Η ΣΠΟΓΓΑΛΙΕΙΑ ΣΤΙΣ ΝΟΤΙΕΣ ΣΠΟΡΑΔΕΣ

Από The Stelios Files
Αναθεώρηση ως προς 13:32, 29 Ιουνίου 2017 από τον Admin (συζήτηση | συνεισφορές) (→‎Πηγή)
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)

1850-1900: η ανάπτυξη της σπογγαλιείας, το «Σπογγαλιευτικό Ζήτημα» και η προσφορά του Κ. Φλέγελ

Μελετώντας την ιστορία της σπογγαλιείας κατά τον 19ο αιώνα δεν μπορούμε παρά να σταθούμε σε ένα γεγονός που επηρέασε σημαντικά την οικονομική και κοινωνική ζωή σε όλα τα σφουγγαράδικα νησιά και ειδικότερα σε εκείνα των νότιων Σποράδων, της σημερινής δηλαδή Δωδεκανήσου. Τη συστηματική χρησιμοποίηση, γιο πρώτη φορά στη σπογγαλιεία, του σκάφανδρου, το οποίο έμελλε να φέρει οικονομική ακμή αλλά και μεγάλη κοινωνική αναστάτωση. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

Η ανάπτυξη της σπογγαλιείας άρχισε τη δεκαετία του 1850 με τους γυμνούς κυρίως δύτες -τους «βουτηχτές",- την καγκάβα και το καμάκι. Με μοναδικά εφόδια τη σκανδαλόπετρα και τη μετρημένη τους αναπνοή, οι γυμνοί σφουγγαράδες τρυγούσανε μόνο το μεγάλο και φορμάδο σφουγγάρι, αφήνοντας τα μικρά -τα σπογγίνια- για την απαραίτητη αναπαραγωγή.

Το ταξίδι διαρκούσε τότε τέσσερις μήνες, από του Θεολόγου ως του Σταυρού, και από το ένα ταξίδι ίσα με το άλλο οι κόρφοι της θάλασσας λες και παρθένευαν.

Μέσα σε ελάχιστα χρόνια ο αριθμός των σπογγαλιευτικών σκαφών και των ανθρώπων που δούλευαν σε αυτά αυξήθηκε με εντυπωσιακό ρυθμό. Πριν από το 1854 οι νότιες Σποράδες διέθεταν 380 σφουγγαράδικα. Το 1858 τα νησιά αυτά αριθμούσαν ήδη 600 σπογγαλιευτικά, εκ των οποίων 70 δούλεψαν στις ακτές τις ρόδου, 150 στην Κρήτη, 180 στα παράλια της Συρίας και 200 στη Μπαρμπαριά.

Η πλούσια παραγωγή στη δεκαετία του 1850 συνοδεύθηκε από αύξηση της τιμής των σφουγγαριών. Τούτο οφείλετο στις νέες αγορές και στη μεγάλη ζήτηση, όπως και στον ανταγωνισμό μεταξύ των εμπόρων. Την πενταετία 1854-58, οι μέσες ετήσιες πωλήσεις σφουγγαριών, έφθαναν τις 90.000 οκάδες αξίας 70.000 λιρών Αγγλίας. Ο κύριος όγκος των εξαγωγών πήγαινε στην Αγγλία και τη Γαλλία, ενώ το 1858 άνοιξε και η αγορά της Αμερικής, όπου στάλθηκαν οι πρώτες μικρές ποσότητες από φίνα σφουγγάρια.

1 Η εμφάνιση του σκάφανδρου

Στα μέσα της δεκαετίας του 1860, κάποιος γάλλος ονόματι Auble έφερε στις νότιες Σποράδες ένα άγνωστο στους σφουγγαράδες καταδυτικό μηχάνημα, το σκάφανδρο. Οι κάτοικοι των νησιών δεν είδαν με καλό μάτι τις «μηχανές», όπως έλεγαν τα σκάφανδρα, και προσπάθησαν με βίαιες εκδηλώσεις να εμποδίσουν τη χρήση τους.

Όρμησαν στις αποθήκες, κατέστρεψαν πολλές καταδυτικές μηχανές και πέταξαν τα εξαρτήματά τους στη θάλασσα. Ιδιαίτερα έντονες ήταν οι ταραχές στην Κάλυμνο, γράφει ο Συμιακός δάσκαλος, Μιχαήλ Γρηγορόπουλος, στην πραγματεία του «η νήσος Σύμη» (εκδ. 1875), προσθέτοντας ότι η γαλλική κυβέρνηση έστειλε πολεμικό πλοίο στο νησί για να προστατεύσει τα συμφέροντα των υπηκόων της.

Παρά τον ξεσηκωμό των κατοίκων, τα σκάφανδρα καθιερώθηκαν τελικά στη σφουγγαροδουλειά, περιορίζοντας σημαντικά τα σφουγγαράδικα με τους γυμνούς δύτες και τους άλλους παραδοσιακούς τρόπους αλιείας. Η διάδοση του νέου μηχανήματος και η συνεπαγόμενη εντυπωσιακή αύξηση της παραγωγής, άλλαξαν εντελώς τα έως τότε κοινωνικοοικονομικά δεδομένα. Μέσα σε δέκα - δεκαπέντε χρόνια, η εισροή χρήματος υπερδιπλασιάστηκε. Από τις 70.000 λίρες Αγγλίας, που ήταν οι μέσες ετήσιες εξαγωγές την περίοδο 1854-58, τώρα, στην πενταετία 1869-73, έφθασαν (με τη χρήση σκάφανδρων) τις 150.000 λίρες. Και αυτή ήταν μόνο η αρχή. Στη συνέχεια και ως τα τέλη του περασμένου αιώνα, στα χρόνια δηλαδή της μεγάλης άνθησης της σπογγαλιείας, η ετήσια παραγωγή στις νότιες Σποράδες έφθασε σε μεγαλύτερα ύψη.

2 Το «σπογγαλιευτικό ζήτημα»

Οι μηχανές με το πλούσιο αλίευμά τους ενίσχυσαν την οικονομία των νησιών, με αποτέλεσμα τη γενικότερη ανάπτυξή τους. Η πρόοδος ήταν ιδιαίτερα αισθητή στα κατ’ εξοχήν σπογγαλιευτικά κέντρα, στην Κάλυμνο δηλαδή και τη Σύμη. Ωστόσο, η οικονομική αυτή ακμή πληρωνόταν κάθε χρόνο με εκατόμβες θυμάτων, νεκρούς και παράλυτους, από τη νόσο των δυτών. Πληρωνόταν επίσης με την ολοένα και μεγαλύτερη εξάντληση των βυθών.

Το καλοκαιρινό ταξίδι διαρκούσε πλέον έξι με επτά μήνες, χώρια το χειμωνιάτικο. Και σαν να μην έφτανε αυτό, οι «μηχανικοί» -όπως αποκαλούσαν τους δύτες με σκάφανδρα- αποσπούσαν από τους βυθούς όχι μόνο τα μεγάλα σφουγγάρια αλλά και τα μικρά. Για να βγουν τα χρέη του χειμώνα, οι προκαταβολές -τα «πλάτικα»- και τα δυσβάσταχτα -λόγω των υπέρογκων τόκων- δάνεια των πλοιάρχων από τους ξεκινητές, οι δύτες ήταν αναγκασμένοι να κονταροχτυπιούνται με το χάρο σε ολοένα μεγαλύτερα βάθη, χωρίς κανόνες ή χρονικά όρια κατάδυσης και αναγκασμένοι να κρατούν το στόμα τους κλειστό.

Οι γυμνοί σφουγγαράδες από την πλευρά τους, ανήμποροι να τα βγάλουν πέρα, αναγκάσθηκαν να τα παρατήσουν. Για να θρέψουν τις φαμίλιες τους έγιναν και αυτοί μηχανικοί- ή τσουρμάρανε στα μηχανοκάικα για να δουλέψουν στην κουβέρτα. Οι αριθμοί για τη μείωση των παραδοσιακών σπογγαλιευτικών λόγω του σκάφανδρου, είναι αποκαλυπτικοί. Το 1868 η Κάλυμνος αριθμούσε 368 σκάφη με γυμνούς δύτες. Το 1900 τα σκάφη με γυμνούς βουτηχτές μειώθηκαν στα 8 και υπήρχανε επίσης 70 καμακάδικα και 9 καγκάβες. Σύνολο 87.

Ο συνεχιζόμενος αγώνος για την κατάργηση του σκάφανδρου στη σπογγαλιεία, γνωστός ως «σπογγαλιευτικό ζήτημα, κορυφώθηκε στην τελευταία δεκαετία του περασμένου αιώνα. Ως τότε τα σκάφανδρα δεν σταμάτησαν να σπέρνουν το θάνατο και την απόγνωση. Ο απολογισμός των θυμάτων, γύρω στο 1895, ήταν τραγικός. Από τους χίλιους δύτες που δούλευαν στις μηχανές της Καλύμνου, Σύμης, Χάλκης, Καστελλόριζου, Ρόδου, Μοσχονησιών, Ύδρας, Αίγινας και Τρίκερι, οι νεκροί έφθαναν τους εκατό με εκατόν πενήντα το χρόνο, χώρια οι «πιασμένοι», οι κουτσοί δηλαδή και παράλυτοι. Ο φόρος αίματος της Καλύμνου, μέσα σε τριάντα χρόνια από την εμφάνιση του σκάφανδρου, υπολογίζεται σε οκτακόσιους τουλάχιστον νεκρούς και διακόσιους βαριά σακατεμένους. Ελαφρά «χτυπημένοι» είναι όλοι σχεδόν οι δύτες του νησιού.

Ο σφουγγαράδικος λαός ανάστατος αξίωνε την παύση του «φθοροποιού σκάφανδρου» και οι δημογεροντίες των νησιών —εκτελεστές των αποφάσεων του λαού που παίρνονταν σε γενικές συνελεύσεις— δεν έπαυαν να στέλνουν υπομνήματα και πληρεξούσιους στην πόλη για να πετύχουν την ποθητή απαγόρευση. Το πρόβλημα όμως ήταν δύσκολο και πολύπλοκο. Για να υπάρξει αποτελεσματική λύση θα έπρεπε να απαγορευθεί με νόμο το σκάφανδρο, όχι μόνο από την Τουρκία, αλλά και από όλες τις μεσογειακές χώρες, στα νερά των οποίων δούλευαν σφουγγαράδες.

3 Κάρολος Φλέγελ

Την κρίσιμη εκείνη περίοδο ήρθε στα νησιά ο Κάρολος Βασίλιεβιτς Φλέγελ, ένας μεγάλος ανθρωπιστής που έδωσε μάχες για την κατάργηση του σκάφανδρου, στο πλευρό των σφουγγαράδων.

Ο Φλέγελ, ελληνολάτρης και καθηγητής των κλασικών σπουδών από τη Βίλνα της Λιθουανίας, ήρθε στην Ελλάδα το 1892, στα σαράντα δύο του χρόνια, για να γνωρίσει από κοντά τα αιγαιοπελαγίτικα νησιά. Όταν έφθασε και στην Κάλυμνο συγκλονίστηκε από την εικόνα που αντίκρισε. Παντού χαροκαμένοι και σακάτηδες, χήρες και απροστάτευτα ορφανά, χωρίς ελπίδα επιβίωσης, με όλες τις τραγικές συνέπειες που είχε τούτο στη ζωή του νησιού.

Αποφάσισε τότε να εγκατασταθεί στην Κάλυμνο και να αφιερώσει τη ζωή του στον αγώνα για τη λύτρωση των σφουγγαράδων από την κατάρατης μηχανής. Με άρθρα του στο διεθνή τύπο, με διαλέξεις σε διεθνή συνέδρια και με υπομνήματα, προσπάθησε να ευαισθητοποιήσει την κοινή γνώμη και τις κυβερνήσεις των μεσογειακών χωρών. Το 1902, ύστερα από πολύχρονο και κοπιαστικό αγώνα, όλες σχεδόν οι εμπλεκόμενες χώρες είχαν καταργήσει με νόμο τα σκάφανδρα. Ο σφουγγαράδικος λαός δεν ξέχασε με ψηφίσματα του να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του προς τον Φλέγελ, τον οποίο η Κάλυμνος ανακήρυξε επίτιμό της πολίτη.

Ωστόσο, πριν ακόμη εφαρμοσθεί καλά-καλά ο νόμος, τα σκάφανδρα επανήλθαν. Ο ιστορικός της Καλύμνου και ποιητής, Γιάννης Ζερβός, γράφει σχετικά: «προβλήματα οικονομικά, ακατανίκητα, ξυπνούσε κάθε φορά η προσωρινή παύση των μηχανών. Καταγγελίες, κυνήγια λαθραίας εργασίας μηχανών, ωσότου ξαναγύρισε πάλι η γενική χρήση τους κατά νόμον αδήριτον...»

Χρειάσθηκε να περάσει σχεδόν ένας αιώνας από τότε που πρωτοχρησιμοποιήθηκαν τα σκάφανδρα στη σπογγαλιεία, ώσπου να αρχίσουν, το ένα μετά το άλλο, να αποσύρονται. Θλιβερή υπενθύμιση εκείνης της περιόδου οι σακατεμένοι, θύματα της μηχανής, απομεινάρια μιας άλλης εποχής, που ακόμη και σήμερα σέρνουν τα βήματά τους ανάμεσά μας. Ζωντανοί μάρτυρες του σφουγγαράδικου αγώνα για τη ζήση και την προκοπή των νησιών.

4 Πηγή

Κυριάκος Κων. Χατζηδάκης – από το ένθετο «Επτά Ημέρες» της Καθημερινής 13/9/1998