Η ΑΘΗΝΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΩΣ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ

Από The Stelios Files
Αναθεώρηση ως προς 13:45, 30 Απριλίου 2016 από τον Admin (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με '<p><i><strong>H μεν γαρ χάρις της γης η αυτή, το ευκραές, το οπωροφόρον, το παμφόρον, ο μελιχρός Υμητ...')
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)

H μεν γαρ χάρις της γης η αυτή, το ευκραές, το οπωροφόρον, το παμφόρον, ο μελιχρός Υμηττός, ο ευγάληνος Πειραιεύς, η μυστηριώδης Ελευσίς ήν ότε, η των Μαραθωνομάχων ιππήλατος πεδιάς ή τε Ακρόπολις αύτη, εφ' ης εγώ νυν καθήμερος αυτήν δοκώ πατείν την άκραν του ουρανού.

Έτσι περιγράφει στα τέλη του 12ου αιώνα ο λόγιος μητροπολίτης Αθηνών Μιχαήλ Χωνιάτης την ομορφιά του αττικού τοπίου, το οποίο παρέμεινε αναλλοίωτο και ανεπηρέαστο από τις μεγάλες κοινωνικές, πολιτιστικές και θρησκευτικές αλλαγές που συντελέστηκαν στη διάρκεια πολλών αιώνων και μετέβαλαν την πόλη-σύμβολο της κλασικής αρχαιότητας σε μια περιφερειακή πόλη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, ονόματι μόνον και σεμνοίς ερειπίοις γνωριζομένη.

1 Υστερορωμαϊκή και πρωτοβυζαντινή περίοδος

Η ιστορία της χριστιανικής Αθήνας αρχίζει το 53 μ.Χ., όταν ο απόστολος Παύλος κήρυξε στην Πνύκα μπροστά στα μέλη του συμβουλίου του Αρείου Πάγου τη νέα θρησκεία, συνοψίζοντας το πνευματικό της περιεχόμενο στην περίφημη φράση: ο θεός ουκ εν χειροποιήτοις ναοίς κατοικεί ουδέ υπό χειρών ανθρώπων θεραπεύεται. Το κήρυγμα του Παύλου δεν είχε μεγάλη απήχηση στους Αθηναίους, δημιουργήθηκε όμως από τότε μια μικρή χριστιανική κοινότητα με πρώτο επίσκοπο τον Διονύσιο Αρεοπαγίτη. Η κοινότητα συνέχισε τη ζωή της στους δύο επόμενους αιώνες, όπως φαίνεται από τα λιγοστά ονόματα επισκόπων που αναφέρονται στις πηγές, δεν έχουν όμως εντοπισθεί υλικά τεκμήρια της ύπαρξής της στην περίοδο αυτή. Τα πρώτα αρχαιολογικά ευρήματα, επιτύμβιες πλάκες με αδέξια χαραγμένες επιγραφές και πήλινοι λύχνοι με χριστιανικά σύμβολα, χρονολογούνται στα μέσα του 4ου και στο πρώτο μισό του 5ου αιώνα και φανερώνουν τη βραδεία διείσδυση του χριστιανισμού στην πόλη και τη διάδοσή του αρχικά στα κατώτερα στρώματα του πληθυσμού. Στα ύστερα ρωμαϊκά χρόνια η Αθήνα, πνευματικό και καλλιτεχνικό κέντρο της αυτοκρατορίας, γνωρίζει μια τελευταία περίοδο ακμής. Χάρη στην εύνοια και τις χορηγίες των ρωμαίων αυτοκρατόρων αλλά και πλούσιων ιδιωτών, η πόλη κοσμείται στον 1o και το 2o μ.Χ. αιώνα με λαμπρά δημόσια κτήρια, και στα χρόνια του Αδριανού διπλασιάζει την έκτασή της προς την περιοχή του Ιλισού. Την εικόνα αυτή της ακμάζουσας πόλης και των μνημείων της μας διασώζει ο Παυσανίας στα μέσα του 2oυ μ.Χ. αιώνα. Ωστόσο το 267 μ.Χ. η καταστροφική επιδρομή και η πυρπόληση της πόλης από τους Έρουλους, βαρβαρικό φύλο του βορρά, θα διακόψει απότομα αυτή την περίοδο και θα οριοθετήσει το τέλος της κλασικής πόλης. Η Αθήνα θα επιβιώσει συρρικνωμένη σε μια μικρή έκταση γύρω από την Ακρόπολη. Η Αρχαία Αγορά, όπου διασώθηκε ακέραιος μόνο ο ναός του Ηφαίστου (Θησείο), θα εγκαταλειφθεί για περισσότερο από ένα αιώνα. Θα εγκαταλειφθεί επίσης το αρχαίο θεμιστόκλειο τείχος που είχε επισκευαστεί από τον αυτοκράτορα Βαλεριανό λίγα χρόνια πριν από την εισβολή των Ερούλων. Ένα νέο τείχος, το λεγόμενο υστερορωμαϊκό, πολύ μικρότερης έκτασης, οικοδομείται ανάμεσα στα 276-282, με υλικό από τα ερειπωμένα κτήρια, για να προστατέψει τους κατοίκους από τις βαρβαρικές επιδρομές. Το τείχος αυτό, που αποτέλεσε στο εξής τον κυρίως αμυντικό περίβολο της πόλης, ξεκινούσε από τη ΒΔ γωνία κάτω από τα Προπύλαια, ακολουθούσε την οδό των Παναθηναίων και περιελάμβανε στα βόρεια της Ακρόπολης την περιοχή της Ρωμαϊκής Αγοράς και τη Βιβλιοθήκη του Αδριανού, και στα νότια την περιοχή από το Ηρώδειο ως το Διονυσιακό θέατρο.

Η ανάκαμψη ωστόσο δεν θα καθυστερήσει. Ήδη στα μέσα του 4ου αιώνα η Αθήνα αποτελεί σημαντικό εκπαιδευτικό κέντρο, όπου φιλομαθείς νέοι από όλη την αυτοκρατορία, εμπνεόμενοι από τα ιδεώδη της κλασικής παιδείας, συρρέουν για να ακούσουν τη διδασκαλία φημισμένων δασκάλων. Στις σχολές της θα μαθητεύσει ο Λιβάνιος και εδώ θα συναντηθούν ο νεαρός Ιουλιανός, που ως αυτοκράτορας θα επιχειρήσει την αποκατάσταση της αρχαίας θρησκείας, και οι μετέπειτα πατέρες της Εκκλησίας Βασίλειος ο Μέγας και Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός. Στη διάρκεια του 5ου αιώνα η Ακαδημία θα γνωρίσει την τελευταία της ακμή έχοντας επικεφαλής σημαντικούς νεοπλατωνικούς φιλοσόφους, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζει ο Πρόκλος. Ωστόσο ο φιλόσοφος Συνέσιος, μελλοντικός επίσκοπος της Κυρήνης, που επισκέπτεται την πόλη μεταξύ 395 και 399, ερχόμενος από την Αλεξάνδρεια, γράφει ότι ουδέν έχουσιν αι Αθήναι σεμνόν άλλ' ή τα κλεινά των χωρίων ονόματα. Η μαρτυρία αυτή μοιάζει υπερβολική, πιθανόν όμως να συνδέεται με τις καταστροφές που προκάλεσε το 396 η επιδρομή των Βησιγότθων του Αλαρίχου, οι οποίοι λεηλάτησαν τα περίχωρα και έφτασαν έξω από το υστερορωμαϊκό τείχος. Η ανάπτυξη της πόλης τεκμηριώνεται, πάντως, από τη γρήγορη επέκτασή της έξω από τα στενά όρια του υστερορωμαϊκού τείχους και την αναζωογόνηση της οικοδομικής δραστηριότητας. Στις αρχές του 5ου αιώνα η Ακαδημία, η Βιβλιοθήκη του Αδριανού, η σκηνή του Διονυσιακού Θεάτρου, η Θόλος και το Μητρώο επισκευάζονται και νέα οικοδομήματα ανεγείρονται: το επιβλητικό Γυμνάσιο της Αρχαίας Αγοράς, ένα οικοδόμημα προς τιμήν των αυτοκρατόρων Αρκαδίου και Ονωρίου στην περιοχή της σημερινής Μητρόπολης, και ιδιωτικές σχολές στις υπώρειες του Αρείου Πάγου και στα νότια της Ακρόπολης. Σε όλη αυτή την περίοδο κυριαρχεί ο παγανιστικός χαρακτήρας και επιβιώνουν ορισμένοι θεσμοί της κλασικής πόλης και τελετές της αρχαίας λατρείας, όπως ο θεσμός του επώνυμου άρχοντα που διατηρήθηκε ως το 485 και η περίφημη πομπή των Παναθηναίων που εξακολούθησε να τελείται σε όλο τον 5ο αιώνα. Είναι ωστόσο φανερό ότι παρά τις επιβιώσεις η ελληνορωμαϊκή παράδοση δύει και πλάι της αναδύεται ο νέος χριστιανικός κόσμος. Αυτή η αργή διαδικασία αντανακλάται στη διακόσμηση των πήλινων λύχνων που βρέθηκαν στις ανασκαφές της Αρχαίας Αγοράς και του Κεραμεικού: τα παγανιστικά θέματα αντικαθίστανται βαθμιαία, μετά τα μέσα του 5ου αιώνα, από τα χριστιανικά σύμβολα, το χριστόγραμμα και τον σταυρό.

Στα μέσα του 5ου αιώνα χρονολογούνται επίσης οι πρώτες χριστιανικές εκκλησίες της Αθήνας. Στο διοικητικό κέντρο της πόλης, στην αυλή της Βιβλιοθήκης του Αδριανού, χτίζεται το Τετράκογχο, ένας μαρμάρινος περίκεντρος ναός, κτίσμα πιθανώς αυτοκρατορικό, και στη νησίδα του Ιλισσού, πλάι στον ταφικό θάλαμο που στέγαζε τα λείψανα του επισκόπου της Αθήνας Λεωνίδη, μια μεγάλη τρίκλιτη βασιλική με ψηφιδωτά δάπεδα, γλυπτό διάκοσμο και ορθομαρμαρώσεις. Τα κατάλοιπα των δύο εκκλησιών που διασώζονται φανερώνουν τη λαμπρότητα των οικοδομημάτων και τη συνέχιση της ελληνορωμαϊκής παράδοσης. Η ανασκαφική έρευνα έχει επισημάνει πέντε ακόμη βασιλικές εκτός των τειχών. Έχει επίσης διασωθεί μεγάλος αριθμός αρχιτεκτονικών μελών που προέρχονται από παλαιοχριστιανικές εκκλησίες, ένδειξη ότι ο αριθμός των εκκλησιών ήταν ακόμη μεγαλύτερος. Η ίδρυση των πρώτων χριστιανικών εκκλησιών της Αθήνας έχει συνδεθεί από την παράδοση με την αθηναία αυτοκράτειρα Ευδοκία, κόρη του σοφιστή Λεοντίου, ονομαζομένη Αθηναΐδα, η οποία ασπάστηκε τον χριστιανισμό και έγινε σύζυγος του Θεοδοσίου Β'. Η παράδοση περικλείει πιθανώς έναν ιστορικό πυρήνα, όμως η έντονη οικοδομική δραστηριότητα των χριστιανών από τα μέσα του 5ου αιώνα φανερώνει ότι στην Αθήνα, όπως και σε ολόκληρη την αυτοκρατορία, η χριστιανική κοινότητα έχει αυξήσει σημαντικά την επιρροή της στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα και διαχειρίζεται μεγάλους οικονομικούς πόρους.

Οι δύο κόσμοι, ο παγανιστικός και ο χριστιανικός, συνέχιζαν να συνυπάρχουν ειρηνικά έως ότου ο Ιουστινιανός, αποφασισμένος να επιβάλει τη θρησκευτική ενότητα στην αυτοκρατορία, απαγόρευσε το 529 στους ειδωλολάτρες να διδάσκουν τους νέους και έκλεισε την Ακαδημία της Αθήνας, δημεύοντας πιθανότατα την περιουσία της. Οι φιλόσοφοι εγκατέλειψαν τότε την πόλη, οι σοφιστές και οι ρήτορες έμειναν χωρίς μαθητές. Μολονότι η εκπαιδευτική δραστηριότητα δεν πρέπει να έσβησε εντελώς, τα μέτρα αποτέλεσαν βαρύ πλήγμα για την Αθήνα που στερήθηκε βασικούς οικονομικούς πόρους και την ακτινοβολία της. Με την πλήρη επικράτηση του χριστιανισμού στον 6ο αιώνα συνδέεται αναμφίβολα η μετατροπή των αρχαίων ναών, που φαίνεται ότι είχαν πάψει να λειτουργούν από τα τέλη του 5ου αιώνα, σε εκκλησίες. Οι αρχαίοι θεοί είχαν απομακρυνθεί οριστικά και οι άγιοι των χριστιανών μπορούσαν πια να εγκατασταθούν στους χώρους της αρχαίας λατρείας. Στο δεύτερο μισό του 6ου αιώνα ο Παρθενώνας, με τις απαραίτητες μετασκευές -τη μεταφορά της εισόδου στη δυτική πλευρά και τη διαμόρφωση αψίδας στην ανατολική- αφιερώθηκε στην Παναγία. Λίγο αργότερα, στις αρχές του 7ου αιώνα, το Ερέχθειο μετατράπηκε σε τρίκλιτη βασιλική, ο ναός του Ηφαίστου στην Αρχαία Αγορά διαμορφώθηκε σε μονόχωρη εκκλησία και ο μικρός ιωνικός ναός της Αρτέμιδος Αγροτέρας στον Ιλισσό διαρρυθμίστηκε σε εκκλησία. Κατά τη διάρκεια του 6ου αιώνα στη νότια κλιτύ της Ακρόπολης μια τρίκλιτη βασιλική κτίστηκε στη θέση του ιερού του Ασκληπιού και μια μικρή κοιμητηριακή βασιλική κατέλαβε την ανατολική πάροδο του Διονυσιακού θεάτρου. Το τελευταίο πλήγμα για την πόλη υπήρξε η επιδρομή Σλάβων και Αβάρων το 582 που προκάλεσε εκτεταμένες καταστροφές. Είναι πιθανό ότι τότε καταστράφηκαν και ερημώθηκαν οι περισσότερες βασιλικές εκτός των τειχών και το Τετράκογχο στην αυλή της Βιβλιοθήκης του Αδριανού.

2 Σκοτεινοί χρόνοι

Στους δύο επόμενους αιώνες, τους λεγόμενους σκοτεινούς χρόνους, η Αθήνα θα βυθιστεί σιγά-σιγά στην παρακμή που γνωρίζουν όλες οι βυζαντινές πόλεις. Η παρακμή αυτή σχετίζεται με τις σλαβικές και αραβικές επιδρομές, αλλά και με τις μεγάλες διοικητικές, οικονομικές και κοινωνικές μεταβολές που μεταμόρφωσαν τις πόλεις της ύστερης αρχαιότητας -κέντρα αυτόνομης διοίκησης και οργανωμένης αστικής ζωής- σε μεσαιωνικές πόλεις κάστρα. Οι αναφορές των ιστορικών και των χρονογράφων στην Αθήνα είναι τώρα σπάνιες. Πολύτιμη πηγή για την ιστορία αυτής της περιόδου αποτελούν τα χαράγματα του Παρθενώνα, αυτοσχέδιες επιγραφές που χαράχτηκαν στους κίονες του ναού κατά την παλαιοχριστιανική και τη βυζαντινή περίοδο. Οι επιγραφές, κυρίως επικλήσεις προς τον Θεό ή ενθυμήσεις θανάτων, μαρτυρούν την αδιάκοπη συνέχεια της ζωής της πόλης και παρέχουν έμμεσες πληροφορίες για την εκκλησιαστική και τη διοικητική της οργάνωση. Ανάλογες πληροφορίες παρέχουν τα μολυβδόβουλα, οι σφραγίδες που χρησιμοποιούσαν οι εκκλησιαστικοί και οι κρατικοί αξιωματούχοι. Από τις μαρτυρίες αυτές συνάγεται έμμεσα ότι η Αθήνα κατά τους σκοτεινούς αιώνες παραμένει ένα μικρό κέντρο πολιτικοστρατιωτικής και εκκλησιαστικής διοίκησης. Τα τείχη της, που είχαν επισκευασθεί και ενισχυθεί με τετράγωνους οχυρωματικούς πύργους από τον Ιουστινιανό, την καθιστούν ασφαλή, όπως φανερώνει το γεγονός ότι ο αυτοκράτορας Κώνστας Β', καθ' οδόν προς τη Σικελία, διαχειμάζει το 662/3 στην πόλη με τον στρατό και την πολυπληθή ακολουθία του.

Η ανασκαφική έρευνα, που δεν είναι βέβαια ιδιαίτερα εκτεταμένη λόγω της ύπαρξης της σύγχρονης πόλης πάνω στην παλιά, παρέχει πενιχρά δεδομένα για την περίοδο αυτή. Σε όλη τη διάρκεια του 7ου αιώνα στην περιοχή της Αρχαίας Αγοράς η οικοδομική δραστηριότητα φαίνεται να περιορίζεται στη διαμόρφωση πρόχειρων καταλυμάτων και μικρών βιοτεχνικών εγκαταστάσεων για την κατασκευή κεραμιδιών ή την παραγωγή λαδιού στα ερειπωμένα κτήρια της Θόλου, του Μητρώου και του Γυμνασίου των Γιγάντων. Στην ίδια περίοδο έχει χρονολογηθεί η τρίκλιτη βασιλική που διαμορφώθηκε στα ερείπια του Τετρακόγχου, ενώ ένας αριθμός ανάγλυφων αρχιτεκτονικών μελών από εκκλησίες αποτελούν ενδείξεις για μια ευρύτερη οικοδομική δραστηριότητα στην πόλη. Από την άλλη μεριά ο συγκριτικά μεγάλος αριθμός νομισμάτων αυτής της εποχής που βρέθηκαν στις ανασκαφές της Αρχαίας Αγοράς, με αιχμή τα νομίσματα του Κώνσταντα Β', που συνδέονται βέβαια με την παρουσία του αυτοκράτορα και του στρατού του στην Αθήνα, υποδηλώνουν ότι η παρακμή της πόλης αρχίζει στα τέλη του 7oυ αιώνα. Με βάση τα αποσπασματικά δεδομένα που αναφέρθηκαν παραπάνω αλλά και με ότι συμβαίνει στις άλλες πόλεις της αυτοκρατορίας στην ίδια περίοδο, θα πρέπει να υποθέσουμε ότι στη διάρκεια των σκοτεινών χρόνων η έκταση της πόλης περιορίζεται στα όρια του υστερορωμαϊκού τείχους, ο πληθυσμός της παραμένει μικρός και η οικονομία της βασίζεται στην καλλιέργεια της γης. Ενδεικτικό πάντως για την ύπαρξη μιας ακμαίας τοπικής αριστοκρατίας είναι το γεγονός ότι στα τέλη του 8oυ και στις αρχές του 9oυ αιώνα, δύο Αθηναίες, η Ειρήνη και η ανεψιά της Θεοφανώ, από την οικογένεια των Σαραντάπηχων, έγιναν αυτοκράτειρες του Βυζαντίου.

3 Μεσοβυζαντινή Αθήνα

Από τα μέσα του 9ου αιώνα αρχίζει για τη βυζαντινή αυτοκρατορία μια περίοδος γενικής ανασυγκρότησης. Η αποκατάσταση των συνόρων στη Μικρά Ασία και στη Χερσόνησο του Αίμου και η εξασφάλιση της θαλασσοκρατίας στην ανατολική Μεσόγειο δημιουργούν ευνοϊκούς όρους για την ανάπτυξη της οικονομικής ζωής. Παράλληλα η αναγέννηση των γραμμάτων και η ειρήνευση της Εκκλησίας μετά την Εικονομαχία δίνουν στην αυτοκρατορία τη δυνατότητα να αυξήσει την επιρροή της στους γειτονικούς λαούς και να ασκήσει οικουμενική πολιτική. Η οικονομική ανάκαμψη και η διοικητική αναδιοργάνωση βοηθούν την αναζωογόνηση των παλιών αστικών κέντρων ανάμεσα στα οποία συγκαταλέγεται η Αθήνα. Διοικητικά η πόλη με την περιοχή της, το όριον Αθηνών ανήκε στο θέμα Ελλάδος, που είχε δημιουργηθεί στα τέλη του 7ου αιώνα με έδρα τη Θήβα. Ωστόσο είναι πιθανό ότι στο πρώτο μισό του 9ου αιώνα έδρα του θέματος ήταν η Αθήνα, όπως συνάγεται έμμεσα από χάραγμα σε κίονα του Παρθενώνα που αναφέρεται στον Λέοντα στρατηγό Ελλάδος, ο οποίος πέθανε στην Αθήνα το 848 και τάφηκε πιθανότατα στην Ακρόπολη:

+ Ετελειώθη ο δούλος του Θεού Λέων, βασιλικός πρωτοσπαθάριος και στρατηγός Ελλάδος, μηνί Aυγούστω, ινδικτιώνος ια, έτους ς[τ]νς, ο λεγόμενος Κοτζης.

Στις αρχές επίσης του 9ου αιώνα, στα πλαίσια της εκκλησιαστικής αναδιοργάνωσης στον ελλαδικό χώρο, η επισκοπή της Αθήνας προήχθη σε μητρόπολη. Σε επισκοπικό κατάλογο, που αποδίδεται στον Λέοντα τον Σοφό (886-912) και αναφέρει την ιεραρχική θέση των μητροπόλεων και τον αριθμό των υπαγομένων στη δικαιοδοσία τους επισκόπων, η Αθήνα κατέχει την εικοστή όγδοη θέση σε σύνολο πενήντα μιας μητροπόλεων και έχει στη δικαιοδοσία της δέκα επισκοπές.

Θα πρέπει να υποθέσουμε ότι η πόλη ανακάμπτει με σχετικά γρήγορους ρυθμούς, αν κρίνουμε από το γεγονός ότι στα τέλη του 9ου αιώνα έχουμε τις πρώτες μαρτυρίες οικοδομικής δραστηριότητας. Στα 871, όπως αναφέρει κτητορική επιγραφή που διασώθηκε, κτίζεται μέσα στην πόλη, στη βόρεια κλιτύ της Ακρόπολης, ο ναός του Αγίου Ιωάννη του Μαγκούτη, μικρή τρίκλιτη βασιλική με ξύλινη στέγη, ενώ στον 9ο-10ο αιώνα έχουν χρονολογηθεί τα παλαιότερα κτίσματα του βυζαντινού οικισμού της Αρχαίας Αγοράς, ένδειξη ασφαλής για το ότι έχει ήδη αρχίσει η επέκταση έξω από το υστερορωμαϊκό τείχος. Την ίδια εποχή η Μεγάλη Εκκλησία των Αθηνών, ο μετασκευασμένος Παρθενώνας, έχει γίνει φημισμένο προσκύνημα της αυτοκρατορίας στο οποίο έρχεται να προσκυνήσει το 910/11 ο δεκατετράχρονος όσιος Λουκάς, όπως γνωρίζουμε από τον Βίο του. Λίγο αργότερα, γύρω στα 970, στον περιώνυμο ναό της Θεομήτορος έρχεται να προσευχηθεί ο Νίκων ο Μετανοείτε, επιστρέφοντας από την Κρήτη. Το 1018 ο Βασίλειος Β' μετά την περιφανή νίκη του κατά των Βουλγάρων προσφέρει τα επινίκια στην Παναγία την Αθηνιώτισσα, και τα της νίκης χαριστήρια τη Θεοτόκω δούς, όπως γράφει ο Κεδρηνός, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Τα νομισματικά ευρήματα παρέχουν μαρτυρίες για την οικονομική ανάκαμψη. Τα χάλκινα νομίσματα, οι φόλλεις, που χρησιμοποιούνταν στις καθημερινές συναλλαγές και είχαν εξαφανιστεί κατά τον 8ο αιώνα, αρχίζουν να εμφανίζονται πάλι τον 9ο αιώνα και γίνονται ολοένα πιο άφθονα στα τέλη του 10ου αιώνα. Η οικονομική ανάπτυξη της πόλης, που φθάνει στη μεγαλύτερη ακμή της τον 11ο και τον 12ο αιώνα, τεκμηριώνεται από την οικοδόμηση αυτή την εποχή μεγάλου αριθμού εκκλησιών ανάμεσα στο υστερορωμαϊκό τείχος και στον αρχαίο περίβολο αλλά και στα περίχωρα της Αθήνας. Οι εκκλησίες αυτές ακολουθούν τον αποκρυσταλλωμένο τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού στις διάφορες παραλλαγές του. Είναι μικρών διαστάσεων, έχουν αρμονικές αναλογίες, στέρεα διαρθρωμένους όγκους και οι όψεις τους κοσμούνται με οδοντωτές ταινίες και κεραμοπλαστικά. Οι βαθμιδωτές στέγες τους, στις οποίες διαγράφεται το σχήμα του σταυρού, επιστέφονται από ραδινό τρούλλο διακοσμημένο με τόξα στηριγμένα σε μαρμάρινους κιονίσκους. Δείγματα του λαμπρού εσωτερικού γλυπτού διακόσμου αυτών των εκκλησιών βρίσκονται σήμερα στο Βυζαντινό Μουσείο. Ορισμένες από τις εκκλησίες αυτές διατηρούνται σήμερα στην αρχική τους μορφή στο κέντρο της πόλης, όπως οι Άγιοι Απόστολοι της Αγοράς, η Καπνικαρέα, οι Άγιοι Θεόδωροι, οι Άγιοι Ασώματοι, η Γοργοεπήκοος. Άλλες έχουν αλλοιωθεί από μεταγενέστερες επεμβάσεις, όπως ο Άγιος Νικόλαος Ραγκαβάς, η Αγία Αικατερίνη, η Σωτήρα του Κοττάκη, η Μεταμόρφωση του Σωτήρος και άλλες, όπως ο Προφήτης Ηλίας και οι Ταξιάρχες στη Ρωμαϊκή Αγορά, οι Άγιοι Ασώματοι στα Σκαλιά, μας είναι γνωστές μόνο από απεικονίσεις μεταγενέστερων περιηγητών. Μια παραλλαγή του σταυροειδούς, τον τύπο του οκταγωνικού ναού με τον ενιαίο εσωτερικό χώρο και τον ευρύ τρούλλο, ακολουθεί ο ναός της Σωτήρας Λυκοδήμου που αποτελούσε ίσως καθολικό μοναστηριού μέσα στα τείχη. Θα πρέπει να υποθέσουμε ότι πολλές από τις εκκλησίες αυτές ιδρύθηκαν από μέλη της τοπικής αριστοκρατίας των μεγάλων γαιοκτημόνων και των κρατικών αξιωματούχων, η οποία εκείνη την εποχή είχε αποκτήσει μεγάλη οικονομική και κοινωνική ισχύ. Η έμμετρη κτητορική επιγραφή που είναι εντοιχισμένη στους Αγίους Θεοδώρους αποτυπώνει καθαρά την περηφάνια του βυζαντινού αξιωματούχου για το αφιέρωμά του:

Τον πριν παλαιόν όντα σου ναόν μάρτυς/ και μικρόν και πήλινον καί σαθρόν λίαν/ ανήγειρε Νικόλαος ο σος οικέτης/ ό Καλόμαλος σπαθαροκανδιδάτος ός εύρε σε προστάτην παιδιόθεν μέγαν/ βοηθόν και πρόμαχον πολλών κινδύνων/ όν πρέσβευε του άνω τυχείν κλήρου/ λαβόντα την άφεσιν τών έσφαλμένων.

Ιδρύματα της τοπικής αριστοκρατίας είναι πιθανότατα και τα μοναστήρια στα περίχωρα της Αθήνας από τα οποία το σημαντικότερο, το Δαφνί, με τα περίφημα ψηφιδωτά του συνδέεται στενά με την τέχνη της Κωνσταντινούπολης. Την οικονομική ανάπτυξη παρακολουθεί η δημογραφική άνθιση. Οι πυκνοδομημένες συνοικίες που έφερε στο φως η ανασκαφική έρευνα στην περιοχή της Αρχαίας Αγοράς, στις υπώρειες του Αρείου Πάγου, στη νότια κλιτύ της Ακρόπολης, στην περιοχή του Κεραμεικού και του Ολυμπιείου και πιο πρόσφατα βόρεια της Αρχαίας Αγοράς και στην περιοχή της πλατείας Συντάγματος, φανερώνουν ότι ο πληθυσμός αυξήθηκε σημαντικά και η πόλη απλώθηκε έξω από το υστερορωμαϊκό τείχος. Οι συνοικίες αποτελούνταν από απλά σπίτια κατασκευασμένα με ευτελή υλικά, συχνά πάνω σε προϋπάρχοντα κτήρια, με λίγα δωμάτια γύρω από μικρή εσωτερική αυλή και υπόγειους αποθηκευτικούς χώρους, στους οποίους υπήρχαν μεγάλοι πίθοι χωμένοι στο έδαφος για να φυλάσσονται τα αγροτικά προϊόντα. Είναι φανερό ότι πρόκειται για κατοικίες της μέσης και της κατώτερης τάξης και ότι η ανάπτυξη αυτών των συνοικιών έγινε χωρίς κανένα σχεδιασμό με τρόπο αυθόρμητο και δυναμικό. Μια αποσπασματική αλλά ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα εικόνα της μεσοβυζαντινής πόλης μας δίνει ένα έγγραφο του 11ου-12ου αιώνα, τμήμα πρακτικού που καταγράφει την κτηματική περιουσία και τους παροίκους ενός εκκλησιαστικού ιδρύματος της Αθήνας, πιθανότατα μιας μεγάλης μονής. Σε κάθε καταγραφή αναφέρεται το είδος της έγγειας ιδιοκτησίας (χωράφι, αμπέλι), οι γείτονες, οι διαστάσεις και η έκτασή της. Οι πάροικοι καταγράφονται στα χωριά που κατοικούν και αναφέρεται το όνομα, ο αριθμός των μελών και η φοροδοτική ικανότητα κάθε οικογένειας. Το πολύτιμο αυτό έγγραφο διασώζει σαράντα ονόματα χωριών και τοποθεσιών στην ευρύτερη περιοχή της Αττικής και περισσότερα από εκατό ονόματα οικογενειών. Η Αθήνα στο έγγραφο αναφέρεται ως κάστρον, όρος που χρησιμοποιείται ευρύτατα για τις βυζαντινές πόλεις και προσδιορίζει την κύρια λειτουργία τους, την παροχή δηλαδή ασφαλούς καταφυγίου στον πληθυσμό της γύρω περιοχής σε περιπτώσεις επιδρομών. Έν τώ κάστρω, δηλαδή μέσα στην τειχισμένη πόλη, καταγράφονται 13 μεγάλα χωράφια που τα περισσότερα ορίζονται κατά τη μια τους πλευρά από το βασιλικόν τείχος και βρίσκονται ανάμεσα σε οικήματα και εκκλησίες έν τη γειτονία του Τζυκανιτζηρίου, εν τη τοποθεσία της Ελάφου, υπό την Επάνω Πόρταν, υπό την γειτονίαν τών Κογχυλαρίων. Το βασιλικόν τείχος είναι ο αρχαίος περίβολος που αποτελεί προφανώς το όριο έκτασης της πόλης και οφείλει πιθανότατα την ονομασία του στο ότι είχε επισκευασθεί επί Ιουστινιανού. Η γειτνίαση των χωραφιών με το τείχος και η μεγάλη τους έκταση φανερώνουν τον αγροτικό χαρακτήρα της πόλης και τη συγκέντρωση της καλλιεργούμενης γης στην περιφέρεια. Η Επάνω Πόρτα, μία από τις πύλες του τείχους, θα πρέπει να ταυτιστεί με την αρχαία πύλη του Διπύλου, την είσοδο στην Αρχαία Αγορά, περιοχή που καλύπτεται αυτή την εποχή, σύμφωνα με την περιγραφή του πρακτικού, από δάσος μέσα στο οποίο υπάρχουν αρχαία κτίσματα και εκκλησίες. Η πόλη είναι οργανωμένη σε γειτονίες. Η γειτονία του Τζυκανιτζηρίου βρισκόταν πιθανώς στα βόρεια και πήρε το όνομά της από το τζυκανιστήριο, το γήπεδο όπου παιζόταν το τζυκάνιον, ένα είδος πόλο, παιχνίδι που ξέρουμε από άλλες βυζαντινές πόλεις ότι συνδεόταν με την αριστοκρατία. Στη συνοικία αυτή αναφέρονται τρεις εκκλησίες, του Προδρόμου, του Χριστού και της Παναγίας. Η γειτονία τών Κογχυλαρίων όφειλε προφανώς το όνομά της στους αλιείς των κοχυλιών από τα οποία έβγαζαν την πορφύρα, πολύτιμη χρωστική ουσία για τη βαφή μεταξωτών υφασμάτων. Είναι γνωστό ότι οι κάτοικοι της Αθήνας επιδίδονταν από την αρχαιότητα στο είδος αυτό της αλιείας. Στρώματα κοχυλιών που είχαν βρεθεί σε παλιότερη ανασκαφή στην περιοχή του Ηρωδείου οδηγούν στην τοποθέτηση της γειτονιάς ανάμεσα στην Ακρόπολη και τον λόφο των Μουσών, όπου θα πρέπει να υπήρχαν τα εργαστήρια, πιθανώς και τα σπίτια, των κογχυλαρίων. Τέλος η τοποθεσία της Έλάφου, περιοχή στην οποία αναφέρονται η εκκλησία της Αγίας Μαρίνας, η Μονή του Αγίου Διονυσίου και η εκκλησία του Αγίου Ισαύρου, πρέπει να βρισκόταν στα βορειοδυτικά της Ακρόπολης, κοντά στον λόφο των Νυμφών, όπως διαφαίνεται από την αναφορά σε ριζιμαίας πέτρας και κρημνούς του όρους και τεκμηριώνεται από την ύπαρξη των λειψάνων της Μονής του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη και της εκκλησίας της Αγίας Μαρίνας.

Η οικονομία βασιζόταν κυρίως, όπως σε όλες τις πόλεις της αυτοκρατορίας, στην καλλιέργεια της γης. Τα παραγόμενα αγροτικά προϊόντα, τα σιτηρά, το λάδι από τον αττικό ελαιώνα, ο εχεπευκής οίνος, το φημισμένο μέλι του Υμηττού, το κερί και κάποια κτηνοτροφικά προϊόντα μόλις επαρκούσαν για την τοπική κατανάλωση. Από αρχαιολογικές μαρτυρίες φαίνεται ότι είχε αναπτυχθεί και μια περιορισμένη βιοτεχνική δραστηριότητα. Στον οικισμό της Ρωμαϊκής Αγοράς και στον οικισμό του Αρείου Πάγου έχουν εντοπιστεί κεραμεικοί κλίβανοι για την παραγωγή αγγείων καθημερινής χρήσης, στην περιοχή του Ολυμπιείου έχει ανασκαφεί ένα ελαιοτριβείο και εγκαταστάσεις επεξεργασίας δερμάτων, στον Κεραμεικό έχουν βρεθεί εγκαταστάσεις σαπωνοποιίας. Τα λίγα προϊόντα της βιοτεχνίας προφανώς κάλυπταν τοπικές ανάγκες, ενώ το σαπούνι και η πορφύρα προορίζονταν πιθανότατα για την ακμάζουσα βιοτεχνία των μεταξωτών υφασμάτων της Θήβας. Δεν θα πρέπει να αποκλείσουμε επίσης την ύπαρξη περιορισμένης εμπορικής κίνησης, αφού η Αθήνα περιλαμβάνεται ανάμεσα στις πόλεις στις οποίες οι Βενετοί απέκτησαν δικαίωμα ελεύθερης εμπορίας με το χρυσόβουλλο του Αλεξίου Α' το 1082, προνόμιο που ανανεώθηκε από άλλους αυτοκράτορες τον 12ο αιώνα.

Όσο για τη μορφή της, η Αθήνα είναι την εποχή αυτή μια τυπική μεσοβυζαντινή πόλη με το κάστρο της και την κάτω πόλη. Τρεις διαδοχικοί οχυρωματικοί περίβολοι, δηλαδή τα τείχη της Ακρόπολης, το υστερορωμαϊκό και το βασιλικόν τείχος, τη διαιρούν σε τρία μέρη. Η τριπλή αυτή διαίρεση, γνωστή και από άλλες βυζαντινές πόλεις, ανταποκρίνεται σε διακεκριμένες οικονομικές και ιδεολογικές λειτουργίες της πόλης και αντανακλά τη σαφή κοινωνική διαφοροποίηση του πληθυσμού της. Τα τείχη της Ακρόπολης περικλείουν τον περίφημο ναό της Παναγίας της Αθηνιώτισσας, την έδρα της μητρόπολης και την κατοικία του μητροπολίτη, ενώ το διοικητικό και οικονομικό κέντρο παραμένει μέσα στα όρια του υστερορωμαϊκού τείχους, όπου βρίσκονται πιθανότατα και οι κατοικίες της ανώτερης τάξης, των αξιωματούχων του κράτους και της Εκκλησίας και των μεγάλων γαιοκτημόνων. Έξω από το υστερορωμαϊκό και ως τα όρια του αρχαίου τείχους απλώνεται η πόλη με τις γειτονιές και τις εκκλησίες της, τις μικρές βιοτεχνίες και τα εργαστήρια ανάμεσα στα σπίτια. Οι δρόμοι ακολουθούν τις κυριότερες αρτηρίες του αρχαίου οδικού δικτύου, έχουν όμως στενέψει και έχουν γίνει ακανόνιστοι, καθώς μέρος τους έχει καταληφθεί από τις κατοικίες των μεσαίων και κατώτερων στρωμάτων. Η τριπλή διαίρεση της Αθήνας διατηρήθηκε και στους επόμενους αιώνες, όπως φαίνεται από επιστολή του 1578 του Συμεών Καβάσιλα προς τον Μαρτίνο Κρούσιο: πάλαι μεν το των Αθηνών άστυ τρίπλοκον ην και άπαν οικούμενον. Νυν δε, το μεν εσώτερον... άπαν υπό μόνον Ισμαηλιτών οικούμενον. Το δε εκτός (το αναμεταξύ φημί) όλον υπό των χριστιανών. Του δ' εξωτέρου το τρίτον οικούμενον.

Στα μέσα του 12ου αιώνα ο άραβας γεωγράφος Εδρισί περιγράφει την Αθήνα ως πολυάνθρωπη πόλη που περιβάλλεται από κήπους και καλλιεργημένα χωράφια. Όταν όμως το 1182 φθάνει από την Κωνσταντινούπολη ως μητροπολίτης ο Μιχαήλ Χωνιάτης, άνθρωπος με μεγάλη κλασική παιδεία και γνώστης του λαμπρού παρελθόντος της πόλης, η κατάσταση μοιάζει να έχει αλλάξει. Από τους λόγους και τις επιστολές του λόγιου ιεράρχη αναδύεται η εικόνα μιας πόλης μικρής και φτωχής που δεν έχει χάσει μόνο την αρχαία της λαμπρότητα αλλά και αυτό το της πόλεως σχήμα και την όλως εγγράφουσαν ταίς πόλεσι μορφην καί κατάστασιν. Τα τείχη έχουν καταστραφεί, τα σπίτια είναι κατασκαμμένα και καλλιεργούνται ως αγροί, οι δρόμοι έρημοι και οι άνθρωποι ντυμένοι με ράκη. Η πόλη υποφέρει από τη φορολογική απληστία και τις αυθαιρεσίες των βυζαντινών αξιωματούχων, την καταπίεση της ολιγαρχίας των πλουτούντων, τη σιτοδεία και τις επιδρομές των πειρατών. Οι πιο φτωχοί κάτοικοι αναγκάζονται να την εγκαταλείψουν ώστε εξέλιπε και φυσητήρ, ου σιδηρεύς παρ' ημίν, ου χαλκεύς ου μαχαιροποιός, ταύτα δη τα χθες και τα προ τρίτης σωζόμενα. Μάταια ο Χωνιάτης νουθετεί, επιτιμά ή κολακεύει στις προσφωνήσεις του τους πραίτορες που έρχονται από την Κωνσταντινούπολη, απευθύνει επιστολές σε ανθρώπους με πολιτική επιρροή και ένα Υπομνηστικόν προς τον αυτοκράτορα. Η κατάσταση δεν φαίνεται να μεταβάλλεται ουσιαστικά. Οι περιγραφές του Χωνιάτη για την Αθήνα, ενός διανοούμενου της πρωτεύουσας που έρχεται σε επαφή με την πραγματικότητα της ζωής στην επαρχία, περιέχουν ίσως στοιχεία υπερβολής, αποτυπώνουν όμως την παρακμή της πολιτικής και στρατιωτικής διοίκησης και την ηγετική θέση που έχει κατακτήσει η Εκκλησία στις επαρχιακές πόλεις στα τέλη του 12ου αιώνα. Ο Χωνιάτης στις αρχές του 1204 υπερασπίστηκε αποτελεσματικά την Αθήνα κατά την επίθεση του άρχοντα του Ναυπλίου Λέοντα Σγουρού, συγκεντρώνοντας τον πληθυσμό στην Ακρόπολη. Στα τέλη όμως του ίδιου χρόνου αναγκάστηκε να την παραδώσει στους Φράγκους. Ο ίδιος, αφού είδε το ολβιώτατον και ονομαστώτατον ιερόν Αθήνησι ίεροσυλούμενον καί αποκοσμούμενον και τη βιβλιοθήκη του να λεηλατείται και αφού περιπλανήθηκε για ένα χρόνο σε διάφορες ελληνικές πόλεις, εγκαταστάθηκε το 1205 στην Κέα όπου παρέμεινε ώς το 1217. Τα τελευταία του χρόνια έζησε στη Μονή του Προδρόμου στη Μενδενίτσα, κοντά στις Θερμοπύλες, όπου πέθανε το 1222. Οι απεικονίσεις του Χωνιάτη ως ιεράρχη στον τοιχογραφημένο διάκοσμο δύο εκκλησιών, στον Άγιο Πέτρο στα Καλύβια (12ος-13ος αιώνας) και στο παρεκκλήσιο της Σπηλιάς στην Πεντέλη (1233/34), πορτραίτα που έγιναν μετά τον θάνατό του, αποτελούν ένδειξη τοπικής λατρείας του μητροπολίτη της Αθήνας από τους κατοίκους της Αττικής.

4 Η περίοδος της Φραγκοκρατίας

Από το 1204 και για δυόμισι αιώνες, ως συνέπεια της Δ' Σταυροφορίας και της κατάκτησης των ελληνικών περιοχών από τους Λατίνους, η Αθήνα θα γνωρίσει την κυριαρχία των γάλλων δουκών de la Rοche και de Βrienne (1204-1311), των ιπποτών της Καταλανικής Εταιρείας (1311-1388) και της φλωρεντινής οικογένειας των Αcciaiuοli. Οι τελευταίοι, με εξαίρεση μια σύντομη κατοχή της πόλης από τους Βενετούς (1395-1403), έμειναν στην Αθήνα ώς το 1456, όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν την πόλη και έθεσαν οριστικά τέλος στην περίοδο της Φραγκοκρατίας. Όλοι αυτοί οι λατίνοι ηγεμόνες προσπάθησαν να μεταφέρουν τα πρότυπα του μεσαιωνικού ιπποτισμού και το φεουδαρχικό σύστημα οργάνωσης της κοινωνίας στον ελληνικό χώρο. Ο πρώτος κύριος της Αθήνας, ο βουργουνδός ευγενής Όθων de la Rοche, έλαβε την Αθήνα ως φέουδο για τη συμμετοχή του στη Σταυροφορία, από τον Βονιφάτιο τον Μομφερρατικό, και ονομάστηκε Dοrninus Αthenarurn ή Sire d' Αthenes, τίτλος που αποδόθηκε στα ελληνικά ως Μέγας Κύρης. Το 1259 ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος Θ' απένειμε στον διάδοχό του Όθωνα Guy Α' τον τίτλο του Δούκα της Αθήνας και έκτοτε η περιοχή ονομάστηκε Δουκάτο της Αθήνας. Το Δουκάτο περιελάμβανε την Αττική, τη Μεγαρίδα και τη Βοιωτία και κατά καιρούς επεκτάθηκε στην Πελοπόννησο και τη Στερεά.

Από τις πρώτες φροντίδες των γάλλων ηγεμόνων υπήρξε η ενίσχυση των οχυρώσεων της πόλης, του Castel de Setines, όπως αποκαλείται τώρα η Αθήνα. Ένας νέος οχυρωματικός περίβολος, το Ριζόκαστρο, κατασκευάστηκε στις ρίζες του βράχου στο πρώτο μισό του 13ου αιώνα και περιέλαβε ορισμένα τμήματα του υστερορωμαϊκού τείχους στη νότια κλιτύ. Περί τα μέσα του αιώνα η κύρια είσοδος της Ακρόπολης έκλεισε με ένα ισχυρό προτείχισμα και ως είσοδος στο Κάστρο χρησιμοποιήθηκε η πύλη κάτω από τον πύργο του ναού της Αθηνάς Νίκης, η οποία προστατεύθηκε με προμαχώνα. Η πηγή της Κλεψύδρας οχυρώθηκε και εξασφαλίστηκε η επικοινωνία της με την Ακρόπολη με την κατασκευή κλίμακας και τη διάνοιξη της βορινής θύρας κάτω από τα Προπύλαια. Οι επεμβάσεις αυτές που έγιναν σταδιακά μετέτρεψαν την Ακρόπολη σε πραγματικό μεσαιωνικό κάστρο. Μέσα στο κάστρο ο Παρθενώνας μετατράπηκε σε λατινική εκκλησία, το Ερέχθειο έγινε η κατοικία του λατίνου επισκόπου και τα Προπύλαια, που στέγαζαν παλιότερα την κατοικία του μητροπολίτη, χρησιμοποιήθηκαν ως κατοικία των δουκών. Οι βουργουνδοί ευγενείς διοίκησαν το δουκάτο με σύνεση για περισσότερα από εκατό χρόνια, περίοδο κατά την οποία η περιοχή γνώρισε σχετική ηρεμία και ασφάλεια. Η πειρατεία εξέλιπε, Βενετοί και Γενουάτες έμποροι εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα και τη Θήβα που εξελίχθηκε σε σημαντικό κέντρο μεταξουργίας. Μια ομάδα μαρμάρινων αναγλύφων που βρίσκονται σήμερα στο Βυζαντινό Μουσείο και έχουν χρονολογηθεί στο δεύτερο μισό του 13ου αιώνα, έργα αθηναϊκού εργαστηρίου, μαρτυρούν το υψηλό καλλιτεχνικό επίπεδο των δημιουργών τους και την υιοθέτηση από μέρους τους εικονογραφικών θεμάτων της δυτικής τέχνης.

Η περίοδος της γαλλικής κυριαρχίας έληξε όταν οι ιππότες της Καταλανικής Εταιρείας, περιφερόμενοι μισθοφόροι που είχαν χρησιμοποιηθεί και από τον βυζαντινό αυτοκράτορα (οι αλμουγάβαροι των βυζαντινών πηγών), αφού αρχικά θέλησαν να μπουν στην υπηρεσία του δούκα της Αθήνας, συγκρούστηκαν στη συνέχεια μαζί του, νίκησαν τον στρατό των Γάλλων στη μάχη του Αλμυρού το 1311 και κατέλαβαν τη Θήβα και την Αθήνα. Οι Καταλανοί επιζητώντας νομιμοποίηση και προστασία πρόσφεραν την ηγεμονία του δουκάτου στον βασιλιά της Σικελίας και αργότερα στον βασιλιά της Αραγωνίας, οι οποίοι ονομάστηκαν δούκες της Αθήνας και ασκούσαν τη διοίκηση μέσω επιτρόπου. Πρωτεύουσα του δουκάτου ορίστηκε η Θήβα, η καταλανική καθιερώθηκε ως επίσημη γλώσσα του κράτους μαζί με τα λατινικά και η νομοθεσία που καθόρισε τις σχέσεις ανάμεσα στους κατακτητές και τον γηγενή πληθυσμό στηρίχθηκε στο δίκαιο της Βαρκελώνης. Στους αυτόχθονες απαγορευόταν να έχουν κτηματική περιουσία ή να συνάπτουν μεικτούς γάμους και το μόνο δημόσιο αξίωμα που μπορούσαν να ασκήσουν ήταν εκείνο του νοταρίου. Από τις πηγές είναι γνωστά δύο ονόματα ελλήνων νοταρίων στην Αθήνα, του Νικολάου Μακρή και του Δημητρίου Ρέντη, στον οποίο οφείλει το όνομά της η σημερινή αθηναϊκή συνοικία. Οι Καταλανοί διοίκησαν το δουκάτο με τραχύτητα και σκληρότητα. Όπως γράφει ο Νικηφόρος Γρηγοράς, μεταφέροντας πληροφορίες ανθρώπου που είχε ταξιδέψει στην περιοχή, οι Αθηναίοι και οι Θηβαίοι περί τα μέσα του 14ου αιώνα, είχαν περιπέσει εις δουλείαν την έσχάτην καί της παλαιάς ευδαιμονίας την άγροικίαν ηλλάξαντο. Τη στρατοκρατία των Καταλανών διαδέχθηκε το 1388 η κυριαρχία των Αcciaiuοli. Οι φλωρεντινοί ηγεμόνες μετέφεραν την πρωτεύουσα του δουκάτου από τη Θήβα στην Αθήνα, αποκατέστησαν την ορθόδοξη μητρόπολη και καθιέρωσαν την ελληνική ως επίσημη γλώσσα του κράτους τους. Στη διάρκεια της ηγεμονίας τους οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες στο δουκάτο βελτιώθηκαν, ο ντόπιος πληθυσμός γνώρισε καλύτερες μέρες και οικογένειες όπως εκείνη των Χαλκοκονδυλών απέκτησαν ιδιαίτερη δύναμη. Οι πρώτοι δούκες, ο Νέριο Α' (1387-1395) και ο γιος του Αντώνιος (1403-1435), μετέτρεψαν τα Προπύλαια σε λαμπρό φλωρεντινό παλάτι, καλλώπισαν την εκκλησία της Santa Μaria di Setines, δηλαδή τον Παρθενώνα, επισκεύασαν εκκλησίες και έφτιαξαν δρόμους στην πόλη. Με την οικοδομική δραστηριότητα των Αcciaiuοli θα πρέπει να συνδεθεί και η ανέγερση του υψηλού πύργου κατόπτευσης στη νότια πτέρυγα των Προπυλαίων. Ο πύργος που κατεδαφίστηκε το 1874, δεσπόζει με τις βαριές του αναλογίες ανάμεσα στα κλασικά μνημεία σε όλες τις απεικονίσεις των περιηγητών και στις πρώτες φωτογραφίες της Ακρόπολης, έκφραση μιας άλλης πολιτιστικής παράδοσης και αποτέλεσμα της ιστορικής συγκυρίας που έφερε τους Φράγκους ιππότες στην Αθήνα.

Σε όλη τη διάρκεια της Φραγκοκρατίας η Αθήνα παρέμεινε μια μικρή πόλη περιορισμένη στα όρια του υστερορωμαϊκού τείχους. Κάποιοι υπολογισμοί ανεβάζουν τον ντόπιο πληθυσμό στη διάρκεια της καταλανικής κυριαρχίας σε πέντε ή έξι χιλιάδες. Ο ιταλός νοτάριος από την Κάπουα Νicοlο da Μartοni, που επισκέπτεται την πόλη το 1395, επιστρέφοντας από τους Αγίους Τόπους, υπολογίζει ότι τα σπίτια της είναι περίπου χίλια. Ο Μartοni περιηγήθηκε την πόλη και τα μνημεία της, ανέβηκε στο Κάστρο, θαύμασε τη μεγάλη εκκλησία της Παναγίας και δίνει περιγραφές που παρά την απλοϊκότητά τους δεν στερούνται ακρίβειας. Ένας άλλος ιταλός περιηγητής, ο Κυριακός ο Αγκωνίτης, ουμανιστής και πρόδρομος αρχαιολόγος, θα πραγματοποιήσει δύο επισκέψεις στην Αθήνα, το 1436 και το 1444, θα θαυμάσει και θα περιγράψει τα μνημεία της, θα αντιγράψει επιγραφές και θα αναφέρει πρώτος στους νεότερους χρόνους το όνομα της Ακρόπολης και τον ναό της Παλλάδας θαυμαστό έργο του Φειδία. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1456, ο τελευταίος φλωρεντινός δούκας θα παραδώσει την πόλη στους Τούρκους, γεγονός που σηματοδοτεί το τέλος της μεσαιωνικής περιόδου και ανοίγει ένα καινούργιο κεφάλαιο στη μακραίωνη ιστορία της Αθήνας.

5 Πηγές

Mαρία Καζανάκη-Λάππα από το Βιβλίο Αθήναι-από τη κλασική εποχή εως σήμερα