ΤΑ ΤΡΙΑ ΦΥΛΛΑ ΤΟΥ ΦΙΔΙΟΥ

Από The Stelios Files
Αναθεώρηση ως προς 11:07, 7 Απριλίου 2019 από τον Admin (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με ''''ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ''' ήταν ένας άνθρωπος τόσο φτωχός που δεν μπορούσε να θρέψει ούτε τον...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν ένας άνθρωπος τόσο φτωχός που δεν μπορούσε να θρέψει ούτε τον μονάκριβο γιο του.

-«Καλέ μου πατέρα», του είπε τότε ο γιος του, «τα φέρνεις τόσο δύσκολα βόλτα κι εγώ σου είμαι βάρος. Καλύτερα να φύγω και να κοιτάξω να βγάλω μόνος μου το ψωμί μου».

Ο πατέρας του έδωσε την ευχή του και τον αποχωρίστηκε λυπημένος. Τον καιρό εκείνο ο βασιλιάς μιας πανίσχυρης πολιτείας έκανε πόλεμο το παλικάρι λοιπόν μπήκε στο στρατό του και ξεκίνησε για τη μάχη. Κι όταν έφτασαν μπροστά στον εχθρό, η σύγκρουση ήταν τρομερή κι ο κίνδυνος μεγάλος. Ο ουρανός έβρεχε μολύβι κι οι στρατιώτες τού βασιλιά σωριάζονταν νεκροί ολόγυρα του. Τέλος σκοτώθηκε κι ο στρατηγός τους, κι οι νικημένοι πολεμιστές δείλιασαν κι ήταν έτοιμοι να το βάλουν στα πόδια. Τότε όμως μπήκε μπροστά το παλικάρι, τους έδωσε κουράγιο και φώναξε:

-«Δεν θ’ αφήσουμε την πατρίδα μας να χαθεί!»

Τον ακολούθησαν κι οι άλλοι κι έτσι κατάφεραν τελικά να νικήσουν. Όταν το 'μαθε ο βασιλιάς πως μονάχα σ’ αυτόν χρωστούσε τη νίκη, τον έκανε αρχιστράτηγο, πρώτο και καλύτερο στο βασίλειο του, και του χάρισε θησαυρούς πολλούς.

Ο βασιλιάς είχε μια κόρη πεντάμορφη. Η πεντάμορφη βασιλοπούλα όμως είχε μια παραξενιά: είχε δώσει όρκο πως δεν θα 'παιρνε άντρα της παρά μόνον όποιον της ορκιζόταν ότι θα έμπαινε μαζί της στον τάφο, αν τύχαινε πρώτη εκείνη να πεθάνει.

-«Αν μ’ αγαπάει μέσα απ’ την καρδιά του», έλεγε, «τι τη θέλει τη ζωή του, όταν εγώ θα 'χω πεθάνει;» Αν πάλι πέθαινε ο άντρας της πρώτος, τότε θα τον ακολουθούσε κι εκείνη ζωντανή στον τάφο. Αυτή η αλλόκοτη απαίτηση που είχε, τρόμαζε ως τότε όλους τους υποψήφιους γαμπρούς. Το παλικάρι όμως θαμπώθηκε τόσο απ’ την ομορφιά της που δεν νοιάστηκε καθόλου γι’ αυτή την παραξενιά της, παρά ζήτησε αμέσως το χέρι της απ’ το βασιλιά.

-«Ξέρεις τι όρκο πρέπει να πάρεις για να δεχτεί η θυγατέρα μου να σε παντρευτεί;» τον ρώτησε ο βασιλιάς.

-«Ναι», αποκρίθηκε το παλικάρι. «Αν πεθάνει πρώτη, τότε θα πρέπει να κατέβω μαζί της ζωντανός στον τάφο . Αλλά η αγάπη μου είναι τόσο μεγάλη που δεν υπολογίζω κανέναν κίνδυνο». Συμφώνησε τότε ο βασιλιάς και ο γάμος έγινε με μεγαλοπρέπεια.

Έζησαν καιρό πολύ χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι. Ώσπου ξαφνικά η νεαρή βασίλισσα αρρώστησε βαριά και κανένας γιατρός δεν βρισκόταν να την κάνει καλά. Κι όταν πια άφησε την τελευταία της πνοή, ο νεαρός βασιλιάς θυμήθηκε με φρίκη την υπόσχεση που της είχε δώσει. Αλλά δεν υπήρχε τρόπος να ξεφύγει. Ο βασιλιάς πατέρας της είχε βάλει φρουρούς σ’ όλες τις πύλες της πολιτείας: ήταν αδύνατον να ξεφύγει απ’ τη μοίρα του. Και τη μέρα που η νεκρή κηδεύτηκε, τον κατέβασαν κι αυτόν στην υπόγεια κρύπτη, όπου βρίσκονταν οι βασιλικοί τάφοι, κλείδωσαν και μαντάλωσαν την πόρτα κι έφυγαν.

Δίπλα στο φέρετρο ήταν τοποθετημένο ένα τραπεζάκι με τέσσερα κεριά, τέσσερα καρβέλια ψωμί και τέσσερα κανάτια κρασί. Μόλις θα τέλειωναν, τον περίμενε κι αυτόν ο θάνατος. Καθόταν λοιπόν βουτηγμένος στη λύπη και στο παράπονο, έτρωγε κάθε μέρα μια μπουκίτσα ψωμί κι έπινε μια γουλιά κρασί μονάχα. Κι έβλεπε μέσα στο σκοτάδι το θάνατο να τον ζυγώνει κάθε στιγμή και περισσότερο. Κι έτσι όπως καθόταν κι έκλαιγε τη μοίρα του, είδε σε μια γωνιά της κρύπτης ένα φίδι να σέρνεται και να πλησιάζει τη νεκρή. Ο νεαρός βασιλιάς νόμισε ότι το φίδι πήγαινε να χορτάσει με τη σάρκα της πεθαμένης γυναίκας του. Σηκώθηκε λοιπόν, τράβηξε το σπαθί του και είπε:

«Όσο ζω και βρίσκομαι, δεν θα σ’ αφήσω να την αγγίξεις!» Και μ’ αυτά τα λόγια έκοψε το φίδι σε τρία κομμάτια. Μετά από λίγο ένα δεύτερο φίδι πρόβαλε στη γωνιά. Βλέποντας όμως το πρώτο φίδι σκοτωμένο και κομματιασμένο, γύρισε πίσω στην τρύπα του και ξανάρθε σε λίγο κουβαλώντας στο στόμα του τρία πράσινα φύλλα. Πήρε ύστερα τα τρία κομμάτια του νεκρού φιδιού, τα ταίριασε μεταξύ τους και σκέπασε τις τρεις πληγές με τα τρία πράσινα φύλλα. Αμέσως οι πληγές έκλεισαν, το σκοτωμένο φίδι σάλεψε, ζωντάνεψε ξανά. Και τα δυο μαζί έτρεξαν να χωθούν στη φωλιά τους. Τα φύλλα έμειναν πεσμένα στο δάπεδο.

Το δύστυχο το παλικάρι, που είχε δει τα πάντα, αναρωτήθηκε μήπως η μαγική δύναμη των φύλλων μπορούσε να γιατρέψει κι ανθρώπους. Τα μάζεψε λοιπόν, έβαλε ένα στο στόμα της νεκρής και τ’ άλλα δυο στα μάτια της. Την ίδια κιόλας στιγμή το αίμα άρχισε και πάλι να τρέχει στις φλέβες της, ανέβηκε στο πρόσωπο της και ρόδισε ξανά τα μάγουλα της. Πήρε ανάσα η βασίλισσα, άνοιξε τα μάτια της και ρώτησε:

-«Αχ, Θεέ μου, πού βρίσκομαι;»

-«Είσαι πλάι μου, αγαπημένη μου γυναίκα», της αποκρίθηκε το παλικάρι και της διηγήθηκε όλα όσα είχαν συμβεί και πώς είχε καταφέρει να την ξαναφέρει στη ζωή. Της έδωσε ύστερα ψωμί και κρασί κι όταν εκείνη συνήλθε λιγάκι, σηκώθηκε και πήγαν μαζί κι οι δυο τους στην πόρτα. Εκεί άρχισαν να χτυπούν και να φωνάζουν τόσο δυνατά που οι φρουροί τούς άκουσαν και έστειλαν μαντάτο στο βασιλιά. Ο βασιλιάς κατέβηκε ο ίδιος κι άνοιξε την πόρτα της κρύπτης. Και όταν τους είδε και τους δυο μπροστά του γερούς και δυνατούς, κόντεψε να τρελαθεί απ’ τη χαρά του, τώρα που είχε πια περάσει η συμφορά. Ο νεαρός βασιλιάς όμως μάζεψε τα τρία φύλλα του φιδιού και τα 'δωσε στον υπηρέτη του να τα κρύψει, λέγοντας:

-«Φύλαξε τα σαν τα μάτια σου, γιατί ποιος ξέρει τι έχουμε ακόμα ν’ αντιμετωπίσουμε!»

Αλλά η βασιλοπούλα είχε αλλάξει πολύ από την ημέρα που αναστήθηκε: λες κι είχε σβήσει, λες κι είχε χαθεί όλη η αγάπη που είχε μέσα στην καρδιά της για τον άντρα της. Και μετά από κάμποσο καιρό, όταν εκείνος αποφάσισε να περάσουν μαζί τη θάλασσα για να δούνε τον γέρο-πατέρα του, η γυναίκα του λησμόνησε την πίστη και την αγάπη του, λησμόνησε ότι την είχε σώσει απ’ το θάνατο, κι οι σκέψεις του κακού άρχισαν να τριγυρίζουν στο μυαλό της: η νεαρή βασίλισσα αγάπησε τον καπετάνιο του καραβιού. Και μια μέρα που ο άντρας της κοιμόταν ξαπλωμένος στο κατάστρωμα, φώναξε τον καπετάνιο, έπιασαν τον κοιμισμένο απ’ τους ώμους και απ’ τα πόδια και τον έριξαν στο νερό. Κι ύστερα η βασιλοπούλα είπε στον καπετάνιο:

«Τώρα θα γυρίσουμε πίσω και θα πούμε ότι πέθανε στο ταξίδι. Θα σε παρουσιάσω στον πατέρα μου και θα μιλήσω για σένα με τέτοια ωραία λόγια που θα μας δώσει την άδεια να παντρευτούμε και θα σου δώσει το θρόνο του».

Αλλά ο πιστός υπηρέτης, που όλα τα είχε δει, έλυσε μια βαρκούλα από το καράβι, μπήκε μέσα κι άφησε τους προδότες να φύγουν. Μετά από λίγο κατάφερε να βρει τον πνιγμένο αφέντη του και τον μάζεψε μέσα στη βάρκα. Αμέσως έβγαλε τα τρία φύλλα του φιδιού, ακούμπησε ένα στο στόμα και τ’ άλλα δυο στα μάτια του, κι ο πνιγμένος ξαναγύρισε στη ζωή.

Μέρα και νύχτα τραβούσαν κουπί κι οι δυο τους, μ’ όλη τους τη δύναμη. Και η βαρκούλα τους αρμένιζε τόσο γρήγορα που έφτασαν στην πολιτεία του γέρο-βασιλιά πριν απ’ το καράβι με τους δυο προδότες. Ο βασιλιάς απόρησε που τους είδε να φτάνουν μονάχοι και τους ρώτησε τι είχε συμβεί. Όταν έμαθε για τη φριχτή κακία της κόρης του, είπε:

«Δεν μπορώ να το πιστέψω ότι η θυγατέρα μου έκανε τέτοιο πράγμα. Η αλήθεια όμως δεν θ’ αργήσει να λάμψει στο φως».

Και έκρυψε τους δυο ναυαγούς σε μια μικρή κάμαρη και τους ορμήνεψε να μη φανερωθούν σε κανέναν. Μετά από λίγο έφτασε και το μεγάλο καράβι. Κι η κακιά βασιλοπούλα παρουσιάστηκε στον πατέρα της με τη θλίψη ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της.

«Γιατί γύρισες μόνη σου; Πού είναι ο άντρας σου; », τη ρώτησε ο πατέρας της.

-«Αχ, πατέρα μου καλέ», του αποκρίθηκε, «μεγάλη συμφορά μάς βρήκε. Ο άντρας μου αρρώστησε στο ταξίδι και πέθανε. Κι αν δεν ήταν αυτός ο γενναίος καπετάνιος, να με φροντίσει και να με βοηθήσει, θα είχα πεθάνει κι εγώ μαζί του. Ήταν μπροστά και θα σου τα πει κι ο ίδιος».

Ο βασιλιάς τότε μίλησε και είπε: «Εγώ, κόρη μου, θα τον αναστήσω τον πεθαμένο». Κι ανοίγοντας την πόρτα της κρυψώνας τους, κάλεσε έξω τον νεαρό βασιλιά και τον υπηρέτη του. Μόλις η γυναίκα αντίκρισε τον άντρα της, τα γόνατα της λύγισαν και πεσμένη στα πόδια τους γύρεψε συγχώρεση. Ο γέρο-βασιλιάς όμως είπε:

-«Δεν σου αξίζει συγχώρεση. Εκείνος πρόθυμα σ’ ακολούθησε στον τάφο όταν πέθανες και σου ξανάδωσε τη ζωή. Εσύ όμως τον σκότωσες στον ύπνο του. Τώρα θα τιμωρηθείς, όπως σου αξίζει».

Και την έριξαν μαζί με τον καπετάνιο σ’ ένα βαρκάκι μισοβουλιαγμένο, τους έσυραν στ’ ανοιχτό πέλαγος και τους άφησαν να χαθούν μέσα στα κύματα.

Πηγή

ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΓΚΡΙΜΜ -Εκδόσεις ΑΓΡΑ