Η ΈΛΣΑ, Η ΞΥΠΝΙΑ
ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΖΟΥΣΕ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ που είχε μια κόρη, που την έλεγαν Έλσα. Κι η Έλσα ήταν τόσο έξυπνη που όλος ο κόσμος τη φώναζε Ξύπνια. Όταν μεγάλωσε, ο πατέρας της είπε:
-«Πρέπει να την παντρέψουμε».
-«Ναι», είπε κι η μάνα. «Φτάνει να βρούμε κάποιον που να τη θέλει».
Ώσπου μια μέρα ήρθε από μακριά κάποιος που τον έλεγαν Χανς, και ζήτησε το χέρι της. Έναν όρο έβαλε μονάχα: ήθελε η γυναίκα που θα πάρει να είναι στ’ αλήθεια έξυπνη.
-«Ω», είπε ο πατέρας, «αυτηνής το μυαλό είναι ξυράφι».
Και η μάνα είπε κι αυτή:
-«Είναι τόσο ξύπνια που καλιγώνει τον ψύλλο».
-«Εντάξει, λοιπόν», είπε τότε ο Χανς. «Γιατί αν δεν είναι στ’ αλήθεια έξυπνη, δεν τη θέλω για γυναίκα μου». Αφού τα συμφώνησαν, κάθισαν στο τραπέζι να φάνε κι η μάνα είπε:
-«Έλσα, άντε στο κατώι ,να φέρεις μπύρα».
Παίρνει λοιπόν η ξύπνια η Έλσα το κανάτι και κατεβαίνει στο κατώι, να γεμίσει μπύρα. Και στο δρόμο κοπανούσε το καπάκι, για να μη βαρεθεί. Κι όταν έφτασε στο κατώι, πήρε ένα σκαμνάκι και το 'βαλε μπροστά στο βαρέλι, για να μη σκύψει και πονέσει η μέση της. Ύστερα έβαλε το κανάτι μπροστά στα πόδια της, άνοιξε τη βρυσούλα κι άφησε την μπύρα να τρέξει. Κι όσην ώρα έκανε το κανάτι να γεμίσει, σήκωσε το κεφάλι της κι άρχισε να ψάχνει με τα μάτια το ταβάνι, για να μην κάθεται άπρακτη. Κι εκεί που έψαχνε, τι να δει; Ένα σκεπάρνι κρεμασμένο ακριβώς πάνω από το κεφάλι της, που το 'χαν ξεχάσει οι μαστόροι όταν έχτιζαν το σπίτι. Άρχισε τότε η ξύπνια η Έλσα να κλαίει με μαύρο δάκρυ:
-«Ω, η δύστυχη, τι με περιμένει! Γιατί αν πάρω τον Χανς και κάνουμε παιδί και το μεγαλώσουμε και το στείλουμε στο κατώι να γεμίσει μπύρα, μπορεί να πέσει το σκεπάρνι στο κεφάλι του και να το σκοτώσει».
Κι έτσι καθόταν εκεί δα κι έκλαιγε τη μοίρα της, για τη συμφορά που την περίμενε. Οι άλλοι πάνω περίμεναν την μπύρα, η Έλσα όμως δεν έλεγε ν’ ανέβει. Η μάνα της τότε έστειλε τη δούλα:
-«Άντε στο κατώι, να δεις τι κάνει η Έλσα και γιατί αργεί».
Κι η δούλα πήγε και τη βρήκε καθισμένη μπροστά στο βαρέλι να κλαίει και να χτυπιέται.
-«Έλσα, τι έχεις και κλαις;» τη ρώτησε.
-«Αχ», αποκρίθηκε η Έλσα, «είναι να μην κλαίω; Αν πάρω τον Χανς και κάνουμε παιδί και το μεγαλώσουμε και το στείλουμε στο κατώι να γεμίσει μπύρα, μπορεί να πέσει το σκεπάρνι στο κεφάλι του και να το σκοτώσει». Η δούλα τότε είπε:
-«Τι έξυπνο κορίτσι που έχουμε!» και κάθισε κοντά της κι άρχισε κι αυτή τα κλάματα. Μετά από κάμποση ώρα, που ούτε η δούλα δεν ανέβαινε κι οι άλλοι επάνω διψούσαν, είπε ο πατέρας στον παραγιό:
-«Άντε στο κατώι, να δεις τι κάνουν η Έλσα κι η δούλα μας και γιατί αργούν».
Κατέβηκε λοιπόν ο παραγιός και τι να δει; Η Έλσα κι η δούλα καθισμένες μπροστά στο βαρέλι έκλαιγαν παρέα. Και τις ρώτησε:
-«Τι έχετε και κλαίτε;»
-«Αχ», αποκρίθηκε η Έλσα, «είναι να μην κλαίμε; Αν πάρω τον Χανς και κάνουμε παιδί και το μεγαλώσουμε και το στείλουμε στο κατώι για μπύρα, μπορεί να πέσει το σκεπάρνι στο κεφάλι του και να το σκοτώσει». Λέει τότε ο παραγιός:
-«Τι έξυπνο κορίτσι που έχουμε!»
Και κάθισε κι αυτός κοντά τους κι άρχισε τα κλάματα. Οι άλλοι, πάνω, τον περίμεναν, τον περίμεναν κι όταν είδαν πως ούτε αυτός δεν εννοούσε να γυρίσει, είπε ο άντρας στη γυναίκα του:
-«Για άντε κι εσύ στο κατώι, να δεις τι κάνει η Έλσα και γιατί αργεί».
Κατέβηκε λοιπόν η γυναίκα, τους βρήκε και τους τρεις να δέρνονται και να χτυπιούνται και τους ρώτησε τι πάθανε. Κι η Έλσα τότε της μίλησε για το παιδί που θα γεννούσε και που θα μεγάλωνε και θα 'στελναν να γεμίσει μπύρα και θα 'πεφτε το σκεπάρνι πάνω στο κεφάλι του και θα το σκότωνε. Η μάνα τότε είπε:
-«Τι έξυπνο κορίτσι που έχουμε!»
Και κάθισε κι αυτή από κοντά κι έβαλε μαζί τους τα κλάματα. Ο άντρας της πάνω περίμενε λίγο ακόμη. Επειδή όμως η γυναίκα του δεν ερχόταν κι η δίψα του μεγάλωνε, αποφάσισε να κατέβει και να δει μόνος του. Γύρισε λοιπόν και είπε στον Χαν ς:
-«Θα πάω στο κατώι, να δω τι κάνει η Έλσα και γιατί αργεί».
Όταν όμως έφτασε κάτω και τους βρήκε όλους καθισμένους να κλαίνε, κι άκουσε το γιατί, έβαλε κι αυτός τα κλάματα φωνάζοντας: «Τι έξυπνο κορίτσι που έχουμε!»
Ο γαμπρός είχε απομείνει ολομόναχος. Κι όταν είδε κι απόειδε πως κανένας δεν ερχόταν, σκέφτηκε: «Θα περιμένουν, φαίνεται ,να πάω κάτω να τους βρω. Ας πάω, το λοιπόν, να δω τι έχουν κατά νου». Κι όταν κατέβηκε τους βρήκε και τους πέντε να κλαίνε και να θρηνούν, ο ένας περισσότερο απ’ τον άλλον.
-«Τι συμφορά μας βρήκε;», ρώτησε. «Αχ, καλέ μου Χανς», είπε τότε η Έλσα, «τώρα που θα παντρευτούμε και θα κάνουμε παιδί και θα το μεγαλώσουμε και θα το στείλουμε στο κατώι να γεμίσει μπύρα, μπορεί να πέσει στο κεφάλι του εκείνο το σκεπάρνι και να το σκοτώσει. Είναι να μην κλαίμε;»
-«Βρε, είναι στ’ αλήθεια έξυπνη τούτη η γυναίκα», είπε ο Χανς. «Περισσότερο μυαλό δεν μου χρειάζεται στο σπιτικό μου. Έτσι έξυπνη που είσαι, θα σε παντρευτώ». Την πήρε απ’ το χέρι κι ανέβηκαν πάνω και παντρεύτηκαν.
Πέρασαν έτσι κάμποσο καιρό παντρεμένοι κι ο Χανς είπε:
-«Γυναίκα, θα πάω να δουλέψω και να κερδίσω το ψωμί μας. Πήγαινε εσύ στο χωράφι, μάζεψε το καλαμπόκι και μαγείρεψε να φάμε».
-«Εντάξει, καλέ μου Χανς, θα κάνω όπως μου λες».
Όταν έφυγε λοιπόν ο Χανς, ετοίμασε το κολατσιό της, το πήρε και ξεκίνησε για το χωράφι. Εκεί που έφτασε, αναρωτήθηκε με το νου τη ς:
-«Τι να κάνω; να μαζέψω πρώτα το καλαμπόκι ή να φάω; ε, καλύτερα να φάω πρώτα κι ύστερα μαζεύω και το καλαμπόκι».
Κάθισε λοιπόν κι έφαγε και χόρτασε κι ύστερα αναρωτήθηκε πάλι με το νου της:
-«Τι να κάνω; να μαζέψω πρώτα το καλαμπόκι ή να κοιμηθώ; ε, καλύτερα να κοιμηθώ πρώτα κι ύστερα μαζεύω και το καλαμπόκι».
Έπεσε λοιπόν και κοιμήθηκε. Η ώρα πέρασε, ο Χανς γύρισε, η Έλσα όμως πού να φανεί!
-«Τι ξύπνια γυναίκα που έχω!», μονολογούσε ο Χανς. «Δουλεύει μ’ όλη της την ψυχή, τόσο που ούτε για φαγητό και για ύπνο δεν γύριζε, στο σπίτι».
Αλλά όταν κόντευε πια να σκοτεινιάσει κι η Έλσα ακόμα δεν είχε γυρίσει, ο Χανς βγήκε να τη γυρέψει. Πήγε στο χωράφι να δει πόσο καλαμπόκι είχε κόψει η Έλσα. Αλλά το καλαμπόκι ήταν ακόμα στη θέση του κι εκείνη ήταν πλαγιασμένη και κοιμόταν ύπνο βαθύ. Έτρεξε τότε ο Χανς στο σπίτι, πήρε το δίχτυ που είχε για να πιάνει τα πουλιά, του κρέμασε ένα σωρό μικρά κουδουνάκια, ξαναπήγε στο χωράφι και το κρέμασε πάνω από την κοιμισμένη του γυναίκα. Ύστερα γύρισε σπίτι, σφάλισε την πόρτα του, κάθισε στην καρέκλα του κι έπιασε τη δουλειά του. Με τα πολλά, όταν είχε πια νυχτώσει για τα καλά, η Ξύπνια η Έλσα ξύπνησε. Και καθώς σηκώθηκε, μπερδεύτηκε στο δίχτυ και σε κάθε βήμα που έκανε, χτυπούσαν τα κουδουνάκια σαν τρελά. Τρόμαξε τότε η κακομοίρα μ’ όλη της την εξυπνάδα, και μπερδεύτηκε και δεν ήξερε να πει ούτε ποια ήταν:
-«Είμαι εγώ, για δεν είμαι εγώ;», αναρωτιόταν με το νου της. Και δεν ήξερε τι απόκριση να δώσει και στάθηκε έτσι με την αμφιβολία κάμποσην ώρα. Ώσπου τελικά της ήρθε μια ιδέα:
-«Θα πάω στο σπίτι και θα ρωτήσω αν είμαι ή δεν είμαι εγώ. Δεν μπορεί! Αυτοί θα ξέρουν!»
Έτρεξε λοιπόν στο σπίτι, αλλά βρήκε την πόρτα κλειστή. Χτύπησε το παραθυράκι και φώναξε:
-«Χανς, είναι μέσα η Έλσα;»
-«Ναι», αποκρίθηκε ο Χανς. «Μέσα είναι».
Εκείνη τότε πήρε μεγάλη τρομάρα και είπε:
-«Αχ, Θεούλη μου, τότε δεν είμαι εγώ!»
Και προχώρησε να χτυπήσει άλλη πόρτα. Οι χωριανοί της όμως, που άκουγαν τα κουδουνάκια να χτυπάνε, δεν της άνοιγαν. Και πουθενά δεν βρήκε να περάσει τη νύχτα της. Έφυγε έτσι απ’ το χωριό και κανείς δεν την ξανάδε.
Πηγή
ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΓΚΡΙΜΜ -Εκδόσεις ΑΓΡΑ
Α τόμος
Μετάφραση: ΜΑΡΙΑ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ
Τίτλος πρωτοτύπου: Kinder - und Hausmärchen
Παραμύθια για τα παιδιά και την οικογένεια