ΑΝΑ ΤΑΣ ΟΔΟΥΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ
1 =Εισαγωγή
Το πεζογράφημα αυτό του Άγγελου Βλάχου δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην Εφημερίδα των Συζητήσεων της 24 Δεκεμβρίου 1893. Μέσα από τις γραμμές του σύντομου αυτού κειμένου μπορεί ο αναγνώστης να δει κάποιες καθημερινές εικόνες της τότε Αθήνας. Η γλώσσα του κειμένου (η καθαρεύουσα του τέλους του 19ου αιώνα) μεταφέρθηκε στη σημερινή καθομιλουμένη.
2 Στους δρόμους της Αθήνας
Ας μην ανησυχήσει ο κύριος Δήμαρχος Αθηναίων. Δεν έχουμε σκοπό να επιθεωρήσουμε τους δρόμους της πόλεως.
Την επιθεώρηση αυτών θα επιχειρήσουμε ίσως κάποιαν άλλη ημέρα, όταν παρέρθει ο καιρός των βροχών και του βορβόρου, και καταστεί έτσι οπωσδήποτε ακίνδυνη η εκπλήρωση ενός τέτοιου έργου. Δεν θα περιμένουμε, εννοείται, τον κονιορτό του καλοκαιριού, γιατί θα είμαστε υποχρεωμένοι να δούμε με τον φόβο να τυφλωθούμε. Θα εκλέξουμε μία από τις σπάνιες ημέρες, κατά την οποία δεν θα υπάρχει κονιορτός ούτε βόρβορος. Επειδή δε οι ημέρες αυτές είναι σπάνιες, σπανιότατες στην Αθήνα, γιατί και όταν υπάρχει κονιορτός, ξέρουν την τέχνη οι καταβρέκτες του Δήμου να μεταβάλλουν αυτόν σε βόρβορο, χαμογελά ήδη βεβαίως ξέγνοιαστα ο κύριος Δήμαρχος, συλλογιζόμενος ότι θα περιμένουμε για πάρα πολύ να ανατείλει η εξαιρετική εκείνη ημέρα.
Ε! ποιός ξέρει; Ο μέγας της Ελλάδος θεός, ο θεός που δώρισε στους Έλληνες το κοινοβουλευτικό πολίτευμα και το γαλλικό θέατρο, αυτός που μας έδωσε το θείο δώρο του χρηματιστηρίου και μας εκπολίτισε μέχρι και με το κυνήγι της Αλεπούς και των bals en calicot, θα ευδοκήσει να χαρίσει και στην Αθήνα μίαν ημέρα χωρίς βόρβορο και χωρίς κονιορτό.
Δεν την περιμένουμε, βλέπετε, από τους ανθρώπους, αλλά την περιμένουμε από τον θεό, ο οποίος σήμερα τουλάχιστον, εκεί που καταντήσαμε, αφού δεν ευδοκεί να μας βρέξει λίγο χρυσό για τα τοκομερίδια, μπορεί επί τέλους και να πάψει να βρέχει νερό για λίγες ημέρες. Μία από τις ημέρες αυτές θα επιθεωρήσουμε και εμείς τους δρόμους της πρωτεύουσας και την κατάσταση αυτών.
Σήμερα σκοπό μόνον έχουμε να μεταδώσουμε στους αναγνώστες μας λίγες από τις πρόχειρες διασκεδάσεις και τέρψεις, τις οποίες παρέχουν δωρεάν οι δρόμοι των Αθηνών σε κάθε κάτοικο ή διαβάτη, αστό ή ξένο, επαρχιώτη ή αλλοδαπό.
Για να τις απολαύσει κανείς όλες, δεν είναι πάντοτε ανάγκη να βγει στον δρόμο. Ενσκήπτουν αυτές από τον δρόμο στον άκακο θνητό που μόλις ξύπνησε ή και ακόμη κοιμάται, απαράλλακτα όπως στην οθωμανική παροιμία το βουνό πηγαίνει στον Μωάμεθ, όσες φορές αυτός δεν ευκαιρεί να μεταβεί σε εκείνο.
Ας αφήσουμε τους δυστυχείς σαλεπιτζήδες, οι οποίοι, αν δεν ανήκουν ήδη στο παρελθόν, έχουν όμως αναντίρρητα χάσει το μεγαλείο τους. Αναγκάστηκαν από τον συνεχώς εξελισσόμενο πολιτισμό των Αθηναίων να καταπιάνονται με πάρα πολλά και να γίνουν πολυτεχνίτες, για να προσθέσουν στο αρχικό και πατριαρχικό τους επάγγελμα πολλά άλλα, να μεταβληθούν από πλανοδίους πωλητές σε καθιστικούς εμπόρους, να γίνουν χαλβαδοπώλες και βουτυροπώλες, να ανοίξουν τέλος εμπορικά καταστήματα και να γίνουν φορολογούμενοι επιτηδευματίες, προς αγαλλίαση του οικονομικού εφόρου, αφού δεν μπορούσαν διαφορετικά να κερδίσουν τον ολιγαρκή και πενιχρό τους βίο.
Γιατί . . . . ποιός πίνει πλέον σαλέπι στην Αθήνα, όπου και αυτός ο καφές κινδυνεύει να εκθρονισθεί από το τσάι; Ίσως κάποια βρογχοπαθής γριά, ή επαρχιώτης μαθητής προσκείμενος στα παλαιά, που δεν έχει ακόμα αποκτήσει εμπειρία στην μικροπολιτική σκουριά του θεάτρου των Ποικιλιών.
Γι' αυτό και σπανία ακούγεται, βραχνή, δειλή και εξασθενημένη στον δρόμο η φωνή του πρωινού σαλεπιτζή.
Αλλά αντί αυτής όμως ποιά - Θεέ και Κύριε! - είναι η φοβερή εκείνη κραυγή, που σχίζει τα αυτιά σαν μελωδικό κορύφωμα νεοβαγκνερικής μουσικής, και που καλύπτει τον κυλιόμενο δυνατό κρότο των τροχών της άμαξας που περνά; Είναι σάλπισμα δαίμονος κρυολογημένου, ή απαίσιος ήχος πανιού που ξεσκίζεται; είναι κρωγμός υπερμεγέθους ροκάνας ή γαύγισμα κάποιου θηρίου της Αποκαλύψεως; Είναι μυκηθμός ζώου ή άναρθρη κραυγή κάποιου παράφρονα;
Τίποτε απ' όλα αυτά. Είναι απλούστατα η μουσική πρόσκληση του αρτοπώλη του σπιτιού.
Πάνω σε κάτι που μοιάζει σαν θριαμβικό δίφρο και σαν γήινος τοποτηρητής της θείας πρόνοιας περιφέρει στα σπίτια των πελατών του το επιούσιο ψωμί τους σταμάτησε μπροστά στη πόρτα σας τον γρήγορο τριποδισμό του ασθματικού του αλόγου, και φυσά με φουσκωμένα μάγουλα την μπρούτζινη σάλπιγγά του. Αυτός δεν μοιάζει με τον ράθυμο καραγωγέα της καθαριότητας, που αδιαφορεί εντελώς αν θα ακουσθεί· αντίθετα θέλει να τον ακούσουν όλοι, και ο οξύς ήχος του φοβερού του σαλπίσματος, κάνει τα τζάμια των παραθύρων να τρίζουν, σχίζει τα αυτιά των ενοίκων, εξωθεί τον σκύλο του σπιτιού οικίας σε σπαρακτικές κραυγές και σε κακαρίσματα αγωνίας τις κότες της αυλής, φθάνει τέλος διαπεραστικός στο μαγειρείο.
Σωθήκαμε! Η μαγείρισσα βγήκε στον δρόμο και παρέλαβε το σιτηρέσιο του σπιτιού. Ο σαλπιστής έφυγε, και η παράφωνη ηχώ της σάλπιγγάς του ακούγεται παραπέρα να αναστατώνει την γειτονιά.
Και όμως υπάρχει κάπου άρθρο του ποινικού Νόμου, που προβλέπει την τιμωρία για την διατάραξη της οικιακής ειρήνης των πολιτών.
Να μείνουμε ακόμη μέσα στο σπίτι, για να ακούσουμε αλληλοδιαδόχως τας ποικίλες κραυγές αυτού που αγοράζει μποτί...λιες, αυτού που ζητά χαλκώματα να γανώσει και του αδύνατου γυρολόγου, που πανηγυρίζει με έρρινη ψαλμωδία το περιεχόμενο της πραμάτειας του φορτωμένη πάνω στον γάιδαρο;
Ας μας λείψει.
Αρκετά ήδη μας ξεκούφανε ο ψωμάς. Ας βγούμε στους δρόμους, όπου περιμένουν άλλες και πολλές ψυχαγωγίες.
Πρώτα, είναι αδύνατον να μη συναντήσουμε κάπου κάποια πρόσφατη τάφρο σκαμμένη μπροστά στα πόδια μας. Οι αθηναίοι συνήθισαν από την μακρά ανοχή των αρχών να θεωρούν τους δρόμους της πόλεως των σαν ιδιόκτητο χωράφι, το οποίο οργώνουν και ανασκάπτουν και διβολίζουν, σαν να επρόκειτο να το φυτέψουν με σπαράγγια. Κάποιος εδώ ανοίγει χαντάκι, για να φέρει στο σπίτι του το νερό ή το φωταέριο, ο άλλος πιο κει ανοίγει μεγαλύτερο για να μεταγγίσει στις γηραιές και αποστεωμένες πλέον αρτηρίες των υπονόμων της πόλεως τις περιττές ευωδίες του μαγειρείου και . . . . άλλων μερών του σπιτιού του. Και όλα αυτά γίνονται ελευθέρα, χωρίς κωλύματα, όπως θέλει και κρίνει πρόσφορο κάθε συνταγματικός πολίτης των Αθηνών, έχοντας δίκαιη αξίωση, επειδή ψηφίζει τακτικά και άτακτα πληρώνει τους φόρους του, να ασκεί ανεξέλεγκτα όσα νομίζει ότι είναι δικαιώματα ελευθέρου πολίτη.
Αν μετά από μερικές ημέρες περάσετε πάλι εκεί από την τάφρο, θα δείτε στη θέση της ένα λόφο βορβόρου, και μετά από μερικές άλλες ημέρες, όταν τον βόρβορο έχουν πάρει τα πόδια των διαβατών ή τον έχει ξεπλύνει η βροχή, θα υπάρχει φαρδύ βρώμικο αυλάκι.
Ας προχωρήσουμε. Θέλετε στο πεζοδρόμιο ή στον δρόμο;
Αλλά εκείνο είναι δυστυχώς μόνο κατ όνομα πεζοδρόμιο, πράγματι δε ό,τι άλλο θέλετε. Εκεί έχει συσσωρεύσει μπροστά στη πόρτα του όλα του τα κοφίνια ο μανάβης, και ο παντοπώλης όλα του τα σαρδελλοβάρελα. Εκεί έχει παρατάξει ο καφεπώλης τα σιδηρά του τραπεζάκια και τα κουτσά του καθίσματα. Εκεί πολλές φορές το καλοκαίρι αναπτύσσονται ολόκληρα υπαίθρια εστιατόρια. Εκεί ίσως θα πέσετε πάνω σε κομψό καροτσάκι, πάνω στο οποίο η τροφός κάποιου γνωστού σπιτιού έχει βγάλει βόλτα το μαμμόθρεφτο νήπιο. Εκεί θα σας εμποδίσει το βήμα σας παρέα αργόσχολων που αναρωτιούνται για τα νέα της ημέρας. Εκεί κινδυνεύετε να γκρεμοτσακιστείτε σε πολλά σημεία στα ταρτάρεια βάθη των υπογείων αποθηκών των εμπορικών καταστημάτων, των οποίων την βρωμερή καταπακτή ξέχασε να κλείσει ο υπηρέτης, ή να σκοντάψετε σε γιγαντιαίο άδειο κιβώτιο, από το οποίο πριν από λίγο βγήκαν οι τελευταίοι νεωτερισμοί των Παρισίων. Τα πεζοδρόμια χρησιμεύουν στην Αθήνα για τα πάντα και στους πάντες· μόνον εις τους πεζούς διαβάτες δεν χρησιμεύουν. Είναι δε στα αλήθεια απορίας άξιο, πώς ξέφυγαν μέχρι τούδε της προσοχής των ποδηλατών. Δεν εννοώ τι θα τους εμπόδιζε να εισβάλουν και σε αυτά. Ίσως τους αποθαρρύνει κάπως η ιδέα, διότι καλύτερα είναι να πέφτει κανείς στα μαλακά.
Δόξα τω Θεώ! Ιδού τέλος και ένα πεζοδρόμιο αδειανό.
Περνάτε αργά, με αργό βηματισμό και με ελεύθερη αναπνοή. Είσθε αμέριμνος, συλλογίζεσθε ποιος ξέρει τι ωραία πράγματα, κουνάτε ήσυχα το ραβδί σας, και ρουφάτε ηδονικά τον καπνό του τσιγάρου σας, όταν ξαφνικά . . . Πραφ! με μιας από ψηλά, τρία βήματα εμπρός σας - αν είσθε τυχερός - ή στο κεφάλι σας αν είστε άτυχος, χύνεται βαρύς και ρυπαρός Νιαγάρας. Κατάπληκτος, καταβρεγμένος και βλασφημώντας σηκώνετε το βλέμμα, και βλέπετε υψηλά εκεί χαμογελαστή και με γυμνά πόδια υπηρέτρια, να σφουγγαρίζει τον εξώστη του σπιτιού και βρέχει αμέριμνα πάνω στο κεφάλι σας το υγρό της βόρβορο.
Φωνάζετε, αν είσθε τολμηρός, και ακούτε σε απάντηση τα γέλια της, συνοδευόμενα πολλές φορές εν χορώ από τους περαστικούς διαβάτες. Σιωπάτε, αν είστε δειλός, και περνάτε, μακαρίζοντας την πρωτεύουσα και τις αρχές της. Δεν είστε ο πρώτος, ούτε θα είστε ο τελευταίος.
Δεν ξέρω, τι θα κάμει από την πρώτη Ιανουαρίου η στρατιωτική αστυνομία. Αλλά ό,τι έκαμε μέχρι τούδε η διοικητική, για να καταστήσει τους δρόμους της πρωτεύουσας προσιτούς και ασφαλείς στους κατοίκους αυτής, δεν παρέχει βεβαίως υλικό για να γράψεις επικό ποίημα ή πανηγυρικό λόγο. Ίσως κάποιος από τους νεωτέρους συμβολιστές να αντλήσει από αυτά το θέμα κάποιας βαθιάς αλληγορίας. Το βέβαιον όμως είναι, ότι η παροιμιακή δόξα της ελεύθερης Κέρκυρας ωχρίασε προ πολλού μπροστά στην αίγλη των Αθηνών.
3 Πηγή
Άγγελου Βλάχου – ΑΝΑΛΕΚΤΑ- Τόμος 1ος- Διηγήματα-Κοινωνικαί εικόνες και με