Δαγεροτυπία

Από The Stelios Files
Αναθεώρηση ως προς 17:52, 28 Μαΐου 2023 από τον Admin (συζήτηση | συνεισφορές)
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)

Η νταγεροτυπία ή δαγκεροτυπία υπήρξε η πρώτη πρακτική και εμπορική φωτογραφική διαδικασία και παρουσιάστηκε επίσημα από τον Γάλλο εφευρέτη Λουί Νταγκέρ (Louis Daguerre) στο Παρίσι την 19 Αυγούστου του 1839. Η λέξη προέρχεται από τα Γαλλικά: daguerréotype, παράγωγο του ονόματος του εφευρέτη. Η παραγωγή της ήταν εξέλιξη της ηλιογραφίας, εφεύρεσης του συνεργάτη του Daguerre, Ζοζέφ Νιέπς (Joseph Nicéphore Niépce).

Η διαδικασία παραγωγής νταγκεροτυπίας ξεκινά με την έκθεση επάργυρων χάλκινων πλακών σε αναθυμιάσεις ιωδίου, όπου διαμορφώνεται φωτοευαίσθητο ιωδίδιο του αργύρου. Οι πλάκες πρέπει να χρησιμοποιηθούν εντός μίας ώρας. Ακολούθως εκτίθενται από 10 έως 20 λεπτά στο φως, ανάλογα με τη διαθέσιμη φωτεινότητα. Η εμφάνιση της εικόνας επιτυγχάνεται με την έκθεση της πλάκας σε υδράργυρο, θερμαινόμενο σε 75° C. Αυτό αναγκάζει τον υδράργυρο να συγχωνευτεί με το ασήμι. Έπειτα η εικόνα βυθίζεται σε θερμό διάλυμα κοινού άλατος και τελικά ξεπλένεται με καυτό αποσταγμένο νερό.

Οι νταγκεροτυπίες δεν μπορούσαν να αναπαραχθούν σε αντίγραφα και οι επιφάνειες τους ήταν εξαιρετικά λεπτές, με συνέπεια για να μην καταστραφούν να καλύπτονται με γυαλί.

1 Ιστορική αναδρομή

Ο Γάλλος φυσικός Ζοζέφ-Νισεφόρ Νιέπς άρχισε πιθανότατα να ψάχνει τρόπους για να δημιουργήσει μόνιμες φωτογραφίες από το 1816 κιόλας. Αλλά η πραγματική του επιτυχία ήρθε όταν πειραματιζόταν με τη λιθογραφία και χρησιμοποίησε φωτοευαίσθητες ουσίες που ονομάζονται βιτουμένια της Ιουδαίας. Κάποια στιγμή, στα μέσα της δεκαετίας του 1820, τοποθέτησε μια πλάκα από κασσίτερο επιστρωμένη με βιτουμένιο σε σκοτεινό θάλαμο ο οποίος βρισκόταν μπροστά σε ένα παράθυρο με θέα το κτήμα του και την άφησε εκτεθειμένη επί οχτώ ώρες. Το αποτέλεσμα ήταν μια θαμπή απεικόνιση ενός κτιρίου, ενός δέντρου και ενός αχυρώνα. Η εικόνα του ήταν πιθανότατα η πρώτη μόνιμη φωτογραφία που είχε τραβηχτεί ποτέ.

Προκειμένου να βελτιώσει περισσότερο τη μέθοδό του, ο Νιέπς ξεκίνησε το 1829 μια συνεργασία με τον Λουί Νταγκέρ. Το 1833 ο Νιέπς πεθαίνει. Τα χρόνια μετά το θάνατό του, ο Νταγκέρ έκανε σημαντική πρόοδο. Χρησιμοποίησε ιωδιούχο άργυρο ως επίστρωση για τις χάλκινες πλάκες. Αυτή η ουσία αποδείχτηκε πιο φωτοευαίσθητη από το βιτουμένιο. Ανακάλυψε συμπτωματικά πως, όταν επεξεργαζόταν την πλάκα με ατμούς υδραργύρου μετά την έκθεσή της, εμφανιζόταν καθαρά μια λανθάνουσα εικόνα. Αυτό μείωνε δραστικά το χρόνο έκθεσης. Αργότερα, όταν ανακάλυψε ότι εμποτίζοντας την πλάκα με διάλυμα κοινού αλατιού η εικόνα δεν σκούραινε καθώς περνούσε ο καιρός, θεώρησε πως η εφεύρεσή του ήταν εμπορικά εκμεταλλεύσιμη.

Όταν το 1839 παρουσιάστηκε στο κοινό η δαγεροτυπία, η ανταπόκριση ήταν συγκλονιστική. Ο μελετητής Χέλμουτ Γκερνσχάιμ γράφει στο βιβλίο του Η Ιστορία της Φωτογραφίας (The History of Photography): «Ίσως καμία άλλη εφεύρεση δεν σαγήνευσε ποτέ τη φαντασία του κοινού σε τέτοιον βαθμό και δεν κατέκτησε τον κόσμο με τέτοια αστραπιαία ταχύτητα όσο η δαγεροτυπία». Κάποιος αυτόπτης μάρτυρας της επίσημης παρουσίασης στο κοινό έγραψε: «Μία ώρα αργότερα, όλα τα καταστήματα οπτικών πολιορκούνταν αλλά οι καταστηματάρχες δεν μπορούσαν να βρουν αρκετά όργανα ώστε να ικανοποιήσουν τον ορμητικό στρατό των επίδοξων δαγεροτυπών. Λίγες μέρες αργότερα μπορούσες να δεις σε όλες τις πλατείες του Παρισιού σκοτεινούς θαλάμους με τρίποδα να έχουν ξεφυτρώσει μπροστά από ναούς και ανάκτορα. Όλοι οι φυσικοί, οι χημικοί και οι μορφωμένοι άνθρωποι της πρωτεύουσας γυάλιζαν επάργυρες πλάκες, ενώ ακόμη και οι εύποροι παντοπώλες αδυνατούσαν να αντισταθούν στην ευχαρίστηση που τους έφερνε το να θυσιάζουν στο βωμό της προόδου κάποιους από τους πόρους τους οι οποίοι εξατμίζονταν στο ιώδιο και χάνονταν στους ατμούς του υδραργύρου». Σύντομα, ο τύπος του Παρισιού ονόμασε την τρέλα δαγεροτυπομανία. Η εξαιρετική ποιότητα των δαγεροτυπιών έκανε τον Βρετανό επιστήμονα Τζον Χέρσελ να γράψει: «Δεν θα ήταν υπερβολή να τις αποκαλέσουμε θαυματουργικές». Μερικοί μάλιστα απέδωσαν μαγικές δυνάμεις σε αυτή την εφεύρεση.

Δεν καλοδέχτηκαν, όμως, όλοι τη νέα εφεύρεση. Το 1856 ο βασιλιάς της Νάπολης απαγόρευσε τη φωτογραφία, πιθανώς επειδή θεωρούνταν ότι σχετιζόταν με «το κακό μάτι». Ο Γάλλος ζωγράφος Πολ Ντελαρός όταν είδε μια δαγεροτυπία αναφώνησε: «Από σήμερα η ζωγραφική είναι νεκρή!» Η εφεύρεση προκάλεσε επίσης μεγάλη ανησυχία στους ζωγράφους οι οποίοι τη θεώρησαν απειλή για το βιοπορισμό τους. Κάποιος σχολιαστής εξέφρασε τους φόβους ορισμένων λέγοντας: «Η μεγάλη ομοιότητα της φωτογραφίας με την οπτική πραγματικότητα θα μπορούσε να αποδυναμώσει την αντίληψη του ατόμου για την ομορφιά». Επιπρόσθετα, οι φωτογραφικές εικόνες δέχονταν επικρίσεις ακόμη και για τον ωμό ρεαλισμό με τον οποίο γκρέμιζαν τις ψευδαισθήσεις που μπορεί να έτρεφε κάποιος για ομορφιά και νιάτα.

2 Πηγή

  • Το Βιβλίο της Έγχρωμης Φωτογραφίας

Adrian Bailey & Adrian Holloway Εκδόσεις Σ.Μωρεσόπουλος & Σια ΕΠΕ