαινε τη στο δάσος. Δεν θέλω να την ξαναδώ στα μάτια μου. Σκότωσε την και φέρε μου την καρδιά και τα πνευμόνια της, για να σιγουρευτώ ότι υπάκουσες στις προσταγές μου».

Την πήρε λοιπόν ο κυνηγός και την πήγε στο δάσος τη Χιονάτη. Κι όταν έφτασαν στην καρδιά του δάσους, έβγαλε το μεγάλο του το μαχαίρι κι ετοιμάστηκε να ξεριζώσει την αθώα καρδιά της, η μικρούλα έβαλε τα κλάματα και του είπε:

-«Αχ, καλέ μου κυνηγέ, χάρισε μου τη ζωή. Κι εγώ θα χωθώ στο δάσος και δεν θα ξαναγυρίσω ποτέ στο παλάτι».

Κι επειδή ήταν στ’ αλήθεια πεντάμορφη, ο κυνηγός τη λυπήθηκε και την άφησε να φύγει.

-«Εγώ δεν θα σε σκοτώσω ... Τ’ άγρια θηρία όμως δεν θ’ αργήσουν να σου πάρουν τη ζωή», είπε με το νου του. Στη σκέψη όμως και μόνο πως δεν θ’ αναγκαζόταν αυτός να σκοτώσει το αθώο κοριτσάκι, η καρδιά του αλάφρωσε και πλημμύρισε χαρά. Γυρίζοντας στο παλάτι σημάδεψε και σκότωσε το πρώτο μικρό αγριογούρουνο που συνάντησε στο δρόμο του, τού 'βγαλε την καρδιά και τα πνευμόνια και τα πήγε στη βασίλισσα. Ο μάγειρος τα μαγείρεψε με νόστιμη σάλτσα κι η κακιά γυναίκα τα 'φαγε νομίζοντας πως ήταν η καρδιά και τα πνευμόνια της Χιονάτης.

Το καημένο το κοριτσάκι βρέθηκε λοιπόν ολομόναχο στην καρδιά του δάσους, τόσο φοβισμένο που ακόμα και το θρόισμα των φύλλων το τρόμαζε. Και δεν ήξερε ούτε τι να κάνει ούτε πού να πάει. Άρχισε λοιπόν να τρέχει πάνω στις μυτερές πέτρες και στ’ αγκάθια. Και τ’ άγρια θηρία την πλησίαζαν, αλλά δεν την πείραζαν. Προχώρησε η Χιονάτη όλη μέρα, όσο τη βαστούσαν τα πόδια της, ώσπου στο τέλος σκοτείνιασε. Είδε τότε ένα μικρό σπιτάκι και μπήκε μέσα να ξαποστάσει. Μέσα στο σπιτάκι όλα ήταν μικρούτσικα και συγυρισμένα και ταχτικά. Αλλά τόσο μικρούτσικα που δεν το βάζει ανθρώπου νους. Το τραπέζι ήταν στρωμένο με κάτασπρο τραπεζομάντιλο κι εφτά μικρά πιατάκια, το καθένα με το κουταλάκι του, το πιρουνάκι του, το μαχαιράκι του και το ποτηράκι του. Όλα εφτά. Κοντά στον τοίχο ήταν στρωμένα εφτά κρεβατάκια, με σεντονάκια κάτασπρα. Η Χιονάτη, πεθαμένη στην πείνα και στη δίψα, έφαγε μια μπουκίτσα από το κάθε πιατάκι κι ήπιε μια γουλίτσα κρασί από το κάθε ποτηράκι. Γιατί δεν ήθελε ν' αδειάσει ένα μόνο πιατάκι και ν’ αφήσει κάποιον ολότελα νηστικό. Ύστερα, κουρασμένη καθώς ήταν, ξάπλωσε στο πρώτο κρεβατάκι για να κοιμηθεί. Το κρεβατάκι όμως ήταν μικρό και δεν τη χωρούσε. Δοκίμασε στο δεύτερο, στο τρίτο, σε όλα, αλλά κανένα δεν της ταίριαζε: άλλο ήταν πολύ κοντό, άλλο ήταν πολύ μακρύ. Εκτός από το τελευταίο, που της ήρθε ίσα ίσα. Εκεί λοιπόν ξάπλωσε, ευχαρίστησε το Θεό κι αποκοιμήθηκε βαθιά.

Αργά το βράδυ γύρισαν στο σπίτι οι νοικοκύρηδες: ήταν οι εφτά νάνοι, που δούλευαν στο βουνό με τις αξίνες. Μόλις μπήκαν, άναψαν τα εφτά τους λυχναράκια κι όταν φωτίστηκε το σπίτι, κατάλαβαν αμέσως πως κάποιος ήταν εκεί μέσα, μιας και τίποτα δεν ήταν στη σωστή του θέση. Ο πρώτος μίλησε και είπε: «Ποιος κάθισε στην καρεκλίτσα μου;» Ο δεύτερος: «Ποιος έφαγε απ’ το πιατάκι μου;» Ο τρίτος: «Ποιος δάγκωσε το ψωμάκι μου;» Ο τέταρτος: «Ποιος έφαγε απ’ τη σαλάτα μου;» Ο πέμπτος: «Ποιος πείραξε το πιρουνάκι μου;» Ο έκτος: «Ποιος έκοψε με το μαχαιράκι μου;» Κι ο έβδομος: «Ποιος ήπιε απ’ το ποτηράκι μου;» Κοίταξε μετά ο πρώτος το κρεβατάκι του κι είδε ένα μικρό βαθούλωμα στο παπλωματάκι του. «Ποιος ξάπλωσε στο κρεβατάκι μου;», ρώτησε. Τρέξανε τότε όλοι και φώναξαν: «Και το δικό μου το κρεβατάκι είναι πειραγμένο!» Ο έβδομος όμως κοίταξε στο δικό του το κρεβατάκι και τους άλλους κι έτρεξαν με τα λυχναράκια τους κι είδαν τη μικρή κι έμειναν με το στόμα ανοιχτό. «Πω πω! Θεούλη μου! Πω πω!», έλεγαν και ξανάλεγαν. «Τι όμορφο που είναι αυτό το κοριτσάκι!» Κι ήταν τόση η χαρά τους, που δεν την ξύπνησαν παρά την άφησαν να κοιμάται στο κρεβατάκι. Κι ο έβδομος νάνος κοιμήθηκε στα κρεβατάκια των συντρόφων του, από μιαν ώρα στον καθέναν τους κι έτσι πέρασε η νύχτα.

Ξημέρωσε λοιπόν η μέρα και ξύπνησε κι η Χιονάτη. Κι όταν είδε τους εφτά νάνους, τρόμαξε πολύ. Εκείνοι όμως της μίλησαν με καλοσύνη κι ευγένεια και τη ρώτησαν:

-«Πώς σε λένε;»

-«Με λένε Χιονάτη», απάντησε το κορίτσι.

-«Και πώς έφτασες μέχρι το σπιτάκι μας;», ξαναρώτησαν οι νάνοι. Τους διηγήθηκε τότε η Χιονάτη πώς η μητριά της έβαλε τον κυνηγό να τη σκοτώσει και πώς ο κυνηγός τη λυπήθηκε και της χάρισε τη ζωή. Και πώς περπάτησε όλη μέρα κι έφτασε το βράδυ στο σπιτάκι τους. Οι νάνοι τότε της είπαν:

-«Αν θέλεις, μπορείς να μείνεις κοντά μας. Να συγυρίζεις και να νοικοκυρεύεις το σπιτάκι μας, να μαγειρεύεις, να στρώνεις τα κρεβάτια, να μαντάρεις τα ρούχα μας, να πλένεις και να σιδερώνεις. Κι εμείς θα σου φέρνουμε όλα τα καλά και τίποτα δεν θα σου λείψει».

-«Μ’ όλη μου την καρδιά», αποκρίθηκε η Χιονάτη κι έμεινε μαζί τους. Νοικοκύρευε το σπιτάκι τους κι οι νάνοι έφευγαν ήσυχοι για τη δουλειά τους: πήγαιναν στο βουνό κι έσκαβαν γι’ ασήμι και χρυσάφι. Και τα βράδια που γύριζαν, έβρισκαν το φαγητό τους έτοιμο να τους περιμένει. Όλη την ημέρα το κορίτσι έμενε μονάχο του στο σπίτι. Και οι καλοί νάνοι την ορμήνευαν κάθε φορά και της έλεγαν:

-«Τα μάτια σου δεκατέσσερα, γιατί η μητριά σου θα χαλάσει τον κόσμο για να σου κάνει κακό. Δεν θ’ αργήσει να μάθει πως ζεις εδώ, μαζί μας. Πρόσεχε, λοιπόν, να μην ανοίγεις σε κανέναν».

Η βασίλισσα, στο αναμεταξύ, που νόμιζε πως είχε φάει την καρδιά και τα πνευμόνια της Χιονάτης, ήταν πια σίγουρη πως ήταν η ομορφότερη γυναίκα στον κόσμο. Και μια μέρα στάθηκε μπροστά στο καθρεφτάκι της και είπε:

-«Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, ποια είναι η ομορφότερη απ' όλες στον κόσμο και στο παλατάκι μου;»

Κι ο καθρέφτης της αποκρίθηκε:

-«Όμορφη είσαι κι εσύ, βασίλισσα μου! Η Χιονάτη όμως που ζει με τους νάνους είναι χίλιες φορές ομορφότερη!»

Κόντεψε τότε να λιγοθυμήσει η βασίλισσα, γιατί ήξερε ότι ο καθρέφτης της δεν έλεγε ποτέ ψέματα. Και κατάλαβε ότι ο κυνηγός την είχε κοροϊδέψει κι ότι η Χιονάτη ήταν ακόμα ζωντανή. Κι άρχισε να σπάει το κεφάλι της και να βασανίζει το μυαλό της, πώς να βρει τρόπο να τη σκοτώσει. Γιατί ήθελε να είναι αυτή η ομορφότερη του κόσμου κι η ζήλια δεν την άφηνε λεπτό να ησυχάσει. Ώσπου στο τέλος σκέφτηκε έναν τρόπο: μουντζούρωσε το πρόσωπο της και ντύθηκε με κουρέλια κι έγινε αγνώριστη. Έτσι σαν πλανόδια εμπόρισσα πήρε το δρόμο κι έφτασε στο δάσος και στο σπιτάκι των εφτά νάνων, χτύπησε την πόρτα κι άρχισε να διαλαλεί:

-«Εδώ η καλή πραμάτεια ! Εδώ η καλή πραμάτεια !»

Η Χιονάτη κοίταξε απ’ το παράθυρο και φώναξε:

-«Καλή σου μέρα, κυρούλα! Τι καλό έχεις για πούλημα;»

-«Έχω χίλια καλά!», της αποκρίθηκε η γριά. «Κορδέλες και ζώνες σ’ όλα τα χρώματα», είπε και της έδειξε μια ζώνη πλεχτή από πολύχρωμες μεταξωτές κορδέλες.

-«Φαίνεται καλή γυναίκα», είπε με το νου της η Χιονάτη. Της άνοιξε λοιπόν την πόρτα, την έμπασε μέσα και αγόρασε τη ζώνη.

-«Πώς είσαι έτσι ντυμένη, παιδάκι μου;», είπε τότε η γριά. «Έλα να σου δείξω πώς πρέπει να τη φοράς τη ζώνη σου!»

Η Χιονάτη δεν υποψιάστηκε τίποτα. Στάθηκε μπροστά στη γριά και την άφησε να της δέσει τη ζώνη στη μέση της. Η γριά όμως την έσφιξε τόσο δυνατά που της έκοψε την ανάσα κι η Χιονάτη σωριάστηκε κάτω μισοπεθαμένη.

-«Πάνε πια οι ομορφιές σου!», της είπε η κακιά μητριά κι έφυγε βιαστική.

Σε λίγο γύρισαν στο σπίτι οι εφτά νάνοι. Και τι τρομάρα πήραν όταν είδαν την αγαπημένη τους Χιονάτη ξαπλωμένη κατάχαμα, να μη σαλεύει και να μην ανασαίνει, σαν να 'ταν πεθαμένη. Τη σήκωσαν και βλέποντας πόσο σφιχτά ήταν δεμένη η ζώνη της, αμέσως την έκοψαν στα δύο. Κι άρχισε η Χιονάτη ν’ ανασαίνει και το αίμα ξαναγύρισε στα μάγουλα της και ζωντάνεψε πάλι. Κι όταν άκουσαν οι νάνοι τι είχε συμβεί, της είπαν:

-«Αυτή η γριά εμπόρισσα δεν ήταν άλλη απ’ την κακιά βασίλισσα. Πρόσεχε! Σε κανέναν δεν πρέπει ν’ ανοίγεις, όταν εμείς λείπουμε».

Μόλις γύρισε στο παλάτι η κακιά βασίλισσα, έτρεξε αμέσως στον καθρέφτη της και τον ρώτησε:

-«Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, ποια είναι η ομορφότερη απ' όλες στον κόσμο και στο παλατάκι μου;»

Κι ο καθρέφτης της αποκρίθηκε πάλι, όπως και πριν:

-«Όμορφη είσαι κι εσύ, βασίλισσα μου! Η Χιονάτη όμως που ζει με τους νάνους είναι χίλιες φορές ομορφότερη!»

Η βασίλισσα τότε ταράχτηκε τόσο που η καρδιά της σφίχτηκε και το αίμα χάθηκε απ’ τα μάγουλα της. Γιατί κατάλαβε ότι η Χιονάτη ζούσε ακόμα.

-«Αυτή τη φορά θα σε κανονίσω για τα καλά», είπε με το νου της και βάζοντας μπροστά τις μαγικές της τέχνες έφτιαξε ένα δηλητηριασμένο χτένι. Ύστερα ντύθηκε πάλι γριά, βάφτηκε και πήρε αλλιώτικο πρόσωπο και ξεκίνησε να περάσει τα εφτά βουνά, να φτάσει εκεί που έμεναν οι εφτά νάνοι. Κι όταν έφτασε, χτύπησε την πόρτα κι άρχισε να διαλαλεί:

-«Καλή και φτηνή πραμάτεια! Καλή και φτηνή πραμάτεια!»

Η Χιονάτη έριξε μια ματιά από το παράθυρο και φώναξε:

-«Ώρα καλή, κυρούλα! Αλλά μην περιμένεις να σ’ ανοίξω, γιατί δεν μπορώ ν’ ανοίξω σε κανέναν!»

-«Να δεις όμως τα χτενάκια μου μπορείς!», της είπε η γριά, τράβηξε απ’ το σακούλι της το δηλητηριασμένο χτένι και το σήκωσε ψηλά. Τόσο πολύ της άρεσε της Χιονάτης που λησμόνησε τις συμβουλές των νάνων κι άνοιξε την πόρτα στη γριά και την έμπασε μέσα. Κι όταν αγόρασε το χτένι, η γριά της είπε:

-«Κάτσε τώρα να σου δείξω πώς πρέπει να χτενίζεσαι!»

Η καημένη η Χιονάτη δεν έβαλε κακό με το νου της κι άφησε τη γριά να τη χτενίσει. Αλλά πριν προλάβει καλά - καλά ν’ αγγίξει το χτενάκι τα μαλλιά της, το φαρμάκι την έριξε κάτω αναίσθητη.

-«Λοιπόν, πεντάμορφη, αυτό ήταν!», της είπε με κακία η βασίλισσα και γυρνώντας την πλάτη έφυγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Ευτυχώς όμως δεν άργησε να βραδιάσει κι οι εφτά νάνοι γύρισαν στο σπίτι. Όταν είδαν τη Χιονάτη ξαπλωμένη κατάχαμα, αμέσως πήγε το μυαλό τους στην κακιά μητριά. Έψαξαν καλά - καλά και βρήκαν το δηλητηριασμένο χτενάκι κι όταν το τράβηξαν, αμέσως η Χιονάτη συνήλθε και άρχισε να τους μιλάει και τους διηγήθηκε τι είχε συμβεί. Κι οι νάνοι γι’ άλλη μια φορά την ορμήνεψαν να προσέχει και να μην ανοίγει σε κανέναν την πόρτα.

Κι η βασίλισσα, στο παλάτι της, στάθηκε πάλι μπροστά στον μαγικό της τον καθρέφτη και ρώτησε:

-«Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, ποια είναι η ομορφότερη απ' όλες στον κόσμο και στο παλατάκι μου;»

Κι ο καθρέφτης της αποκρίθηκε πάλι:

-«Όμορφη είσαι κι εσύ, βασίλισσα μου! Η Χιονάτη όμως που ζει με τους νάνους είναι χίλιες φορές ομορφότερη!»

Απ’ το κακό της η βασίλισσα άρχισε να τρέμει σύγκορμη.

-«Η Χιονάτη πρέπει να πεθάνει!», φώναξε. «Ακόμα κι αν αυτό μου στοιχίσει την ίδια μου τη ζωή!»

Κι αμέσως πήγε και κλείστηκε σε μια κρυφή κάμαρη, όπου κανείς ποτέ δεν έμπαινε, κι ετοίμασε εκεί μέσα ένα φαρμακερό, πολύ φαρμακερό μήλο. Απ’ έξω ήταν λαχταριστό, κατακόκκινο από τη μια και κάτασπρο από την άλλη κι όποιος το 'βλεπε το λιμπιζόταν να το φάει. Όποιος όμως το δάγκωνε, την ίδια κιόλας στιγμή έπεφτε κάτω νεκρός. Μόλις το τέλειωσε, ντύθηκε χωριάτισσα, έβαψε το πρόσωπο της και μια και δυο ξεκίνησε να περάσει τα εφτά βουνά και να πάει στο σπιτάκι των νάνων. Κι εκεί χτύπησε πάλι την πόρτα και η Χιονάτη έβγαλε το κεφάλι της έξω απ’ το παράθυρο και είπε:

-«Δεν μπορώ να σου ανοίξω, οι εφτά νάνοι δεν μ’ αφήνουν ν’ ανοίγω σε κανέναν όταν δεν είναι εδώ».

-«Δεν πειράζει», αποκρίθηκε η χωριάτισσα. «Θα βρω αλλού να τα πουλήσω τα μήλα μου. Πάρε όμως κι εσύ ένα, στο χαρίζω».

-«Όχι», είπε η Χιονάτη. «Δεν μπορώ να το δεχτώ».

-«Φοβάσαι μην είναι φαρμακωμένο;», ρώτησε η γριά. «Να! Κοίτα! Θα το κόψω στη μέση και θα φάω κι εγώ το μισό: εσύ θα φας το κόκκινο κι εγώ το άσπρο».

Αλλά το μήλο ήταν με τόση τέχνη δηλητηριασμένο που μόνο το κόκκινο κομμάτι του είχε μέσα φαρμάκι. Η Χιονάτη το λιμπίστηκε το ωραίο μήλο κι όταν είδε τη χωριάτισσα να τρώει κι αυτή, δεν μπόρεσε ν’ αντισταθεί άλλο στον πειρασμό: άπλωσε το χέρι της και πήρε το φαρμακωμένο φρούτο. Αλλά πριν προλάβει να δαγκώσει την πρώτη μπουκιά, σωριάστηκε κάτω νεκρή. Η βασίλισσα τότε την κοίταξε με βλέμμα τρομερό και γέλασε δυνατά και είπε:

-«Δέρμα λευκό σαν το χιόνι, μάγουλα κόκκινα σαν το αίμα, μαλλιά μαύρα σαν τον έβενο! Αυτή τη φορά οι νάνοι δεν θα μπορέσουν να σε ξαναφέρουν στη ζωή!»

Κι όταν γύρισε στο παλάτι, στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη της και τον ρώτησε:

-«Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, ποια είναι η ομορφότερη απ' όλες στον κόσμο και στο παλατάκι μου;»

Κι εκείνος επιτέλους της αποκρίθηκε:

-«Βασίλισσα, εσύ είσαι η ομορφότερη!»

Κι ησύχασε η φθονερή καρδιά της, όσο μπορεί να βρει ησυχία μια φθονερή καρδιά.

Το βράδυ γύρισαν στο σπίτι οι εφτά νάνοι και βρήκαν τη χιονάτη πεσμένη στο πάτωμα, χωρίς ανάσα, νεκρή. Τη σήκωσαν, έψαξαν καλά μήπως βρουν τίποτα δηλητηριασμένο, της έλυσαν τη ζώνη, της χτένισαν τα μαλλιά, την έπλυναν με κρασί και νερό, αλλά τίποτα δεν κατάφεραν. Η αγαπημένη τους Χιονάτη ήταν πεθαμένη για τα καλά. Την έβαλαν λοιπόν στην κάσα και κάθισαν γύρω κι οι εφτά και την έκλαψαν τρεις ολόκληρες μέρες. Ετοιμάστηκαν τότε να τη θάψουν. Έμοιαζε όμως ολοζώντανη και τα μάγουλα της ήταν ακόμα ρόδινα και τη λυπήθηκαν και είπαν:

-«Δεν μπορούμε να τη θάψουμε μέσα στο μαύρο χώμα». Στρώθηκαν λοιπόν και έφτιαξαν μια κάσα διάφανη από γυαλί, έβαλαν μέσα τη Χιονάτη κι έγραψαν πάνω με χρυσά γράμματα ότι την έλεγαν Χιονάτη και ήταν βασιλοπούλα. Ύστερα κουβάλησαν την κάσα ψηλά στο βουνό κι ένας τους έμενε πάντοτε κοντά της, να τη φυλάει. Κι έρχονταν όλα τα ζώα του δάσους, να κλάψουν τη Χιονάτη. Πρώτα πρώτα μια κουκουβάγια. Ύστερα ένα κοράκι. Και τέλος ένα περιστεράκι.

Πέρασε έτσι καιρός κι η Χιονάτη ήταν μέσα στη γυάλινη κάσα της και δεν έλιωνε, μόνο έμοιαζε κοιμισμένη. Κι ήταν ακόμα το δέρμα της άσπρο σαν το χιόνι, τα μάγουλα της κόκκινα σαν το αίμα και τα μαλλιά της μαύρα σαν το ξύλο του έβενου. Έτυχε όμως μια φορά κι ένα βασιλόπουλο πέρασε απ’ το δάσος και σταμάτησε στο σπιτάκι των εφτά νάνων, για να περάσει τη νύχτα του. Είδε πάνω στο βουνό τη γυάλινη κάσα, είδε την όμορφη Χιονάτη σαν κοιμισμένη και διάβασε τα χρυσά γράμματα. Και είπε στους εφτά νάνους:

-«Δώστε μου το γυάλινο φέρετρο με τη Χιονάτη. Κι εγώ θα σας δώσω ό,τι κι αν μου ζητήσετε!» Οι νάνοι όμως του αποκρίθηκαν:

-«Δεν το δίνουμε ούτε για όλο το χρυσάφι τού κόσμου!» Κι εκείνος τότε τους είπε:

-«Ε, τότε δώστε το μου χάρισμα, γιατί δεν μπορώ να ζήσω αν δεν έχω κοντά μου τη Χιονάτη να τη βλέπω. Θα την έχω βασίλισσα μου και κορόνα στο κεφάλι μου!»

Κι οι εφτά νάνοι τον λυπήθηκαν, έτσι που μιλούσε, και τού 'δωσαν τη γυάλινη κάσα με τη Χιονάτη.

Ο πρίγκιπας πρόσταξε τότε τους υπηρέτες του να τη σηκώσουν και να την κουβαλήσουν στους ώμους τους. Σκόνταψαν όμως, καθώς περπατούσαν, και με το τράνταγμα βγήκε απ’ το στόμα της Χιονάτης η φαρμακερή μπουκιά του μήλου. Και πριν περάσει πολλή ώρα, άνοιξε η πεντάμορφη τα μάτια, ανασήκωσε το σκέπασμα της κάσας και σηκώθηκε ολοζώντανη.

-«Αχ, Θεέ μου! Πού βρίσκομαι;», αναρωτήθηκε. Και το βασιλόπουλο, καταχαρούμενο, της αποκρίθηκε:

-«Είσαι μαζί μου!» Και της διηγήθηκε τι είχε συμβεί και της είπε:

-«Σ’ αγαπώ όσο τίποτα άλλο στον κόσμο. Έλα μαζί μου, στο παλάτι του πατέρα μου, να γίνεις γυναίκα μου».

Κι η Χιονάτη τον αγάπησε και τον ακολούθησε κι ο γάμος τους ετοιμάστηκε με γιορτές και πανηγύρια. Στη γιορτή όμως κάλεσαν και την κακιά μητριά της Χιονάτης. Έβαλε λοιπόν η βασίλισσα τα καλά της και στολίστηκε και στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη της και ρώτησε:

-«Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, ποια είναι η ομορφότερη απ’ όλες στον κόσμο και στο παλατάκι μου;»

Κι ο καθρέφτης αποκρίθηκε:

-«Όμορφη είσαι κι εσύ, βασίλισσα μου! Η νυφούλα όμως, που σήμερα παντρεύεται, είναι χίλιες φορές ομορφότερη!»

Τρελάθηκε απ’ το κακό της η βασίλισσα. Κι απ’ το φόβο της δεν ήξερε τι να κάνει. Στην αρχή σκέφτηκε να μην πάει καθόλου στο γάμο: αλλά την έτρωγε η ζήλια κι ήθελε να δει την όμορφη νυφούλα. Πήγε λοιπόν και μόλις μπήκε μέσα, αναγνώρισε τη Χιονάτη. Κι απ’ την τρομάρα της πάγωσε κι έμεινε ακίνητη σαν άγαλμα. Στο μεταξύ όμως οι άνθρωποι του βασιλιά είχαν κιόλας πυρώσει σιδερένιες παντούφλες στα κάρβουνα και τις έπιασαν με τις τσιμπίδες και τις της έφεραν. Κι αναγκάστηκε η κακιά μητριά να τις φορέσει και να χορέψει, ώσπου σωριάστηκε κατάχαμα νεκρή.

Πηγή

ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΓΚΡΙΜΜ -Εκδόσεις ΑΓΡΑ
Α τόμος
Μετάφραση: ΜΑΡΙΑ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ

Τίτλος πρωτοτύπου: Kinder - und Hausmärchen
Παραμύθια για τα παιδιά και την οικογένεια