ΦΤΑΝΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ – Η ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ

Από The Stelios Files

1 ΤΟΥ J. P. [1]

Δεν υπάρχει μάλλον πιο συναρπαστικό ταξίδι για κάθε μορφωμένο άνθρωπο, από το να προσεγγίσει την Αθήνα από τη θάλασσα. Κάθε ακρωτήριο, κάθε νησί, κάθε κόλπος, έχει την ιστορία του. Αν ξέρει την τοπογραφία της Ελλάδας, δεν χρειάζεται οδηγό-βιβλίο ή ξεναγό για να του αποσπάσει την προσοχή. Αν δεν την γνωρίζει, χρειάζεται λίγα ελληνικά να ζητήσει από οποιονδήποτε που είναι κοντά του τα ονόματα αυτών που βλέπει. Και απλά μόνο τα ονόματα είναι αρκετά για να ανασύρουν όλες μνήμες του από την κλασική παιδεία. Αλλά πρέπει να συμβιβαστεί μέσα στο μυαλό του και να μην εκπλαγεί όταν του πουν πως το "Aegina " ή το "Phalrum," είναι εντελώς λάθος στον τρόπο που τα προφέρει.

Ήταν το τυχερό μας να φτάσουμε στην Ελλάδα βράδυ, με ένα υπέροχο φεγγάρι να λάμπει πάνω από την καλοκαιρινή θάλασσα. Τα διαφορετικά περιγράμματα του Σουνίου από τη μία πλευρά και της Αίγινας από την άλλη ήταν πολύ ξεκάθαρα, αλλά μέσα στις βαθιές σκιές υπήρχε αρκετό μυστήριο για να θρέψει την καυτή ανυπομονησία να τα δει κανείς όλα στο φως της ημέρας. Και εν τούτοις ενώ είχαμε περάσει την Αίγινα και είχαμε έρθει κοντά στη βραχώδη Σαλαμίνα, δεν υπήρχε κανένα σημάδι του Πειραιά. Στη συνέχεια ανέτειλε το φως στην Ψυτάλλεια, και μας είπαν ότι το λιμάνι ήταν ακριβώς απέναντι. Ωστόσο, παρόλο που πλησιάζαμε όλο και πιο κοντά, το λιμάνι ακόμη δεν ήταν ορατό.

Τα άγονα βράχια της ακτής φαίνεται να είχαν σχηματίσει μία αδιαπέραστη γραμμή και πουθενά δεν φαινόταν ένα σημάδι της εσοχής ή άνοιγμα προς τα ενδότερα. Αλλά ξαφνικά, όταν πάψαμε να ατενίζουμε την Ψυτάλλεια όπου ο ανθός των Περσών ευγενών είχαν κάποτε βρεθεί σε απόγνωση κοιτώντας την τύχη τους να αλλάζει, το σκάφος έστρεψε προς τα ανατολικά και μας αποκάλυψε τα πυκνά φώτα και τα αραδιασμένα πλοία στο διάσημο λιμάνι. Φαινόταν μικρό, πολύ μικρό, αλλά προφανώς ήταν βαθύ στην ακτή, γιατί τα μεγάλα πλοία φαίνονταν να τη αγγίζουν. Και τόσο στενό είναι το στόμιο, που σχεδόν αναρωτηθήκαμε πώς είχαν εισέλθει με ασφάλεια στο λιμάνι. Αλλά είδαμε μερικές εβδομάδες αργότερα, εννέα πολεμικά πλοία να ξεχωρίζουν πάνω απ' όλα τα εμπορικά πλοία και ατμόπλοια, και ανάμεσά τους μια πληθώρα από πορθμεία να πηγαινοέρχονται με το αεράκι στα πανιά τους που έμοιαζαν με φτερά. Στη συνέχεια ανακαλύψαμε ότι, όπως και η υπόλοιπη Ελλάδα, ο Πειραιάς ήταν πολύ μεγαλύτερος από ότι φαινόταν.

Δεν διέφερε πολύ, αλίμονο, από πιο χυδαία λιμάνια στο θόρυβο και τη σύγχυση κατά την αποβίβαση, στη καθυστέρηση στο τελωνείο, στους εκβιασμούς και θρασύτητα των λεμβούχων του. Είναι ακόμα, όπως στις μέρες του Πλάτωνα, «το λημέρι των ναυτικών, όπου οι καλοί τρόποι είναι άγνωστοι." Αλλά όταν ξεφύγαμε από την οχλαγωγία, και καθόμασταν σιωπηλοί στο δρόμο προς την Αθήνα, ακολουθώντας σχεδόν τον ίδιο δρόμο των κλασικών χρόνων, όλες τις σκέψεις μας για την κλασική Αθήνα που είχαμε απομακρύνει εξαιτίας των χυδαίων διαπραγματεύσεων και διαμαρτυριών στο λιμάνι, άρχισαν να κυριαρχούν ξανά στο μυαλό μας.

Είχαμε πλεύσει μέσα από το στενό πέρασμα, όπου σχεδόν κάθε μεγάλος Έλληνας που έζησε ποτέ είχε περάσει κάποιο χρονικό διάστημα. Τώρα οδεύαμε κατά μήκος του δρόμου, πεπεισμένοι ότι από εδώ είχαν περάσει όλες αυτοί οι μεγάλοι στα πέρα δώθε ανάμεσα στην πόλη και το λιμάνι. Η δρόμος τώρα είναι σκιασμένος από μεγάλες ασημένιες λεύκες και πλατάνια, το φεγγάρι είχε δύσει, κάνοντας έτσι τη προσέγγισή μας στην Αθήνα από τον Πειραιά ακόμα πιο μυστηριώδη. Η αμηχανία κατά τη μεταφορά μας μεγάλωσε όταν σταματήσαμε κάτω από κάποια μεγάλα πλατάνια, ενώ είχαμε διανύσει μόνο δύο μίλια και η νύχτα κόντευε να τελειώσει. Ο Αμαξάς μας ήταν ανέπειστος και δεν άκουγε καμία συμβουλή. Μάθαμε αργότερα ότι όλες οι άμαξες προς και από τον Πειραιά σταματούν στα μισά της διαδρομής, για να ποτίσουν τα άλογα και ο αμαξάς να πάρει ένα «λουκούμι» και να πιει νερό. Δεν υπάρχει καμία εξαίρεση σε αυτό το έθιμο, και ο ταξιδιώτης οφείλει να συμβιβαστεί. Εν τέλει μπήκαμε μέσα από τους λιτούς και κακοφτιαγμένους δρόμους από τα δυτικά της Αθήνας ....

Σηκωθήκαμε το ξημέρωμα για να δούμε αν η θέα από το παράθυρό μας θα δώσει οτιδήποτε που θα μπορούσε να σβήσει τον θυμό και την αϋπνία. Και εκεί, ακριβώς απέναντι, στεκόταν ο βράχος που από όλους τους βράχους στην ιστορία του κόσμου έχει κάνει τα περισσότερα για τη λογοτεχνία και την τέχνη, το βράχο που ποιητές και ρήτορες, και αρχιτέκτονες και ιστορικοί έχουν ποτέ δοξάσει, και δεν μπορούν να μείνουν στους επαίνους-η οποία είναι για πάντα νέα και παλιά, για πάντα νέα στη φθορά της, πάντοτε τέλεια στην καταστροφή της, πάντα ζωντανή μέσα στον θάνατο της – η Ακρόπολη των Αθηνών. <img SRC= ../images/parthenon.jpg class="picC floatleft" alt="" />

Όταν είδα το όνειρο και η πολύχρονη λαχτάρα μου να γίνεται πραγματικότητα, οι πρώτες ακτίνες του ανατέλλοντος ηλίου είχαν μόλις αγγίξει τα γύρω υψώματα, ενώ η πόλη από κάτω ήταν ακόμα κρυμμένη στο σκοτάδι. Βράχος και προμαχώνας, και κατεστραμμένες κολώνες -όλα ήταν βαμμένα με ομοιόμορφες αποχρώσεις. Η φωτεινή πλευρά είχε ένα βαθύ πλούσιο πορτοκαλί, και οι σκιές είχαν σκοτεινό βυσσινί, με τις βαθύτερες αποχρώσεις του μωβ. Δεν υπήρχε ποικιλία χρωμάτων ανάμεσα σε αυτό που η φύση και ο άνθρωπος είχαν βάλει εκεί. Το λευκό μάρμαρο δεν έλαμπε, οι πελεκημένες και γυαλισμένες πέτρες δεν αναδείκνυαν την ομαλότητά τους, αλλά ένας ολόκληρος όγκος από πορτοκαλί και βυσσινί ξεχώριζε μαζί στο χλωμό, καθαρό Αττικό αέρα. Στεκόταν εκεί, να περιβάλλεται από σοκάκια και τρώγλες, να εξακολουθεί να διαιωνίζει τη μεγάλη παλιά αντίθεση της ελληνικής ιστορίας, της μεγαλοπρέπειας και της ευτέλειας-της ευγένειας και της προστυχιάς, την κοσμικότητα και εσωτερικές πνευματικές αναζητήσεις. Και ως επεξήγηση της τέχνης της οποίας ήταν το πιο λαμπρό παράδειγμα και που κράτησε την τελειότητα μέσα στη ιστορία, το είδα ξανά και ξανά, στο φως του ήλιου και στη σκιά, στο φως της ημέρας και το βράδυ, αλλά ποτέ ξανά σε αυτή την τέλεια και μοναδική ομορφιά ....

Υποθέτω ότι δεν μπορεί να υπάρξει καμία απολύτως αμφιβολία ότι τα ερείπια της Ακρόπολης των Αθηνών είναι τα πιο αξιόλογα στον κόσμο. Υπάρχουν ερείπια πολύ μεγαλύτερα, όπως οι Πυραμίδες και τα ερείπια του Καρνάκ. Υπάρχουν ερείπια πολύ πιο καλύτερα διατηρημένα, όπως ο μεγάλος ναός στο Paestum. Υπάρχουν ερείπια πιο γραφικά, όπως τα μεσαιωνικά μοναστήρια με πνιγμένα από κισσούς τείχη δίπλα στα ποτάμια των πλούσιων κοιλάδων της Αγγλίας. Αλλά δεν υπάρχει κανένα άλλο ερείπιο σε ολόκληρο τον κόσμο το οποίο να συνδυάζει τόσο εντυπωσιακή ομορφιά, να είναι τόσο ξεχωριστό στο είδος του, με τόσο τεράστιο όγκο ιστορίας, ένα τόσο μεγάλο θέαμα από αθάνατες αναμνήσεις. Δεν υπάρχει στ’ αλήθεια, άλλο κτίσμα στη γη που μπορεί να αντέξει το βάρος τόσου μεγαλείου κι όμως η πρώτη επίσκεψη στην Ακρόπολη είναι και πρέπει να είναι απογοητευτική.

Όσο ο ταξιδιώτης σκέφτεται πώς όλος ο πολιτισμός της Γηραιάς Ηπείρου κορυφώθηκε στην Ελλάδα, όλη της Ελλάδας στην Αθήνα, όλης της Αθήνας στην Ακρόπολη- και η Ακρόπολη στον Παρθενώνα, τόσο ο νους πλημμυρίζει με συγκεχυμένες σκέψεις ότι ψάχνουμε για κάποιο μνημείο σαν σημείο αναφοράς που να μπορούμε να δέσουμε τις σκέψεις μας και δούμε όλη την ιστορία σε όλο της το μεγαλείο. Και την πρώτη φορά κοιτάμε μάταια. Οι γκρεμισμένες κολώνες και τα σχισμένα αετώματα δεν θα κάνουν τόσο μεγάλη εντύπωση. Ο ταξιδιώτης νιώθει την ανάγκη να παραδεχτεί μια αίσθηση απογοήτευσης, παρά στη θέλησή του. Έχει κάνει ένα μακρύ ταξίδι στα πιο απομακρυσμένα μέρη της Ευρώπη· έχει φτάσει επιτέλους εκεί που ψυχή του λαχταρούσε μάταια για πολλά χρόνια μάταια· και όπως συνήθως συμβαίνει με όλες τις μεγάλες ανθρώπινες επιθυμίες, η αλήθεια δεν απαντά στην επιθυμία του. Η στιγμή της απογοήτευσης είναι ακόμη μεγαλύτερη όταν βλέπει ότι η φθορά του χρόνου και οι σεισμοί έχουν κάνει το λιγότερο κακό. Είναι το ανθρώπινο χέρι- του απερίσκεπτου εχθρού και αδίστακτου λάτρη - που του έκαναν την μεγαλύτερη ζημιά ....

Τίποτα δεν είναι πιο εκνευριστικό από την σκέψη, ότι αυτά τα θαυμάσια ερείπια πόσο πολύ πρόσφατα έχουν αποψιλωθεί στη σημερινή τους κατάσταση. Ο Παρθενώνας, που χρησιμοποιείται ως ελληνική εκκλησία, παρέμεινε ανέγγιχτος και άρτιος σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα. Στη συνέχεια μετατράπηκε σε τζαμί και το Ερέχθειο σε σαράι και με αυτόν τον τρόπο επιβίωσε χωρίς ζημία μέχρι το 1687, όταν στο βομβαρδισμό των Ενετών μια οβίδα έπεσε στον Παρθενώνα, όπου οι Τούρκοι είχαν αποθηκευμένη την πυρίτιδά τους και ανατινάχτηκε ολόκληρο το κεντρικό τμήμα του κτιρίου. Οκτώ ή εννέα κολώνες σε κάθε πλευρά έχουν πέσει κάτω και έχουν αφήσει ένα μεγάλο κενό, το οποίο έτσι αποκόπτει το μπροστινό από το πίσω μέρος του ναού, που κάτω από την πόλη αυτά μοιάζουν με ερείπια δύο διαφορετικών κτιρίων. Οι μεγάλοι σπόνδυλοι αυτών των κολώνων κείτονται ακόμη εκεί σε σειρά, ακριβώς όπως έπεσαν και κάποια χρήματα και φροντίδα θα μπορούσαν να τις τοποθετήσουν όλες πάλι στη θέση τους. Αλλά δεν υπάρχει ακόμα στην Ελλάδα ο πατριωτισμός ή ακόμα και η κοινή λογική, που από αυτή την αποκατάσταση θα εμπλουτίσουν τη χώρα, με ασύγκριτη βεβαιότητα , καθώς και να αναδείξουν το μεγαλείο της.

Αλλά οι Ενετοί δεν ήταν ικανοποιημένοι με την ανδραγάθημά τους. Ήταν περίπου αυτή τη εποχή, όταν κατέλαβαν το μεγαλύτερο μέρος Ελλάδας, μιμούμενοι τη νοοτροπία της Πίζας για τα ελληνικά γλυπτά. και τα τέσσερα υπέροχα λιοντάρια που στέκουν στην πύλη του οπλοστασίου της Βενετίας ακόμα μαρτυρούν ζήλο τους στο να μεταφέρουν ελληνικά τρόπαια στη πόλη τους για να εμπλουτίσουν το δικό τους κεφάλαιο. Όταν ήταν στις δόξες της, ακόμη και ο Παυσανίας την είδε, η Ακρόπολη ήταν καλυμμένη με αγάλματα και με ιερά. Δεν ήταν απλώς μια Άγια των Αγίων στη θρησκεία, ήταν επίσης ένα παλάτι και ένα μουσείο της τέχνης. Σε κάθε βήμα και στροφή ο ταξιδιώτης συναντούσε νέα αντικείμενα ενδιαφέροντος. Υπήρχαν αρχαϊκά δείγματα, κυρίως ενδιαφέροντα για θιασώτες των αρχαίων. Υπήρχαν τα μεγάλα αριστουργήματα που ήταν από κοινού θαυμαστά από τον καλλιτέχνη και τον αμόρφωτο. Ακόμη όλες οι πλευρές και οι πλαγιές του μεγάλου βράχου ήταν που ήταν γεμάτη με σπήλαια, είχαν μετατραπεί σε ιερούς χώρους με βωμούς και τους θεούς τους, ή ήταν σπαρμένα με αναθήματα. Όλα αυτά τα μικρότερης αξίας πράγματα έχουν χαθεί. οι ιερές εσοχές είναι γεμάτες με σκουπίδια, και βεβηλωμένες και το χειρότερο από αμέλεια. Το σπήλαια του Πανός και του Απόλλωνα είναι δυσπρόσιτα, και όταν τα πλησιάζεις, είναι αντικείμενο της αηδίας και όχι ενδιαφέροντος. Δεν έχουν απομείνει παρά τα απομεινάρια του περιβόλου και τα ερείπια των τριών βασικών κτιρίων, που ήταν ο φθόνος και το θαύμα του συνόλου του πολιτισμένου κόσμου.

Ο όμορφος μικρός ναός της Αθηνάς Νίκης, έξω από τα Προπύλαια, στέκει σαν ένα είδος μεγάλης αντιστήριξης ψηλά στα δεξιά πρέπει να εξακολουθεί να ονομάζεται σαν τμήμα και μάλιστα πολύ εντυπωσιακό, της Ακρόπολης. Μόλις τελευταία χρόνια καθαρίστηκε από τα σκουπίδια και τις σύγχρονες πέτρινες κατασκευές, καταστρέφοντας έτσι χωρίς αμφιβολία, κάποια πολύτιμα ίχνη της Τουρκοκρατίας, που μπορεί να αναζητούσε ένας σχολαστικός ιστορικός, αλλά αποκαλύπτοντάς μας ένα όμορφο ελληνικό ναό του ιωνικού ρυθμού σε κάποια πληρότητα. Η ιδιαιτερότητα αυτού του κτιρίου, το οποίο είναι σκαρφαλωμένο πάνω σε μια εξέδρα από πέτρα και δεσπόζει με μια θαυμάσια προοπτική, βρίσκεται στο μικρό περίβολο του, ή ιερό περίβολο, που περιβαλλόταν από ένα στηθαίο από λίθινες πλάκες που καλύπτονται με εξαίσια ανάγλυφα από φτερωτές Νίκες, σε διάφορες στάσεις . Ορισμένες από αυτές τις πλάκες είναι τώρα στο Μουσείο της Ακρόπολης, και παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον, προφανώς λιγότερο στιβαρά από ό, τι της σχολής του Φειδία, και ως εκ τούτου μεταγενέστερα, αλλά ακόμα από τα καλύτερα της εποχής, και με θαυμάσια χάρη. Επίσης η θέση αυτού του ναού, δεν είναι παράλληλη με τα Προπύλαια, αλλά στρέφεται ελαφρώς προς τα έξω, έτσι ώστε το βλέπει το φως σε στιγμές όταν το άλλο κτίριο δεν φωτίζεται. Στην απέναντι πλευρά είναι ένας πολύ καλά διατηρημένος θάλαμος, και μια θαυμάσια κιονοστοιχία σε ορθή γωνία με την πύλη, η οποία μοιάζει με φυλάκιο. Αυτός ο θάλαμος που κοινώς αποκαλείται Pinacotheca και όπου είδε ο Παυσανίας εικόνες ή τοιχογραφίες του Πολυγνώτου.

2 Σημειώσεις

John Pentland Mahaffy (1839-1919): Ιρλανδός λόγιος, κληρικός, φιλόλογος, καθηγητής αρχαίας Ιστορίας, κορυφαίος αιγυπτιολόγος και διδάκτωρ μουσικής. Γεννήθηκε στην Ελβετία, έζησε τα παιδικά του χρόνια στην Γερμανία και έμαθε πολλές γλώσσες. Στα 1859 πήρε πτυχίο κλασικών σπουδών και το ενδιαφέρον του στράφηκε αμέσως στην αρχαία Ελλάδα. Από το 1871 δίδαξε αρχαία ιστορία στο Trinity College. Στα 1918 χρίστηκε Ιππότης του Μεγάλου Σταυρού της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και αργότερα έγινε πρόεδρος της Βασιλικής Ακαδημίας της Ιρλανδίας. Σε ηλικία εβδομήντα πέντε χρονών έγινε κοσμήτορας στο Trinity College του Δουβλίνου. Πολυγραφότατος στα θέματα των ειδικοτήτων του, σχολαστικός αλλά και με χειμαρρώδη προφορικό λόγο, ο Mahaffy είχε τη φήμη ότι είναι σνομπ αλλά και άνθρωπος με βαθιά καλοσύνη. Ταξίδεψε πολύ στην Αφρική, την Ελλάδα αλλά και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Υπήρξε καθηγητής του Oscar Wilde και αγαπούσε πολύ την Ιρλανδία.

Ο Mahaffy συνέταξε τουλάχιστον επτά σημαντικές μονογραφίες πάνω σε θέματα της αρχαίας ελληνικής ιστορίας, λογοτεχνίας και φιλοσοφίας, όπως και μερικά αξιόλογα έργα για την Αίγυπτο, κυρίως της εποχής των Πτολεμαίων. Είναι επίσης συγγραφέας του ταξιδιωτικού χρονικού Rambles and Studies in Greece (1876). Διακρίθηκε όμως και στην αρθρογραφία: Ανάμεσα στις πολλές δημοσιεύσεις του σε έγκυρα περιοδικά της εποχής σημειώνουμε ένα δεκατετρασέλιδο άρθρο στο “Murray’s Magazine”, μηνιαίο περιοδικό του ομώνυμου εκδοτικού οίκου, στο τεύχος του Ιουνίου 1889, με τίτλο “Mount Athos in 1889”.

3 References

Πρότυπο:Reflist

4 Πηγή

SEEING EUROPE WITH FAMOUS AUTHORS
(αποσπάσματα του ταξιδιωτικού χρονικού Rambles and Studies in Greece που έγραψε ο ίδιος σε πρώτη έκδοση το 1876.)
Vol. VIII ITALY, SICILY, AND GREECE
Part TwoCopyright, 1914,
by FUNK & WAGNALLS COMPANY

  1. MAHAFFY