ΑΔΕΡΦΟΥΛΗΣ ΚΙ ΑΔΕΡΦΟΥΛΑ
Ο ΑΔΕΡΦΟΥΛΗΣ ΠΗΡΕ ΤΗΝ ΑΔΕΡΦΟΥΛΑ ΤΟΥ από το χέρι και είπε:
-«Από τότε που πέθανε η μανούλα μας, δεν είδαμε άσπρη μέρα. Η μητριά μας μας δέρνει κάθε μέρα, κι όταν την πλησιάζουμε, μας κλωτσάει μακριά της. Μας ταΐζει με τα ξερά ψωμιά που περισσεύουν, ακόμα και το σκυλί κάτω απ’ το τραπέζι περνάει καλύτερα: πότε πότε τού πετάει κανένα καλό μεζεδάκι. Δόξα τω Θεώ που η καημένη η μανούλα μας δεν τα βλέπει όλα αυτά! Έλα, θα φύγουμε μαζί και θα πάμε στα πέρατα του κόσμου».
Όλη μέρα περπατούσαν. Πέρασαν λιβάδια, χωράφια, βράχια. Κι όταν έπιασε βροχή, η αδερφούλα είπε:
-«Ο Θεός κλαίει μαζί με τις καρδιές μας!»
Το βράδυ έφτασαν σ’ ένα μεγάλο δάσος και ήταν τόσο κουρασμένα και τα δυο απ’ τη στενοχώρια τους, απ’ την πείνα κι απ’ το περπάτημα, που τρύπωσαν στην κουφάλα ενός δέντρου κι αποκοιμήθηκαν.
Την άλλη μέρα το πρωί, όταν ξύπνησαν, ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά στον ουρανό κι έστελνε ζεστές τις ακτίνες του μέσα στην κουφάλα του δέντρου. Ο αδερφούλης τότε είπε:
-«Αδερφούλα μου, διψάω. Ας έβρισκα, Θεούλη μου, μια πηγή να δροσιστώ. Για στάσου, όμως... Μου φαίνεται πως ακούω νεράκι να κελαρύζει».
Και μ’ αυτά τα λόγια σηκώθηκε, πήρε πάλι την αδερφούλα του από το χέρι και βάλθηκαν να ψάχνουν την πηγή. Αλλά η κακιά μητριά τους ήταν μάγισσα. Είχε δει τα δυο παιδιά να φεύγουν, τα είχε ακολουθήσει στα κρυφά, όπως κάνουν οι μάγισσες, κι είχε μαγέψει όλες τις πηγές του δάσους. Μόλις τα δυο αδέρφια βρήκαν την πηγή, που τα γάργαρα νερά της ανάβλυζαν ανάμεσα στις πέτρες, ο αδερφούλης έσκυψε να πιει. Η αδερφούλα όμως άκουσε τα νερά να λένε κελαρύζοντας:
«Όποιος τα νερά μου πιει, άγριος τίγρης θα γενεί.
Όποιος τα νερά μου πιει, άγριος τίγρης θα γενεί ».
Τότε βιάστηκε να σταματήσει τον αδερφό της:
-«Σε παρακαλώ, αδερφούλη μου, μην πιεις. Αν ξεδιψάσεις εδώ τη δίψα σου, θηρίο άγριο θα γίνεις και θα με κατασπαράξεις».
Ο αδερφούλης, λοιπόν, δεν ήπιε, μ’ όλο που δίψα μεγάλη τον βασάνιζε.
-«Θα περιμένω μέχρι να βρούμε μιαν άλλη πηγή», είπε. Όταν όμως έφτασαν στην επόμενη πηγή ,η αδερφούλα άκουσε τα νερά της να λένε:
-«Όποιος τα νερά μου πιει, άγριος λύκος θα γενεί.
Όποιος τα νερά μου πιει, άγριος λύκος θα γενεί».
Βιάστηκε τότε η αδερφούλα να εμποδίσει τον αδερφούλη της:
-«Μην πιεις, αδερφούλη μου, μην πιεις. Γιατί λύκος φοβερός θα γίνεις και θα με φας».
Και πάλι ο αδερφούλης δεν ήπιε, παρά είπε:
-«Θα περιμένω, μέχρι να βρούμε την επόμενη πηγή. Εκεί όμως θα πιω, ό,τι κι αν λες. Γιατί η δίψα μου είναι μεγάλη». Κι όταν έφτασαν στην τρίτη πηγή, η αδερφούλα την άκουσε να μιλάει κι αυτή μ’ ανθρώπινη λαλιά και να λέει:
«Όποιος τα νερά μου πιει, ελαφάκι θα γενεί.
Όποιος τα νερά μου πιει, ελαφάκι θα γενεί».
Και το κοριτσάκι είπε:
-«Αχ, αδερφούλη μου, σε παρακαλώ μην πιεις. Γιατί θα γίνεις ελαφάκι και θα τρέξεις, θα μου φύγεις».
Ο αδερφός της όμως είχε κιόλας γονατίσει πλάι στην πηγή, είχε σκύψει πάνω απ’ τα νερά της κι έπινε να σβήσει τη δίψα του. Μόλις όμως οι πρώτες σταγόνες άγγιξαν τα χείλια του άλλαξε κι έγινε ελάφι.
Έβαλε τα κλάματα η αδερφούλα για τον καημένο τον μαγεμένο αδερφούλη της. Και το ελαφάκι κάθισε πλάι της κι έκλαιγε κι αυτό μαζί της. Τέλος το κορίτσι σταμάτησε τα κλάματα και είπε:
-«Ησύχασε, αγαπημένο μου ελαφάκι, κι εγώ ποτέ δεν θα σ’ εγκαταλείψω».
Έβγαλε τη χρυσή της καλτσοδέτα, την πέρασε στο λαιμό τού ελαφιού κι έδεσε πάνω της ένα μαλακό σκοινί, που το έπλεξε με χόρτα. Κρατώντας το σκοινί έσερνε πίσω της το ελαφάκι. Κι έτσι προχωρούσε όλο και πιο βαθιά μέσα στο δάσος.
Δρόμο πήραν, δρόμο άφησαν κι έφτασαν κάποτε σ’ ένα μικρό σπιτάκι. Το κορίτσι έριξε μια ματιά μέσα, είδε πως ήταν άδειο και σκέφτηκε:
-«Εδώ μπορούμε να σταματήσουμε και να μείνουμε». Μάζεψε φύλλα και χόρτα ξερά, έφτιαξε ένα μαλακό γιατάκι για το ελάφι, και κάθε πρωί έβγαινε και μάζευε ρίζες και βατόμουρα και καρύδια για τον εαυτό της, και φρέσκο, δροσερό χορτάρι για το ελαφάκι της, που ερχόταν να φάει μέσα απ’ τη χούφτα της κι έπαιζε μαζί της και χοροπηδούσε ευχαριστημένο.
Κάθε βράδυ, κουρασμένη η μικρή έλεγε την προσευχή της και πλάγιαζε το κεφαλάκι της στη ζεστή ράχη του ελαφιού. Αυτό ήταν το μαξιλάρι της κι εκεί κοιμόταν ύπνο γλυκό και ήσυχο. Κι αν μπορούσε να ξαναπάρει ο αδερφούλης της την ανθρώπινη μορφή του, όλα θα ήταν ωραία και καλά.
Έτσι πέρασε κάμποσος καιρός και τα δυο αδερφάκια ζούσαν ολομόναχα μέσα στην καρδιά του δάσους. Μα έτυχε κάποτε κι ο βασιλιάς της χώρας βγήκε για κυνήγι, κι όλο το δάσος βούιξε απ’ τα βούκινα κι απ’ τα γαβγίσματα των σκύλων κι απ’ τις χαρούμενες φωνές των κυνηγών. Το ελαφάκι τ’ άκουσε και πολύ θα 'θελε να πάρει κι αυτό μέρος στη γιορτή του κυνηγιού.
-«Αχ, σε παρακαλώ», έλεγε και ξανάλεγε στην αδερφούλα του, «άσε με να πάω, δεν αντέχω άλλο εδώ».
Και δεν έλεγε να σταματήσει τα παρακάλια, ώσπου εκείνη τελικά υποχώρησε.
-«Κοίτα όμως το βράδυ να γυρίσεις πίσω», του είπε. «Θα 'χω κλειδωμένη την πορτούλα μου, γιατί οι κυνηγοί είναι κακοί. Για να σε γνωρίσω, χτύπα την πόρτα και πες μου:
Αδερφούλα, αδερφούλα, άνοιξε μου την πορτούλα.
Αλλιώς δεν θ’ ανοίξω».
Τρέχοντας έφυγε το ελαφάκι. Κι απ’ τη χαρά του χοροπηδούσε μέσα στα μονοπάτια του δάσους και διασκέδαζε με την ελευθερία του. Ο βασιλιάς κι οι κυνηγοί του είδαν το όμορφο ζώο και βάλθηκαν να το κυνηγούν, μα δεν μπορούσαν να το πιάσουν. Εκεί που νόμιζαν ότι το κρατούσαν, αυτό πηδούσε πάνω απ’ τους θάμνους και χανόταν απ’ τα μάτια τους. Όταν σκοτείνιασε, γύρισε στο μικρό σπιτάκι, στην καρδιά του δάσους, και χτύπησε την πόρτα:
«Αδερφούλα, αδερφούλα, άνοιξε μου την πορτούλα».
Αμέσως άνοιξε η πόρτα κι εκείνο τρύπωσε μέσα και κοιμήθηκε όλη νύχτα στο μαλακό του κρεβατάκι. Την άλλη μέρα το πρωί το κυνήγι ξανάρχισε. Το ελαφάκι άκουγε τα βούκινα και τις φωνές των κυνηγών και δεν μπορούσε με τίποτα να ησυχάσει.
-«Άνοιξε μου, αδερφούλα μου, να βγω έξω!», άρχισε πάλι τα παρακάλια. Και το κορίτσι τού άνοιξε την πόρτα και του είπε:
-«Μην αργήσεις το βράδυ. Και μην ξεχάσεις να μου πεις τα λόγια που πρέπει, για να σε γνωρίσω».
Μόλις φάνηκε το ελάφι με το χρυσό περιλαίμιο, ο βασιλιάς κι οι κυνηγοί του άρχισαν να το κυνηγούν όλοι μαζί. Εκείνο όμως, γοργοπόδαρο και φτερωτό σαν τον άνεμο, τους ξέφευγε. Όλη μέρα προσπαθούσαν να το πιάσουν κι όλη μέρα τούς ξέφευγε. Και μόνον όταν άρχισε πια να βραδιάζει, μπόρεσαν να το στριμώξουν και λίγο έλειψε να το πιάσουν. Ένας μάλιστα το χτύπησε στο πόδι. Κουτσαίνοντας κατάφερε να ξεφύγει το ελάφι και σιγά σιγά να γυρίσει στο σπιτάκι του. Αλλά κάποιος το πήρε από πίσω, στα κρυφά, και το παραμόνεψε ώσπου έφτασε στην πόρτα και τη χτύπησε και είπε:
-«Αδερφούλα, αδερφούλα, άνοιξε μου την πορτούλα».
Και είδε ο κυνηγός την πόρτα ν’ ανοίγει και να κλείνει πάλι, πίσω απ’ το ελάφι. Αμέσως τα σημείωσε όλα καλά μέσα στο μυαλό του. Και μια και δυο πάει την άλλη μέρα στο βασιλιά και του τα λέει χαρτί και καλαμάρι. Ο βασιλιάς τότε λέει στους κυνηγούς του:
-«Αύριο θα κυνηγήσουμε πάλι».
Το κορίτσι όμως τρόμαξε σαν είδε ότι το ελαφάκι γύρισε πληγωμένο. Του έπλυνε το αίμα απ’ την πληγή, την έδεσε με βότανα και είπε:
-«Άντε να κοιμηθείς τώρα, αγαπημένο μου ελαφάκι, για να γιάνει η λαβωματιά σου και να γίνεις καλά».
Η πληγή όμως ήταν τόσο μικρή που την άλλη μέρα το πρωί το ελαφάκι την είχε κιόλας ξεχάσει. Κι όταν άκουσε πάλι τις φωνές και τα γέλια των κυνηγών, άρχισε ξανά τα παρακάλια:
-«Δεν αντέχω, αδερφούλα, άσε με να πάω κι εγώ. Σου δίνω το λόγο μου: κανείς δεν θα με πιάσει!» Η αδερφούλα του όμως αρνήθηκε με κλάματα και του είπε:
-«Θα σε σκοτώσουν και τότε θ’ απομείνω μόνη μου εδώ στο δάσος, μόνη κι ολομόναχη. Δεν σ’ αφήνω».
-«Ε, τότε κι εγώ θα πεθάνω απ’ τη στεναχώρια μου», αποκρίθηκε το ελαφάκι. «Έτσι που ακούω τα βούκινα των κυνηγών, ησυχία δεν έχω!»
Τι να κάνει το κορίτσι; Με βαριά καρδιά του άνοιξε την πόρτα και το ελάφι όρμησε αμέσως έξω, χοροπηδώντας χαρούμενο. Μόλις το είδε ο βασιλιάς, γύρισε και είπε στους κυνηγούς του:
-«Κυνηγήστε το όλη μέρα, μέχρι να βραδιάσει. Προσέξτε όμως! Κανείς σας να μην το λαβώσει!» Κι όταν βασίλεψε ο ήλιος, είπε ο βασιλιάς στον κυνηγό:
-«Έλα τώρα και δείξε μου το σπιτάκι στην καρδιά του δάσους». Κι όταν έφτασαν, χτύπησε ο βασιλιάς την πόρτα και φώναξε:
-«Αδερφούλα, αδερφούλα, άνοιξε μου την πορτούλα».
Η πόρτα άνοιξε μεμιάς κι ο βασιλιάς μπήκε μέσα κι είδε μπροστά του ένα κορίτσι, που ομορφότερο δεν είχε δει ποτέ του. Εκείνη τρόμαξε, που αντί για το ελαφάκι της μπήκε μέσα ένας άντρας, με χρυσή κορόνα στο κεφάλι του. Ο βασιλιάς όμως την κοίταξε με τόση ευγένεια και καλοσύνη, της έδωσε το χέρι του και της είπε:
-«Θέλεις να 'ρθεις μαζί μου, στο παλάτι μου, και να γίνεις η γυναίκα κι η βασίλισσα μου;»
-«Αχ, ναι». αποκρίθηκε το κορίτσι. «Αλλά το ελάφι πρέπει να 'ρθει μαζί μου κι αυτό. Δεν μπορώ να φύγω και να τ’ αφήσω».
Κι ο βασιλιάς το δέχτηκε: «Ας έρθει κι ας μείνει μαζί σου, ως τα βαθιά σου γεράματα. Και τίποτα δεν θα του λείπει!»
Την ίδια στιγμή το ελαφάκι γύρισε και μ’ ένα πήδημα μπήκε μέσα. Η αδερφούλα του το έδεσε πάλι με το πλεχτό σκοινί απ’ το χρυσό του περιλαίμιο και κρατώντας η ίδια το χορταρένιο σκοινί στο χέρι της βγήκε απ’ το μικρό σπιτάκι, στην καρδιά του δάσους.
Ο βασιλιάς πήρε το όμορφο κορίτσι στο άλογο του και το οδήγησε στο παλάτι του, όπου έκαναν το γάμο τους, όλο μεγαλοπρέπεια. Εκείνη έγινε βασίλισσα. Κι έτσι έζησαν μαζί ευτυχισμένοι για πολλά χρόνια. Το ελαφάκι περνούσε κι εκείνο μια χαρά, έτρωγε κι έπινε και χοροπηδούσε χαρούμενο στους κήπους του παλατιού.
Η κακιά μητριά όμως, που εξαιτίας της είχαν φύγει τα δυο αδερφάκια απ’ το σπίτι τους, νόμιζε ότι το κοριτσάκι το είχαν φάει τα άγρια θηρία του δάσους, κι ότι το ελαφάκι το είχαν σκοτώσει οι κυνηγοί. Όταν άκουσε τώρα ότι ήταν τόσο ευτυχισμένα και τα δυο τους, κι ότι περνούσαν ζωή χαρισάμενη, η ζήλια και ο φθόνος τρύπωσαν μέσα στην καρδιά της και δεν την άφηναν στιγμή σε ησυχία. Κι άλλη σκέψη δεν είχε, παρά μονάχα να τους κάνει πάλι κακό. Η πραγματική της κόρη, που ήταν άσχημη σαν της νύχτας το σκοτάδι κι είχε ένα μάτι αντί για δυο, της παραπονιόταν και της έλεγε:
-«Εγώ έπρεπε να γίνω βασίλισσα, σ’ εμένα θα 'πρεπε μια τέτοια τύχη!»
-«Σώπα, σώπα», την παρηγορούσε η γριά. «Κι όταν θα 'ρθει η ώρα, ξέρω εγώ τι θα κάνω».
Κι όταν ήρθε η ώρα, η βασίλισσα έφερε στον κόσμο ένα όμορφο αγοράκι. Ο βασιλιάς έλειπε πάλι στο κυνήγι. Τότε η γριά μάγισσα πήρε τη μορφή της βάγιας, μπήκε στην κάμαρα, όπου ήταν ξαπλωμένη η βασίλισσα, και της είπε:
-«Ελάτε, το μπάνιο σας είναι έτοιμο. Θα σας κάνει καλό, θα σας ξαναδώσει τις δυνάμεις σας. Ελάτε γρήγορα, πριν κρυώσει το νερό».
Η θυγατέρα της τη βοήθησε να μεταφέρουν κι οι δυο μαζί την ανήμπορη βασίλισσα στο λουτρό. Εκεί την πέταξαν μέσα στον κάδο και έφυγαν κλειδώνοντας πίσω τους την πόρτα. Πριν φύγουν όμως άναψαν έξω απ’ το λουτρό μια τόσο δυνατή φωτιά που η καημένη η βασίλισσα δεν άργησε να πνιγεί απ’ τους καπνούς και τη ζέστη.
Όταν τέλειωσαν, η γριά μάγισσα στόλισε την κόρη της, της φόρεσε κι ένα δαντελένιο σκουφάκι και την έβαλε να ξαπλώσει στο κρεβάτι της βασίλισσας. Και με τα μαγικά της κατάφερε να την κάνει ίδια με τη βασίλισσα στην όψη. Μόνο το χαμένο μάτι δεν μπορούσε να της ξαναδώσει. Και για να μην το καταλάβει ο βασιλιάς, της είπε να πλαγιάσει απ’ το πλευρό που δεν είχε μάτι, για να μη φαίνεται. Το βράδυ, που γύρισε εκείνος από το κυνήγι κι άκουσε ότι είχε αποκτήσει γιο, κόντεψε να τρελαθεί απ’ τη χαρά του κι αμέσως έτρεξε στη γυναίκα του, να δει πώς ήταν. Η γριά μάγισσα όμως τον σταμάτησε:
-«Μην ανοίγετε τα παράθυρα, μην τραβάτε τις κουρτίνες, το φως δεν κάνει ακόμα ν’ αγγίξει τα μάτια της βασίλισσας. Αφήστε τη να ησυχάσει». Κι ο βασιλιάς βγήκε, χωρίς να καταλάβει ότι μια ψεύτικη βασίλισσα είχε πάρει τη θέση της αγαπημένης του.
Τα μεσάνυχτα όμως, όταν όλοι κοιμόντουσαν, η παραμάνα, που ξαγρυπνούσε πλάι στην κούνια του μωρού, είδε την πόρτα ν’ ανοίγει: και η αληθινή βασίλισσα μπήκε μέσα. Σήκωσε το μωρό στην αγκαλιά της και τού 'δωσε το στήθος της να χορτάσει. Ύστερα του 'στρωσε καθαρά την κούνια του, το 'βαλε για ύπνο και το σκέπασε τρυφερά με το παπλωματάκι του. Ούτε το ελαφάκι το ξέχασε: πήγε στη γωνιά όπου ήταν ξαπλωμένο και το χάιδεψε απαλά στην πλάτη. Κι έπειτα βγήκε, δίχως να πει λέξη. Την άλλη μέρα το πρωί η παραμάνα ρώτησε τους σκοπούς αν είχαν δει κανέναν να μπαίνει στο παλάτι. Εκείνοι όμως απάντησαν:
-«Όχι, δεν είδαμε κανέναν».
Έτσι συνέχισε να έρχεται η αληθινή βασίλισσα νύχτες πολλές, αμίλητη. Κι η παραμάνα την έβλεπε, αλλά δεν τολμούσε να πει τίποτα σε κανέναν. Μετά από κάμποσο καιρό η βασίλισσα άρχισε να μιλάει και να λέει τις νύχτες:
-«Τι κάνει το παιδάκι μου;
Τι κάνει το ελαφάκι μου;
Άλλες δυο φορές θα ρθώ,
κι ύστερα θε να χαθώ».
Η παραμάνα δεν της αποκρίθηκε. Το πρωί όμως πήγε στο βασιλιά και του τα είπε όλα.
-«Θεέ μου!», φώναξε εκείνος. «Τι είναι τούτο πάλι; Απόψε τη νύχτα θα ξαγρυπνήσω κι εγώ πλάι στην κούνια του παιδιού». Το βράδυ πήγε στο δωμάτιο του μωρού και πράγματι, τα μεσάνυχτα, παρουσιάστηκε πάλι η βασίλισσα και είπε:
-«Τι κάνει το παιδάκι μου;
Τι κάνει το ελαφάκι μου;
Άλλη μια φορά θα 'ρθώ,
Κι ύστερα πια θα χαθώ».
Και όπως έκανε πάντα, πήρε το μωρό στην αγκαλιά της, του έδωσε το στήθος της να χορτάσει, τ’ άφησε πάλι στην κούνια του κι έφυγε. Ο βασιλιάς δεν τόλμησε να της μιλήσει, αλλά αποφάσισε να την περιμένει και την επόμενη νύχτα. Κι εκείνη ήρθε ξανά και είπε:
«Τι κάνει το παιδάκι μου;
Τι κάνει το ελαφάκι μου;
Τούτη τη φορά είμαι εδώ,
κι άλλο δεν θα ξαναρθώ».
Ο βασιλιάς τότε δεν μπόρεσε να κρατηθεί. Με μια δρασκελιά έφτασε κοντά της και της είπε:
-«Δεν μπορεί να είσαι άλλη από την αγαπημένη μου γυναίκα».
-«Ναι», αποκρίθηκε εκείνη. «Εγώ είμαι η αγαπημένη σου γυναίκα».
Και από θαύμα Θεού η ζωή ξαναγύρισε μέσα της, ρόδινη φρεσκάδα στόλισε ξανά τα μάγουλα της. Ύστερα διηγήθηκε στο βασιλιά το κακό που της είχαν κάνει η γριά μάγισσα κι η θυγατέρα της. Ο βασιλιάς τις έπιασε, τις δίκασε και τις καταδίκασε. Την κόρη την πήγαν στο δάσος, όπου την έφαγαν τ’ άγρια θηρία. Τη μάγισσα όμως την έδεσαν και την έκαψαν ζωντανή. Κι όταν πια έγινε ολότελα στάχτη, το ελαφάκι ξαναβρήκε την ανθρώπινη μορφή του. Κι έτσι ο αδερφούλης κι η αδερφούλα έζησαν καλά κι εμείς καλύτερα.
Πηγή
ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΓΚΡΙΜΜ -Εκδόσεις ΑΓΡΑ