Η ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ
ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν ένα μικρό και τρισχαριτωμένο κοριτσάκι, που όλοι το αγαπούσαν. Απ’ όλους όμως περισσότερο τ’ αγαπούσε η γιαγιά του, που δεν ήξερε τι να του πρωτοχαρίσει. Μια φορά του χάρισε ένα σκουφάκι από κόκκινο βελούδο, που του πήγαινε πολύ ωραία. Κι επειδή το κοριτσάκι δεν έλεγε πια να το βγάλει απ’ το κεφάλι του, το φώναζαν όλοι Κοκκινοσκουφίτσα. Μια μέρα έρχεται η μητερούλα της και της λέει:
-«Κοκκινοσκουφίτσα, πάρε αυτό το γλυκό κι αυτό το μπουκάλι κρασί και πήγαινε τα στη γιαγιά σου, στο δάσος. Είναι άρρωστη κι ανήμπορη και θα της κάνουν καλό. Ετοιμάσου να ξεκινήσεις, πριν πιάσει πολλή ζέστη. Και μόλις θα μπεις στο δάσος, να είσαι φρόνιμη και να μην ξεμακραίνεις απ’ το μονοπάτι. Αλλιώς θα πέσεις και θα σπάσεις το μπουκάλι κι η γιαγιά σου δεν θα πάρει τίποτα. Κι όταν φτάσεις, μην ξεχάσεις να της πεις Καλημέρα και μην αρχίσεις να ψαχουλεύεις σ’ όλες τις γωνίτσες του σπιτικού της».
-«Θα κάνω όπως μου λες », υποσχέθηκε η Κοκκινοσκουφίτσα κι αποχαιρέτησε τη μητέρα της. Ύστερα ξεκίνησε για το σπίτι της γιαγιάς της, που ήταν στο δάσος, μισή ώρα έξω απ’ το χωριό. Αλλά εκεί που περπατούσε μέσα στο δάσος, συνάντησε το λύκο. Έλα όμως που η Κοκκινοσκουφίτσα δεν ήξερε πόσο κακός είναι και γι’ αυτό δεν τον φοβήθηκε !
-«Καλημέρα, Κοκκινοσκουφίτσα!», της είπε.
-«Καλημέρα σ’ εσένα, κυρ Λύκε!», αποκρίθηκε όλο ευγένεια το κοριτσάκι.
-«Για πού το 'βαλες νωρίς νωρίς, Κοκκινοσκουφίτσα;»
-«Πάω στη γιαγιά μου».
-«Και τι κουβαλάς κάτω απ’ την ποδίτσα σου;»
-«Γλυκό και κρασί: χτες φουρνίσαμε. Και τώρα πάω λίγο γλυκό στη γιαγιά μου, να δυναμώσει, που είναι άρρωστη και γριούλα, η κακομοίρα».
-«Και πού μένει η γιαγιά σου, Κοκκινοσκουφίτσα;»
-«Ένα τέταρτο δρόμο ακόμα, μέσα στο δάσος, κάτω απ’ τις τρεις μεγάλες βελανιδιές. Εκεί είναι το σπιτάκι της, κρυμμένο πίσω απ’ τις καρυδιές. Όλοι το ξέρουν», απάντησε η Κοκκινοσκουφίτσα. Κι ο λύκος σκέφτηκε:
-«Τρυφερό κρέας θα 'χει η μικρούλα! Αυτή τη λιχουδιά δεν πρέπει να την αφήσω να μου ξεφύγει μέσα απ’ τα χέρια μου! Θα 'ναι χίλιες φορές πιο νόστιμη απ’ τη γριά. Πρέπει να σκεφτώ κάποια καλή πονηριά, για να τις αρπάξω και τις δύο!»
Και μ’ αυτές τις σκέψεις προχώρησε για λίγο μαζί με την Κοκκινοσκουφίτσα. Ξάφνου της είπε:
-«Κοκκινοσκουφίτσα, για δες τα όμορφα λουλούδια που ανθίζουν εδώ, στο δάσος. Γιατί δεν ρίχνεις μια ματιά ολόγυρα ,να τα φχαριστηθείς; Μου φαίνεται πως ούτε τα πουλάκια δεν ακούς, που κελαηδούν τόσο γλυκά! Εσύ περπατάς λες και πηγαίνεις γραμμή στο σχολείο! Κρίμα, που είναι τόσο όμορφα εδώ στο δάσος».
Η Κοκκινοσκουφίτσα ανοιγόκλεισε τα μάτια της και όταν είδε τις ακτίνες του ήλιου, που χόρευαν ανάμεσα στα δέντρα, όταν είδε τα όμορφα λουλούδια που άνθιζαν παντού ένα γύρω, σκέφτηκε:
-«Η γιαγιά μου θα χαρεί αν της πάω ένα μπουκέτο φρέσκα λουλουδάκια. Και είναι ακόμα τόσο νωρίς, που θα προλάβω να φτάσω στην ώρα μου».
Κι αμέσως βγήκε απ’ το μονοπάτι, χώθηκε στο δάσος κι άρχισε να μαζεύει λουλούδια. Κι όλο προχωρούσε πιο βαθιά μέσα στο δάσος, ψάχνοντας ολοένα και πιο όμορφα λουλούδια. Ο λύκος όμως πήγε γραμμή στο σπιτάκι της γιαγιάς και χτύπησε την πόρτα.
-«Ποιος είναι;», ρώτησε από μέσα η γιαγιά.
-«Η Κοκκινοσκουφίτσα. Γιαγιά, άνοιξε μου. Σου φέρνω γλυκό και κρασί».
-«Ανοιχτά είναι. Φτάνει να γυρίσεις το χερούλι», φώναξε η γιαγιά.
-«Είμαι ανήμπορη και δεν αντέχω να σηκωθώ για να σου ανοίξω».
Ο λύκος γύρισε το χερούλι, η πόρτα άνοιξε, κι εκείνος, χωρίς να πει λέξη, πήγε ίσια στο κρεβάτι της γιαγιάς και την έκανε μια μπουκιά. Ύστερα ντύθηκε τα ρούχα της, φόρεσε το σκουφάκι της, χώθηκε στο κρεβάτι της και τράβηξε τις κουρτίνες.
Η Κοκκινοσκουφίτσα στο μεταξύ μάζευε λουλούδια. Κι όταν μάζεψε τόσο πολλά που άλλα δεν μπορούσε να σηκώσει, θυμήθηκε πάλι τη γιαγιά της και ξεκίνησε για το σπιτάκι της. Απόρησε όταν βρήκε την πόρτα ανοιχτή. Κι όταν μπήκε μέσα, ένιωσε πολύ παράξενα και συλλογίστηκε:
-«Θεέ μου, τι φόβος είναι αυτός που μ’ έχει πιάσει σήμερα! Άλλες φορές χαίρομαι τόσο, όταν έρχομαι στο σπιτάκι της γιαγιάς μου!» Και φώναξε:
-«Καλημέρα!» Αλλά απάντηση δεν πήρε. Προχώρησε λοιπόν στο κρεβάτι και παραμέρισε τις κουρτίνες: και είδε τη γιαγιά της, που είχε χωμένο το σκουφάκι βαθιά ως τα μάτια της κι ήταν κουκουλωμένη ως το σαγόνι.
-«Τι μεγάλα αυτιά που έχεις, γιαγιά!»
-«Είναι για να σ' ακούω καλύτερα!»
-«Και τι μεγάλα μάτια που έχεις, γιαγιά!»
-«Είναι για να σε βλέπω καλύτερα!»
-«Αλλά και τα χέρια σου είναι μεγάλα, γιαγιά!»
-«Είναι για να σε πιάσω πιο εύκολα!»
-«Και τι μεγάλο στόμα που έχεις, γιαγιά!»
-«Είναι για να σε φάω καλύτερα!»
Και πριν τελειώσει καλά - καλά τα λόγια του ο λύκος, όρμησε μ’ ένα πήδημα έξω απ’ το κρεβάτι, άρπαξε την καημένη την Κοκκινοσκουφίτσα και την έκανε κι αυτήν μια μπουκιά.
Μόλις ο λύκος χόρτασε την όρεξη του, ξαπλώθηκε πάλι στο κρεβάτι, αποκοιμήθηκε κι άρχισε να ροχαλίζει δυνατά. Έτυχε κι εκείνη την ώρα περνούσε έξω απ’ το σπιτάκι ο κυνηγός, που άκουσε τα ροχαλητά κι αναρωτήθηκε:
-«Γιατί να ροχαλίζει τόσο δυνατά η καημένη η γριούλα; Δεν μπαίνω καλύτερα να ρίξω μια ματιά, μήπως είναι άρρωστη;»
Και μπαίνει μέσα και βλέπει στο κρεβάτι το λύκο να κοιμάται.
-«Ώστε εδώ κρύβεσαι, αθεόφοβε!», είπε. «Κι εγώ σε ψάχνω σ’ ολόκληρο το δάσος!» Κι ετοιμάστηκε ν’ αδειάσει πάνω του το ντουφέκι του. Στη στιγμή όμως σκέφτηκε πως ο λύκος μπορεί και να 'χε φάει τη γιαγιά. Κι αποφάσισε να προσπαθήσει μήπως και τη σώσει. Άφησε το ντουφέκι του, πήρε ένα ψαλίδι και άρχισε να κόβει την κοιλιά του κοιμισμένου λύκου. Μετά τις πρώτες ψαλιδιές είδε ν’ αστράφτει μέσα απ’ την κοιλιά τού λύκου το κόκκινο σκουφάκι της Κοκκινοσκουφίτσας. Λίγες ψαλιδιές ακόμα και το κοριτσάκι πήδησε έξω φωνάζοντας:
-«Αχ, πόσο τρόμαξα ! Πόσο σκοτεινά ήταν μέσα στην κοιλιά του λύκου!»
Κι αμέσως ύστερα βγήκε κι η γιαγιά μισοπεθαμένη απ’ το φόβο της. Η Κοκκινοσκουφίτσα έτρεξε κι έφερε πέτρες βαριές και γέμισαν την κοιλιά του λύκου. Κι όταν ξύπνησε αυτός, έκανε να σηκωθεί, οι πέτρες όμως ήταν τόσο βαριές, που στη στιγμή κουτρουβαλιάστηκε νεκρός.
Τότε χάρηκαν κι οι τρεις. Ο κυνηγός έγδαρε το λύκο, πήρε το δέρμα κι έφυγε για το σπίτι του. Η γιαγιά έφαγε το γλυκό κι ήπιε το κρασί που της είχε φέρει η Κοκκινοσκουφίτσα. Κι αμέσως συνήλθε. Η Κοκκινοσκουφίτσα όμως συλλογίστηκε:
-«Από δω και πέρα θ’ ακούω τη μανούλα μου και δεν θ αφήνω το μονοπάτι για να περπατήσω μονάχη στο δάσος!»
Λένε ακόμα πως μια φορά η Κοκκινοσκουφίτσα ξεκίνησε πάλι να πάει γλυκά στη γιαγιά της. Και συνάντησε στο δρόμο έναν άλλον λύκο, που της έπιασε κουβέντα και προσπάθησε να τη βγάλει απ’ το δρόμο της. Η Κοκκινοσκουφίτσα όμως δεν τον άκουσε, παρά πήγε γραμμή στο σπίτι της γιαγιάς της. Και τα είπε όλα στη γιαγιά της με το νι και με το σίγμα: πως είχε συναντήσει το λύκο στο δρόμο, της είχε πει Καλημέρα, αλλά την είχε κοιτάξει με τόση βουλιμία που, αν δεν βρίσκονταν στη μέση της δημοσιάς, «θα με είχε καταπιεί την ίδια στιγμή». Η γιαγιά τότε της είπε:
-«Έλα να κλείσουμε την πόρτα, για να μην μπορέσει να μπει μέσα».
Σε λίγο πράγματι χτύπησε ο λύκος:
-«Γιαγιά, άνοιξε μου, είμαι η Κοκκινοσκουφίτσα και σου φέρνω γλυκά».
Από μέσα όμως ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Κι η πόρτα έμεινε κλειστή. Ο λύκος τότε τριγύρισε κάμποσες φορές γύρω από το σπίτι, ώσπου τελικά πήδησε και στρογγυλοκάθισε στη στέγη κι αποφάσισε να περιμένει το βράδυ, που η Κοκκινοσκουφίτσα θα 'παιρνε το δρόμο για το σπίτι της. Τότε θα την ακολουθούσε κρυφά και μέσα στο σκοτάδι θα την έκανε μια χαψιά. Η γιαγιά όμως κατάλαβε τα πονηρά του σχέδια. Μπροστά στο σπίτι της ήταν μια μεγάλη πέτρινη γούρνα. Και λέει η γιαγιά στο κοριτσάκι:
-«Κοκκινοσκουφίτσα, χτες μαγείρεψα λουκάνικα. Πάρε τον κουβά και άδειασε το νερό απ’ το καζάνι μέσα στη γούρνα».
Η Κοκκινοσκουφίτσα έκανε όπως της είπε η γιαγιά της πήγε κι ήρθε τόσες φορές κουβαλώντας τον κουβά ,ώσπου η μεγάλη γούρνα ξεχείλισε. Κι η μυρωδιά απ’ τα λουκάνικα ανέβηκε ως τη σκεπή κι έφτασε στα ρουθούνια του λύκου. Εκείνος γλυκάθηκε κι έσκυψε να δει από πού ερχόταν αυτή η ευωδιά. Και τέντωσε το λαιμό του τόσο πολύ που δεν μπόρεσε να κρατηθεί γλίστρησε κι έπεσε ίσια στη μεγάλη γούρνα και πνίγηκε. Κι η Κοκκινοσκουφίτσα γύρισε χαρούμενη στο σπίτι της και κανένας δεν την πείραξε.
Πηγή
ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΓΚΡΙΜΜ -Εκδόσεις ΑΓΡΑ
Α τόμος
Μετάφραση: ΜΑΡΙΑ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ
Τίτλος πρωτοτύπου: Kinder - und Hausmärchen
Παραμύθια για τα παιδιά και την οικογένεια