Η ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΕΝΙΑ
ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ζούσε ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα, που κάθε μέρα αναστέναζαν κι έλεγαν:
-«Αχ, ας είχαμε ένα παιδάκι!» Ο Θεός όμως δεν άκουγε τα παρακάλια τους. Μια μέρα λοιπόν, που η βασίλισσα λουζόταν στη λίμνη, ένας βάτραχος βγήκε απ’ τα νερά και την πλησίασε και της είπε:
-«Θα γίνει όπως το λαχταράς. Και πριν περάσει ένας χρόνος, θα φέρεις στον κόσμο ένα κοριτσάκι!»
Πράγματι, έτσι κι έγινε. Η βασίλισσα γέννησε ένα κοριτσάκι πανέμορφο κι ο βασιλιάς απ’ τη χαρά του δεν ήξερε πια τι να πρωτοκάνει κι έστησε γιορτή μεγάλη. Και δεν κάλεσε μονάχα τους συγγενείς, τους φίλους και τους γνωστούς του, αλλά και τις σοφές γερόντισσες και τις μάγισσες, για να αγαπήσουν το παιδί και να το προστατεύουν στη ζωή του. Κι ήταν αυτές δεκατρείς στη σειρά. Ο βασιλιάς όμως είχε μόνο δώδεκα χρυσά πιατάκια στο τραπέζι του κι έτσι η μια έμεινε απ’ έξω. Τέτοιο πλούσιο τραπέζι, τέτοια λαμπρή γιορτή δεν είχε ξαναγίνει. Κι όταν όλα τέλειωσαν, οι μάγισσες κι οι γερόντισσες μοίραναν το κορίτσι και τού 'δωσαν τα δώρα τους: η μια του χάρισε αρετή, η άλλη ομορφάδα, η τρίτη πλούτη αμύθητα κι έτσι στο τέλος το κοριτσάκι απόκτησε από την κούνια του όλα όσα μπορεί να λαχταρήσει η ψυχή του ανθρώπου. Όταν οι έντεκα είχαν τελειώσει τις ευχές και τις μοίρες τους, μπήκε η δέκατη τρίτη, θυμωμένη που δεν την είχαν προσκαλέσει στη γιορτή. Και δίχως να χαιρετήσει ή να κοιτάξει κανέναν, φώναξε με δυνατή φωνή:
-«Μόλις κλείσει τα δεκαπέντε, η θυγατέρα του βασιλιά θα τρυπήσει το δάχτυλο της στο αδράχτι της και θα πεθάνει». Και δίχως άλλη λέξη, γύρισε κι έφυγε. Πάγωσαν όλοι απ’ την τρομάρα τους. Και τότε έκανε ένα βήμα μπροστά η δωδέκατη μάγισσα, που ως τότε δεν είχε ευχηθεί το μωρό, και είπε:
-«Δεν θα 'ναι θάνατος, αλλά ύπνος. Εκατό χρόνια θα κοιμηθεί η πριγκίπισσα κι ύστερα θα ξυπνήσει». Γιατί δεν μπορούσε να σβήσει την κατάρα, αλλά μονάχα να την αλλάξει και να την ελαφρύνει.
Ο βασιλιάς, που ήθελε να προστατέψει την πολυαγαπημένη του θυγατέρα, έβγαλε διαταγή να κάψουν όλα τ’ αδράχτια που υπήρχαν στο βασίλειο του. Και το κορίτσι μεγάλωνε κι οι ευχές όλες βγήκαν αληθινές: ήταν όμορφο και καλότροπο, σεμνό κι έξυπνο. Κι όποιος το 'βλεπε, αμέσως τ’ αγαπούσε. Έτυχε όμως και τη μέρα που έκλεινε τα δεκαπέντε της χρόνια, ο βασιλιάς κι η βασίλισσα έλειπαν κι η πριγκίπισσα ήταν ολομόναχη στο παλάτι. Άρχισε λοιπόν να τριγυρίζει σ’ όλες τις κάμαρες και να ψάχνει παντού, όπου την οδηγούσαν τα βήματα της. Έφτασε στο τέλος στον πιο ψηλό πύργο κι ανέβηκε στη στενή στριφογυριστή σκαλίτσα, ώσπου έφτασε πάνω - πάνω σε μια μικρή πορτούλα. Στην κλειδωνιά της είδε ένα σκουριασμένο κλειδάκι κι όταν το γύρισε, η πόρτα άνοιξε. Τι να δει μπροστά της η βασιλοπούλα; Μια γριά καθόταν μέσα στην καμαρούλα, στριφογύριζε τ’ αδράχτι της κι έγνεθε κλωστή.
-«Καλή σου μέρα, κυρούλα», είπε η πριγκίπισσα. «Τι κάνεις εκεί;»
-«Γνέθω», αποκρίθηκε η γριά και κούνησε το κεφάλι της.
-«Και τι είναι τούτο το πράγμα που στριφογυρίζει τόσο αστεία;», ρώτησε η βασιλοπούλα και πήρε στα χέρια της το αδράχτι για να γνέσει κι αυτή. Αλλά δεν πρόλαβε καλά – καλά να τ’ αγγίξει και τα λόγια της κακιάς μάγισσας βγήκαν αληθινά: την ίδια κιόλας στιγμή τρύπησε το δάχτυλο της.
Αμέσως έπεσε στο κρεβάτι, μέσα στη μικρή καμαρούλα, και βυθίστηκε σε ύπνο βαθύ. Κι ο ύπνος της απλώθηκε σ’ όλο το παλάτι: ο βασιλιάς κι η βασίλισσα, που μόλις είχαν γυρίσει κι είχαν μπει στη μεγάλη σάλα, αποκοιμήθηκαν. Και μαζί τους αποκοιμήθηκαν κι οι παλατιανοί τους. Ο ύπνος πήρε και τ’ άλογα στους στάβλους, τα σκυλιά στην αυλή, τα περιστέρια στη στέγη, τις μύγες στον τοίχο, τη φωτιά που φούντωνε στο τζάκι. Ακόμα και το ψητό σταμάτησε να ξεροψήνεται. Κι ο μάγειρος που είχε αρπάξει τον παραγιό του απ’ τ’ αυτί, γιατί κάποια ζημιά τού 'χε καμωμένη, τον άφησε κι αποκοιμήθηκε κι αυτός. Κι ο άνεμος ησύχασε κι ούτε φυλλαράκι δεν σάλευε στα δέντρα γύρω απ’ το παλάτι.
Και γύρω απ’ τον κήπο του παλατιού άρχισε να φουντώνει χρόνο με το χρόνο μια αγριοτριανταφυλλιά και να σηκώνει ολόγυρα έναν φράχτη γεμάτον αγκάθια. Στο τέλος ψήλωσε τόσο που έκρυψε ολότελα το παλάτι και τους στάβλους και τους κήπους του και τίποτα δεν φαινόταν απ’ έξω, ούτε καν τα λάβαρα στη στέγη του. Ο κόσμος όμως θυμόταν την ιστορία της κοιμισμένης πεντάμορφης κι ως τα πέρατα της γης όλοι μιλούσαν για την Τριανταφυλλένια γιατί έτσι την έλεγαν την κοιμισμένη πριγκίπισσα. Πότε πότε λοιπόν ερχόντουσαν βασιλόπουλα απ’ όλα τα βασίλεια του κόσμου και προσπαθούσαν να περάσουν τον αγκαθωτό φράχτη και να μπουν μέσα στον κοιμισμένο πύργο. Μα κανείς δεν τα κατάφερνε, γιατί τ’ αγριοτριαντάφυλλα είχαν μπερδευτεί τόσο πολύ μεταξύ τους, λες κι είχαν χέρια και κρατούνταν σφιχτά και δεν άφηναν τα παλικάρια να περάσουν. Έμεναν έτσι καρφωμένοι οι πρίγκιπες στ’ αγκάθια τους και πέθαιναν ο ένας μετά τον άλλον με φοβερό θάνατο.
Ώσπου πέρασαν πολλά - πολλά χρόνια κι ένα βασιλόπουλο έτυχε να περνάει απ’ τη χώρα και καθώς προχωρούσε, άκουσε έναν γέρο μπροστά στο φράχτη με τις αγριοτριανταφυλλιές να διηγείται την ιστορία, πως τάχα πίσω απ’ τα αγκάθια ήταν κρυμμένος ένας κοιμισμένος πύργος και μέσα εκεί κοιμόταν μια πεντάμορφη βασιλοπούλα, που την έλεγαν Τριανταφυλλένια. Και πως είχαν περάσει εκατό χρόνια κιόλας που κοιμόταν και πως μαζί της κοιμούνταν κι ο βασιλιάς κι η βασίλισσα κι όλοι οι παλατιανοί. Κι ο γέρος έλεγε, όπως το 'χε ακούσει από τον παππούλη του κι αυτός, ότι πολλοί πρίγκιπες είχαν προσπαθήσει να μπουν στον κοιμισμένο πύργο, αλλά είχαν καρφωθεί στ’ αγκάθια κι είχαν πεθάνει με φριχτό θάνατο. Ο νεαρός πρίγκιπας τότε είπε:
-«Εγώ δεν φοβάμαι. Θα μπω μέσα να δω την Τριανταφυλλένια!» Ο γέρος προσπάθησε να τον σταματήσει, αλλά ο πρίγκιπας δεν εννοούσε ν’ ακούσει κουβέντα.
Έτυχε όμως και τη μέρα εκείνη έφταναν στο τέλος τους τα εκατό χρόνια κι είχε έρθει πια η ώρα να ξυπνήσει απ’ τον βαθύ ύπνο της η Τριανταφυλλένια. Και μόλις το βασιλόπουλο πλησίασε το φράχτη, μόνο όμορφα κι ευωδιαστά τριαντάφυλλα συνάντησε μπροστά του, που παραμέρισαν μόνα τους και του άνοιγαν δρόμο κι έκλειναν πάλι πίσω του. Έφτασε έτσι στην αυλή του παλατιού κι είδε τ’ άλογα να κοιμούνται και τα κυνηγόσκυλα με τις μαύρες βούλες να κοιμούνται κι αυτά και τα περιστέρια πάνω στη σκεπή είχαν γείρει τα κεφαλάκια τους κάτω απ’ τις φτερούγες τους και κοιμούνταν. Μπήκε μέσα στο παλάτι κι είδε τις μύγες στον τοίχο κοιμισμένες κι ο μάγειρος στην κουζίνα κοιμόταν με το χέρι απλωμένο, λες κι ήθελε ν’ αρπάξει τον παραγιό του από τ’ αυτί κι η μαγείρισσα κοιμόταν κρατώντας ακόμα στα χέρια της μια μαύρη κότα, έτοιμη να τη μαδήσει. Προχώρησε, και στην αίθουσα του θρόνου είδε όλους τους παλατιανούς βυθισμένους στον ύπνο. Κι ο βασιλιάς με τη βασίλισσα, στους θρόνους τους, κοιμούνταν κι αυτοί. Προχώρησε κι άλλο, κι άλλο, κι ήταν τόση η ησυχία που μπορούσε ν’ ακούσει την ίδια του την ανάσα. Ώσπου έφτασε στον πιο ψηλό τον πύργο κι άνοιξε την πορτούλα και μπήκε στη μικρή κάμαρη, όπου κοιμόταν η Τριανταφυλλένια. Ήταν πλαγιασμένη στο κρεβάτι κι ήταν τόσο όμορφη που το βασιλόπουλο δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια του από πάνω της. Κι έσκυψε άθελα του και της έδωσε ένα φιλί. Με το που την άγγιξαν τα χείλη του, η πεντάμορφη ξύπνησε, άνοιξε τα μάτια και τον κοίταξε χαμογελώντας γλυκά. Και μαζί κατέβηκαν και τότε ξύπνησε ο βασιλιάς, ξύπνησε η βασίλισσα, ξύπνησαν όλοι οι αυλικοί κι άρχισαν να κοιτάζουν απορημένοι ο ένας τον άλλον. Τ’ άλογα στην αυλή σηκώθηκαν και χλιμίντρισαν, τα λαγωνικά αναπήδησαν κι άρχισαν να τρέχουν πέρα-δώθε να ξεμουδιάσουν. Και τα περιστεράκια στη στέγη ξύπνησαν, κοίταξαν ένα γύρω και φτερούγισαν ψηλά στον αέρα. Οι μύγες στον τοίχο ξανάρχισαν να κόβουν βόλτες, η φωτιά στο τζάκι φούντωσε πάλι και τίναξε τις φλόγες της και το ψητό ξανάρχισε να ξεροψήνεται. Ο μάγειρος έδωσε ένα χαστούκι τόσο δυνατό στον παραγιό του που ο κακομοίρης έβαλε τα κλάματα, κι η μαγείρισσα μάδησε την κότα της. Κι έγινε ο γάμος του πρίγκιπα με την Τριανταφυλλένια με γιορτές και πανηγύρια κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Πηγή
ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΓΚΡΙΜΜ -Εκδόσεις ΑΓΡΑ
Α τόμος
Μετάφραση: ΜΑΡΙΑ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ
Τίτλος πρωτοτύπου: Kinder - und Hausmärchen
Παραμύθια για τα παιδιά και την οικογένεια