ΟΙ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΤΙΤΑΝΕΣ

Από The Stelios Files
Αναθεώρηση ως προς 13:40, 3 Νοεμβρίου 2018 από τον Admin (συζήτηση | συνεισφορές)
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)

Οι ιστορίες των Τιτάνων μιλούν για τους θεούς που ανήκουν σε μια πολύ παλιά εποχή. Τις ξέρουμε μόνο από ένα ορισμένο είδος διηγήσεων και σ’ έναν ορισμένο ρόλο. Το όνομα Τιτάν, με το οποίο τις χαρακτηρίζουμε, ήταν τον περισσότερο καιρό ενωμένο με τη θεότητα του Ηλίου και φαίνεται πως αρχικά ήταν ο επίσημος τίτλος των θεών του Ουρανού. Έτσι βέβαια ήταν από πολύ παλιά, από τότε που οι ατίθασοι θεοί δεν υπάκουαν σε νόμους.

Οι Τιτάνες δεν ήσαν λατρευόμενες θεότητες, με εξαίρεση ίσως τον Κρόνο και - αν λογαριάσουμε εδώ τον τιθασεμένο, υπάκουο σε νόμους θεό - τον Ήλιο, που συναντάμε εδώ κι εκεί τη λατρεία τους. Οι Τιτάνες ήσαν τέτοιοι θεοί, που μόνο στη μυθολογία παίξανε κάποιο ρόλο. Ο ρόλος τους είναι - όταν φανερές νίκες προηγούνται της οριστικής λήξης των ιστοριών - πάντα ο ρόλος των νικημένων. Οι νικημένοι αυτοί είχαν τα χαρακτηριστικά μιας παλιάς αντρικής γενιάς, μιας σειράς προγόνων, που οι επικίνδυνες ιδιότητες τους ξανάρχονται στους επιγόνους. Πως ήσαν, θα το δούμε στις παρακάτω διηγήσεις.

1 Ουρανός, Γαία και Κρόνος

Ο θεός του ουρανού Ουρανός ήρθε μια νύχτα στη γυναίκα του τη Γη, τη θεά Γαία. Έχουμε ήδη αναφέρει τα δύο φωτεινά παιδιά της Νυκτός και του Σκότους, τον Αιθέρα και την Ημέρα, που ήσαν εκεί την ημέρα. Ο Ουρανός είχε ολονύχτια συνουσία με τη Γαία. Αλλά τα παιδιά που έκαμε μαζί της ήσαν από την αρχή μισητά.

Μετά τη γέννησή τους ο Ουρανός φρόντισε να τα κρύψει και δεν τ' άφησε να βγούνε στο φως. Τα έκρυψε μέσα στο κενό της γης. Σ’ αυτήν την κακή πράξη του -έτσι χαρακτηριστικά την ονομάζει ο Ησίοδος- βρήκε τη χαρά του. Η τεράστια θεά Γαία στέναξε κι ένιωθε στενόχωρα από το εσωτερικό βάρος. Και με τη σειρά της τώρα ανακάλυψε ένα έξυπνο σχέδιο: παρήγαγε γρήγορα το γκρίζο σίδερο και απ’ αυτό έφτιαξε ένα δρεπάνι με κοφτερά δόντια και απευθύνθηκε στα παιδιά της.

Ο αριθμός των παιδιών ήταν τότε ήδη μεγάλος. Στον Ησίοδο, εκτός από τον Ουρανό, αναφέρονται τα έξης: ο Κόττος, ο Κρείος, ο Υπερίων, ο Ιαπετός και ως νεώτερος ο Κρόνος. Εκτός από αυτά τα έξι αδέλφια ήσαν και έξι αδελφές: η Θεία, η Ρέα, η Θέμις, η Μνημοσύνη, η Φοίβη με το χρυσό στεφάνι και η γλυκιά Τηθύς. Στα παιδιά της, κυρίως στους γιούς της, η Γαία μέσα στη θλίψη της είπε: "Αχ, παιδιά μου, και παιδιά ανόσιου πατέρα. Θέλετε να μ’ ακούσετε και να τιμωρήσετε τον πατέρα σας για την κακομεταχείριση; Αυτός ήταν που πρώτος σκέφτηκε ένα άσχημο έργο». Όλοι τρόμαξαν και κανείς τους δεν άνοιξε το στόμα. Μόνο ο επιβλητικός Κρόνος, από δικούς του υπολογισμούς, πήρε το θάρρος: «Μητέρα», είπε, «στο υπόσχομαι να σε βοηθήσω εγώ. Δεν νοιάζομαι για τον πατέρα μας, το μισητό όνομα. Αυτός ήταν που πρώτος σκέφτηκε ένα άσχημο έργο!» Η Γαία χάρηκε. Έκρυψε το γιό της σ’ ένα μέρος κατάλληλο για ενέδρα, του ‘δωσε στο χέρι το δρεπάνι και τον μύησε λεπτομερειακά στο σχέδιο. Όταν με τη νύχτα ήρθε ο Ουρανός, αγκάλιασε τη Γη και τεντώθηκε πλατιά πάνω της. Τότε τον άρπαξε ο γιός του με το αριστερό χέρι του και με το δεξί πήρε το τεράστιο δρεπάνι, έκοψε γρήγορα τα γεννητικά μόρια του πατέρα του και τα πέταξε.

Η Γαία μάζεψε τις σταγόνες από το αίμα του συζύγου της. Απ’ αυτές γέννησε τις Ερινύες - τις «κρατερές», όπως λέει ο Ησίοδος – τους Γίγαντες και τις Μελίες Νύμφες, από τις οποίες προήλθε ένα σκληρό γένος. Τα γεννητικά μόρια του πατέρα ρίχτηκαν στη θάλασσα κι έτσι γεννήθηκε η Αφροδίτη: εντυπωσιακές ιστορίες που θα τις διηγηθούμε αργότερα.

Εκείνο που ο Ησίοδος δεν μας λέει και που το καταλαβαίνουμε οι αναγνώστες της ιστορίας αυτής των Τιτάνων, είναι το εξής: Από τον καιρό της αιματηρής επίθεσης του Κρόνου ο Ουρανός δεν πλησιάζει πια τη Γή, για να ‘χει μαζί της νυχτερινές σχέσεις. Η πρώτη δημιουργία πήρε τέλος κι ακολούθησε η κυριαρχία του Κρόνου. Αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία Τιτάνων.

2 Ο Κρόνος, η Ρέα και ο Ζεύς

Φτερωτή θεά με λιιοντάρι: Η Ρέα ως "Μεγάλη Άρτεμις" ή "Κυρία των ζώων",, "Πότνια Θηρών", 7ος πΧ αιώνας.

Από τους πιο πάνω δώδεκα Τιτάνες, τρία αδέλφια πήραν γυναίκα τους την αδελφή τους, η σωστότερα τρεις αδελφές πήραν άντρα τους τον αδελφό τους. Σε τέτοιες περιπτώσεις ο Ησίοδος αναφέρει πάντοτε πρώτα τη θεά. Η Τιτάνισσα, λοιπόν, Θεια έδωσε στον Υπερίωνα τον Ήλιο, την Σελήνη, και την Ηώ. Η Φοίβη, μέσω του Κοίου, έγινε μητέρα ενός ανώτερου γένους θεών, στο οποίο ανήκουν θεές όπως η Λητώ, η Άρτεμις, η Εκάτη, και ένας θεός, ο Απόλλων. Από τη γαμική σχέση της Ρέας με τον Κρόνο, η Ρέα γέννησε τρεις κόρες και τρεις γιούς. Τις μεγάλες θεές Εστία, Δήμητρα και Ήρα· και τους μεγάλους θεούς Άδη, Ποσειδώνα και Δια. Όπως ο πατέρας Κρόνος ήταν ο νεώτερος γιος του Ουρανού, έτσι, σύμφωνα με τον Ησίοδο, που πριν από την κυριαρχία του Διός τονίζει και εκτιμά τη μητρική προέλευση, ο Ζεύς ήταν ο νεώτερος γιος της Ρέας και του Κρόνου. Για κείνους που εκτιμούσαν περισσότερο την πατρική προέλευση, όπως είναι ο Όμηρος, ο Ζευς ήταν ο πρεσβύτερος γιος του Κρόνου. Αλλά στην διήγηση για τους Τιτάνες ακολουθούμε καλύτερα τον Ησίοδο, παρά τον Όμηρο, ο οποίος, όπως ολόκληρη η σχολή των ποιητών, δεν αγαπούσε αυτό το είδος των διηγήσεων κι αναφερόταν σ’ αυτές σπάνια και με υπαινιγμούς.

Όλα τα παιδιά του ο Κρόνος τα κατάπινε αμέσως, όταν ένα - ένα έβγαιναν από το ιερό σώμα της μάνας τους. Αυτός ήταν ο Βασιλιάς ανάμεσα στα παιδιά του Ουρανού και δεν επιθυμούσε άλλος θεός να διεκδικήσει το αξίωμα του. Από τη μητέρα του, τη Γαία, και τον πατέρα του, τον αστερόεντα Ουρανό, είχε μάθει πως του ήταν γραφτό να πέσει από ένα δυνατό γιο. Γι αυτό ήταν πάντα σ’ επιφυλακή και κατάπινε τα παιδιά του: μια ανυπόφορη στενοχώρια για τη Ρέα. Όταν ήταν έγκυος κι έτοιμη να γεννήσει το Δια, τον μελλοντικό πατέρα των Θεών και των ανθρώπων, στράφηκε στους γονείς της, στη Γή και τον αστερόεντα Ουρανό, για να βρουν έναν τρόπο, πως να φέρει στον κόσμο απαρατήρητο το παιδί και να πάρει εκδίκηση για τον πατέρα και τα υπόλοιπα παιδιά, που ο μεγάλος Κρόνος από πονηρές σκέψεις είχε καταπιεί.

Η Γαία και ο Ουρανός ακούσανε την κόρη τους και της αποκαλύψανε ποιό είναι το μέλλον του βασιλιά Κρόνου και τι έχει αποφασιστεί για το γιό της. Οι γονείς στείλανε τη Ρέα στη Λύκτο της Κρήτης, όπου η Γαία φρόντισε το νεογέννητο. Όταν η Ρέα γέννησε το παιδί στη Λύκτο, το έκρυψε σε μια σπηλιά του βουνού Αιγαίου. Στο γιό του Ουρανού, στον πρώτο βασιλιά των θεών, έδωσε όμως ένα μεγάλο λιθάρι, με σπάργανα τυλιγμένο. Ο φοβερός πατέρας άρπαξε το λιθάρι και το ‘ριξε στην κοιλιά του, χωρίς να νιώσει πως ο γιος, ανίκητος και άφοβος από τον πατέρα του, περίμενε τη στιγμή που θα του επιτεθεί και αρπάζοντας του το αξίωμα, θα κυβερνούσε αυτός στη θέση του. Γρήγορα μεγάλωνε το σώμα και το θάρρος εκείνου του Κυριάρχου - ο Ησίοδος δεν τον ονομάζει Βασιλέα, άλλα Άνακτα, όπως ονομάζονται οι θεοί από την περίοδο της νέας κυριαρχίας μέχρι που ήρθε ο καιρός και νικήθηκε ο Κρόνος από τον Δια, με τέχνασμα και δύναμη, κι έδωσε τα παιδιά του που είχε καταπιεί. Ο Ζευς, εκτός από τα δικά του αδέλφια, λευτέρωσε και τ’ αδέλφια του πατέρα, που από τον Ουρανό ήσαν σκλαβωμένα: προ πάντων τους Κύκλωπες. Από ευγνωμοσύνη οι Κύκλωπες του χάρισαν τη βροντή και την αστραπή, τα σημάδια και τα μέσα της δύναμης του.

Με τον Κρόνο συνδέεται η ανάμνηση μιας χρυσής εποχής. Η βασιλεία του συμπίπτει με μιαν ευτυχισμένη περίοδο του κόσμου, που θα την δηγηθούμε αργότερα. Πόσο στενή σχέση έχουν αυτές οι δυο περίοδοι, φαίνεται από την κατοπινή ιστορία του Κρόνου, που άλλοι συγγράφεις μας τη διηγήθηκαν εκτενέστερα από τον Ησίοδο. Στη χρυσή περίοδο κυλούσε μέλι από τις βελανιδιές. Οι οπαδοί του Ορφέως μας λένε, πώς, όταν μεθυσμένος από το μέλι αποκοιμήθηκε ο Κρόνος - δεν υπήρχε ακόμα το κρασί - ο Ζευς του πέρασε τα δεσμά. Έδεσε τον πατέρα, για να ρίξει τον αρχαίο θεό εκεί όπου ο Κρόνος - και μαζί του η χρυσή εποχή - βρίσκεται ακόμα μέχρι σήμερα: στο νησί των μακάρων, στις εσχατιές της γης. Για κει τράβηξε ο Ζεύς με πατέρα του. Εκεί φυσάνε οι άνεμοι, πέρα από τον Ωκεανό, τη φυλακή του Κρόνου. Εκεί είναι βασιλιάς ο σύζυγος της Ρέας, της μεγαλύτερης θεάς απ όλες όσες κατέχουν θρόνο.

3 Μάχες θεών και Τιτάνων

Η μυθολογία μας περιελάμβανε παλαιότερα περισσότερες ιστορίες για τις μάχες των Θεών, που αργότερα λησμονήθηκαν. Η αιχμαλωσία στην οποία ρίχτηκε ο Κρόνος από το γιό του, απειλούσε τώρα κι αυτόν τον ίδιο. Στον Όμηρο γίνεται υπαινιγμός πως κι αυτός ο Ζεύς κάποτε σχεδόν αιχμαλωτίστηκε από τ' αδέρφια του, την Ήρα και τον Ποσειδώνα, και από ένα παιδί του, την Παλλάδα Αθηνά. Η Θέτις, με την ιδιότητα της θεάς της Θάλασσας, επέτρεψε να έρθει από τα βάθη ένας από Τούς τρεις «Εκατόγχειρες», εκείνος που οι θεοί ονόμασαν Βριάρεω κα οι άνθρωποι Αιγαίωνα. Αυτός κάποτε, μαζί με τη θεά, δέσποζε στα βάθη του Αιγαίου πελάγους. Ο Εκατόγχειρ θρονιάστηκε, απολαμβάνοντας το λαμπρό του αξίωμα, ως προστάτης πλάι στο γιο του Κρόνου. Οι μακάριοι θεοί φοβήθηκαν και δεν αιχμαλωτίσανε τον Δια. Μόνο με τη βοήθεια τέτοιων άκακων Τεράτων, τα οποία είχε γκρεμίσει ο Ουρανός στα βάθη, συνέβη ώστε ο Ζεύς, αφού νίκησε τον Κρόνο, να κατορθώνει να έχει δύναμη ενάντια σ' όσους μοιάζανε του πατέρα του, στους επίφοβους, δηλαδή, γιούς του Ουρανού.

Έτσι διηγείται ο Ησίοδος: Δέκα ολόκληρα χρόνια παλεύουν μεταξύ τους σ’ επίμονο αγώνα τα παιδιά της Ρέας και του Κρόνου, οι παλιοί θεοί, οι Τιτάνες, από την κορυφή της Όθρυος και ο Ζεύς με τ’ αδέλφια του από τον Όλυμπο. Στον αγώνα δεν μπορούσε να δοθεί τέλος αποφασιστικό. Τότε η Γαία μετέδωσε στους νέους θεούς το μυστικό της νίκης. Με τη συμβουλή της ανασύρανε από τα βάθη τον Βριάρεω, τον Κόττο και τον Γύη, τους «Εκατόγχειρες», δώθε από την έσχατη άκρη της γης. Τους δυναμώσανε με Νέκταρ και Αμβροσία, το πιοτό και την τροφή των θεών, και ο Ζεύς τους ζήτησε να συμπολεμήσουν ενάντια στους Τιτάνες. Ο Κόττος του το υποσχέθηκε στ’ όνομα και των τριών. Η μάχη ξανάρχισε. Οι θεοί και οι θεές παρατάχθηκαν στις δύο πλευρές ο ένας απέναντι στον άλλο. Οι νέοι όμως συμπολεμιστές είχανε τριακόσια χέρια. Με τα τριακόσια χέρια τους πήρανε τριακόσιες πέτρες. Μ' ένα σύννεφο από πέτρες καταχώσανε τους Τιτάνες και σφραγίσανε το τέλος τους. Οι νικημένοι δέθηκαν και ρίχτηκαν στα Τάρταρα, που απέχουν από τη γη σε βάθος τόσο, όσο απέχει σε ύψος ο ουρανός. Ένα αμόνι πέφτει εννιά νύχτες και εννιά μέρες κάτω από τον ουρανό και φτάνει τη δέκατη στη γη· εννιά μέρες και εννιά νύχτες πέφτει επίσης το αμόνι από τη γη κάτω και φτάνει τη δέκατη στα Τάρταρα. Ένας χάλκινος τοίχος περικυκλώνει τα Τάρταρα. Τρία στρώματα νύχτας απλώνονται γύρω σ’ αυτό το φρούριο. Πάνω του φυτρώνουν οι ρίζες της γης και της ερημικής Θάλασσας. Η σκοτεινιά σκεπάζει μέσα κει τους Τιτάνες, που δεν μπορούν να υποχωρήσουν πιο πέρα, γιατί ο Ποσειδών έβαλε πάνω κει τις χάλκινες πόρτες. Πιστοί φρουροί, από το Δια τοποθετημένοι, μένουν εκεί μπροστά, ο Γύης, ο Κόττος και ο Βριάρεως.

Στη συνέχεια λέγεται - από τον Ησίοδο ή από κάποιον άλλον, που πρόσθεσε κι αυτό στην ιστορία για να διασώσει τη δόξα του Διός - πως η έκβαση της μάχης των Τιτάνων εξαρτήθηκε από τις αστραπές του νέου Κυριάρχου. Αλλά τις βροντές και τις αστραπές τις κάτεχε ο Ζευς, όπως είδαμε, από τα βάθη, από τους Κύκλωπες, που τους είχε ελευθερώσει. Νικήθηκαν έτσι οι γιοί του Ουρανού και της Γης, με τη βοήθεια της Γαίας και των γιων της Γής και του Ουρανού.

4 Ο Τυφωεύς ή Τυφών, ο Ζευς και ο Αίγιπαν

Μια πολύ παλιά ιστορία είναι κι εκείνη, που ούτε Ησίοδος ούτε εκείνοι που επεκτείνανε το ποίημα του για την αρχή των θεών φροντίσανε να τη διηγηθούν. Αυτή όμως μας ήρθε πάλι από τη Μικρά Ασία. Μπορεί κανείς, βέβαια, να ειπεί «πάλι», γιατί η σπηλιά του «Κωρύκου» - το Κωρύκειον Άντρον : δερμάτινος σάκος - μας είναι γνωστό από τους Δελφούς και από την Κιλικία, όπως είναι και ένας θηλυκός δράκων, που ονομαζότανε Δελφύνη κι εδώ κι εκεί συνδεότανε μ’ ένα αρσενικό δράκο, τον Τυφώνα. Η μόνη διαφορά είναι ότι αντίπαλος του δράκου αυτού είναι ο Ζεύς, ενώ στους Δελφούς τον νίκησε ένας γιος του Διός, ο Απόλλων. Ο Ζεύς εξόντωσε τον αρσενικό δράκοντα, ενώ ο Απόλλων τον θηλυκό.

Η μάχη του Δία με τον Τυφώνα

Ο δράκων Τυφωεύς - που ονομάζεται και Τυφαών, Τυφών ή Τυφώς και συχνά συγχέεται με τον Τυφώνα των Αιγυπτίων - γεννήθηκε μετά την πτώση των Τιτάνων, πρώτος γιος της Γαίας. Πατέρας του λέγεται πως ήταν ο Τάρταρος. (Τον Τυφάωνα των Δελφών τον γέννησε η Ήρα χωρίς πατέρα). Ο μικρασιατικός Τυφωεύς ήρθε στον κόσμο, στην Κιλικία, μισός άνθρωπος και μισός ζώο. Σε μέγεθος και δύναμη ξεπερνούσε όλα τα παιδιά της Γαίας. Μέχρι τη μέση είχε μορφή ανθρώπου και ήταν τόσο ψηλός, που ξεπερνούσε όλα τα βουνά και το κεφάλι του άγγιζε τ’ άστρα. Το ένα του χέρι έφτανε στη δύση και το άλλο στην ανατολή. Από τους ώμους του φύτρωναν εκατό κεφάλια φιδιών. Από τη μέση και κάτω έμοιαζε με δυο κουλουριασμένα φίδια, που φτάνανε μέχρι πάνω στο κεφάλι του και κάναν έναν ήχο σαν συριγμό. Για τη φωνή των εκατό κεφαλιών του μαθαίνουμε ότι ο θεοί καταλάβαιναν συχνά τι έλεγε, αλλά μπορούσε να βρυχάται σαν ταύρος ή λιοντάρι, να γαβγίζει σαν το σκυλί και να συρίζει έτσι, ώστε αντηχούν τα βουνά. Όλο του το σώμα ήταν σκεπασμένο με τεράστια φτερά. Τα μαλλιά του άγριου κεφαλιού του και το γένι του ανέμιζαν στον αέρα. Στα μάτια του έκαιγε φωτιά. Με συριγμούς και μουγκρητά πέταγε αναμμένες πέτρες κατά τον ουρανό και από το στόμα του αντί σάλιο ξεπηδούσαν φλόγες.

Ακόμα δεν ήταν βέβαιο αν ο Τυφωεύς θα κυριαρχούσε στους θεούς και τους ανθρώπους. Αλλά ο Ζεύς τον χτύπησε από μακριά με αστραπές κι από κοντά μ’ ένα ατσάλινο δρεπάνι και τον καταδίωξε μέχρι το βουνό Κάσιον. Όταν είδε πως ο Δράκων πληγώθηκε, θέλησε να πιαστούνε στα χέρια. Αλλά τυλίχτηκε αμέσως από τα γυρίσματα των τεράστιων φιδιών. Ο Δράκων πήρε το δρεπάνι κι έκοψε τους τένοντες των χεριών και των ποδιών του θεού. Σήκωσε τον Δια στους ώμους και τον έφερε μεσ’ από τη θάλασσα στην Κιλικία και τον ξεφόρτωσε σ’ ένα σπήλαιο, που το λέγαν Κηρύκειο. Εδώ έκρυψε τα νευρά του Διός σ’ ένα τομάρι αρκούδας και τα 'δωσε για φύλαξη στη Δελφύνη, μια δράκαινα, μισό κορίτσι και μισό φίδι. Ο Ερμής και ο Αιγιπάν κλέψανε τα νεύρα και τα ξαναδώσανε κρυφά στο θεό. Ο Ζευς ξαναβρήκε τη δύναμη του, εμφανίστηκε στον ουρανό σ’ ένα άρμα με φτερωτά άλογα και καταδίωξε τον γίγαντα μέχρι το βουνό Νύσα. Εκεί ο φυγάς εξαπατήθηκε από τις Μοίρες. Έφαγε από τα φρούτα που του ’δωσαν λέγοντας πως θα αποκτούσε ξανά μ’ αυτά τη δύναμη του. Αυτά όμως ήσαν τα φρούτα που ονομάζονταν: «οι καρποί της μιας ημέρας». Πέταξε πιο πέρα, πολέμησε στη Θράκη, στην οροσειρά Αίμος, σφεντονίζοντας ολόκληρα βουνά γύρω του, που τα έβαφε με το αίμα του κι από τότε το βουνό ονομάζεται Αίμος. Τελικά έφτασε στη Σικελία, όπου ο Ζεύς πέταξε πάνω στο δράκοντα την Αίτνα. Το βουνό ξερνά μέχρι σήμερα ακόμα τις φλόγες που πέσανε τότε πάνω στο δράκοντα.

Σ' αυτή την ιστορία ο Ερμής δεν παίζει απόλυτα το ρόλο που του ανήκει. Ήταν ένας από τους νεώτερους γιους του Διός και συμπεριλήφθηκε μόνο επειδή, όπως θα πληροφορηθούμε λεπτομερειακά αργότερα, ήξερε από κλεψιές. Γι αυτό το σκοπό, άλλωστε, παρευρίσκεται και ο Αιγιπάν, δηλαδή ο θεός Πάν με την ιδιότητα του ως αίγα (Αιξ). Πρέπει να είχε συγγενικούς δεσμούς με τον Γίγαντα και να τον είχε προδώσει. Γιατί, σύμφωνα με μια διήγηση, ο δράκοντας των Δελφών, που εδώ ονομάζεται Πύθων, είχε ένα γιό που λεγόταν Αιξ. Αργότερα, το γεγονός αυτό μας παραδίνεται ως εξής: Ο ήρωας Κάδμος ήταν εκείνος που μεταμφιέστηκε από τον Πάνα σε βοσκό. Ο βοσκός πρώτα μάγεψε τον Τυφωέα με τους ήχους της φλογέρας και κατόπιν τον ξεγέλασε. Τον έπεισε πως με τα νεύρα του Διός θα έφτιαχνε ένα ωραιότερο όργανο, τη Λύρα. Ο Τυφωεύς ξεγελάστηκε. Έπεσε, όπως συμβαίνει τόσο συχνά στις ιστορίες των Τιτάνων, στη δολερή παγίδα.

5 Ο αγώνας με τους γίγαντες

Ο Ποσειδών νικά τον Γίγαντα Πολυβώτη και δημιουργεί την Νίσυρο. Πίσω η Γαία παρακολουθεί.

Μια διήγηση του είδους των ιστοριών με τους Τιτάνες είναι και η σχετική με τους Γίγαντες. Γεννήθηκαν, όπως θυμόμαστε, από τις σταγόνες του αίματος του ακρωτηριασμένου πατέρα, του Ουρανού. "Αστραφτεροί στους χάλκινους θώρακές τους, με μακριά κοντάρια στο χέρι" προσθέτει ο Ησίοδος. Θεωρούνταν όμως ιδιαίτερα σαν γιοί της Μάνας τους, της Γής. Γι’ αυτό και από τους καλλιτέχνες μας παραστάθηκαν σαν άγριοι άντρες, ντυμένοι με δέρματα ζώων, που εκσφενδόνιζαν βράχια και κορμούς δέντρων, ή σαν γίγαντες, που από τη μέση και κάτω μοιάζανε με δίδυμα φίδια. Φαίνεται πως στην επιφάνεια της Γης εμφανιστήκαν σ’ ένα ορισμένο μέρος, στις Φλεγρές - που σημαίνει «τα αναμμένα χωράφια» - ή στην Παλλήνη.

Η Γαία συμπεριφέρθηκε εντελώς διαφορετικά στους Γίγαντες απ' ό,τι είχε συμπεριφερθεί στους Τιτάνες σ’ εκείνον τον πόλεμο, πού έκαναν οι Ολύμπιοι εναντίον των γιών του Ουρανού. Σ’ αυτό τον πόλεμο οι Ολύμπιοι, με τη βοήθεια της θεάς Γής, εξαφάνισαν τους Τιτάνες. Και οι «Εκατόγχειρες» φαίνεται πως βοήθησαν τους Γίγαντες. Το ίδιο έκανε και η μητέρα τους, ίσως όχι για χάρη των γιων της και για να εκδικηθεί τους Τιτάνες και τον Τυφωέα, αλλά γιατί τώρα οι νέοι θεοί πήραν τη θέση των γιων του Ουρανού και οι προθέσεις της Γαίας στρέφονταν πάντα εναντίον του Ουρανού. Και τώρα, μόνο με τη βοήθεια ενός θνητού θα μπορούσαν οι Ολύμπιοι να διατηρήσουν την υπεροχή τους μπροστά στους επιθετικούς Γίγαντες. Καμιά νίκη δεν φαίνεται κατορθωτή χωρίς τη συνεργασία εκείνων που ήσαν υποδεέστεροι από τους Ολύμπιους. Πραγματικά, ο Ζεύς δεν είχε πλάι του μόνο τ’ αδέρφια του, αλλά και τα παιδιά του βοηθούς του. Σ’ αυτά ανήκουν ο Διόνυσος και ο Ηρακλής, γεννημένοι από θνητές μητέρες.

Αυτοί έπρεπε ν' αποφασίσουν την έκβαση του αγώνος εναντίον των Γιγάντων. Ακόμα λεγόταν πως υπήρχε ένα θαυματουργό βότανο, σαν μέσο εναντίον αυτής της βοήθειας. Η Γαία αναζήτησε αυτό το βότανο για τους γιούς της, τους Γίγαντες. Ο Ζευς απαγόρευσε στην Αυγή να εμφανιστεί, στη Σελήνη και στον Ήλιο να λάμψουν, ώσπου να βρει ο ίδιος το μαγικό βοτάνι. Εκτός από το περιστατικό αυτό, αυτός ο αγώνας είχε σπάνια τεχνάσματα. Ο Γίγας Αλκυονεύς δεν ήταν δυνατό να νικηθεί όσο βρισκόταν στην πάτρια γη. Γι’ αυτό ο Ηρακλής τον παρέσυρε, αφού πρώτα τον χτύπησε με το βέλος του, πέρ' από τα σύνορα της Παλλήνης, κι έτσι ο Γίγας πέθανε. Στο Γίγαντα Πορφυρίωνα, που επιτέθηκε εναντίον της Ήρας και του Ηρακλέους ο Ζεύς άναψε τέτοια επιθυμία για τη θεά, ώστε πάνω στον ερωτά του της ξέσκισε το φόρεμα. Τη στιγμή αυτή χτυπήθηκε από αστραπή του Διός κι από βέλος του Ηρακλέους. Ο Απόλλων χτύπησε το δεξί μάτι του Εφιάλτη κι Ηρακλής, με το βέλος, το αριστερό. Η Παλλάς έγδαρε τον ομώνυμο της Παλλάδα και χρησιμοποίησε το δέρμα του για ασπίδα ή για θώρακα. Η Αθηνά έκαμε στον Εγκέλαδο τα ίδια που έκαμε ο Ζευς στην ιστορία του Τυφωέος με τον Δράκοντα: πέταξε πάνω του το νησί Σικελία.

Η διήγηση θα μπορούσε να συνεχισθεί, όπως τη διαμορφώσανε μεταγενέστεροι ποιητές και καλλιτέχνες. Τέλειωσε με τη νίκη των Ολυμπίων. Αλλά για τη μυθολογία μας είναι λιγότερο χαρακτηριστική από τις παλαιότερες ιστορίες των Γιγάντων. Σ' αυτές τις ιστορίες ανήκει ακόμα μια ομάδα διηγήσεων: εκείνη του Τιτάνος Προμηθέως και του γένους των ανθρώπων, με το οποίο ο Προμηθεύς συμμάχησε εναντίον του Διός. Κατόπιν, μετά την πτώση των Τιτάνων, οι άνθρωποι συναγωνίζονταν με τους θεούς. Θα ήταν νωρίς να περάσουμε αμέσως τώρα σ’ αυτές τις ιστορίες. Πολλά πρέπει να ειπωθούν προηγουμένως και κυρίως ποιες θεότητες, εκτός από τα παιδιά της Ήρας και του Κρόνου, επιζούσαν και τί έκαναν κάτω από την κυριαρχία του Διός.

6 Πηγή

Κ.Κερενύϊ - Η μυθολογία των Ελλήνων