ΟΙΝΟΣ Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ

Από The Stelios Files
Αναθεώρηση ως προς 02:37, 28 Δεκεμβρίου 2016 από τον Admin (συζήτηση | συνεισφορές) (→‎Πηγή)
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)

Δεν υπάρχει πιο πρόσφορο υλικό για κείνον που θέλει να προσεγγίσει το πνεύμα της Ελλάδας μες στους αιώνες από το κρασί και δεν υπάρχει πιο ενδεδειγμένη χρονική περίοδος να μιλήσει κανείς για το κρασί από τις απόκριες. Ο λόγος δεν είναι βέβαια ότι κατά την περίοδο του καρναβαλιού πίνουμε κρασί. Κρασί το μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων πίνει πάντα. Ο λόγος είναι ότι το έθιμο της αποκριάς συνδέεται άρρηκτα με τις προχριστιανικές, βακχικές εορτές, προς τιμή του θεού Διονύσου, και άρα με το ίδιο το κρασί. Το ότι ως λαός κατά την περίοδο του ειδωλολατρικού μας βίου νιώσαμε την ανάγκη να λατρέψουμε ένα θεό του κρασιού, που τον σεβόμασταν και τον φοβόμασταν, ήδη υποδηλώνει πολλά ως προς τη σχέση μας με το πίνειν, τη μέθη και τις πάσης φύσεως εξαλλοσύνες, που ξέφευγαν από τα καθιερωμένα πλαίσια μιας πραγματικότητας ευπρεπούς, στην οποία πρυτανεύει η λογική. Πράγματα που πολλά χρόνια αργότερα θα βαφτίσουμε «μεσογειακό ταμπεραμέντο» για... τουριστικούς ως επί το πλείστον λόγους. Υποδηλώνει ακόμη πολλά για την ενστικτώδη γνώση των ιατρικών θαυμάτων που εγκυμονούσε η γη μας και ο ήλιος μας, στα οποία χρωστάμε τα αμπέλια μας. Καταγράφει επίσης το σημαντικό ρόλο που έπαιζε στην καθημερινή ζωή των προγόνων μας ο μούστος και τα παράγωγά του: το πετιμέζι ως μέσο διατροφικό -ιδιαίτερα ως υποκατάστατο της ζάχαρης- το κρασί ως μέσο θερμαντικό και φαρμακευτικό, το ξίδι ως αντισηπτικό. Αλλά ας παραμείνουμε, για την ώρα, στον αμφιλεγόμενο για το χαρακτήρα του Διόνυσο ή Βάκχο (μετά τον 5ο αι. π.Χ.) και καθόλου αμφιλεγόμενο για την ιδιότητά του ως θεού του οίνου.

1 Μαύρο πρόβατο ο θεός του οίνου

Ο Διόνυσος, λοιπόν, σύμφωνα με το μύθο ήταν το μαύρο πρόβατο του θεϊκού βασιλείου του Ολύμπου και η ντροπή του δωδεκάθεου. Ένα μεγάλο μέρος της ζωής του -κατά το οποίο κανείς δεν γνωρίζει τι ακριβώς συνετελέσθη, αλλά όλοι υποψιαζόμαστε τα χειρότερα- εγκατέλειψε την πατρική γη για μακρινά ταξίδια, στα βάθη της Συρίας και της Ινδίας, εκεί δηλαδή που ακόμη και τον 20ό αιώνα (ιδιαίτερα τις δεκαετίες του 60 και του 70) χάνονταν Ευρωπαίοι για πάντα, σχεδόν τρελοί από την επήρεια που ασκούσε το μέρος και η χρήση παραισθησιογόνων ουσιών. Ο Διόνυσος όμως δεν χάθηκε. Έκανε ό,τι έκανε την περίοδο της άγριας νιότης του, έμαθε ό,τι έμαθε και κάποια στιγμή ξαναγύρισε στην Ελλάδα. Όχι μόνος του, αλλά με παρέα, μάλλον αμφιβόλου ηθικής: κάτι φιλενάδες του, τις μαινάδες, και κάτι ξεδιάντροπους νεαρούς, τους σάτυρους, που αν τους έβλεπαν δεσποινίδες της εποχής άλλαζαν στενό. Οι πιθανότητες βέβαια να συναντήσει ο αρχαίος πολίτης της πόλης - κράτους στα στενά της Πνύκας και του Παρθενώνα την παρέα αυτή ήταν σχεδόν ανύπαρκτες, διότι είτε από ευαισθησία προς τη δημόσια αιδώ είτε επειδή ήταν αλλεργικός στους οικογενειάρχες και τα παιδάκια τους, ο Διόνυσος δεν πάταγε το πόδι του στο άστυ. Μπορεί πάλι να απέφευγε την πόλη, επειδή εκτός από θεός του κρασιού ήταν και θεάς της φύσης όλης (πολλές παραστάσεις τον συνδέουν και με τη θάλασσα, ενώ πολλοί ήταν οι αρχαίοι οινοπαραγωγοί νησιώτες που λάτρευαν τον θεό και νέρωναν το κρασί τους με θαλασσινό νερό), οπότε το βασίλειό του απλωνόταν στην εξοχή. Έτσι, γύριζαν ολημερίς -αυτός και η συντροφιά του- σαν τα αγριοκάτσικα στα όρη και τα βουνά, πίνοντας ανελέητες ποσότητες κρασιού και τραγουδώντας κάτι ακατανόητα, που πολλοί έλεγαν ότι ήταν ξόρκια και λόγια μαγικά. Λέγανε ακόμη κι άλλα, πολύ πιο τρομερά, γι αυτή την κλίκα. Όπως ότι κατά τις τελετές της, που συνέβαιναν εκεί προς το τέλος του χειμώνα (θα δούμε στη συνέχεια πώς μεταφράζεται αυτό στη σημειολογία των θρησκειών), τα μέλη υπό τη θεϊκή αιγίδα επιδίδονταν σε απίστευτα όργια, που μπροστά τους ο Καλιγούλας έμοιαζε με καρτούν του Disney, αλλά το χειρότερο από όλα ήταν η φήμη περί ανθρωποφαγίας. Όλα αυτά τα τρομερά βέβαια δεν τα έκανε το κρασί, σας το λέμε εμείς που έχουμε πιει τόνους και που μπορεί κάποια στιγμή να τσακωθήκαμε δικαίως ή αδίκως για το λογαριασμό, αλλά που ποτέ μα ποτέ δεν λαχταρήσαμε το αυτί ή τη μύτη του σερβιτόρου σε πήλινο γιουβέτσι! Όλα αυτά τα έκανε η έκσταση, η οποία έχει σαφώς σκοτεινότερες ρίζες από τη μέθη. Η έκσταση ήταν, ας το πούμε, η υποταγή σε μια άλλη πραγματικότητα, σε μια άλλη αρχή, που υπερβαίνει τους εκστασιασμένους και η όλη διαδικασία είχε μεγάλη αντιστοιχία με το αιώνιο δίπολο ζωής - θανάτου.

2 Ο παλιός (καρνάβαλος) είναι αλλιώς!

Αυτό το «ξαναγέννημα» των όσων συμμετείχαν σε νέους, υπερβατικούς εαυτούς, είχε κάποια στάδια μετάβασης, από τα οποία εμείς σήμερα ξέρουμε δυο - τρία (μην μπαίνετε στον κόπο, δεν αρκούν):

1. Μεταμφίεση. Μυστήριες μάσκες, ελαφοτόμαρα και προβιές από διάφορα ζώα λειτουργούσαν ως πρώτα μέσα αποκοπής των μαινάδων και των σατύρων από την πραγματικότητα, μετατρέποντάς τους σε κάτι «άλλο», φανταστικό», «εξωανθρώπινο» (κολομπίνες, βασίλισσες της νύχτας και ποκαχόντας είναι αυτό που σήμερα καλείται ... αναβίωση του εθίμου).

2. Μουσική. Ήχοι από αυλούς, ρυθμοί μυστικοί από τα βάθη της γης και της ψυχής και φωνές, ψίθυροι, ουρλιαχτά έδιναν ένα νέο τέμπο στα πράγματα, βάζοντας το κορμί σε άλλο δρόμο, που εκφραζόταν μέσω του χορού. Τι χορού; αν έχετε δει επιληπτική κρίση σε εξέλιξη, θα καταλάβετε περίπου για τι μιλάμε, αν όχι, σας λέμε εκ προοιμίου ότι κάθε απόπειρα σύγκρισης με τις χορεύτριες του Ρίο θα αποβεί τραγικά ατυχής.

3. Μέθη. Αν το κρασί μετείχε σ αυτή την ιστορία -και μετείχε καθ όλη τη διάρκειά της- οφείλεται στο γεγονός ότι οι άνθρωποι αυτού του τόπου πάντα πίστευαν ότι έχει κάτι το ένθεο. Πώς αλλιώς να εξηγούσε κανείς την ιδιότητά του (που θυμίζει μια από τις ιδιότητες της έκστασης) να απελευθερώνει τα μέρη εκείνα της ανθρώπινης ψυχής, που κατά τη νηφάλια ζωή του ανθρώπου παραμένουν δέσμια, και γι αυτό ανενεργά, από κάθε λογής ήθη και απαγορεύσεις εκ του μυαλού ή εκ της κοινωνίας προερχόμενες; μόνο με θεϊκή παρέμβαση, μπορούσε να ερμηνευθεί τέτοια περίεργη αλλαγή. Έτσι ο προχριστιανικός Έλληνας όταν έπινε κρασί πίστευε ότι πίνει το Διόνυσο, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που ο μεταχριστιανικός Έλληνας πιστεύει ότι πίνει το αίμα του Χριστού. Και παρά το γεγονός ότι οι διονυσιακές τελετές είχαν πλευρές που σόκαραν τους ανθρώπους, οι ίδιοι ένιωθαν την ανάγκη να τις τιμήσουν, όχι μόνο από φόβο απέναντι σε έναν θιγμένο Βάκχο (άγνωστες οι βουλές του θεού, πόσο μάλλον όταν είναι θυμωμένος και πιωμένος), αλλά και από την αίσθηση ότι θα πέρναγαν καλά, αν άφηναν για λίγες μέρες στο τιμόνι της ζωής τους τον οίνο, τον αγαπητό.

3 Μεγάλα Διονύσια, μεγάλα γλέντια

Θέσπισαν λοιπόν μια σειρά γιορτών προς τιμήν του Διονύσου, με κορυφαία τα μεγάλα Διονύσια, που τα χορηγούσε το κράτος, και στα οποία γέλαγε και ο κάθε πικραμένος. Διότι τόσο ήταν το κρασί που καταναλωνόταν στα λαϊκά αυτά πανηγύρια, ώστε δεν έμενε θλίψη για θλίψη όρθια στις ψυχές των παρευρισκομένων. Απαλλαγμένα από κάθε σκοτεινιά και τρομακτικότητα, που χαρακτήριζε τις υποτιθέμενες τελετές του Βάκχου, τα πανηγύρια αυτά, τα οποία οδήγησαν και στη γένεση των μεγάλων τραγωδιών του Σοφοκλή και του Ευριπίδη, φώτιζαν και ζέσταιναν τα χαμόγελα και τις καρδιές των Αθηναίων σαν τον ήλιο που μεγάλωνε τα ευλογημένα αμπέλια. Τα αμπέλια που έδιναν το κρασί και που είχαν μάθει -λέει ο θρύλος- να τα καλλιεργούν από τον ίδιο το Διόνυσο. Πράγμα για το οποίο οι Έλληνες τον ευγνωμονούν ακόμη. Φαγητό, ποτό, χοροί, τραγούδια, πειράγματα... εξ αμάξης και πλάκες με τη μορφή ερωταποκρίσεων συνέθεταν ένα γλέντι απερίγραπτο, που μόνο ως παρωδία θύμιζε τις μυθικά ανοσιουργήματα του Διονύσου. Αν στο χώρο των ιδεών η φιγούρα του Διονύσου δείχνει πόση σημασία είχε για τον αρχαίο Έλληνα ο οίνος, στο χώρο της τότε υπαρκτής πραγματικότητας και στο επίπεδο της καθημερινής χρήσης, ο Όμηρος έχει πολύ περισσότερα να μας πει.

4 Ομηρικό σύμβολο ευζωίας και φιλοξενίας

Μέσα στους ατέλειωτους στίχους της Ιλιάδας και της Οδύσσειας το κρασί εμφανίζεται συχνότερα και από το νερό! Η -για να είμαστε ακριβείς- το νερό εμφανίζεται μόνο ως μέσο αραίωσης του οίνου: για να γίνει η κράσις και εκτός των άλλων να μας προκύψει και η λέξη κρασί. Το κρασί συναντιέται ακόμη ως μέσο σιωπηλής επίκλησης των θεών, με τις περιβόητες σπονδές, το στάξιμο δηλαδή μερικών σταγόνων του πάνω στη γη πριν την πόση, που καταγράφει για άλλη μια φορά τη μαγική δυνατότητα του οίνου να επικοινωνεί με άλλες πραγματικότητες. Το κρασί ακόμη αποτελεί σύμβολο φιλοξενίας και εγκαρδιότητας προς το ναυαγό ή τον ταξιδιώτη και η προσφορά του κατάθεση καλής διάθεσης και φιλικών αισθημάτων. Δεν είναι τυχαίο ότι από όλα τα μέρη που πέρασε ο Οδυσσέας, στα τόσα χρόνια της περιπλάνησής του, τα πιο εχθρικά αποδείχθηκαν εκείνα στα οποία κανείς δεν του πρόσφερε κρασί κατά την άφιξή του (όπως οι Λαιστρυγόνες). Δόλος πίσω από το κρασί δεν κρυβόταν ποτέ στον Όμηρο, παρά μόνο στην περίπτωση που ο Οδυσσέας το χρησιμοποίησε για να γλιτώσει εαυτόν και αλλήλους από τον Κύκλωπα. Τόνοι κρασιού συνοδεύουν άλλωστε όλα τα ομηρικά γεύματα, υποδηλώνοντας σαφέστατα την άρρηκτη σχέση του με τη μεσογειακή διατροφή, αλλά και κρασί εμφανίζονται να πίνουν οι αχαιοί πολεμιστές για να πέφτουν ατρόμητοι στη μάχη, ένδειξη ότι μέσα σ όλες τις αρετές του διώχνει και το φόβο απ’ τις ψυχές.

5 Μέθυσε ποτέ ο Σωκράτης;

Το αξιοσημείωτο είναι ότι οι ομηρικοί ήρωες πίνουν, αλλά δεν μεθάνε. Ήρωας που να τρικλίζει δεν είναι προφανώς ήρωας κατά τις αξίες του μεγάλου ποιητή της αρχαιότητας. Αντιθέτως, ήρωας είναι εκείνος που μπορεί να πιει γενναίες ποσότητες χωρίς να χάσει το μυαλό του, δηλαδή αυτός που μπορεί να παίζει με τη φωτιά χωρίς να καίγεται. Τα «σαλεμένα φρένα» αποτελούν βαρύτατη κατάσταση για τον Όμηρο, ο οποίος με χίλιους δυο τρόπους προειδοποιεί στα έπη του για το κακό που μπορεί να φέρει η υπερκατανάλωση κρασιού. Σε βαθμό τέτοιο γίνεται ορατή αυτή η απέχθειά του για το… σουρωμένο άνθρωπο, ώστε ο Αθήναιος στους «Δειπνοσοφιστές» του να παρατηρεί: «...της μέθης δε κατατρέχων ο ποιητής». Κάτι σαν εμπάθεια, να το πούμε, απ την πλευρά του ραψωδού απέναντι στις αρχαιοελληνικές... σκνίπες. Από αυτή την άποψη ο ομηρικός κόσμος βρίσκεται στον αντίποδα του διονυσιακού -ως κόσμος λογικός. Συνετός, ταγμένος στην καθαρότητα του νου και συνεπής στο θρυλικό «μέτρον άριστον»- και συγγενεύει εξ αίματος με τον κόσμο του Πλάτωνα. Στο περιβόητο «συμπόσιό» του, ο μεγάλος φιλόσοφος, εμφανίζει το Σωκράτη ως πότη απιστεύτου αντοχής, που όλο το βράδυ πίνει κρασί και συζητάει, μέχρι τη στιγμή που θα βάλει και τους τελευταίους να κοιμηθούν και θα σηκωθεί να φύγει. Έχει πια ξημερώσει και αντί να πάει σπίτι του να ...ταβλιαστεί, μοίρα κάθε μεθυσμένου, εκείνος οδεύει προς το Λύκειο, όπου θα περάσει όλη την υπόλοιπη ημέρα, σαν να μην τρέχει τίποτα. Και αυτό δεν συνέβη μια φορά. Ο Πλάτωνας είναι κάθετος ως προς τις ικανότητες του δασκάλου του στο θέμα μας: «Σωκράτη μεθύοντα ουδείς εώρακεν πώποτε»! Πίνοντα, όμως, οι πάντες και πάντα...

6 Εγώ είμαι ο οίνος ο πραγματικός..

Η έλευση του χριστιανισμού στην Ελλάδα πολλά θα αλλάξει. Ήθη, έθιμα και παραδόσεις προαιώνιες θα ανατραπούν, ο πολιτισμός θα πάρει άλλο δρόμο, το αρχαιοελληνικό πνεύμα θα κυνηγηθεί ποικιλοτρόπως, θα σταλεί στο πυρ το εξώτερον ως ειδωλολατρικό στο σύνολό του, για να ‘ρθει μια μέρα που θα αποκατασταθεί εν μέρει η τιμή του, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τους κλασικούς φιλοσόφους. Οι θεοί των ανθρώπινων παθών θα αντικατασταθούν από τον έναν, το Θεό του πνεύματος, τον υπεράνω σαρκικών αναγκών, και ο διχασμός ψυχής και σώματος θα πάρει πλέον δραματικές διαστάσεις (για το σώμα βέβαια). Ο νέος κόσμος ήρθε να αντικαταστήσει τον παλιό, το θείο δράμα πήρε τη θέση του αρχαίου δράματος. Από όλα τα σύμβολα του παλιού πολιτισμού μόνο ένα θα εισβάλει πανηγυρικά στη νέα εποχή της προσευχής και της εγκράτειας: το κρασί. Απίστευτο το πώς, πάντως κατόρθωσε να εξασφαλίσει στον εαυτό, μαζί με το ψωμί, κεντρικότατη θέση στα χριστιανικά μυστήρια, απέσπασε δε, πάλι αυτό και το ψωμί, τη μεγαλύτερη τιμή που μπορούσε να αποσπάσει εκπρόσωπος της ύλης, όταν ο ίδιος ο Ιησούς έλεγε «πίετε εξ αυτού πάντες, τούτα εστί το αίμα μου». Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι ο Νώε ήταν ο πρόγονος του Διονύσου, ως προς την αμπελουργική τέχνη τουλάχιστον, άνθρωπος που επίσης έζησε και υπέφερε με έντονο τρόπο από τον κύκλο της ζωής και του θανάτου. Γράφεται στη Γένεση (9:20) ότι ο Νώε φύτεψε ένα αμπέλι και ήπιε από το κρασί του και μέθυσε, και βρέθηκε γυμνός μέσα στον οίκο του. Την ίδια μοίρα και το πεπρωμένο που σχετίζεται με το δίπολο θανάτου-ζωής βίωσε σύμφωνα με το βακχικό μύθο και ο Διόνυσος, και βέβαια ο Ιησούς, που όρισε το Θείο Δράμα και που φέρεται να είπε: «εγώ είμαι ο οίνος ο πραγματικός και ο πατέρας μου είναι ο καλλιεργητής». (Κατά Ιωάννη 15:1).

7 Ουδείς κρυφός υπό τον …οίνο

Φαίνεται να υπάρχει μια θεϊκή τάση που θέλει τις υπερβατικές δυνάμεις να φανερώνονται μέσω του κρασιού. Η αναφορά του Ιωάννη, παραδείγματος χάριν, στο γάμο στην Κανά της Γαλιλαίας, με τη σημείωση ότι πρόκειται για το πρώτο θαύμα του Ιησού, είναι σημείο αναφοράς για κάθε έρευνα που προσπαθεί προσεγγίζει θέλοντας ή μη τη σχέση του κρασιού (και όχι μόνο) με τις θρησκείες, αλλά και πιο συγκεκριμένα την υπόγεια σχέση που συνδέει τον Διόνυσο με τον Ιησού. Γράφει λοιπόν ο Απόστολος και εμείς μεταφέρουμε με τον τρόπο μας:

«Και την τρίτη μέρα έγινε ένας γάμος στην Κανά της Γαλιλαίας και η μητέρα του Ιησού ήταν εκεί. Και ο Ιησούς με τους μαθητές του ήταν καλεσμένοι στο γάμο. Και όταν (οι καλεσμένοι) θέλησαν κρασί η μητέρα του Ιησού τού είπε ότι δεν έχουν κρασί και ο Ιησούς της απάντησε: γυναίκα τι μπορώ να κάνω γι αυτούς; η ώρα μου δεν έχει έρθει ακόμη. Η μητέρα είπε στους υπηρέτες: ό,τι σας πει να κάνετε, κάντε το. Και τέθηκαν εκεί έξι λίθινα δοχεία, κατά τις συνήθειες του εξαγνισμού των Εβραίων, συμπεριλαμβανομένων δύο-τριών ατομικών. Και ο Ιησούς τούς είπε: γεμίστε τα με νερό. Και τα γέμισαν μέχρι επάνω. Και τους είπε πάλι: βγάλτε το τώρα. Και δώστε στον πρώτο τη τάξει να πιει. Και όταν ο πρώτος τη τάξει δοκίμασε, το νερό είχε γίνει κρασί… Και χωρίς να ξέρει την πηγή του, το εξύμνησε. Αυτή ήταν η αρχή των θαυμάτων...».

Τα «Επιφάνια» ή Φώτα, που γιορτάζει με κάθε τιμή ολόκληρη η χριστιανοσύνη, στις 6 Ιανουαρίου, στηρίζονταν κατά τις ανατολικές εκκλησίες, ημερολογιακά, σε δύο μεγάλες στιγμές της ζωής του Χριστού: τη βάφτισή του (Κατά Μάρκον 1:9-11) και το πρώτο του θαύμα, δηλαδή το γάμο στην Κανά (Κατά Ιωάννη 2:1-12), στον οποίο ο Ιησούς έκανε την πρώτη φανέρωση της θεϊκής του ιδιότητας. Η 6η Ιανουαρίου είναι όμως και κατά τη βακχική παράδοση ημέρα αποκάλυψης (φανέρωσης δηλαδή) του Διονύσου, που και αυτή συντελείται μέσω της μετατροπής του νερού σε κρασί, μοτίβο πολύ συνηθισμένο στη διονυσιακή μυθολογία. Ιανουάριο άρχιζαν και όλες οι γιορτές προς τιμήν του θεού για να ολοκληρωθούν Απρίλιο, που σημαίνει ότι τουλάχιστον χρονικά συμπίπτουν με τις μεγάλες γιορτές της χριστιανοσύνης, από τα φώτα δηλαδή μέχρι το Άγιο Πάσχα και την Ανάσταση. Και ως προς το περιεχόμενό τους συνδέονται και οι δύο άμεσα με το θάνατο του θεού (βίαιος και αποτρόπαιος του Διονύσου, αφού το σώμα του κομματιάστηκε, βίαιος και αποτρόπαιος και του Χριστού, που μοίρασε το ψωμί στους μαθητές του λέγοντας «πάρτε να φάτε, αυτό είναι το σώμα Μου που κομματιάζεται για σας») και της φύσης, αλλά και της αναγέννησής τους (Ανάσταση), την αρχή δηλαδή του νέου κύκλου για τη γη και τους ανθρώπους της.

8 Κρασί θα πίνουμε, ο κόσμος να χαλάσει

Την προσφορά του ψωμιού με την έννοια του σώματός του και του κρασιού με την έννοια του αίματος, πολλοί ερευνητές από αυτούς που θεωρούν ότι ο Χριστός ήταν η μετεξέλιξη του Διονύσου, που άρμοζε στις πιο εξελιγμένες κοινωνίες, θα τη θεωρήσουν εξευγενισμό της ανθρωποφαγίας (θεοφαγίας;), που ως συνήθεια ανήκει σε πρωτόγονες εποχές της ανθρωπότητας. Εμείς, πάλι, θα τη θεωρήσουμε μια ακόμη αδιαμφισβήτητη απόδειξη της εξέχουσας σημασίας που είχε ανέκαθεν το ψωμί και το κρασί στη διατροφή και την καθημερινή ζωή μας. Όσο για τους παραλληλισμούς μεταξύ του πριν και του μετά, σκοπό έχουν να καταδείξουν με έναν ακόμη τρόπο πως ο οίνος παραμένει αγαπητός μες στους αιώνες και στις παραδόσεις του λαού μας, παλιές, νέες ή μεταμοντέρνες. Για τους Έλληνες το κρασί είναι πολιτισμική μοίρα, το αγαπάνε και θα το πίνουνε όπως κι αν είναι ο κόσμος. Ακόμη κι αν χαλάσει...

9 Μεσαίωνας και αναγέννηση της ελληνικής οινοποιίας

ΜΝΗΜΕΙΩΔΗ ΑΚΜΗ γνώρισε η ελληνική οινοποιία κατά τους βυζαντινούς χρόνους και μέχρι την πρώιμη Αναγέννηση η φήμη των κρασιών της ήταν πολύ καλή και πολύ διαδεδομένη σε όλη την Ευρώπη. Από τη βενετοκρατούμενη Κύπρο και την Κρήτη ξεκίναγαν μπόλικες οκάδες κρασιά που έμελλε να καταλήξουν σε ευρωπαϊκά... στομάχια, άλλοτε άσημα και άλλοτε διάσημα όπως του Σαίξπηρ και του Ραμπελέ, που τα θεωρούσαν από τα κορυφαία της εποχής. Ο τελευταίος, πρώην καλόγερος, μετέπειτα γιατρός και εν τέλει η σατιρική πένα που έφερε τα πάνω κάτω 500 χρόνια πριν στη μεσαιωνική σοβαροφάνεια των βλοσυρών ιερατείων, έγραφε στον «Γαργαντούα» του ότι ο Πανούργος με Τον Πανταγκρουέλ, γιγαντιαίο γιο τού Γαργαντούα, που χρωστάει το όνομά του στη σύζευξη της ελληνικής λέξης «πάντα» και της μαυριτανικής gruel (διψασμένος), όταν έφτασαν στο μαντείο της Αγίας Μποτίλιας, αντίκρισαν ένα μοναδικό φαινόμενο: τον αμπελώνα της αιώνιας καρποφορίας, που τον είχε φυτέψει -ποιος άλλος- ο ίδιος ο Διόνυσος. Μία από τις διαλεκτές ποικιλίες του αμπελώνα αυτού ήταν η Μαλβοναζία (παραφθορά της Μονεμβασίας), διαδεδομένη τότε σε Κρήτη και Κυκλάδες. Για τον Ραμπελέ έτσι κι αλλιώς ο οίνος (και ασυζητητί σι Έλληνες) έχει τεράστια συμβολική σημασία γης και ελευθερίας. Στο έργο του εμφανίζονται διάφορα παραφρασμένα ελληνικά και, όπως «τον οίνον ημών τον επιούσιον», οι δε Έλληνες από «αιώνια παιδιά» γίνονται «αιώνιοι πότες».

Η ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ και σι συχνοί αποκλεισμοί των Επτανήσων δεν επέτρεψαν μια ανάλογη συνέχεια στην ντόπια οινοποιία. Οι διηγήσεις των ξένων ταξιδιωτών, ειδικά των Γάλλων, στις πρώτες δεκαετίες μετά την απελευθέρωση, είναι όλες τους Περιφρονητικές για τα κρασιά που τους σέρβιραν. Ο Φλομπέρ, ο Θεόφιλος Γκοτιέ και ο Ζεράρ Ντε Νερβάλ μάλλον ...φρίκαραν με ό,τι ήπιαν στα μέρη μας, αφού στις εντυπώσεις τους από την Ανατολή συναντά κανείς πολλαπλώς εκφρασμένη την αηδία τους για τα απαίσια και δύσοσμα αφρώδη κρασιά που δοκίμασαν.

ΟΙ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ πάντως οινικής ανοικοδόμησης -όπως μας πληροφορεί μέσω Ιντερνετ ο Ηρακλής Μπογδάνος- είχαν ξεκινήσει από τον Καποδίστρια. Γεωπόνος του ήταν ένας από τους αναδιοργανωτές της ελληνικής οινοποιίας και διαφωτιστής για τη βελτίωση των συνθηκών φύλαξης, ο Γρηγόριος Παλαιολόγος, ο πρώτος πραγματικά σπουδαίος νεοέλληνας λογοτέχνης, συγγραφέας του “Πολυπαθή” και του “Ζωγράφου”. Χάρη στους Έλληνες εμπόρους της διασποράς που έφεραν ξένες ποικιλίες και την έλευση του Γουσταύου Κλάους στην Πάτρα εγκαινιάστηκε η χλομή, έστω αρχικά, αναγέννηση στα οινικά μας πράγματα», που ήταν η βάση για τις λαμπρές μέρες που έμελλε να γνωρίσει το ελληνικό κρασί στη συνέχεια.

10 Πηγή

Της Χριστίνας Τσαμουρά-ΚΟΥΖΙΝΑ & ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ Νο 33 ΦΕΒ-ΜΑΡ 2000