Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του «GEORGE GORDON BYRON»
Admin (συζήτηση | συνεισφορές) |
Admin (συζήτηση | συνεισφορές) |
||
Γραμμή 869: | Γραμμή 869: | ||
Ελληνολάτραι Άγγλοι Ποιηταί και Πεζογράφοι (Η ζωή και το έργο τους) | Ελληνολάτραι Άγγλοι Ποιηταί και Πεζογράφοι (Η ζωή και το έργο τους) | ||
[[Κατηγορία:Ιστορικά]] | [[Κατηγορία:Ιστορικά]] | ||
__NOEDITSECTION__ |
Τελευταία αναθεώρηση της 02:38, 10 Δεκεμβρίου 2017
1 Εισαγωγή
Μιά από τις κυριότερες μορφές του Ρομαντικού κινήματος, ο Λόρδος Βύρων, είχε ασκήσει στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα, τόσο μεγάλη επίδραση στη φιλολογία και στην ζωή όλης της Ευρώπης, ώστε η φήμη του είχε διαδοθεί σαν θρύλος. Πραγματικά στην Ευρώπη ήθελαν να τον μιμούνται σε όλα: Στους φιλόλογους η ποίηση του Βύρωνα χρησίμευε σαν πρότυπο· στους πολιτικούς σαν πηγή εμπνεύσεως υπέρ του φιλελευθερισμού· και σε κάθε κοινωνική τάξη οι αισθητικές του αντιλήψεις χρησίμευαν σαν υπόδειγμα για την απομίμηση της Βυρώνειας φορεσιάς. Ο Βυρωνισμός είχε καταστεί να είδος τοτέμ όχι μονάχα μιας φυλής μα ολόκληρης της Ευρώπης.
2 Τα πρώτα χρόνια
Ο ποιητής γεννήθηκε στις 22 Ιανουαρίου του 1788 στο Λονδίνο, σ’ ένα σπίτι της οδού Holles αριθ. 16, το οποίο υπήρχε μέχρι το 1940. Ύστερα όμως από την αεροπορική επιδρομή του έτους εκείνου κάθε ίχνος του σπιτιού εξαφανίστηκε. Ο πατέρας του ποιητή, ο λοχαγός Τζων Μπάιρον, είχε γεννηθεί στο Πλύμουθ το 1756 και είχε ζήσει πολλά χρόνια στη Γαλλία. Ήταν ένας γοητευτικός άνδρας με αβρούς τρόπους, μα άσωτος και χαρτοπαίκτης. Με το πάθος του αυτό έφερε στην οικογένεια την οικονομική εξαθλίωση. Η μητέρα του ποιητή, η Κατερίνα Γόρδων, ήτανε μιά τραχειά σκωτσέζα με φυσιογνωμία κάθε άλλο παρά ελκυστική, μα είχε μεγάλη περιουσία. Ο γάμος τους έγινε το 1785· ο λοχαγός Τζων Μπάιρον ήτανε τότε 29 χρόνων και η Μις Κατερίνα Γόρδων 20. Μέσα σ’ ένα χρόνο ο λοχαγός Μπάιρον είχε σπαταλήσει όλα τα μετρητά της γυναίκας του, κάπου 3.000 λίρες, και ακόμη 8.000 λίρες προερχόμενες από την υποθήκευση του κτήματος Γκάιτ του Άμπερντην. Η κυρία Μπάιρον είχε τόση αφοσίωση στον άνδρα της, ώστε δεν δίστασε αργότερα να πουλήσει το κτήμα της και να πληρώσει τα χρέη του για να μη φυλακιστεί. Τέλος, όταν τίποτα πια δεν είχε απομείνει από την περιουσία της, εξόν από να μικρό ετήσιο εισόδημα 150 λιρών, έφυγαν με το παιδάκι τους και πήγαν να ζήσουν στο Άμπερντην της Σκωτίας. Ο λοχαγός έμεινε μαζί τους να μικρό διάστημα, αλλά καταζητούμενος από τους δανειστές του έφυγε για τη Γαλλία, όπου το φθινόπωρο του 1791 πέθανε ξαφνικά. Ο μικρός Βύρων ήτανε τότε τριών χρόνων. Η γυναίκα του, η οποία παρά τα τρωτά του δεν είχε πάψει να τον αγαπά ειλικρινά, θρήνησε για τον αδόκητο χαμό του. Ύστερα έστρεψε όλη της την αφοσίωση προς το παιδάκι της. Ήτανε το παν απ’ ό,τι της είχε απομείνει.
Σπάνια μητέρα, κατόρθωσε να δώσει τόσα πολλά στο παιδί της, σε μόρφωση και διατροφή, με τα ελάχιστα αυτά μέσα που είχε στη διάθεσή της. Χώρια από τα άλλα πλήρωνε, ακόμα και από το υστέρημα της, για τη θεραπεία της αναπηρίας του παιδιού της. Όπως είναι γνωστό ο ποιητής είχε από γενετής μιά μικρή έλλειψη αρτιότητας στο ένα του πόδι, και για τούτο χώλαινε λιγάκι. Η μητέρα του ύστερα από τις συμφορές, που την είχαν πλήξει, φυσικό ήτανε να είναι πικραμένη και απογοητευμένη. Παρά το γεγονός δε που ήτανε θαρραλέα είχε γίνει κακότροπη. Έτσι, οι αχώριστοι σύντροφοι του Βύρωνα, κατά την παιδική του ηλικία, ήτανε: τα πενιχρά μέσα της ζωής, η δυστροπία της μητέρας του, η έλλειψη πατρικής προστασίας και η συναίσθηση για την αναπηρία του που ορισμένοι κακομαθημένοι καλοθελητές δεν άφηναν να την λησμονήσει. Κάποτε μιά γυναίκα, που τον είδε να παίζει, φώναξε δυνατά: «Τί κρίμα ένα τόσο ωραίο παιδί να έχει τέτοιο πόδι !» Ο Βύρων εξαγριώθηκε και ήθελε να την χτυπήσει.
Στην ηλικία των πέντε χρόνων πήγε σε νηπιαγωγείο, όπου οι δάσκαλοι του έδειξαν μεγάλη συμπάθεια. Αργότερα, όταν φοιτούσε στο Γυμνάσιο της Άμπερντην, παρά την πάθηση του ποδιού του, έπαιρνε μέρος στα παιγνίδια του σχολείου και κολυμπούσε στης όχθες και στις εκβολές των ποταμιών Ντήη και Ντόν. Βέβαια κι αυτός και η μητέρα του εξακολουθούσαν ν' αντιμετωπίζουν δυσχέρειες και προβλήματα, μα η καταθλιπτική απαισιοδοξία είχε περάσει· είχε δώσει τη θέση της στην ελπίδα. Από τ' άλλα παιδιά ξεχώριζε· είχε μιά υπεροχή ένεκα της πρόωρης νοημοσύνης του. Έτσι από πολύ μικρός διάβαζε τη Βίβλο, με την όποια είχε μεγάλη εξοικείωση· τον Δον Κιχώτη, μυθιστορήματα του Σμόλλεττ, που διακρίνεται για τη μεγάλη περιγραφική του δύναμη· ιστορίες από τις Αραβικές Νύχτες, μεταφρασμένες από τον εξερευνητή και φιλόλογο Ριχάρδο Μπάρτον, και άλλα παρόμοια βιβλία.
Το 1793 μιά απροσδόκητη εξέλιξη είχε λάβει χώρα: ο εγγονός του πέμπτου Βαρόνου Μπάιρον είχε σκοτωθεί στην Κορσική και ο μικρός Βύρων είχε γίνει ο επίδοξος διάδοχος του τίτλου. Τέλος τον Μάη του 1798 όταν και ο μεγάλος θείος (αδελφός του πάππου του) πέθανε, ο ποιητής σε ηλικία δέκα χρόνων κληρονόμησε τον τίτλο, ως έκτος Βαρόνος Byron of Rochdale. Στο σχολείο όταν έγινε η ανάγνωση του καταλόγου των μαθητών και ο καθηγητής είχε εκφωνήσει το όνομά του, με τον νέο του τίτλο, ο νεαρός λόρδος αναλύθηκε σε δάκρυα, από τη μεγάλη συγκίνηση, και χρειάστηκε να τον στείλουν σπίτι.
Ο μικρός λόρδος εκτός από τον τίτλο του βαρόνου κληρονόμησε και το Αβαείο του Νιούστεντ (Newstead Abbey) και τη γύρω μεγάλη περιοχή, που βρίσκεται κοντά στην πόλη Νότινγκαμ. Το Αβαείο, ιδρυμένο από τον Ερρίκο B’ γύρω στο 1175, είχε παραχωρηθεί από τον Ερρίκο H’, κατά την περίοδο της διαλύσεως των μοναστηριών (1536-1540), σε ένα από τους προγόνους του Λόρδου Βύρωνα, στον Σερ Τζων Μπάιρον. Ένας άλλος μεταγενέστερος Σερ Τζων, στρατηγός του Καρόλου Α’, τιμήθηκε το 1643 με τον τίτλο του βαρόνου.
Η φειδωλή και πρακτική (όπως όλοι οι Σκώτοι) κυρία Μπάιρον, που έδινε μεγαλύτερη σημασία στην κληρονομούμενη σημαντική περιουσία παρά στον τίτλο ευγενείας, δεν έβλεπε την ώρα πότε να φύγει από τη Σκωτία για να βρεθεί μαζί με το γιό της στον κερδισμένο παράδεισο. Έτσι τον Αύγουστο του 1798, αφού πούλησαν τα έπιπλα τους, πήραν τον δρόμο για το Νιούστεντ. Ωστόσο, όταν έφτασαν εκεί, μιά οδυνηρή έκπληξη τους περίμενε: Τα περισσότερα κτίρια είχαν μείνει για χρόνια ασυντήρητα και ήτανε μισοκατεστραμμένα. Έπιπλα δεν υπήρχαν, γιατί είχαν κατασχεθεί για χρέη που είχε αφήσει ο γέρο Βαρόνος πριν πεθάνει. Και το χειρότερο, ένα χάος επικρατούσε στο Νιούστεντ. Ο καθένας από το προσωπικό έκανε του κεφαλιού του, κοιτάζοντας πρώτα το προσωπικό του συμφέρον. Μ’ αυτό τον τρόπο, αίθουσες τ’ αρχοντικού πολυτελείας χρησίμευαν για στάβλισμα ζώων και βοσκημάτων και έσοδα δεν υπήρχαν.
Η δραστήρια κυρία Μπάιρον ανάλαβε το τεράστιο έργο, να καθαρίσει αυτή την κόπρο του Αυγείου, όπως και να πετύχει να δώσει ένα ρυθμό στην κανονική λειτουργία του Νιούστεντ, την είσπραξη των εισοδημάτων του και την τακτοποίηση των οικονομικών του. Κι όταν η τραχειά σκωτσέζικη γλώσσα της δεν ήτανε ικανή να φέρει αποτέλεσμα, ο δικηγόρος της, που ήτανε πάντα πλάι της, αναλάμβανε με τη δύναμη του Νόμου να φέρει τη θεογνωσία.
Σ’ αυτό το μεταξύ, το ορφανό φτωχόπαιδο της Άμπερντην βρέθηκε έξαφνα σ' ένα κόσμο ονείρου και φαντασίας. Αλλαγή στην κατάσταση την οικονομική, στον τρόπο ζωής, αλλαγή στο όνομα, αλλαγή στο ντύσιμο. Και σαν επιστέγασμα, αλλαγή στον τρόπο της συμπεριφοράς των άλλων προς το άτομό του. Πολλοί, ακόμα και καθηγητές του, υποκλίνονταν μπροστά του. Στην αρχή όλα αυτά του φαίνονταν διασκεδαστικά. Σιγά-σιγά, όμως, συνήθισε να παίζει, σ' αυτό το είδος θεάτρου που λέγεται ζωή, τον καινούργιο του χαρακτήρα.
Ο Βύρων ήτανε πολύ μορφωμένος και αξιόλογος ελληνιστής. Γνώριζε την τεχνοτροπία και το ύφος των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων και ποιητών. Είχε σπουδάσει στην περίφημη Σχολή Χάρροου από το έτος 1801 ως το 1805 και στη συνέχεια στο Κολλέγιο Τρίνιτυ του Κέιμπριτζ από το 1805 έως το 1807. Δεν ήτανε πολύ επιμελής. Μάθαινε πιότερο από έμφυτη γοργή αντίληψη.
Την πρώτη μεγάλη αγάπη που ένοιωσε ο ποιητής, γύρω στα δεκαέξι του χρόνια, για μιά γειτονοπούλα του Νιούστεντ, τη Μαίρη Τσάουερθ, έμεινε χωρίς ανταπόκριση. Η Μαίρη ήτανε δεκαοκτώ χρόνων και πολύ έμορφη. Ο Βύρων, αν και παιδί ακόμη, όντας τρελά ερωτευμένος μαζί της, πήγαινε κάθε μέρα έφιππος να τη βλέπει. Μα αυτή δεν τον ήθελε. Η άρνηση η Μαίρης του κόστισε πολύ, τον βασάνισε για πολλά χρόνια. Δεν ήτανε μόνο μιά απλή πίκρα για την άρνηση της. Είχε δεχτεί ένα ψυχικό τραύμα, όταν άθελά του και τυχαία άκουσε το ίνδαλμα του να λέει σε μιά κοπέλα: «Μήπως νομίζεις πώς δίνω την παραμικρή σημασία γι αυτό το κουτσό παιδί;» Εκείνη, που είχε ξεστομίσει αυτά τα λόγια, ήτανε η κόρη που «σ’ ένα φθόγγο της, σ’ ένα άγγιγμα δικό της, το αίμα του έμπαινε σε κίνηση - σε παλίρροια, και τα μάγουλά του άλλαζαν γοργά χρώματα...».
Για την ολοκλήρωση της δυστυχίας του, το ίδιο χρονικό διάστημα, η μητέρα του, με την αφορμή μιας διαφωνίας που είχε μαζί του πάνω σε κάποιο θέμα, και βίαιου χαρακτήρα όπως ήταν, τον είχε αποκαλέσει «κουτσό παλιόπαιδο». Και τούτο το «εξ οικείων βέλος», ήτανε, όμοια, φαρμακερό γιατί αφορούσε την αχίλλεια πτέρνα του. Όσο για τη Μαίρη, αυτή έπειτα από λίγο καιρό παντρεύτηκε με κάποιον κτηματία και ο Βύρων γύρισε με ματωμένη καρδιά στο Χάρροου.
Έπειτα από λίγο καιρό, το 1805, ο Βύρων μπήκε στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ. Μα τον περισσότερο καιρό, στη διάρκεια των τριών χρόνων που φοίτησε εκεί, έγραφε ποιήματα η διάβαζε, παρά μελετούσε συστηματικά. Τον Νοέμβρη του 1806 ο Βύρων δημοσίευσε την πρώτη του συλλογή ποιημάτων: «Φευγαλέα θρύψαλα». Τον Γενάρη του 1807 δημοσίευσε ποιήματα με τίτλο: «Ώρες Σχολής», πάνω στα οποία έχουν ασκήσει επίδραση οι αρχαίοι Έλληνες κλασσικοί. Αργότερα δημοσίευσε πάλι μιά συλλογή με τίτλο: «Ποιήματα Πρωτότυπα και Μεταφρασμένα». Μερικά από τα ποιήματα αυτά ο ποιητής τα είχε γραμμένα πάνω σε ένα μνήμα στο Κοιμητήρι του Χάρροου. Ήτανε κι αυτή μιά από τις ρομαντικές ιδιοτυπίες του ποιητή. Τέλος στις 13 Μαρτίου του ίδιου χρόνου ο Βύρων, σε ηλικία δεκαεννέα ετών, μπήκε στη Βουλή των Λόρδων και πήρε την θέση του σαν μέλος αυτής.
Το 1809 το ποίημα του: «Άγγλοι Βάρδοι και Σκώτοι Κριτικοί», δημοσιεύτηκε και είχε μεγάλη επιτυχία. Ήτανε μιά βελτιωμένη έκδοση με καυστική σάτιρα, γραμμένη σε ηρωικούς στίχους με κύριο στόχο τους κριτικούς. Η πρώτη έκδοση είχε κυκλοφορήσει ένα χρόνο πριν. Η άδικη και εχθρική κριτική του Σκώτου κριτικού Τζέφφρυ, της Επιθεωρήσεως του Εδιμβούργου, έδωσε την αφορμή στον Βύρωνα να γράψει το σατιρικό ποίημα που αναφέραμε. Όμως ο ποιητής δεν αρκέστηκε στη σάτιρα του κριτικού Τζέφφρυ, αλλά σατίρισε και πολλούς σύγχρονους ποιητές της πατρίδας του, που αποτελούσαν τη ρομαντική σχολή, όπως τους Κόλεριτζ, Γουέρδζγουερθ, Σκοτ, Σάουθυ και άλλους.
3 Οι πρώτες περιηγήσεις
Τώρα ο Βύρων ετοιμαζόταν για μιά μακρινή περιήγηση στο εξωτερικό. Προτού φύγει από την Αγγλία έδωσε μιά αποχαιρετιστήρια εσπερίδα στο Αβαείο του Νιούστεντ. Οι πλείστοι των φίλων του συγκεντρώθηκαν εκεί και γλεντοκόπησαν για να τιμήσουν τον ξενιτευόμενο Αμφιτρύωνα. Ο Βύρων ήτανε σε μεγάλα κέφια. Για να διασκεδάσει τους μουσαφιρέους του ντύθηκε καλόγερος και κρύφτηκε σ’ ένα φέρετρο. Ήτανε το πιο αξιοπερίεργο μα και το πιο μακάβριο από τα ελκυστικά θεάματα της συναναστροφής.
Στις 2 Ιουλίου 1809, με σύντροφο τον καλό του φίλο Τζων Χομπχάους, έφυγε από το λιμάνι Φάλμουθ. Το σχέδιό του ήτανε να επισκεφτεί την Πορτογαλία και την κάτω Ισπανία, και ύστερα, διασχίζοντας τη Μεσόγειο, να επισκεφτεί την Αλβανία, την Ελλάδα και την Τουρκία. «Τώρα τέλος φεύγουμε για την Τουρκία! Ο Θεός ξέρει πότε θα ‘ρθουμε πίσω !».
3.1 Πορτογαλία-Ισπανία
Έπειτα από ένα ευχάριστο ταξίδι ο Βύρων αποβιβάστηκε στην Λισσαβώνα την πρώτη πόλη αυτού του μαγικού κόσμου, τον οποίο πήγαινε να προσκυνήσει. «Ο κόσμος όλος είναι μπροστά μου!» έγραφε στην μητέρα του. Έζησε ευχάριστα ,τις λίγες ημέρες που πέρασε εκεί. Πήγαινε σε συναναστροφές, μαζί με τον φίλο του Χομπχάους, φορώντας, συμφώνα με το έθιμο του καιρού, τα πιστόλια του, κολυμπούσε από τη μιά όχθη του Τάγου στην άλλη, πήγαινε γαϊδουροκαβαλαρία, και συνομιλούσε με μοναχούς σε λατινική γλώσσα για να ενημερώνεται πάνω σε ιστορικά και αρχαιολογικά θέματα.
Ύστερα έφυγε για την Ισπανική πόλη Σεβίλλη, με τον ωραίο Γοτθικό καθεδρικό ναό, το Μαυριτανικό βασιλικό παλάτι και τα γραφικά Μαυριτανικά κτίρια. Τις εντυπώσεις του από την Πορτογαλία και την Ισπανία τις έχει εκθέσει σε γράμματα που έστελνε στη μητέρα του και σε φίλους του στην Αγγλία.
Τα γράμματα αυτά του Βύρωνα που θεωρούνται ως τα πιο πνευματικά και ευχάριστα που γράφηκαν ποτέ από Άγγλο ποιητή, μας θυμίζουν τις ωραιότατες ανταποκρίσεις του δικού μας Κώστα Ουράνη από τα ίδια αυτά μέρη. Από τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις του ξεχωριστού αυτού ποιητή και λογοτέχνη, καθώς και από άλλα έργα του έμμετρα και πεζά, που μένουν εντυπωμένα ακόμα στη μνήμη μας, πήγαζε θέλγητρο και γοητεία.
3.2 Ήπειρος
Στις αρχές Αυγούστου (1809) ο Βύρων, πάντα με την συντροφιά του Χομπχάους, σάλπαρε από το Γιβραλτάρ, και, έπειτα από τη Σαρδηνία και τη Μάλτα, έπιασε στην Πάτρα κι από κει στην Πρέβεζα. Σκοπός των δύο φίλων ήτανε να επισκεφτούν τον Αλή Πασά. Για τούτο ανέβηκαν στα Γιάννινα και αφού αγόρασαν χρυσοκέντητες Αλβανικές φορεσιές με τις οποίες ντύθηκαν, τράβηξαν για το Τεπελένι όπου έγιναν δεκτοί από τον Αλή Πασά. Ο Αλης τους έκανε εγκάρδια φιλοξενία, και είπε πολύ φιλόφρονα στον Βύρωνα να τον θεωρεί σαν πατέρα του, όσο διάστημα θα έμενε στην Τουρκία.
Ο Βύρων ήταν ένας περιηγητής του πνεύματος. Δεν είχε πάει σ αυτό το ταξίδι μόνο για να περάσει ευχάριστα τον καιρό του. Η περιοδεία του στο εξωτερικό είχε γι’ αυτόν μεγάλη σημασία. Του προμήθευε το υλικό για να γράψει τις εντυπώσεις του σε στίχους.
Στο σημείο τούτο ας μας επιτραπεί, χωρίς τούτο να θεωρηθεί σαν παρέκβαση, να διερωτηθούμε και να εκφράσουμε την απορία μας, που βάσισε ο ιταλός κόμης Γκάμπα τον ισχυρισμό του, που διατυπώνει στο γνωστό χρονικό του: «Κανείς δεν θα ηδύνατο να τον ψέξει (τον Λόρδο Βύρωνα) ως τρέφοντα τυφλόν ενθουσιασμό υπέρ των Ελλήνων· είναι γνωστόν μάλιστα ότι κατά την πρώτην αυτού περιήγησιν, σχημάτισε πολύ αγαθότερα γνώμην περί του χαρακτήρος των Τούρκων, παρά περί των υποδούλων». Προσπερνώντας τον αναπόδεικτο τούτον ισχυρισμό του κόμιτα Γκάμπα, σημειώνουμε ότι το εντύπωμα του σταθερού φιλικού φρονήματος του Βύρωνα για τους Νεοέλληνες, όπως και της γνώμης του για τους Τούρκους, βρίσκεται στο έργο του. Από ορισμένα δε σημεία του έργου του, που θα παραθέσουμε σε τούτο το μελέτημα, ο ισχυρισμός του κόμιτα Γκάμπα θα καταπέσει από μόνος του.
Απαράμιλλες είναι οι στροφές, με τις οποίες έχει στολίσει το Προσκύνημα του Τσάϊλδ Χάρολδ, για τούτο το ταξίδι του στη μυθική Ήπειρο ο Βύρων. Ιστορεί πώς αναχωρώντας από τα Γιάννινα και περνώντας την παγερή Πίνδο και την Αχερουσία Λίμνη, συνέχισε το ταξίδι για να χαιρετίσει τον Αρχηγό της Αλβανίας στο Τεπελένι, που οι προσταγές του ήτανε πιο σεβαστές κι από τους νόμους - καθώς με αιματόβρεκτο χέρι εξουσιάζει μιά φυλή φιλοτάραχη και τολμηρή. Όμως σε μιά επόμενη στροφή προσθέτει: «Κι όμως εδώ κι εκεί κάποια παράτολμη ορεσίβια ομάδα, αψηφώντας τη δύναμή του, εξακοντίζει την πρόκλησή της από τα κακοτράχαλα βράχια της που είναι όμοια με κάστρα». Και σε κάποια υποσημείωση, που είναι μιά πρόσθετη μαρτυρία για το Ελληνόφιλο φρόνημά του, ο Βύρων αναφέρει: «Πέντε χιλιάδες Σουλιώτες, ανάμεσα από τα βράχια και το κάστρο πάνω στο Σούλι, αντιστάθηκαν σε τριάντα χιλιάδες Αλβανούς δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια· το φρούριο τελικά πάρθηκε με δωροδοκία». Και ο Βύρων καταλήγει: «Σ' αυτόν τον αγώνα κατορθώθηκαν ηρωικές πράξεις αντάξιες των καλύτερων ημερών της Ελλάδος».
Όλη τούτη τη χώρα των ηρώων, την Ήπειρο, την οποία περιηγήθηκε ο Βύρων, την αγκάλιασε με όλη τη δύναμη της ψυχής του. Στις στροφές του Τσάϊλδ Χάρολδ τραγούδησε τα άγρια βουνά της, τις λίμνες της, τα ποτάμια της, τα παλληκάρια της, τους θρύλους της, και την αδούλωτη ψυχή της.
Σε τέσσερεις στίχους, επηρεασμένους από ένα τοπικό τραγούδι, περιγράφει τη φύση του Σουλιώτη:
«Μα ποιός έχει πιο γενναία από κειά το ζοφερού Σουλιώτη την καρδιά,
του Σουλιώτη με τη χιονάτη φορεσιά και με τη κάπα την τραχειά;
Αφήνοντας σε λύκους κι αετούς το κοπάδι του που δεν έχει χαλινό,
ροβολάει από τα βράχια του στον κάμπο, χείμαρρος χωράς σταματημό».
Ο Βύρων, που είχε επιδοθεί με ζήλο λαογράφου στην έρευνα των ηθών, των εθίμων, των τραγουδιών και των μύθων, όχι μόνο της Ηπείρου μα όλης της Ελλάδας, δίνει σε ένα άλλο τετράστιχο, επηρεασμένο και αυτό από κάποιο τοπικό τραγούδι, έντονη την εικόνα της φύσης του Χειμαρριώτη:
«Πώς θες τα παιδιά της Χειμάρρας, που ποτέ δεν συγχωρούν
μήτε την πλάνη ενός φίλου, να ’χουν αναπαμό πριχού
παν τα βόλια τους, που ποτέ δε ξαστοχούν,
να βρουν σα σημάδι καλοθώρητο ίσια την καρδιά τ’ οχτρού»;
Ο περιηγητής Βύρων, πολλές φορές, δίνει πιο σωστές πληροφορίες και πιο γοητευτικές περιγραφές από κείνες που είχε δώσει ο Πουκεβίλ. Για την τοποθεσία όπου ο Καλαμάς σχηματίζει ένα θαυμάσιο καταρράχτη, κοντά στη Ζίτσα, ο Βύρων σημειώνει πώς ίσως είναι η ωραιότερη στην Ελλάδα. Προσθέτει όμως, πώς μέρη που είναι κοντά στο Δελβινάκι και μέρη από την Ακαρνανία και - την Αιτωλία διεκδικούν τα πρωτεία. Για τη Μονή της Ζίτσας όπου ο Βύρων έτυχε, μαζί με το φίλο του Χόμπχαους, θερμής φιλοξενίας, αφιερώνει στο Προσκύνημα του Τσάϊλδ Χάρολδ μιά στροφή:
«Μοναστική Ζίτσα από τη σκιερή κορφή σου,
συ μικρό, αλλά μακάριο κι αγιασμένο άσυλο,
όπου κι αν κοιτάξουμε κάτω, απάνω και γύρα,
τι χρώματα του τόξου της ίριδας, τι εμορφιές μαγευτικές
προβάλλουν: βράχια, ποτάμια, βουνά και λαγκαδιές
και γαλανότατοι ουρανοί που δίνουν στο όλο μιαν αρμονία·
καθώς κάτω, ο μακρινός αχός χειμάρρου ορμητικού δηλώνει
που είναι τα κρεμαστά νερά του καταρράχτη π’ απλώνει
στα μετέωρα βράχια, και που γεννάει στην ψυχή τρόμο και γοητεία».
Σε άλλη στροφή σκιαγραφεί το Μοναστήρι και πλέκει το εγκώμιο στους Έλληνες καλόγερους, τονίζοντας ότι δεν είναι καθόλου φειδωλοί στην παροχή στέγης, τροφής και φιλόφρονης υποδοχής στον διαβάτη.
Ωραιότατες είναι και δύο στροφές που αφιερώνει ο ποιητής στο Ελληνικό βουνό της Χειμάρρας με την άγρια εμορφιά. Την πρώτη απ’ αυτές, όπου συναρμόζεται η μυθολογία και το πνεύμα με νοστιμάδα και ευχυμία, τη μεταφέραμε στη γλώσσα μας με ρυθμό και ομοιοκαταληξία, όσο τούτο είναι βολετό:
«Βαθύχρωμες, θεόρατες, μεγαλωμένες στη θωριά,
σε σχήμα απ’ τη φύση ηφαίστειου αμφιθεατρικού,
οι Άλπεις της Χειμάρρας απλώνονται ζερβά-δεξιά·
κάτου δες μιά κοιλάδα με τον παλμό ρυθμού θεοτικού·
δέντρα θροούν, κοπάδια αχούν, νερά λαλούν σε εγκρεμούς,
έλατα γνέφουν στις κορφές· και να δες; τον Αχέροντα!
πούτανε κάποτε παλιά αφιερωμένος στους νεκρούς.
Αν όλα τούτα τα κάλλη, που θωρώ είναι Άδης, Πλούτωνα!
κλείσε τις άδοξες πύλες που παν στα Ηλύσια, με μιά,
η δική μου σκιά δε θα ζητήσει από κείνες δα καμιά».
Τη δεύτερη στροφή, που δεν μεταμορφώνεται εύκολα στη γλώσσα μας, την έχω αποδώσει προσέχοντας πιότερο τη φυσικότητα της μορφής της παρά την τεχνική του στίχου της:
«Μήτε πόλη, μήτε πύργος δε μολύνουν τι μαγεία του τοπίου·
τα Γιάννενα όχι μακριά από δω δεν είναι θεατά, κρυμμένα
πίσω από κορφές ψιλών βουνών· κι άνθρωποι σπάνια φαίνονται,
σύντας λίγα σποραδικά χωριά και λίγα τα καλύβια εδώ κι εκεί:
''μ’ απ’ των κρημνών τις άκρες προφαίνονται τα γίδια από κορφές
συγνεφοσκέπαστες, και σ’ έγνοια βάζουν για το σκόρπισμα
του κοπαδιού το τσοπανόπουλο, ως τυλιγμένο στην κάπα του,
σκύφτει πάνω από την άβυσσο το παιδικό σου σχήμα, αυτή την ώρα,
ή μπορεί να ‘χει μπει σε μιά σπηλιά να φυλαχτεί από τη μπόρα».
Και ο Βύρων συνεχίζει την έμμετρη εξιστόρηση του ταξιδιού: «Απ’ τους απότομους βράχους που χρησίμευαν σαν τείχη της Αλβανίας, ο Τσάϊλδ Χάρολδ διάβηκε πολλά βουνά σε τόπους που μόλις αναφέρονται στην ιστορία... Ριψοκίνδυνα μπήκε σ’ άγνωστη χώρα, π’ όλοι οι περιηγητές θαυμάζουν, μα που φοβούνται οι πιότεροι να την επισκεφθούν... Πρόβαλε η αυγή και μαζί της τ’ άγρια βουνά της Αλβανίας και οι μουχρωμένοι βράχοι του Σουλιού, κι ακόμα οι απόμακρες κορφές της Πίνδου συγνεφοσκεπασμένες και στεφανωμένες από ταινίες χιονιού».
Ο Βύρων φεύγοντας από την Ήπειρο, με τη συνοδεία πάντα του φίλου του Χομπχάους, πήρε ένα καΐκι για να περάσει αντίκρυ στην Κέρκυρα και για να πάει από κει στην Πάτρα· αλλά η τρικυμία ανάγκασε το καΐκι να ποδίσει στην ακτή του Σουλίου. Αυτό το τυχαίο περιστατικό στάθηκε η αφορμή να 'ρθει ο ποιητής σε προσωπική επαφή με τους Σουλιώτες. Από τη γνωριμία αυτή ο Βύρων έμεινε ενθουσιασμένος, όπως μαρτυρούν οι στροφές που αφιέρωσε στην Γ’ ραψωδία του Δον Ζουάν:
«Γεμίστε ξέχειλα το κύπελλο με Σάμιο κρασί!
Πάνω στους βράχους του Σουλιού κ’ επά στης Πάργας την ακτή
ζουν ακόμ’ απόγονοι, από μιά τέτοια μεγάλη φυλή,
που μόνο μανάδες Δωρίδες έχουν γεννήσει·
κ’ ίσως εκεί κάποιος σπόρος έχει βλαστήσει
που πάει ίσια στο αίμα των απογόνων του Ηρακλή».
Αφού εμποδίστηκε από τη θαλασσοταραχή το ταξίδι του από την Κέρκυρα στην Πάτρα, ο Βύρων ακoλούθησε το ακόλουθο στεριανό δρομολόγιο: κατέβηκε στη Ρούμελη, πήγε στους Δελφούς και από κει στο Μεσολόγγι, (όπου επρόκειτο να πεθάνει ύστερα από δεκαπέντε χρόνια), πέρασε αντίπερα στην Πάτρα και από κει σε διάφορους αρχαιολογικούς χώρους της Πελοποννήσου, και τελικά πήγε στην Αθήνα.
3.3 Δελφοί
Κάνουμε ιδιαίτερη μνεία της διαμονής του στον μεγαλόπρεπο Παρνασσό και στα ιερά των Δελφών. Η επιβλητική και υποβλητική σκηνογραφία του Δελφικού τοπίου, χωρίς αμφιβολία, χάρισε ποιητική έμπνευση στον Βύρωνα, όπως μαρτυρούν και οι στίχοι του. Με σεβασμό πλησίαζε στην Κασταλία και στα ερείπια όπου ήτανε άλλοτε το ιερό του Απόλλωνα και τα άλλα αρχαία μνημεία. Ένα ιερό δέος τον είχε εμποτίσει. Δίνουμε σε μετάφραση, όπως την αποδώσαμε στη γλώσσα μας, την πρώτη στροφή του Προσκυνήματος του Τσάϊλδ Χάρολδ με την οποία αρχίζει το ποίημα:
''«Μούσα! που στην Ελλάδα θαρρούσαν πώς είσαι από ουράνια γενιά,
Μούσα, πλασμένη η μυθολογούμενη κατά του ραψωδού την επιθυμιά·
μιας που τόσες και τόσες νέες λύρες σ έχουν ντροπιάσει πάνω στη γη,
τούτη η δική μου δεν τολμάει να σε καλέσει απ’ το βουνό σου το Ιερό:
αν και πλανιέμαι τόσο σιμά στην χιλιοτραγουδημένη σου πηγή,
και στέκω με λύπη στον Δελφικό από πολύ καιρό ερημικό βωμό,
όπου εξόν από μιαν υπότονη ρέουσα πηγή το πάν είναι βουβό·
και δίχως η λύρα μου να θέλει να ξυπνήσει τις κουρασμένες εννιά
για να στολίσουν ένα τόσο απλό ιστόρημα - τούτο το άσμα μου το ταπεινό».
Παραθέτουμε επίσης και σημείωση του ποιητή, που αναφέρεται στους Δελφούς. Ενδιαφέρει τόσο για τις πληροφορίες που δίνει, όσο και για κάποιο Βυρώνειο λεπτό πνεύμα που υπάρχει σ’ αυτό: Ένα μέρος του μικρού χωριού Καστρί βρίσκεται στην τοποθεσία των Δελφών. Παρέκει απ’ το μονοπάτι του βουνού, που έρχεται από το Χρισό, βρίσκονται τα λείψανα τάφων που έχουν πελεκηθεί από το βράχο η μέσα στο βράχο. Ένας απ’ αυτούς, είπε ο οδηγός, «ανήκε σ’ ένα βασιλιά που ‘σπασε το λαιμό του κυνηγώντας». Η μεγαλειότητά του είχε βέβαια διαλέξει το πιο κατάλληλο μέρος για ένα τέτοιο κατόρθωμα. Λίγο επάνω απ’ το Καστρί είναι ένα σπήλαιο με απέραντο βάθος, θεωρούμενο ως το Πύθιο· το επάνω μέρος έχει επιστρωθεί με λίθους, και είναι τώρα βουστάσιο. Εκείθε απ’ το Καστρί βρίσκεται ένα Ελληνικό μοναστήρι· λίγο διάστημα πιο πάνω από το οποίο είναι ένα χάσμα μέσα στο βράχο, με μιά σειρά από Άντρα που έχουν δύσκολο ανέβασμα, και που οδηγούνε, όπως φαίνεται, στο εσωτερικό το βουνού· πιθανά στο Κορύσιο Άντρο το μνημονευόμενο από τον Παυσανία. Απ’ αυτό το μέρος κατεβαίνουν η πηγή και η «δροσιά της Κασταλίας».
3.4 Αθήνα
Στο τέλος του φθινόπωρου του 1809 οι δυό φίλοι έφθασαν στην Αθήνα. Ο Βύρων ανέβηκε στην Ακρόπολη κι έμεινε θαμπωμένος από την εμορφιά του τοπίου, που εναρμονίζεται τόσο τέλεια, με τα ωραιότερα έργα του ανθρώπινου πνεύματος, που ακόμα και σε ερείπια είναι ασύγκριτα. Ιδού οι ιδέες του ίδιου του Βύρωνα, όπως τις εκθέτει έπειτα από την επίσκεψη του στην Ακρόπολη καθώς και σε άλλους αρχαιολογικούς χώρους: «Ο μεγάλης ωραιότητας αλλά γυμνός Υμηττός, όλη η παραλία της Αττικής, οι λόφοι και τα βουνά της, ο Πεντελικός, ο Αγχεσμός, ο Φιλόπαππος, κλπ. κλπ. είναι αυτά τα ίδια ποιητικά· και θα είχαν παραμείνει ποιητικά κι αν το όνομα της Αθήνας, των Αθηναίων, κι αυτές οι ίδιες οι αρχαιότητες, είχαν σαρωθεί από το πρόσωπο της γης. Αλλά μπορεί κανένας να ισχυριστεί ότι η «φύση» της Αττικής θα ήτανε πιο ποιητική χωρίς την «τέχνη» της Ακρόπολης; το Ναού του Θησέα; και των ολότελα Ελληνικών και δοξασμένων μνημείων της καλλωπιστικής τέχνης του πνεύματος»; (Απόσπασμα από γράμμα του ποιητή προς τον έκδοτη του Τζων Μάρραιυ).
Από το ίδιο γράμμα του ποιητή προς τον εκδότη του Μάρραιυ παραθέτουμε και περικοπή αναφερόμενη στα Ελγίνεια μάρμαρα: «Είμαι, και πάντα θα είμαι, αντίθετος, προς την κλοπή των αρχαίων έργων τέχνης απ’ την Αθήνα, για να διδαχθούν οι Άγγλοι στην γλυπτική. Αλλά γιατί το κάνω αυτό; τα αρχαία μάρμαρα είναι το ίδιο ποιητικά στο Πικαντίλυ όπως ήσαν και στον Παρθενώνα· άλλα ο Παρθενώνας και ο βράχος του γίνονται λιγότερο ποιητικά χωρίς αυτά. Αυτή είναι η ποίηση της τέχνης». Πραγματικά ο Βύρων αισθάνθηκε αποτροπιασμό για την ανίερη πράξη της σύλησης της Ακρόπολης από τον Ελγίνο, και άρχισε μιά σφοδρή επίθεση εναντίον του, με το σύνθημα δώστε πίσω τα μάρμαρα! Με σπαραγμό ψυχής έβλεπε τα κενά μέρη από τα όποια είχαν αποσπαστεί τα γλυπτά των αετωμάτων και ζωφόρων του Παρθενώνα. Σ’ ένα μεγαλόπνοο ποίημα, «Η Κατάρα της Αθηνάς» παραδίνει στην παγκόσμια περιφρόνηση τον Γότθο Αλάριχο όσο και τον μισητό Σκώτο Ελγίνο. Από το ωραίο αυτό ποίημα δίνουμε, σε όση είναι βολετή καλύτερη μετάφραση, το αρχικό του μόνο μέρος - αναφέρεται σ’ ένα ηλιοβασίλεμα, όπως το είδε ο ποιητής από την Ακρόπολη:
Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
(Απόσπασμα)
«Αργά βυθίζεται, προς το τέλος το δρόμου του πιότερο λαμπρός,
ό Ήλιος που βασιλεύει πέρα κει στου Μοριά το βουνό·
όχι όπως στις βόρειες χώρες, όπου λάμπει θαμπός,
αλλά σα μιά ανέφελη φλόγα από φώς ζωντανό·
στο γαλήνιο πέλαγο ως ρίχνει τις αχτίδες του τις ξανθές,
χρυσώνει το πράσινο κύμα που φλέγεται στο γιαλό·
τον αρχαίο της Αίγινας βράχο, το νησάκι της Ύδρας, ιδές
Ο θεός της χαράς με χαμόγελο αποχαιρετάει στητός,
καθώς πάνω απ’ τους δικούς του τόπους σαλεύει αργός.
Κατεβαίνοντας γοργές των βουνών οι σκιάδες Αθήνα,
φιλούνε τον ένδοξο κόλπο σου ανίκητη Σαλαμίνα!
Οι γαλάζιες τους ίριδες ανάμεσα στο στενόμακρο πλέγμα,
πορφυρούμενες, σμίγουν με το μελωδικό του Ηλίου βλέμμα,
και τρυφερά έγχρωμα γνάφαλα φεύγοντας στα βουνά,
σημαδεύουν τη χαρωπή του πορεία επά στα ουράνια·
ωσότου, σκιαζόμενος από στεριά κι από θάλασσα, αγάλια
πίσω από τον βράχο των Δελφών πάει να γείρει γαληνά».
Γνωστό είναι βέβαια ότι το φιρμάνι που είχε εκδοθεί με ενέργειες του λόρδου Θωμά Ελγίνου, Βρετανού πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη, είχε επιτρέψει την αφαίρεση οποιουδήποτε λίθου από διάφορα μνημεία της Ελλάδας. Έτσι τα 253 έργα τέχνης που είχαν συνολικά αφαιρεθεί από τον Ελγίνο, δεν έχουν την προέλευση τους μόνο από την Ακρόπολη, αλλά και από άλλα μέρη, όπως την Ελευσίνα, Δαφνί, Αίγινα, Νεμέα, Μυκήνες, Τίρυνθα κλπ.
Δεν έχουμε υπ’ όψη μας το ημερολόγιο της λεηλασίας των αρχαίων έργων από τους ανθρώπους του Ελγίνου, που κράτησε από το 1803 μέχρι το 1814, αλλά θαρρούμε πώς την εποχή που ο Βύρων βρισκότανε στην Αθήνα, τα κυριότερα από τα αρπαγμένα μάρμαρα είχαν αφαιρεθεί απ’ τα αρχαία μνημεία και είχαν σταλεί στην Αγγλία. Μα ο ποιητής είχε βάνει σαν ένα απ’ τους σκοπούς της ζωής του να κάνει το παν για να σωθούν τα υπόλοιπα. Έτσι ο Βύρων είχε κάνει φιλικό διάβημα στον Βοεβόδα της Αθήνας να μην επιτραπεί η συνέχιση της σύλησης των αρχαιολογικών χώρων. Αν η ενέργεια αυτή δεν είχε φέρει το ποθούμενο αποτέλεσμα, τούτο δεν οφείλεται στο ότι ο Βοεβόδας δεν θέλησε να ανταποκριθεί στην έκκληση που του είχε απευθύνει ο Βύρων, αλλά γιατί τα χέρια του δεν ήτανε ελεύθερα να διοικήσει τον τόπο καθώς αυτός έκρινε, μα σύμφωνα με τις προσταγές του Κιζλάρ Αγά, του οποίου η Αθήνα ήτανε ιδιοκτησία. Για τούτο η αγανάκτηση του Βύρωνα, προς το ανυπόληπτο μα και πανίσχυρο τούτο πρόσωπο, φανερώνεται σε σημείωση που βρίσκεται στο ποίημά του «Ο Γκιαούρης»: «Η Αθήνα είναι η ιδιοκτησία του Κιζλάρ Αγά (του σκλάβου του σαραγιού και φύλακα των γυναικών), που διαφεντεύει τον Βοεβόδα. Ένας μαστροπός και ευνούχος - αυτές μπορεί να μην είναι ευγενικές, μα είναι αληθινές ονομασίες - τώρα κυβερνάει τον κυβερνήτη της Αθήνας !».
Οι γνήσιοι Αθηναίοι είχαν αισθανθεί μεγάλη λύπη για τη σύληση της Ακρόπολης, μα ήσαν ανίσχυροι να κάνουν κάτι. Η Αθήνα κείνη την εποχή είχε καταντήσει μιά Βαβυλωνία: οι κάτοικοί της ήτανε ένα συνονθύλευμα από Ρωμιούς, Τούρκους, Εβραίους, Αρβανίτες και μερικούς Ρωμαιοκαθολικούς διαφόρων εθνοτήτων. Αν οι ντόπιοι Αθηναίοι ήσαν απαλλαγμένοι από τα ξένα στοιχεία, μπορεί οι προεστοί της με κάποιο διάβημα στην Πύλη να είχαν καταφέρει να σταματήσουν τη λεηλασία της Ακρόπολης. Αλλά με την τότε σύνθεση του πληθυσμού οι αντιπρόσωποι του Ελγίνου και οι πράκτορές του, είχαν με τις δολοπλοκίες τους φέρει μια σύγχυση ανάμεσα στον πληθυσμό, πράγμα που ευνοούσε τη συνέχιση της λεηλασίας. Ο Βύρων συγκρίνοντας τους κατοίκους της αρχαίας Αθήνας με αυτούς της εποχής του γράφει σε μιά σημείωση: «Εδώ που ήταν άλλοτε το θέατρο της πάλης των ισχυρών φατριών και των αγώνων των ρητόρων, της ανύψωσης και της καθαίρεσης των τυράννων, του θριάμβου και της τιμωρίας των στρατηγών, έχει τώρα γίνει σκηνή ευτελών ραδιουργιών και συνεχών αναταραχών, ανάμεσα στους λογομαχούντες πράκτορες ορισμένων Βρετανών ευγενών και κατώτερων αριστοκρατών. (Οι άγριες αλεπούδες, οι κουκουβάγιες και τα ερπετά στα ερείπια της Βαβυλωνίας), ήσαν ασφαλώς σε μικρότερη κατάπτωση σε σύγκριση με τέτοιους κατοίκους».
Ο Βύρων σε μιά στροφή του Προσκυνήματος του Χάρολδ, αφού για μιά ακόμα φορά κατακεραυνώνει τον λόρδο Ελγίνο, δίνει στη συνέχεια μιαν εικόνα της λύπης των Αθηναίων για τη διαρπαγή των αρχαίων: «Ο νεώτερος Πίκτης έχει σαν αδιάντροπο καύχημά του ότι έφερε τον όλεθρο σ’ εκειά π’ άφησε απείραγα ο Γότθος, ο Τούρκος και ο χρόνος: Ψυχρός σαν τα βράχια της πατρίδας του, ο νους του άγονος κι η καρδιά του από πέτρα· αυτός είναι που στοχάστηκε την απογύμνωση των αρχαίων της Αθήνας. Τα παιδιά της πολύ αδύναμα να διαφυλάξουν τα ιερά της λείψανα, συμμερίστηκαν τη θλίψη της μητέρας τους και ποτέ δεν είχαν αισθανθεί ως τότε τόσο βαριές τις αλυσίδες της σκλαβιάς τους».
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει περικοπή από γράμμα προς τον Βύρωνα του φίλου του Δρα Κλαρκ. Τούτο χει σχέση με την σύληση και τη ζημία που είχε γίνει στον Παρθενώνα. Ο Δρ Κλαρκ έτυχε να παρευρίσκεται τότε ακριβώς εκεί: «Όταν η τελευταία από τις Μετόπες αφαιρέθηκε από τον Παρθενώνα, και, ενώ την μετακινούσαν, μεγάλο μέρος από το εποικοδόμημα μαζί με ένα από τα τρίγλυφα ρίχτηκε κάτω από τους εργάτες που είχε χρησιμοποιήσει ο λόρδος Ελγίνος, ο Διζδάρης (ο Τούρκος φρούραρχος της Ακρόπολης), ο οποίος είδε τη ζημιά που είχε προξενηθεί στο κτίριο, έβγαλε την πίπα απ’ το στόμα του, εδάκρυσε, και, με να ικετήριο τόνο φωνής, είπε προς τον (επί κεφαλής του συνεργείου) Lusieri: Τέλος! - Ήμουνα παρών».
Σε μιά στροφή, που αναφέρεται στον βανδαλισμό της απόσπασης έργων τέχνης από τα αρχιτεκτονικά μνημεία της Αθήνας, ο Βύρων καταδικάζει τον ελγινισμό και την πατρίδα του. Δεν είναι πια ο φιλέλληνας - έχει πάρει τη συνείδηση του Έλληνα: «Κρύα είναι η καρδιά, έμορφη Ελλάδα, που σε κοιτάζει, ούτε αισθάνεται την συγκίνηση που νοιώθει ο εραστής μπροστά στην τέφρα της αγαπημένης του· σκληρό το μάτι που αγναντεύει αδάκρυτο τους αρχαίους βωμούς σου να παραβιάζονται από Βρετανούς, που θα ‘πρεπε τούτα τα ιερά να τα προστατέψουν. Καταραμένη η ώρα σαν απ’ το νησί τους ταξίδεψαν κι ήρθαν να χτυπήσουν το τραυματισμένο στήθος σου, και να λαφυραγωγήσουν και οδηγήσουν στα βόρεια κλίματα, που αποστρέφονται, τους απελπισμένους θεούς σου !».
Το ανήσυχο πνεύμα του Βύρωνα εύρισκε καταπράϋνση στην ενατένιση του μαγευτικού Ελληνικού τοπίου και ιδιαίτερα του Αττικού· και αυτή η γαλήνη και η αταραξία της ψυχής στην όποια ζούσε, του ήταν μεγάλη βοήθεια στην ποιητική του δημιουργία:
«Νησιά της Ελλάδας, νησιά της Ελλάδας!
Όπου η φλογερή Σαπφώ είχ’ αγαπήσει και τραγουδήσει,
όπου η τέχνη του πολέμου και της ειρήνης εγεννήθη,
όπου η Δήλος ανυψώθη και ο Φοίβος ανεδύθη
στο φώς! Αιώνιο καλοκαίρι ακόμα τα χρυσώνει,
μα όλα έξω απ’ τον ήλιο, αχούνε δύσει».
(Δον Ζουάν, ραψωδία Γ’)
Μα συναισθήματα και έμπνευση δεν αντλούσε μόνο απ’ την αρχαία Ελληνική ζωή, αλλά κι απ’ τη σύγχρονη. Στην Αθήνα είχε συνδεθεί και εξοικειωθεί με τους Έλληνες και πήγαινε στις συναναστροφές των Αθηναίων, ζητώντας να μάθει τα τραγούδια τους και τους χορούς τους. Από τα τραγούδια που είχε ακούσει έδωσε μιά ωραία παράφραση στην Αγγλική γλώσσα του Νεοελληνικού τραγουδιού:
«Μπαίνω μες στο περιβόλι
Ωραιότατη Χαϊδή, κλπ».
Ο Βύρων είχε αποδώσει το τραγούδι, που αποτελείται από τρία δωδεκάστιχα, με κάποια παρέκκλιση και πρωτοτυπία προς το καλύτερο: «Μπαίνω μέσα στο ροδώνα σου, όμορφη κι αγαπητή Χαϊδή, κλπ.»:
«Ι enter thy garden of roses,
Beloved and fair Haidée,
Each morning where Flora reposes,
For surely Ι see her in thee. . . »
Και ο Βύρων σημειώνει: «Το τραγούδι είναι πολύ αγαπητό στα νέα κορίτσια κάθε τάξης της Αθήνας. Ο τρόπος που το τραγουδούν είναι σε στίχους με εναλλαγή, παίρνοντας όλοι οι παρόντες μέρος στη χορωδία. Το είχα ακούσει συχνά στους χορούς μας το χειμώνα του 1810-11. Ο σκοπός είναι λυπητερός μα έμορφος».
Η ψυχή του έχει τόσο συνενωθεί με τις ψυχές των σκλάβων Ελλήνων, συμμετέχει τόσο ολόψυχα στη ζωή, στις χαρές και στη δυστυχία τους, που θα 'λεγε κανείς πως σήκωνε μαζί τους το βάρος της σκλαβιάς. Ο ποιητής - ο φίλος όχι μόνο του αρχαίου, αλλά και του σύγχρονου Ελληνισμού, θεωρεί τον εαυτό - του τόσο Έλληνα, ώστε σε κάποια στροφή να ονομάζει τις Ελληνίδες παρθένες, οι παρθένες μας:
«Γεμίστε ξέχειλα το κύπελλο με Σάμιο κρασί!
οι παρθένες μας στήσανε χορό κάτω απ των δέντρων τη σκιά,
βλέπω τα φωτεινά τους μαύρα μάτια να λάμπουν·
μα όντας αγναντεύω τις λιόκαλες κοπέλες μιά-μιά,
νοιώθω στο πρόσωπο τα δάκρυά μου να με λούζουν καυτά,
στη σκέψη πως οι κόρφοι τους θενά θρύψουν σκλαβωμένα παιδιά».
(Δον Ζουάν, Ραψωδία Γ)
Άξιο ιδιαίτερης μνείας είναι ένα περιστατικό όταν ο Βύρων - ο μεγάλος αυτός ανθρωπιστής - είχε παρέμβει για να σώσει μιά Τουρκοπούλα, που είχε καταδικαστεί για απιστία και που επρόκειτο να την ρίξουν στη θάλασσα, σύμφωνα με τον γνωστό οθωμανικό τρόπο, κλεισμένη μέσα σε σάκο. Αυτό το επεισόδιο καθώς και οι πνιγμοί, με τον ίδιο τρόπο, ωραίων γυναικών στα Γιάννινα, καθώς και μιας Τουρκοπούλας στα Επτάνησα, είχαν εμπνεύσει στον Βύρωνα το θέμα ενός ποιητικού του έργου, όπως θα δούμε στο οικείο μέρος. Επίσης είχαν προκαλέσει τον αποτροπιασμό αυτού για τα ανατριχιαστικά αυτά εγκλήματα και τον κακούργο χαρακτήρα των Τούρκων.
Ένας από τους αγαπητούς τόπους όπου ο Βύρων πήγαινε συχνά ήτανε και το Σούνιο. Σε ένα γράμμα του ποιητή προς τον έκδοτη του Μάρραιυ, από το οποίο έχουμε παραθέσει αποσπάσματα σε προηγούμενη σελίδα του μελετήματος αυτού, περιλαμβάνεται και περικοπή που έχει σχέση με το Σούνιο: «Ρωτήστε τον ταξιδιώτη τί τον εντυπωσιάζει περισσότερο ως ποιητικό, ο Παρθενώνας, ή ο βράχος πάνω στον όποιο στέκει; Οι κολώνες του Κάβου ή ο ίδιος ο Κάβος; Οι βράχοι, στους πρόποδες του, ή η αναπόληση πώς το πλοίο του Φόκνερ ναυάγησε επάνω σ’ αυτούς; Υπάρχουν πολλοί βράχοι και κάβοι πιο γραφικοί από κείνους της Ακρόπολης και του Σουνίου. Αλλά είναι η τέχνη, οι κολώνες, οι ναοί, η αναπόληση του ναυαγημένου πλοίου που τους δίνουν την αρχαιοπρεπή και τη νεώτερη ποίησή τους και όχι αυτοί οι ίδιοι οι τόποι». Για να κατανοήσουμε τη φράση, που σχετίζεται με το Φόκνερ, έπειτα από έρευνα, αντλήσαμε πληροφορίες, που έχουν μεγάλο ενδιαφέρον και που αξίζει να τις παραθέσουμε, όπως τις μεταπλάσαμε για τον αναγνώστη: Ο Σκώτος ποιητής Ουίλιαμ Φόκνερ, που πέρασε πολλά χρόνια της ζωής του στη θάλασσα σαν απλός ναύτης, είχε γράψει ένα ποίημα με τίτλο «Το Ναυάγιο». Το ποίημα τούτο τον έκαμε αμέσως γνωστό και του εξασφάλισε την προστασία του Δούκα της Υόρκης, με την υποστήριξη του οποίου διορίστηκε ταμίας πολεμικών πλοίων. Κατά περίεργη σύμπτωση ο Φόκνερ χάθηκε στο ναυάγιο της φρεγάτας «Αυγή», της οποίας ήτανε ταμίας, στις Καβοκολώνες (Σουνίου) το 1769. Και το ποίημά του δεν ήταν παρά μιά ζωντανή και αυθεντική περιγραφή του δικού του ναυαγίου, όπου έχασε τη ζωή του. Είχε προαισθανθεί αυτό που ήταν μοιραίο να συμβεί. Η φρίκη του ναυαγίου εκείνου είχε εντυπωθεί στην ψυχή του προτού συμβεί - το είχε περιγράψει ακριβώς όπως αργότερα συνέβη.
Ο Βύρων συνεπαρμένος από την εμορφιά των αρχαίων μνημείων, συχνά έγραφε στίχους καθισμένος πάνω στα αρχαία μάρμαρα. Η διαφάνεια της ατμόσφαιρας, το γαλάζιο του ουρανού, η διαδοχική αλλαγή του χρωματισμού των βουνών, η πλαστικότητα και μελωδικότητα των αρχαίων ναών, το φευγαλέο όραμα των αρχαίων Θεών, αγγίζουν τα μύχια της ψυχής του Ελληνολάτρη ποιητή, του χαρίζουν ποιητική έμπνευση. Για το ναό του Ολυμπίου Δία σημειώνει ότι είναι άριστης αρχιτεκτονικής· και για τις δεκαέξι κολώνες που στέκονταν ακόμα ορθές από το πιο ωραίο μάρμαρο. Αποδώσαμε στη γλώσσα μας ένα μικρό απόσπασμα από ένα στιχούργημα που έγραψε αφιερωμένο στο Ναό του Ολύμπιου Δία:
«Εδώ πάνω σ’ ασάλευτα μαρμαροθέμελα ν’ ακουμπήσω λαχταρώ
σε βάθρα που ριζώνουν κολώνες απ’ τον’ Ολύμπιο καιρό
εδώ γιέ το Κρόνου! Που ’ταν τ’ ατίμητο θρονί σου:
πιότερα δυνατό από τα τόσα άλλα. Εδώ θεν αγγίζω
τ’ αχνάρια του άφαντου μεγαλείου του ναού σου, π’ ατενίζω».
Αλλά όπως ήτανε φυσικό, μπορούμε να πούμε - αναπόφευκτο - η καρδιά του Βύρωνα δεν έμεινε άτρωτη στην Αθήνα. Η σπιτονοικοκυρά του, η χήρα του γιατρού Θ. Μακρή, είχε τρείς κόρες: την Μαριάνα, την Κατίνα και την Θηρεσία· και οι τρείς ήσαν κάτω από δεκαεννιά χρόνων και πολύ έμορφες. Απ’ αυτές η μικρότερη, η Θηρεσία, ήτανε πραγματική καλλονή. Όποιος δει τη ζωγραφιά της θα παραδεχτεί πως ο φτερωτός θεός πρέπει να θεωρηθεί πολύ λίγο υπεύθυνος για τον έρωτα που ένοιωσε γι’ αυτήν ο ποιητής. Ο Βύρων αποθανάτισε το ίνδαλμα του σε ποίημα με τίτλο «Κόρη της Αθήνας». Το ποίημα παρουσιάζει την ιδιοτυπία ότι ενώ είναι γραμμένο στα Αγγλικά, έχει την επωδό, «Ζωή μου σάς αγαπώ!» που έρχεται έπειτα από κάθε πέντε στίχους, γραμμένη Ελληνικά. Επίσης μεταχειρίζεται πληθυντικό αριθμό, θέλοντας να υπογραμμίσει ότι ο ερωτάς του ήτανε αγνός, πλατωνικός - όπως και ήτανε πραγματικά. Εμείς μεταφράζοντας το ποίημα στη γλώσσα μας το αποδώσαμε στον ενικό. Ο Βύρων δίνει την επεξήγηση ότι οι λέξεις «Ζωή μου» ήτανε σε πέραση, ως έκφραση τρυφερότητας, την εποχή εκείνη στην Ελλάδα· ως προς δε τα λουλούδια, που αναφέρονται στο ποίημα, ότι σύμφωνα με την τοποθέτησή τους εκφράζαμε και ανάλογα συναισθήματα:
«ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Ζωή μου, σ’ αγαπώ
Κόρη της Αθήνας πριν σ’ αφήσω
γύρισε μου την καρδιά μου πίσω!
Ή, μιας κι είναι απ’ τα στήθη μου βγαλμένη,
κράτα την και πάρε κι ότι άλλο μένει!
Πριν φύγω τούτο τον όρκο κάνω τον σκοπό:
Ζωή μου, σ’ αγαπώ.
Με τα μαλλιά σου τα πλεχτά, ως τ’ ανεμίζουν
πνοές του Αιγαίου ζητώντας να φιλήσουν·
μα τα μακριά ματόκλαδά σου
πού φιλούν τα ροδαλά τα μάγουλά σου·
το βλέμμα σου σαν της ‘λαφίνας αγριωπό,
Ζωή μου, σ’ αγαπώ.
Με τα χείλη σου που τόσο σε ποθώ·
τη ζώνη σου που σφίγγει ‘να κορμί χυτό·
μα τ’ ανθιά σου που λένε λόγια μυστικά
χωρίς λαλιά, μα τόσο πειστικά·
με τη χαρά π’ ανάμεσα σε πόνο ζω,
Ζωή μου, σ’ αγαπώ.
Κόρη της Αθήνας, χαίρε! Μη λησμόνει
να με θυμάσαι, γλυκιά! σαν θα 'σαι μόνη·
τι κι αν πάω στην Πόλη, τι κι αν θα 'μαι κει,
εδώ αφήνω Αθήνα το νου μου, την ψυχή·
δε θενά πάψω εσέ να νοσταλγώ,
Ζωή μου, σ’ αγαπώ».
3.5 Κωνσταντινούπολη
Τον Μάρτη του 1810 ο Βύρων με τη συνοδεία του Τζων Χομπχάους έφυγε για να ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη μέσω Σμύρνης και Τροίας. Ο Ντέρεκ Πάρκερ αναφερόμενος σ’ ένα μέρος της περιήγησης αυτής γράφει: «Καθώς ο Βύρων συνέχιζε το ταξίδι του προς τον Βόσπορο και την Κωνσταντινούπολη, ο βόρβορος και η σκληρότητα ·της Τουρκικής αυτοκρατορίας τον αποθάρρυναν. Για πρώτη φορά αντίκριζε μέσα απ’ το ποτάμι το Σουλτανικό ανάκτορο της Πόλης. Δυό σκυλιά - τρωγάλιζαν να πτώμα κάτω απ’ τα τείχη της. Η περιφρόνηση για την ανθρώπινη ζωή ήτανε ολοφάνερη: εδώ τα εκτεθειμένα στη θέα κεφάλια εγκληματιών, εκεί το ακέφαλο σώμα κάποιου που είχε πρόσφατα εκτελεστεί. Η απέχθεια του για τους Τούρκους μεγάλωνε».
Δεν θεωρούμε αναγκαίο να ενημερώσουμε τον αναγνώστη με άλλες λεπτομέρειες του ταξιδιού αυτού. Προτιμούμε να μεταφέρουμε το ενδιαφέρον του στον Ελλήσποντο, όπου ο Βύρων μιμήθηκε το τόλμημα του Λέανδρου και πέρασε κολυμπώντας το στενό της Αβύδου. Ο Βύρων έπειτα από το κατόρθωμα αυτό έγραψε σχετικό ποίημα με τίτλο: «Γραμμένο ύστερα απ’ τη κολύμβηση απ’ τη Σηστό στην Άβυδο». Δίνουμε συντομευμένη μετάφραση του πληροφοριακού σημειώματος του Βύρωνα γι’ αυτή τη διάπλευση: «Στις 3 Μαΐου 1810, ενώ η (Αγγλική) φρεγάτα Salsette βρισκότανε στα Δαρδανέλλια, ο υποπλοίαρχος αυτής της φρεγάτας και ο συνθέτης αυτών των στίχων κολύμπησαν από την Ευρωπαϊκή παραλία στην Ασιατική. Η όλη απόσταση, από το μέρος που ξεκινήσαμε ως εκεί που βγήκαμε στην αντίθετη πλευρά, μαζί με τον υπολογισμό της παρέκκλισης ένεκα της ορμής του ρεύματος, καταμετρήθηκε από τους αρμόδιους της φρεγάτας πώς ήτανε πάνω από τέσσερα μίλια· αν και το πραγματικό πλάτος είναι μόνο να μίλι. η ταχύτητα του ρεύματος είναι τόση ώστε καμιά βάρκα δεν μπορεί να διασταυρώσει το στενό σε ίσια γραμμή. Ο χρόνος μέσα στον οποίο πραγματοποιήθηκε το τόλμημα ήτανε γύρω στην μιά ώρα. Το νερό ήτανε εξαιρετικά ψυχρό από το λιώσιμο του χιονιού των βουνών. Πριν από τρείς περίπου εβδομάδες τον Απρίλη, είχαμε επιχειρήσει πάλι να περάσουμε το στενό· αλλά έχοντας το ίδιο εκείνο πρωί καταπονηθεί γιατί διανύσαμε έφιπποι το διάστημα από την Τροία ως την παραλία, και όπως τα νερά ήσαν παγωμένα, βρήκαμε ότι ήτανε αναγκαίο να αναβάλουμε το εγχείρημα ωσότου η φρεγάτα αγκυροβόλησε κάτω απ’ τα φρούρια, οπότε πραγματοποιήθηκε η κολύμβηση όπως ελέχθη». Το νόστιμο είναι ότι ο Βύρων τελειώνει το ποίημα με χαρούμενη και φιλοσοφημένη διάθεση σατιρίζοντας τον άθλο:
«Αυτός (ό Λέανδρος) κολύμπησε για Ερώτα, καθώς εγώ για Δόξα·
δύσκολο να πει κανείς ποιανού ήτανε πιο μεγάλη η λόξα:
Φτωχό θνητοί έτσι οι θεοί μας στέλνουν πληγές ακόμα!
Αυτός τον άθλο έχασε, εγώ το χωρατό:
αυτός πήγε από πνιγμό, κ’ εγώ πήρα ρίγος με πυρετό».
Εκείθε ο μεν Χομπχάους έφυγε για την Αγγλία, ο δε Βύρων για να γυρίσει και πάλι στην Αθήνα. Αυτή τη φορά δεν εγκαταστάθηκε στο σπίτι της χήρας Μακρή, αλλά στο Μοναστήρι των Φραγκισκανών (Καπουτσίνων), που ήτανε πλάι στο Μνημείο του Λυσικράτη, στη σημερινή οδό Βύρωνος.
Το πλείστο του καιρού του το χρησιμοποιούσε τώρα στην σωματοποίηση των σημειώσεων του ταξιδιού του και στην τελική σύνθεση των δύο πρώτων κεφαλαίων του ποιητικού έργου του: «Προσκύνημα του Τσάϊλδ Χάρολδ». Αναφερόμενος περιληπτικά στο χρονικό αυτό διάστημα ο Πάρκερ σημειώνει με χρονολογία έτους 1810: Στις 3 Μαΐου ο Βύρων πραγματοποιεί τη φημισμένη του κολύμβηση στον Ελλήσποντο και συνεχίζει την εργασία του στην Αθήνα, όπου γίνεται ένας έντονος Ελληνόφιλος.
Ο Βύρων ήτανε άνθρωπος με ερευνητική διάθεση· στη μεγάλη καρδιά του κρυβότανε πολλή ευαισθησία και ανθρωπιά. Το κύριο χαρακτηριστικό του ήτανε η αμετακίνητη αφοσίωση του στην Ελλάδα. Έτσι όπως ήτανε καλός γνώστης της αρχαίας Ελληνικής, είχε αρχίσει να ενημερώνεται και στη Νεοελληνική γλώσσα, καθώς και στα θέματα και τον τρόπο ζωής των σκλαβωμένων Ελλήνων. Ο Ντέρεκ Πάρκερ μας πληροφορεί ότι ο Βύρων είχε αρχίσει με σοβαρότητα να ενδιαφέρεται και για τα Ελληνικά πολιτικά πράγματα και ότι είχε γράψει διατριβές για την τρέχουσα κατάσταση, καθώς και για τη Νεοελληνική γλώσσα και φιλολογία.
Προ πάντων ο Βύρων δεν ήτανε ένας στείρος ρομαντικός· ήταν ρεαλιστής. Κι ακόμα ήταν, αν και νέος, ενήμερος των Ευρωπαϊκών και Ανατολικών Θεμάτων. Για τούτο ας μας επιτραπεί να εκφέρουμε τη γνώμη ότι η επίσκεψη του στη σκλαβωμένη Ελλάδα και άλλα μέρη της Τουρκίας είχε, έκτος άλλων στόχων, ως αντικειμενικό σκοπό την πολιτική που με θάρρος και πίστη ακλουθούσε της απελευθέρωσης από τον ζυγό του σουλτάνου των σκλάβων λαών και ιδιαίτερα των Ελλήνων. Ένα επί πλέον στοιχείο, που ενισχύει τη θέση αυτή είναι και ο θαυμασμός που έτρεφε ο Βύρων για τον Ρήγα Φεραίο. Οι βίοι τους ήταν παράλληλοι ως προς την απελευθέρωση των σκλάβων λαών. Η Γαλλική επανάσταση είχε ασκήσει μεγάλη επίδραση στις ψυχές και των δύο. Εδώ στην Αθήνα, στις αρχές του 1811, ο Βύρων έγραψε τη μετάφραση σε Αγγλική γλώσσα του θούριου του Ρήγα Φεραίου, στο οποίο έδωσε την ονομασία: «Μετάφραση του περίφημου Ελληνικού Πολεμικού Ύμνου», και στο οποίο διατήρησε στην Ελληνική γλώσσα την επικεφαλίδα: «Δείτε παίδες των Ελλήνων». Σε υποσημείωση ο Βύρων πληροφορεί ότι: «Ο Ύμνος Δείτε παίδες των Ελλήνων, γράφηκε από τον Ρήγα, που χάθηκε στην προσπάθεια να επαναστατήσει την Ελλάδα. Η μετάφραση αυτή είναι τόσο πιστή, όσο ήταν μπορετό να γίνει σε στίχους, διατηρήθηκε δε και ο ρυθμός του πρωτοτύπου».
Ο Βύρων χωρίς άλλο ήτανε περισσότερο πραγματιστής από πολλούς δικούς μας, πού, όπως ο Ρήγας, είχαν ελπίσει στη βοήθεια ξένων δυνάμεων για την απελευθέρωση της πατρίδας μας. Ο καθηγητής Βίβιαν Ντε Σόλα Πίντο αναφερόμενος στο θέμα αυτό τονίζει ότι: το οξύ πολιτικό αισθητήριο, που χαρακτήριζε τον Βύρωνα, προβάλλει σαν αξιόλογο παράδειγμα στους στίχους με τους οποίους παρότρυνε τους Έλληνες να βασιστούν στις δικές τους δυνάμεις, κι όχι στη βοήθεια των ξένων δυνάμεων, για να ξανακερδίσουν την ελευθερία τους. (Βλ. Τσάϊλδ Χάρολδ, B’ ραψωδία):
«Σκλάβοι που 'χετε τα δεσμά κληρονομιά,
μάθετε πως μονάχοι πρέπει να τα σπάσετε,
για ν' αποχτήσετε την ποθητή ελευθεριά!
Μήτε σε Γάλλους μήτε σε Ρώσους μην ελπίσετε!»
Η γοητεία της Ελληνικής τέχνης τον είχε σκλαβώσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε ένοιωθε μιά γλυκιά νοσταλγία να πηγαίνει κάθε τόσο να βλέπει και να ξαναβλέπει τους αρχαίους ναούς. Μα το μελαγχολικό συναίσθημα που γεννιόταν στην ψυχή του από τη θέα των αρχαίων ερειπίων προβάλλει στον στίχο:
«Χώρα των χαμένων Θεών και των θεόμορφων ανθρώπων!»
Καθώς και σε μιά άλλη στροφή όπου ο ποιητής φανερώνει τον πόνο που νοιώθει για την χαμένη αίγλη της κλασσικής εποχής, καθώς και την αγωνία για την τύχη των σκλαβωμένων Ελλήνων: «Έμορφη Ελλάδα! θλιβερό λείψανο περασμένης δόξας! Αθάνατη χωρίς να υπάρχεις· πεσμένη κι όμως ακόμα μεγάλη! Ποιός τώρα θα γίνει οδηγός των σκόρπιων παιδιών σου;». Η σκέψη πώς οι νεώτεροι Έλληνες - οι απόγονοι του μεγάλου αυτού έθνους, ζούσαν κάτω από μιαν αβάσταχτη δουλεία, άφηνε μιά βαθιά λύπη στην ψυχή του. Στον Μαραθώνα, ωστόσο, το μυθικό όραμα της νίκης του Μιλτιάδη, έδωσε έμπνευση στην ποιητική του φαντασία και παιγνίδισε με την δική του οπτασία για την ελευθερία των Ελλήνων:
«Τα βουνά κοιτάζουνε κατά τον Μαραθώνα-
κι ο Μαραθώνας κατά τη θάλασσα πέρα κει,
κ εγώ μόνος ώρες-ώρες ονειροπολούσα
πώς η Ελλάδα Θενά λευτερωθεί... ».
Και ο Βύρων καταλήγει: «Πώς θες εγώ δούλος να νοιώσω, σαν πατώ πάνω στον τόπο τ’ αφανισμού του Πέρση ; ».
«Πόσο είν’ ωραία η Ελλάδα, πόσο η όψη της είναι γλυκιά !». Ο Βύρων είχε την επιθυμία να μείνει σ’ όλη του τη ζωή στην Ελλάδα: «Εάν έγινα ποιητής, ετόνιζε, τούτο το χρωστάω στον αέρα της Ελλάδας». Κι’ αλήθεια η Ελλάδα είναι η ανεξάντλητη πηγή από την οποία αντλούσε έμπνευση σ’ όλη του τη ζωή. Το μεγαλύτερο και ωραιότερο μέρος της ποιητικής του δημιουργίας είναι εμπνευσμένο άμεσα ή έμμεσα απ’ αυτή.
4 Επιστροφή στην Αγγλία
Όμως τα νέα που ήρθανε από την Αγγλία δεν ήσαν καθόλου ευχάριστα. Ο δικηγόρος του Τζων Χάνσον τον ειδοποιούσε ότι ο Πύργος του Νιούστεντ έπρεπε να πουληθεί, επειδή δεν υπήρχε άλλος τρόπος να εξοφληθεί ένα σημαντικό χρέος του Βύρωνα από γραμμάτια. Ο Βύρων που ήθελε να διατηρήσει τον Πύργο με κάθε θυσία, έλαβε την απόφαση να γυρίσει στην Αγγλία. Έτσι, με μεγάλη λύπη στην ψυχή, στις 22 Απριλίου 1811 έφυγε από την Αθήνα, και, μέσω Μάλτας - Γιβραλτάρ, έφθασε στην Αγγλία στις 14 Ιουλίου του ίδιου χρόνου, έπειτα από απουσία δύο χρόνων.
Ο Βύρων τώρα ήτανε ανυπόμονος να φθάσει στον Πύργο του το συντομότερο, για ν’ ανταμώσει τη μητέρα του, την όποια είχε να δει τόσο καιρό. Καθώς όμως ήταν περαστικός από το Λονδίνο, στο δρόμο του για το Νιούστεντ, πήρε το αναπάντεχο μήνυμα του αιφνίδιου θανάτου της. Ήτανε ένας παράξενος οίστρος της Μοίρας (πώς αλλιώς να τον πούμε;) που θέλησε να εμποδίσει την τελευταία στιγμή ένα χαρούμενο αντάμωμα μητέρας και γιού.
Ο Βύρων αφού απέτισε φόρο τιμής στη νεκρή μητέρα του και εξάντλησε όλο τον ψυχικό του πόνο για τον μισεμό της, έστρεψε τη προσοχή του στη τακτοποίηση του οικονομικού θέματος. Για τη κατόρθωση αυτού του σκοπού ήταν αναγκαίο να εντείνει κάθε προσπάθεια για την έκδοση διαφόρων έργων του, ώστε από την πούληση τους να ενισχύσει τα οικονομικά του.
Στις αρχές του 1812, ωστόσο, ένεκα μεγάλων ταραχών που είχαν ξεσπάσει στη γειτονική με τον πύργο του βιομηχανική πόλη Νότινγκαμ, σταμάτησε κάθε πνευματική ασχολία, και στις 27 Φεβρουαρίου του ίδιου χρόνου, εμφανίστηκε στη βουλή των Λόρδων, όπου υπεράσπισε τα δίκαια των άνεργων στασιαστών. Επίσης κηρύχτηκε εναντίον της ψηφίσεως του νομοσχεδίου περί επιβολής της θανατικής ποινής στους ταραχοποιούς Luddites, που είχαν πάρει αυτό το όνομα από τον αρχηγό τους Ned Ludd. Οι λόγοι του Βύρωνα, πάνω στο θέμα αυτό, θεωρούνται περισπούδαστοι και αποτελούν αξιομνημόνευτες συνθέσεις πεζογραφίας.
Την εποχή εκείνη η κατακραυγή της κοινής γνώμης της Αγγλίας εναντίον των στασιαστών Luddites ήταν τόσο μεγάλη, ώστε στη Βουλή των Κοινοτήτων πολύ λίγοι βουλευταί είχαν λάβει το λόγο για να μιλήσουν υπέρ αυτών. Στη δε Βουλή των Λόρδων η επίσημη φιλελεύθερη αντιπολίτευση σώπασε, και οι μόνες φωνές που ακούστηκαν εναντίον του νομοσχεδίου ήτανε εκείνες του Λόρδου Χόλλαντ και του νεαρού τότε Λόρδου Βύρωνα, που με πάθος και ευφράδεια υπεράσπισε το δίκαιο των Luddites. Ίσως μερικοί διερωτηθούν αν ο Βύρων έκανε καλά ν’ ανέβει σ’ ένα επίσημο βήμα και να υπερασπίσει στασιαστές, που θρυμμάτιζαν τα μηχανήματα των εργοστασίων και προβαίνανε σε διαρπαγές. Αυτή, βέβαια, είναι η πρώτη - η απατηλή εντύπωση, που απορρέει ωστόσο από πλάνη. Οι άνεργοι αυτοί έγιναν ταραχοποιοί, επειδή αυτοί οι ίδιοι και οι οικογένειες τους είχαν καταντήσει σε ελεεινή κατάσταση, έπειτα από την εγκατάσταση στα εργοστάσια τελειοποιημένων μηχανημάτων. Ο προοδευτικός και καινοτόμος Βύρων είχε κατανοήσει το δίκαιο των άνεργων. Είχε πρωτοπορήσει κατά 100 χρόνια στην αντίληψη για την ανάγκη εφαρμογής κοινωνικής πολιτικής. «Δεν πρέπει να επιτρέψομε όπως το ανθρώπινο γένος θυσιαστεί στη πρόοδο της μηχανικής».
Για να γίνει κατανοητό πόσο ο Βύρων είχε δίκαιο στην υποστήριξη των στασιαστών, είναι αναγκαία η γενίκευση του θέματος και η συσχέτιση αυτού με άλλα σχετικά περιστατικά που έχουν συμβεί εδώ στην Ελλάδα. Σημειώνουμε το ακόλουθο περιστατικό: έπειτα από τη σύσταση του οργανισμού λιμένος Πειραιώς και τη χρησιμοποίηση για τις φορτοεκφορτωτές εργασίες τελειοποιημένων μηχανικών μέσων (σιλό, γεφυρογερανοί κλπ, είχε καταστεί επιτακτική η ανάγκη σημαντικού περιορισμού του εργατικού δυναμικού του λιμένος. Έτσι μόνο το 1931 απολύθηκαν 1609 λιμενεργάτες. Απ’ αυτούς οι νεώτεροι πήραν εφ’ άπαξ αποζημίωση, και οι ηλικιωμένοι σύνταξη. Αλλά τι θα είχε συμβεί εάν οι απολυθέντες αυτοί εργάτες είχαν πεταχτεί στο δρόμο χωρίς καμιά πρόνοια; χωρίς αμφιβολία θα είχαν στασιάσει και προβεί σε πράξεις παρόμοιες με εκείνες των υφαντουργών του Νόττινχαμ. Η κυβέρνηση της Αγγλίας, την εποχή εκείνη, αντί να εφαρμόσει κοινωνική πολιτική, επεχείρησε να καταπνίξει τις εξεγέρσεις με τη χρησιμοποίηση στρατιωτικών δυνάμεων και τη θέσπιση της ποινής του θανάτου για τους άτυχους Luddites. Αποτέλεσμα της σφαλερής αυτής πολιτικής ήταν όχι μόνο να μη καταπνιγούν οι ταραχές, αλλά και να επεκταθούν στις περισσότερες μεγάλες βιομηχανικές πόλεις της Αγγλίας, όπου κράτησαν με διακοπές από το 1812 ως το 1861.
Ο μεγάλος Άγγλος δοκιμιογράφος Καρλάιλ ασχολείται με την έρευνα αυτής της κατάστασης στο έργο του «Περασμένα και Παρόντα», από το οποίο παραθέτουμε σύντομη περίληψη του κεφαλαίου «Μίδας»: «Η κατάσταση της Αγγλίας από τις πιο απαίσιες που παρουσίασε ποτέ ο κόσμος. Γιομάτη από κάθε λογής πλούτη, πεθαίνει ωστόσο από ασιτία. Ανεργία, συμφορά, φτώχεια και λιμοκτονία. Στη βιομηχανική πόλη Stockport το κακουργιοδικείο κήρυξε ένοχους ένα πατέρα και μιά μητέρα που δηλητηρίασαν διαδοχικά τρία από τα παιδιά τους, για να εισπράξουν από κάποια φιλανθρωπική εταιρία τα έξοδα κηδείας, ώστε να μη πεθάνει η υπόλοιπη οικογένεια από ασιτία. Φημολογείται πώς η περίπτωση δεν ήτανε μοναδική. Έχουμε πιότερα πλούτη από κάθε άλλο έθνος, και έχουμε τα λιγότερα αγαθά από κάθε άλλο έθνος. Για ποιόν, τότε, είναι τούτος ο πλούτος της Αγγλίας; Μέσα στην πληθωρική αύτη αφθονία οι άνθρωποι αφανίζονται. Ο Μίδας είχε ποθήσει χρυσάφι και Οι θεοί του το έδωσαν....».
Τον Μάρτη του ίδιου χρόνου (1812) «το Προσκύνημα του Τσάϊλδ Χάρολδ», γραμμένο στις στροφές του Σπένσερ, δημοσιεύτηκε και αποκάλυψε μιά ποιητική προσωπικότητα. Το ποίημα που περιλάμβανε τις ραψωδίες, πρώτη και δεύτερη, που γράφηκαν στην Ελλάδα, έγινε δεκτό με μεγάλους επαίνους. Το πνεύμα και το ωραίο αφηγηματικό ύφος του ποιήματος αιχμαλώτιζε τους αναγνώστες. Ο ίδιος ο Βύρων αναφερόμενος σ’ αύτη την επιτυχία του είχε πει: «Ξύπνησα ένα πρωί και βρέθηκα διάσημος». Μέσα σε μιά εβδομάδα είχαν πουληθεί χίλια βιβλία. Κεντρική μορφή του εκλεκτού κόσμου του Λονδίνου είχε καταστεί τώρα ο Λόρδος Βύρων - που έπαιρνε συνεχώς προσκλήσεις στις δεξιώσεις της ανώτερης τάξης. Σε μιά απ’ αυτές τις δεξιώσεις, στο περίφημο μέγαρο της Λαίδης Χόλλαντ, στο Κένσιγκτον, γνώρισε την ωραία και πνευματώδη Λαίδη Καρολίνα Lamb μυθιστοριογράφο, η οποία ερωτεύτηκε παράφορα τον νεαρό ποιητή. Ο Βύρων έχοντας στο νου ότι η Λαίδη Καρολίνα είχε σύζυγο ένα εξαίρετο Άγγλο πολιτικό, (αργότερα διαδέχτηκε στον τίτλο το Λόρδο Μέλμπουρν, και γίνηκε και πρωθυπουργός), προσπάθησε με κάθε τρόπο ν’ αποφύγει την πρόκληση σκανδάλου. Έτσι είπε απερίφραστα στη Λαίδη Καρολίνα ότι επιθυμούσε να παραμείνει γι’ αυτήν ένας απλός φίλος και τίποτα περισσότερο. Εκείνη όμως όντας ξετρελαμένη μαζί του τον κυνηγούσε παντού, ακόμη και στο σπίτι του όπου της είχε απαγορεύσει την είσοδο. Η μητέρα της την πήγε στην Ιρλανδία για να ξεχάσει τον ερωτά της και να συνέλθει. Μα τούτο ήτανε ανώτερο απ’ τις δυνάμεις της και εξακολούθησε να στέλνει στον αγαπημένο της γράμματα γεμάτα φλογερή αγάπη. Όταν όμως ο Βύρων αρνήθηκε και πάλι, αυτή έγραψε το μυθιστόρημα «Glenarvon», στο οποίο γελοιογραφούσε τον Λόρδο Βύρωνα. Ωστόσο, η Λαίδη Καρολίνα ήταν μοιραίο να πληρώσει αργότερα βαρύ τίμημα, για την αδυναμία της να κατασιγάσει το αθεράπευτο πάθος της για τον Βύρωνα· το δε έργο της «Gienarvon» δεν ήτανε, στο βάθος, τίποτ’ άλλο παρά ένας θρήνος, που ανέβαινε από μιαν εσώτερη πηγή πόνου.
Ο Βύρων όντας ένας γοητευτικός ομιλητής, εξακολουθούσε να είναι το χαϊδεμένο παιδί της ανώτερης αριστοκρατίας του Λονδίνου. Ο άρχοντας αυτός του πνεύματος γινότανε δεκτός από την Πριγκίπισσα Καρολίνα του Μπρούνσβικ, γυναίκα του Διαδόχου της Αγγλίας, στο Ανάκτορο του Κένσιγκτον, και στα μέγαρα της Λαίδης Μέλμπουρν και της Κόμησσας της Οξφόρδης, που ήσαν μαζί με τα σαλόνια της Λαίδης Χόλλαντ, κέντρα ενός θελκτικού κύκλου ανθρώπων της πολιτικής και του πνεύματος.
Ένας άλλος γνωστός ποιητής της εποχής εκείνης, ο Θωμάς Μούρ, ήταν κι’ αυτός περιζήτητος στις ανώτερες κοσμικές συγκεντρώσεις. Όντας καλλίφωνος τραγουδούσε με τρόπο απαράμιλλο τις Ιρλανδικές μελωδίες του, που είχαν τονιστεί από τον Σερ Τζων Στήβενσον. Ο Μούρ και ο Βύρων ήσαν πολύ αγαπητοί φίλοι· αλλά η φιλία, φιλία και τα πειράγματα, πειράγματα. Έτσι ο Βύρων, που του άρεσε να σατιρίζει εχθρούς και φίλους, είχε γράψει και ένα σατιρικό ποίημα για τον Μούρ, από το οποίο δίνουμε λίγους στίχους: «Τί κάνεις τώρα, - ώ Τόμας Μούρ; - τί κάνεις τώρα, - ώ Τόμας Μούρ; - στενάζεις ή γλυκάζεις, - ριμάρεις ή φλερτάρεις, - τσιρίζεις η τρυλλίζεις, - τί Τόμας Μούρ;».
Τώρα, μιά σπάνια γυναίκα των γραμμάτων, με παγκόσμια ακτινοβολία, η Κυρία Ντε Σταέλ, είχε έρθει στο Λονδίνο για ένα διάστημα. Δέχτηκε το Λόρδο Βύρωνα και είχε μαζί του συνομιλία πάνω σε θέματα φιλολογίας. Στη διερεύνηση που έκαναν των απόψεών τους βρέθηκαν και οι δύο σύμφωνοι, ως προς το θαυμασμό τους για το με γάλο πεζογράφο και φιλόσοφο Ρουσσώ. Ο Βύρων είχε αφιερώσει σ’ αυτόν στίχους του, από τους οποίους δίνουμε σε μετάφραση ένα μικρό απόσπασμα:
«Εδωδά ο αυτοβασάνιστος φιλόσοφος,
απόκοτος Ρουσσώ, ο απόστολος της λύπης,
ανάσαινε βαθιά του πόνου του το στεναγμό·
γνώριζε να ντύνει με Θέλγητρο το πάθος,
το σπαραγμό του σε λόγο αριστοτεχνικό,
κα γνώριζε να δίνει στην τρέλα και στο λάθος
τοσ’ εμορφιά και τόσο κάλλος - να χύνει σ’ αυτό
πουν’ σφαλερό ουράνιο χρωματισμό».
Ο Βύρων στα εικοσιτέσσερα χρόνια του σκέφθηκε να ανταλλάξει την ελευθερία του με τα δεσμά του γάμου. Αυτή τη φορά το ίνδαλμά του ήτανε η εικοσάχρονη Ανναμπέλλα Μιλμπανκ. Η Άννα -Ισαβέλλα, όπως ήτανε το πραγματικό όνομά της, απάντησε στη συγγένισσά της Λαίδη Μέλμπουρν, που είχε αναλάβει να μεσολαβήσει, ότι δεν αισθανόταν αρκετά ισχυρή έλξη για τον Βύρωνα. Αυτός αντί να δεχτεί αυτή την άρνηση σαν από μηχανής Θεό, και να κλείσει το θέμα του γάμου του με ένα πρόσωπο που δεν ήταν άξιο της αγάπης του, συνέχισε τις προσπάθειες να την μεταπείσει κι άφησε το θέμα ανοικτό. Να τί έγραφε ο εφημέριος Χάρνες για τη νέα αυτή: «Η Μις Μιλμπάνκ δεν ήταν στερημένη κάποιας ωραιότητας ή εξυπνάδας, αλλά ο τρόπος της ήταν άκαμπτος και τυπικός, και έδινε την εντύπωση ότι είχε ισχυρογνωμοσύνη και έπαρση. Ήταν σχεδόν η μόνη ωραία, καλοντυμένη κοπέλα που δεν την είδαμε ποτέ να είναι χαρωπή».
Οι δυό πρώτες ραψωδίες του Τσάϊλδ Χάρολδ είχαν τέτοια κυκλοφοριακή επιτυχία, ώστε είχαν εξαντληθεί και ανατυπωθεί πολλές φορές. Ακόμα είχαν μεταφραστεί στις περισσότερες Ευρωπαϊκές γλώσσες και είχαν κινήσει το ενδιαφέρον των Αμερικανών. Ο Βύρων είχε πάψει να είναι ένας απλός ποιητής, είχε γίνει «μύθος». Έμορφες κυρίες του έστελναν γράμματα γεμάτα θαυμασμό· πολλές έκοβαν και έστελναν μαζί και μιά απ’ τις μπούκλες τους. Πολλοί έβλεπαν στο χαρακτήρα του Τσάϊλδ Χάρολδ αυτούσιο τον Λόρδο Βύρωνα, μα ο ίδιος το αρνιότανε: «Δε θα ήμουνα το αντίστοιχο ενός τέτοιου άτομου, καθώς το έχω πλασμένο για όλο τον κόσμο». Ας μας επιτραπεί πάνω σ’ αυτό το θέμα να πούμε και η δική μας άποψη: Ο προσωπικός μας κόσμος μας εμπνέει υποσυνείδητα σ’ ένα τόσο μεγάλο βαθμό, ώστε ενώ επιχειρούμε να περιγράψουμε τον γύρω μας κόσμο, καταλήγουμε πολλές φορές να περιγράφουμε πιότερο τον εαυτό μας, παρά τον κόσμο. Τούτο ισχύει ιδιαίτερα για τον Βύρωνα, στον οποίο το προσωπικό στοιχείο ήταν τόσο δυναμικό ώστε πολλά απ' τα έργα του καταντούν να είναι αυτοβιογραφικά.
Δίνουμε μιά μικρή περίληψη η σύντομη κριτική των επόμενων έργων του ποιητή που ακλούθησαν, με τη χρονολογική τους σειρά: Τραγικός είναι ο μύθος του έργου «ό Γκιαούρης» (1813). Το ποίημα αναφέρεται στις περιπέτειες μιας σκλάβας, που την πέταξαν κατά τον μουσουλμανικό τρόπο στη Θάλασσα, για απιστία, και που το θάνατό της εκδικήθηκε ο Ενετός αγαπητικός της. Σχετική επεξήγηση του Βύρωνα παραθέτουμε σε μετάφραση: «Το περιστατικό με το οποίο συνδέεται ο μύθος δεν ήταν πολύ ασυνήθιστο στην Τουρκία. Πριν από λίγα χρόνια η γυναίκα του Μουχρά Πασά παραπονέθηκε στον πεθερό της (Αλή Πασά) για την υποτιθέμενη απιστία του γιού του. Όταν ρώτησε με ποιά, αυτή είχε τη βαρβαρότητα να δώσει σε κατάλογο τις δώδεκα ωραιότερες γυναίκες στα Γιάννινα. Τις έπιασαν, τις έδεσαν μέσα σε σάκους, και τις έπνιξαν στη λίμνη την ίδια νύχτα! Ένας από τους φρουρούς που ήτανε παρών μ’ πληροφόρησε, ότι ούτε ένα από τα θύματα δεν έβγανε την παραμικρή φωνή, κι ούτε έδειξε κάποιο σύμπτωμα τρόμου σε μιά τόσο αιφνίδια απόσπαση, από πάν ότι γνωρίζουμε, από πάν ότι αγαπούμε. Η τύχη της Φροσύνης, της ωραιότερης αυτής της θυσίας, είναι το θέμα πολλών Νεοελληνικών και Αρναούτικων τραγουδιών....».
«Η Νύφη της Αβύδου» είναι ωραιότατα μελωδημένη (1813). Μιά Τουρκική ρομαντική ιστορία παρακίνησε τον Βύρωνα να γράψει το ποίημα. Αναφέρεται στον έρωτα μιας καλλονής της Ανατολής για τον ξάδερφό της, ένα αρχιπειρατή. Δίνω σε μετάφραση ένα μικρό απόσπασμα από το ποίημα:
«Γνωρίζετε τη χώρα του κέδρου και του αμπελιού, που θάλλουν
ηλιόχαρα λουλούδια, κι όπου του ήλιου οι αχτίδες πάντα λάμπουν·
όπου τα γλυκόπνοα θροΐσματα των φύλλων χύνουν τ’ άρωμά τους,
και μέλισσες λιποθυμούν μέσα σε ροδώνες, στο φυλλορρόημα τους;
όπου τα κιτρολέμονα και οι ελιές είν’ οι καλύτεροι καρποί,
κι η γλυκομίλητη φωνή του αηδονιού δεν είν’ ποτέ βουβή:
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Είναι το κλίμα της Ανατολής· είναι του Ήλιου η γη
όπου χαρά τους δίνει να θωρούν την εκδίκηση σαν αρετή.
Ω! άγριες, όπως του χαίρε των ερωτευμένων οι φθόγγοι,
είν’ οι καρδιές, φκιαγμένες από φλόγα, κι οι ιστορίες βόγγοι...»
«Ο Κουρσάρος» (1814), και τα δυό προηγούμενα ποιήματα έχουν το κάθε ένα απ’ αυτά το ιδιαίτερο θέλγητρο και το δικό τους χαρακτηριστικό· κι ακόμα ποιητική ευχυμία, έμορφες εικόνες, πάθος, αίσθημα. «Ο Κουρσάρος» είναι γραμμένος στις στροφές ηρωικών διστίχων. Κάτω απ’ τον ήρωα του έργου Κόνραντ αναγνωρίζει κανένας την αυτοπροσωπογραφία το Βύρωνα. Για τούτο λόγω της φήμης του ποιητή είχε τόση μεγάλη κυκλοφορία - 25.000 αντίτυπα μέσα σε να μήνα.
«Ο Λάρας» (1814), είναι μιά ιστορία γραμμένη κι αύτη σε δίστιχες στροφές. Το ότι δε ο Λάρα (Ισπανικό όνομα) προβάλλεται ως αρχηγός του Μοριά και ως αρχηγός φυλής, σε ακαθόριστη εποχή, είναι φανταστικό περιστατικό. Ο ποιητής μας Κωστής Παλαμάς προτάσσει λίγους στίχους από τον Λάρα στον B’ Λόγο του «Δωδεκάλογου του Γύφτου».
Η κυκλοφορία σ’ όλη την Ευρώπη του Τσάϊλδ Χάρολδ, και ιδιαίτερα της B’ ραψωδίας, που περιλάμβανε Ελληνικά θέματα, μίλησε στις καρδιές χιλιάδων φιλελεύθερων ανθρώπων και σήκωσε κινήματα για την ελευθερία των Ελλήνων. Τούτο έδωσε αφορμή σε μερικούς Εβραίους της Αγγλίας να ζητήσουν από τον Λόρδο Βύρωνα, όπως προσφέρει η φιλική του βοήθεια στην υπόθεση της εθνικής τους εστίας. Η έκκληση αύτη δόνησε την ψυχή του Βάρδου της ελευθερίας των σκλάβων λαών υπέρ των Εβραίων. Έτσι ο Βύρων το 1815 δημοσίευσε μιά συλλογή από τρία ποιήματα με τίτλο «Εβραϊκές Μελωδίες». Τα ποιήματα είχαν τονιστεί μουσικά από τους Μπράχαμ και Νάθαν, και ψέλνονταν και στις θρησκευτικές ιεροπραξίες των Εβραίων. Δίνουμε σε μετάφραση, που κάναμε ειδικά για το μελέτημα τούτο, δύο από τα ποιήματα. Στο πρώτο απ’ αυτά ο Βύρων μας δείχνει όλο το πάθος ενός πολυβασανισμένου έθνους: το δράμα της πρώτης αιχμαλωσίας του, η νοσταλγία του για τη χαμένη μεγαλοσύνη, την αβεβαιότητα για το μέλλον, τα δεινά του περιπλανώμενου Ιουδαίου, το φύτεμα της ελπίδας σ’ ένα μνήμα:
Ω! ΝΑ ΚΛΑΙΣ ΓΙΑ ΚΕΙΝΟΥΣ
Ω! να κλαις για κείνους που θρηνήσανε στης Βαβέλ το ποτάμι,
πού τα Ιερά τους είναι συντρίμμια, η χώρα τους χίμαιρα·
ώ! να κλαις για την άρπα του Ιούδα τη σπασμένη· να πενθείς
κει που ο Θεός τους οικούσε και τώρα άθεοι κατοικούν!
Πότε το Ισραήλ θα νίψει τα πόδια του τα πληγωμένα;
πότε της Σιών οι ψαλμοί θα ηχήσουν πάλι γλυκόλαλοι;
πότε του Ιούδα η μελωδία θα φαιδρύνει της καρδιές,
της καρδιές που σκιρτούσαν πρότερα στην ουράνια φωνή της;
Φυλές του πλανώμενου βίου κα του πονεμένου του στήθους,
πότε θα πάμε να βρούμε άσυλο στο δικό μας χτήμα;
Η άγρια περιστέρα έχει φωλιά, η αλεπού μιά σπηλιά,
όλοι μία χώρα - το Ισραήλ τίποτ’ εξόν άπονα μνήμα!»
Στο επόμενο ποίημα, λυρικό στην πιο απλή μορφή του, ο ποιητής, με ιδιότυπη εμορφιά, παρομοιάζει το άστρο της αυγής με την ανάμνηση παλιάς χαράς καιρών ευτυχισμένων:
«ΗΛΙΟΣ ΤΗΣ ΑΓΡΥΠΝΙΑΣ
Ήλιε της αγρύπνιας! αστέρι μελαγχολικό!
πού το δακρυσμένο φώς σου τρεμίζει μακρινό,
''πώς μέσα στο σκοτάδι που δε βολεί να διώξεις,
πώς μοιάζεις με την ανάμνηση μιας παλιάς χαράς!
με φώς π’ αγγίζει εποχές παλιές αλλοτινές,
μα δε θερμαίνει με τις αχτίδες τις αμυδρές·
απ' τη σκοπιά της λύπης σου θωρείς μας μοναχό,
καθάριο και κρυστάλλινο, μα τόσο παγερό!»
5 Τα δεσμά του γάμου
Ο Λόρδος Βύρων ξαναγύρισε στο θέμα του γάμου του με την Ανναμπέλλα, στην οποία έγραψε σχετικά. Αυτή διατήρησε την αρχική της θέση και έμεινε ψυχρή. Ο Βύρων ξανάγραψε, οπότε η Ανναμπέλλα, έπειτα από μιά αμφιταλάντευση που κράτησε δύο χρόνια, αυτή τη φορά δέχτηκε. Επακολούθησαν οι αρραβώνες, και ενώ ο Λόρδος Βύρων είχε καταγοητεύσει τους συνδαιτυμόνες με το σπινθηροβόλο του πνεύμα και την ωραία του ομιλία, η μνηστή του τον έκανε να νοιώθει αμηχανία με την έλλειψη ομιλητικότητας από μέρους της. Ήτανε η πιο ολιγόλογη κοπέλα που είχε ποτέ γνωρίσει, κι’ αυτό είχε σα συνέπεια να μην αισθάνεται άνετα κοντά της.
Ο επικείμενος γάμος του δημιουργούσε διάφορα οικονομικά προβλήματα και ήταν αναγκαίο, για ν’ αντιμετωπίσει τα έξοδα του γάμου και των σχετικών εγκαταστάσεων, να πουλήσει τον πατρογονικό του πύργο. Ο ποιητής για ένα διάστημα δίστασε να αποξενωθεί από τον πύργο του. Στο τέλος όμως η αγάπη θόλωσε την ορθή του σκέψη, και πήρε την απόφαση να υποστεί κάθε θυσία για την πραγματοποίηση του γάμου του μ’ αυτή τη νέα. Μάλιστα, κατά μιά περίεργη σύμπτωση, τη στιγμή που ο ποιητής διάβαζε ένα γράμμα που είχε πάρει απ’ την Ανναμπέλλα, ο κηπουρός μπήκε στο χωλ και του παράδωσε το γαμήλιο δαχτυλίδι της μητέρας του, χαμένο από την ίδια εδώ στον κήπο του Πύργου από πολλά χρόνια και το οποίο είχε τυχαία πριν από λίγο βρει. Ο Βύρων πήρε με μεγάλη συγκίνηση το δαχτυλίδι της μητέρας του για να το δωρίσει στην Ανναμπέλλα την ημέρα του γάμου τους.
Αλλά η Λαίδη Καρολίνα, για την οποία έχουμε μιλήσει κιόλας, και η οποία μάλιστα συγγένευε με την Ανναμπέλλα, απειλούσε ότι δε θα δίσταζε να αυτοκτονήσει μπροστά στα μάτια του Λόρδου Βύρωνα, προκειμένου να εμποδίσει το γάμο. Κι όμως όλα τα εμπόδια παραμερίστηκαν και στις 2 του Γενάρη του 1815 ο Βύρων παντρεύτηκε την Ανναμπέλλα, κόρη του Σερ Ραλφ Μιλμπάνκ και της Λαίδης Ιουδίθ Μιλμπάνκ το γένος Νόελ. Οι νιόπαντροι εγκαταστάθηκαν στην έπαυλη των Μιλμπάνκ στο Σήχαμ της κομητείας Ντάρχαμ, όπου είχε γίνει και ο γάμος.
Στις 10 του Μάρτη οι νιόπαντροι έφυγαν από το Σήχαμ, κι έπειτα από μιά σύντομη επίσκεψη στη μηλαδερφή του Βύρωνα Αυγούστα Λη, που έμενε στο Σιξ Μάιλ Μπόττομ, έφθασαν στα μέσα του Μάρτη στο Λονδίνο όπου και εγκαταστάθηκαν. Ο Βύρων είχε τώρα ένα μεγάλο έσοδο απ' τη διάθεση των βιβλίων του (μόνο απ’ τις «Εβραϊκές Μελωδίες» είχε εισπράξει 10.000 λίρες). Αντί όμως ν’ αρχίσει να εξοφλεί τα χρέη του, που είχαν φθάσει τις 30.000 λίρες, θέλοντας να ευχαριστήσει η γυναίκα τον, νοίκιασε το πολυτελέστατο μέγαρο της Δουκέσας του Ντέβονσάιρ, και μπήκε στη πολυδάπανη μεγάλη ζωή του Λονδίνου. Βέβαια, είχε καταστρώσει το οικονομικό του σχέδιο, σύμφωνα με το οποίο από το τίμημα που θα έπαιρνε από την εκποίηση του πύργου του (αφαιρουμένου του χρέους του), θα του έμενε ένα κεφάλαιο, από τη πρόσοδο του οποίου θα μπορούσε να ζήσει με τη γυναίκα του άνετα. Η πώληση του πύργου, ωστόσο, άργησε να πραγματοποιηθεί, και τούτο είχε σα συνέπεια να δημιουργηθεί μιά πολύ δυσάρεστη κατάσταση. Οι δανειστές του του κοινοποιούσαν αγωγές και του κατάσχεσαν τη βιβλιοθήκη του και άλλα πολύτιμα πράγματα. Σύγκαιρα η οικογενειακή γαλήνη είχε διαταραχτεί, όχι τόσο από τις οικονομικές δυσχέρειες, όσο γιατί ο Βύρων και η Ανναμπέλλα ήσαν αταίριαστοι. Κι’ όμως, όσο κι αν είχαν μεγάλη αντίθεση στους χαρακτήρες τους, είχαν περάσει σαν ζευγάρι και ευτυχισμένες ημέρες. Καρπός αυτής της συζυγικής ευδαιμονίας ήταν η γέννηση στις 10 του Δεκέμβρη του ιδίου χρόνου μιας κορούλας, που πήρε το όνομα Αυγούστα - Αδα.
Γιατί όμως ο Βύρων και η Ανναμπέλλα δεν μπορούσαν να συμβιώσουν αρμονικά; Χωρίς αμφιβολία αυτό που λέγεται «ασυμβίβαστο» υπήρχε στις σχέσεις τους. Και τούτο επειδή τα παιδικά χρόνια του Βύρωνα ήσαν πολύ δύστυχα· μέχρι τα έντεκα χρόνια του είχε υποφέρει από τη φτώχεια και την ορφάνια, και ήτανε συνηθισμένος να αντιμετωπίζει τις αντιξοότητες της ζωής με καρτερία, να μην είναι έρμαιο της ευαισθησίας, να μη προστρέχει σε άλλους να πει τον πόνο του. Από το άλλο μέρος, τα παιδικά και τα ύστερα χρόνια της Ανναμπέλλας είχαν κυλίσει ανέμελα μέσα σε ευτυχία και άνετη ζωή· δεν είχε γνωρίσει την ορφάνια, ούτε τη δυστυχία· αντίθετα απ’ τα πολλά χάδια των γονιών της είχε γίνει μαμμόθρεπτη· είχε τόση ευαισθησία ώστε να θίγεται με το ελάχιστο. Ακόμα, σε κάθε περίπτωση που είχε παράπονο απ’ τον άντρα της πρόσφευγε στη μητέρα της, η οποία με τη σειρά της έκανε με τις επεμβάσεις της τα πράγματα χειρότερα. Πρέπει ακόμα να αναφέρουμε πώς η μητέρα της Ανναμπέλλας εξωθούσε τα πράγματα στα άκρα, επειδή ο γαμπρός της δεν είχε δωρίσει στην κόρη της στολίδια με διαμάντια και πολύτιμα πετράδια! Αιτία όμως αυτής της παράλειψης δεν ήταν η έλλειψη γενναιοδωρίας από μέρους του Βύρωνα, αλλά οι οικονομικές του δυσχέρειες της εποχής εκείνης, που ήσαν άλλωστε παροδικής μορφής.
Όσο για την βιασύνη των δανειστών για να εισπράξουν τα δάνειά τους, ήτανε τεχνητή με απώτερο σκοπό να πάρουν τον πύργο του, που έκανε επάνω από 100.000 λίρες, για 75.000. Βέβαια ο Βύρων, με το θάρρος που τον χαρακτήριζε, δεν είχε υποκύψει στο πανούργο τέχνασμα, αλλά είχε περάσει πολλές δύσκολες στιγμές προσπαθώντας να σώσει την κατάσταση, και μη έχοντας κανένα δικό του να του συμπαρασταθεί. Αντίθετα βρέθηκε εκτεθειμένος στη σκληρότητα όχι μόνο των δανειστών του, αλλά και της γυναίκας του και των δικών της. Πού η συμπόνια και η αυταπάρνηση της Ανναμπέλλας για τον άντρα της; Πού η συμπαράσταση των δικών της; Αλλιώς ένοιωθε τη ζωή ο ποιητής, κι άλλοιως εκείνοι. Χάος χώριζε τους δύο κόσμους: απ’ το ένα μέρος ο κόσμος του ποιητή, ο πνευματικός· απ’ το άλλο μέρος ο κόσμος ο δικός τους, της μικρότητας. Οι ασήμαντοι άνθρωποι δίνουν μεγάλη σημασία μόνο στη δική τους ασήμαντη ύπαρξη.
Έτσι στις αρχές του 1816, ένα χρόνο ύστερα από το γάμο τους, ο Βύρων και η γυναίκα του βρίσκονταν στα πρόθυρα του χωρισμού. Η Ανναμπέλλα κατηγορούσε τον άντρα της ότι της συμπεριφερότανε απότομα. Ο Βύρων διαβεβαίωνε ότι αυτό είχε συμβεί μόνο μια φορά, στην ακόλουθη περίπτωση: Μιά μέρα όπως ήταν ερεθισμένος με τους πιστωτές του, για τις αλλεπάλληλες δίκες που είχαν προκαλέσει, πήγε σ’ ένα δωμάτιο που είχε θέρμανση για να εργαστεί, αλλά εκεί βρήκε εγκατεστημένη κοντά στο τζάκι τη γυναίκα του, που τον ρώτησε αν τον εμπόδιζε, ο Βύρων εκνευρισμένος όπως ήταν και έχοντας ανάγκη να συγκεντρωθεί για να εργαστεί, απάντησε μονολεκτικά «ναι». η μυγιάγγιχτη Ανναμπέλλα έφυγε και ξεσπώντας σε λυγμούς ανέβηκε στο επάνω πάτωμα. Ο Βύρων την ακολούθησε αμέσως κατόπιν και προχωρώντας προς αύτη της εξήγησε γιατί ήτανε εκνευρισμένος και ζήτησε πολύ ταπεινά συγχώρεση. Αλλά η Ανναμπέλλα όντας μνησίκακη δεν του τόχε συγχωρέσει. Έτσι πήγε σ’ ένα γιατρό και του ζήτησε να της δώσει πιστοποίηση πώς ο Βύρων ήταν φρενοβλαβής, για να μπορέσει να τον χωρίσει. Όταν ο γιατρός ρώτησε με ποιά κριτήρια, αυτή του έδειξε ένα μπουκαλάκι, το οποίο είχε βρει στο δωμάτιο του άντρα της, και που είχε μέσα καθώς βεβαίωνε φάρμακο για την τρέλα... Εννοείται πώς το φάρμακα δεν ήταν τίποτα άλλο παρά αθώο λάβδανο! Με την ίδια αξίωση η Ανναμπέλλα είχε πάει και σ’ άλλους γιατρούς, ώσπου ο Βύρων το πληροφορήθηκε και στενοχωρήθηκε πολύ. Αργότερα ο ποιητής είχε περιλάβει στην πρώτη ραψωδία του έργου του Δον Ζουάν μερικές στροφές, με τις οποίες αποθανάτισε αυτό και άλλα περιστατικά της ανάρμοστης διαγωγής της γυναίκας του.
Αναπάντεχα μιά μέρα η Ανναμπέλλα είχε ετοιμαστεί για να πάει να συναντήσει τους γονείς της στο Κέρκμπν Μάλλορν, όπου έμεναν. Καθώς η Ανναμπέλλα έφευγε, κρατώντας στην αγκαλιά της το μικρό κοριτσάκι τους, ο μακρόθυμος Βύρων την ξεπροβόδισε ως την εξώπορτα. Εκεί κοίταξε τη μικρή κορούλα του, τόσο άδολη καθώς το κρίνο· και τα δυό βαθυγάλανα μάτια της που χαμογελούσαν έμειναν χαραγμένα στη μνήμη του για πάντα. Προτού τους αποχαιρετήσει, ρώτησε τη γυναίκα του: «Πότε εμείς οι τρείς θα συναντηθούμε πάλι;» η Ανναμπέλλα απάντησε: «Ελπίζω στον άλλο κόσμο». Μόλα-ταύτα ο Βύρων είχε την ελπίδα πώς ο χωρισμός ήταν προσωρινός.
Στο μεταξύ η μητέρα της Ανναμπέλλας, της οποίας η καταγωγή, όπως έχουμε κιόλα πει, ήτανε από το γένος των Νόελς, είχε πάρει μια μεγάλη κληρονομιά, και ο πατέρας της Ανναμπέλλας, σύμφωνα με τους όρους του διαθέτη, είχε πάρει τον τίτλο και το όνομα των Νόελ. Κάτω από τις νέες αυτές συνθήκες της μεγάλης οικονομικής άνεσης των Νόελς, το θέμα του συμβιβασμού και του γυρισμού της Ανναμπέλλας στον άντρα της είχε γίνει πιο δυσεπίλυτο. Πραγματικά, ο Βύρων έλαβε γράμμα του δικηγόρου τους που τον προσκαλούσε για να διακανονισμό οριστικού χωρισμού. Ο Βύρων έγραψε στον πεθερό του, όσο και στην Ανναμπέλλα, ότι την αγαπούσε και δεν ήθελε να χωριστεί απ’ αυτή. Ακόμα έγραφε, ότι δεν υπήρχε από μέρους του κανένα παράπτωμα, ή άλλος σοβαρός λόγος που να δικαιολογεί τον χωρισμό. Σύγκαιρα, η μηλαδερφή του Βύρωνα Αυγούστα Λή είχε αρχίσει να καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να συμφιλιώσει το ζευγάρι. Έπειτα από τη μεσολάβηση αυτή, τα πράγματα πηγαίνανε στο καλύτερο, γιατί και η Ανναμπέλλα είχε αναγνωρίσει πώς ο Βύρων πραγματικά την αγαπούσε. Κι’ όμως, κάτω απ’ τη αφόρητη πίεση της Λαίδης Νόελ, που ήταν πολύ δυναμική και έκανε μες στην οικογένεια ό,τι ήθελε, η Ανναμπέλλα υπόγραψε τη μαρτυρία κακής συμπεριφοράς του άντρα της προς αυτή, πάνω στην οποία στηρίχτηκε η αγωγή διαζυγίου. Κι’ ακόμη, έδωσε την υπόσχεση στη μητέρα της να μη γυρίσει πίσω στον άντρα της.
Ο Βύρων στο τέλος βλέποντας πως δεν υπήρχε ελπίδα συμφιλίωσης, υπόγραψε στις 21 Απριλίου 1816 το συμφωνητικό του χωρισμού. Μαζί με το συμφωνητικό ο Βύρων έστειλε στη γυναίκα του δύο στίχους αποχαιρετισμού, στους όποιους υπήρχε μιά μικρή ελπίδα: «Γεια και χαρά σου! Κι’ αν είναι για πάντα - και πάλι πάντα γεια και χαρά σου !».
Θύελλα κατακραυγής ξέσπασε εναντίον του Βύρωνα, μόλις έγινε γνωστή η είδηση του χωρισμού του από την Ανναμπέλλα. Το μεγαλύτερο μέρος του Αγγλικού τύπου του επιτέθηκε, αλλοιώνοντας την αλήθεια και δίνοντας σε μιά οικογενειακή ατυχία τη χροιά κοινωνικού σκανδάλου. Τούτο όμως δεν ήτανε τίποτα άλλο παρά το προπέτασμα πίσω από το οποίο κρυβότανε το μίσος των αρθρογράφων, και ιδιαίτερα των Τόρυδων, κατά του Βύρωνα για τις πρωτοποριακές και προοδευτικές ιδέες του, και για τη συμπαράστασή του στους σκλάβους λαούς και τους αδικούμενους εργάτες. Βέβαια οι φίλοι του δεν τον άφησαν ανυπεράσπιστο. Ξέχωρα, στην υπεράσπιση του Βύρωνα, πρωτοστάτησε ο δοκιμιογράφος και ποιητής Λή Χάντ, έκδοτης της ριζοσπαστικής εφημερίδας «Examiner», ο Καρλάιλ και άλλοι γνωστοί άνθρωποι του πνεύματος.
Ο Βύρων, όταν η ανώτερη κοινωνία του Λονδίνου μεταστράφηκε και έπαψε να είναι πια το είδωλο της, φάνηκε ψύχραιμος και θαρραλέος. Αποσύρθηκε από τον κόσμο και αφοσιώθηκε στο ποιητικό του έργο. Σ’ ένα γράμμα του προς τον ποιητή Σάμιουελ Ρότζερς έγραφε με πίκρα για τη συμπεριφορά της γυναίκας του: «Πήρα τη λαβωματιά από κει που δεν το περίμενα». Απ’ αυτή τη μοναξιά, που τον είχε τυλίξει πάλι, βρήκε σα μόνη διέξοδο ν’ αναζητήσει τη λύτρωση στη φυγή, στην αποδημία. Για το σκοπό τούτο κατασκεύασε μιά μεγάλη ταξιδιωτική άμαξα, με βιβλιοθήκη, μικρό εστιατόριο, και άλλες ανέσεις και στις 24 του Απρίλη του 1816 μπάρκαρε από το λιμάνι του Ντόβερ, για ένα ταξίδι στην Ευρώπη.
6 Η δεύτερη περιήγηση
Συνταξιδιώτες του ήσαντε: ο πιστός θαλαμηπόλος του Φλέτσερ, που τον είχε συνοδέψει και στην Ελλάδα, ένας άλλος υπηρέτης, και ο νεαρός γιατρός Τζων Πολιντόρι. Έως το Ντόβερ τον ξεπροβόδισε ο επιστήθιος φίλος Τζων Χομπχάους, ο οποίος στέκοντας στην άκρη της προκυμαίας, έβλεπε τον ακριβό του φίλο να τον αποχαιρετίσει σιώντας το καπέλο του, καθώς το πλοίο, σκαμπανεβάζοντας μέσα στην τρικυμισμένη θάλασσα, χανότανε πέρα στον ορίζοντα προς τις ακτές της Οστάνδης.
Αυτή η στιγμή ήτανε η πιο δραματική της ζωής του. Την αποτύπωσε στην πρώτη στροφή της τρίτης ραψωδίας του Τσάϊλδ Χάρολδ, σαν αφιέρωμα σε ότι πιο αγαπητό είχε αφήσει στην πατρίδα: την κόρη του και τη γυναίκα του:
«Μοιάζει μορφή σου Αντα παιδί μου σαν της μαμάς σου;
τού σπιτιού μου μονάχη κόρη και της καρδιάς μου αχτίδα!
Γελούσανε τα γαλανά τα νια σου μάτια σαν τελευταία τα είδα,
κι ευθύς χωρίσαμε, - όχι σαν τώρα π’ απ’ την πατρίδα
φεύγω, μα σαν είχα να ξανασμίξουμε κάποια ελπίδα.-
Με μανία γύρω μου το κάμα χυμάει· τ’ αγέρα
τ άγριο μουγκανητό χουγιάζει: φεύγω πέρα, πέρα,
για που δε ξέρω· μα της Αλβιόνας, ως η ώρα περνά,
οι αχτές σβήνουν· τι τάχα να νοιώσω λύπη για χαρά;»
6.1 Κάτω Χώρες-Βατερλό
Ξεμπαρκάρανε στην Οστάνδη κ’ έπειτα από μικρή παραμονή συνέχισαν το ταξίδι προς την Γάνδη, την Αμβέρσα, τις Βρυξέλλες. Σε κάθε μεγάλη πόλη μένανε λίγες μέρες. Ένα δεύτερο προσκύνημα του Τσάϊλδ Χάρολδ είχε αρχίσει, να ταξίδι που ήταν προορισμένο να τον οδηγήσει στη δημιουργία μεγάλης ποίησης. Η βαρυσυννεφιά είχε σκορπίσει. Στον αγέρα πλανιόταν η γλυκιά θαλπωρή της άνοιξης. Τα δένδρα κι οι κάμποι είχαν ανθοβολήσει. Ο ποιητής καθισμένος βολικά στο μεγάλο ωραίο τ’ αμάξι, καθώς τούτο διασχίζει τοπία ειδυλλιακά καταγράφει στο νου του τις εντυπώσεις του για να τις μεταπλάσσει σε στίχους. Και τ’ άλόγατα καλπάζουνε με ποδοβολητό αφήνοντας πίσω λόγγους και τόπους, που φεύγουνε μέσα απ’ τα θαμπωμένα μάτια του ποιητή σαν πετούμενα πουλιά. Κι άξαφνα πρόβαλε αγνάντια το θλιβερό πεδίο της πρόσφατης ήττας του Ναπολέοντα: το Βατερλό. Εδώ ο Βύρων έδωσε σήμα στον αμαξά να σταματήσει και ξεπέζεψε να το περιοδέψει συγκινημένος. Εδώ έγραψε δυό από τις ωραιότερες στροφές της ποίησής του, π’ αρχίζουν:
«Σταθήτε! — γιατί τα πόδια σας πατούν πάνω στη σκόνη μιας Αυτοκρατορίας!».
6.2 Γερμανία-Ελβετία
Ο Βύρων, ύστερα από τις Βρυξέλλες, συνέχισε το ταξίδι και έφθασε στην Κολωνία, όπου έμεινε με τη συνοδεία του αρκετές ημέρες. Δεν θεωρούμε αναγκαίο να αναφέρουμε τα καθέκαστα αυτού του ταξιδιού στις πόλεις που μνημονεύσαμε. Αρκεί να πούμε ότι, ο Βύρων όπου πήγαινε χρησιμοποιούσε όλο τον διαθέσιμο καιρό του για να γνωρίσει τα έθιμα και να συνδεθεί με το λαό κάθε πόλης και κάθε χώρας. Αγαπούσε κάθε τί που ενώνει τους λαούς, ένοιωθε τον εαυτό του σαν συνδετικό κρίκο ανάμεσα στην ερμητικά απομονωτική νησιώτικη Αγγλία και την Ευρώπη.
Στις 24 του Μάη, ακριβώς ένα μήνα ύστερα από την αναχώρηση του από την Αγγλία, ο Βύρων έφθασε στην Ελβετία. Αρχικά έμεινε ένα μικρό διάστημα στη Λωζάννη κι έπειτα πήγε στη Γενεύη. Στο ξενοδοχείο της Αγγλίας, που είναι στα περίχωρα της Γενεύης, ο εικοσιεξάχρονος Λόρδος Βύρων σημείωσε στο βιβλίο των επισκεπτών, πώς ήταν ηλικίας εκατό χρονών. Οι ιδιορρυθμίες του και το παράξενο χιούμορ του ανταγωνίζονταν σε φήμη το σπινθηροβόλο πνεύμα του.
Η Γενεύη, όπου οι γραφικές όχθες της λίμνης Λεμάν συνδυάζουν μιά μοναδική σκηνική θέα με την άγρια μεγαλοπρέπεια των χιονοσκέπαστων βουνών, είχε μαγέψει τον ποιητή. Και γι’ αυτό εγκαταστάθηκε εκεί στη βίλλα Διοδάτη. Εκεί κοντά έμενε και ο Σέλλευ, με τον οποίο ο Βύρων συνδέθηκε με στενό δεσμό φιλίας. ΟΙ δύο ποιηταί προικισμένοι με ισχυρή διάνοια και μεγάλη πνευματική καλλιέργεια, είχαν ασκήσει μεγάλη επίδραση ο ένας πάνω στο πνεύμα του άλλου. Κάθε πρωί, καθώς έπαιρναν το πρόγευμα μαζί αντάλλασσαν σκέψεις και κρίσεις πάνω στις τρέχουσες ποιητικές τους δημιουργίες. Πολύ αγαπητό σπορ αποτελούσε και για τους δυό η Ιστιοπλοΐα, όπου οι ειδυλλιακές όχθες της λίμνης Λέμαν, όντας αρμενίζανε στα νερά της, ξετυλίγονταν εμπρός τους. Πολλές φορές πλέανε ψηλαφώντας τις ονειροφάνταστες περιγραφές του Ζαν Ζακ Ρουσσώ, που είχε τόσο αγαπήσει τούτα τα μέρη.
Εδώ ο Βύρων, ώριμος πια, έφερε την ποίησή του σε νέα ύψη. Στη Γενεύη γράφηκαν τρία από τα ωραιότερα ποιητικά του έργα:
1) Η τρίτη Ραψωδία του Προσκυνήματος του Τσάϊλδ Χάρολδ, αποτελούμενη από 118 στροφές. Αυτή είναι συνέχεια του ποιήματος ταξιδιωτικών εντυπώσεων, που γράφηκε στην Ελλάδα και δημοσιεύθηκε το 1812. Το καθολικό γνώρισμα της εμορφιάς αυτών των στροφών βρίσκεται, στο ότι είναι τόσο χαρακτηριστικές. Έχουν χάρη και δύναμη, εκφραστική συμπύκνωση και πλαστικότητα. Οι αναφερόμενες στη μάχη του Βατερλό στροφές είναι περίφημες, με την εμψυχωτική ζωντάνια του πεδίου της μάχης και την ευγενική εκδήλωση συμπόνιας για την απώλεια τόσων ανθρωπίνων υπάρξεων. Ωραιότατες είναι και οι στροφές οι αφιερωμένες στον Ζαν Ζακ Ρουσσώ.
2) «Ο Δεσμώτης της Σιγιόν». Έμμετρο διήγημα, διαφορετικού τύπου από τα προηγούμενα που είχε γράψει. Εδώ ο ήρωας δεν είναι φανταστικό, αλλά ιστορικό πρόσωπο του 16ου αιώνα: ο Ελβετός πατριώτης Φρανσουά Μπονιβάρ, δεσμώτης της σκοτεινής φυλακής του φρουρίου της Σιγιόν. Το φρούριο τούτο, επονομαζόμενο Βαστίλη της Ελβετίας, είναι χτισμένο πάνω σε βράχο της λίμνης Λέμαν. του έργου προηγείται ένα υπέροχο σονέτο που αρχίζει: «Αιώνιο Πνεύμα της αδούλωτης Σκέψης!». Η πλοκή του έργου είναι ανάλαφρα δεμένη σε έντεχνους στίχους, πλούσιους σε βαθύ στοχασμό και ενόραση. Περιέχει πολλά εδάφια μεγάλης δραματικής εμορφιάς, σαν αυτό στο οποίο ο αλυσόδετος, μα λεύτερος στη σκέψη Μπονιβάρ, μέσα στην αθλιότητα της φυλακής, όπου δεν υπήρχε τίποτα εξόν από σκοτάδι και σιωπή, άκουσε το γλυκό κελάδημα ενός πουλιού. Ήτανε η διάπυρη προσήλωση του δεσμώτη στην ιδέα της ελευθερίας, και η Αδούλωτη Σκέψη, όπως την ένοιωσε ο ποιητής στους οραματικούς στίχους:
«Ένα φώς χάραξε μες στο νου μου, -
ήταν κελάηδημα χαρούμενο πουλιού, μια χαραυγή·
σταμάτησε κι απέ ξανάρχισε και πάλι,
ήταν το πιο γλυκό τραγούδι π’ ακούστηκε στη γη».
3) Το λυρικό δράμα «Μάνφρεδ» είναι το πρώτο έργο του ποιητή σε δραματική μορφή. Γραμμένο σε ανομοιοκατάληκτους στίχους διαιρείται σε τρεις πράξεις. Ο Μάνφρεδ είναι η ενσάρκωση του Βυρωνικού ήρωα, που αντιμετωπίζει τα δεινά και το θάνατο με γαλήνη και αξιοπρέπεια. η πλοκή του δράματος ξετυλίγεται ανάμεσα στις Άνω Άλπεις - εν μέρει στον Πύργο του Μάνφρεδ, και εν μέρει στα Βουνά. Η σύνθεση του έργου είναι η ακόλουθη: Όλα τα πρόσωπα, εξόν από ελάχιστα, είναι Πνεύματα. Ο ήρωας κάτι σαν μάγος, βασανίζεται από τύψεις, που η αφορμή της αφήνεται ανεξήγητη. Επικαλείται αυτά τα πνεύματα που του φανερώνονται, και πηγαίνει στη διαμονή του Άρχοντα του Σκότους. Τέλος απάγεται από τούτον τον άρχοντα, τον οποίον είχε υπηρετήσει. Οι ακόλουθοί του τον βρίσκουν να ξεψυχάει σ’ ένα πύργο όπου είχε σπουδάσει την τέχνη τον. Το πιο ουσιαστικό στοιχείο αυτού του μεταφυσικού δράματος είναι η αγωνία του ανθρώπινου πνεύματος.
Ο Νίτσε, στο έργο του Ecce Home, εκφράζει την ακόλουθη κρίση αναφορικά με τον Μάνφρεδ: «Πρέπει νάχω μιά στενή συγγένεια με τον Μάνφρεδ του Βύρωνα. Όλα τα βάραθρα της ψυχής του τα βρήκα στα μύχια του εαυτού μου. Σε ηλικία δεκατριών χρόνων ήμουνα ώριμος γι’ αυτή τη δουλειά. Δεν χάνω ούτε μιά λέξη, ούτε κ’ ένα βλέμμα, πες, για κείνους που μπροστά στον Μάνφρεδ τολμούν να μιλούν για τον Φάουστ. Οι Γερμανοί είναι ανίκανοι να αντιληφθούν το υψηλό σε οποιαδήποτε μορφή».
Ο Σκώτος Τζέφφρυ, συνεργάτης του περιοδικού «Εντιμπορα Ρήβιου», θεωρούμενος σαν ο μέγιστος φιλολογικός κριτικός της εποχής του, δημοσίευσε εμπεριστατωμένη κριτική για τον Μάνφρεδ, από την οποία παραθέτουμε λίγα αποσπάσματα: «Στον Μάνφρεδ αναγνωρίζουμε με μιας το σκοτάδι και τη δύναμη αυτής της ψυχής που καιγόταν κι αφανιζόταν και τρεφόταν από τον εαυτό της, στον Χάρολδ, στον Κόνραντ, και στον Λαρα - και που έρχεται πάλι σ αυτό το έργο, περισσότερο με λύπη παρά με οργή - πιότερο υπερήφανη, ίσως, και πιότερα επιβλητική από κάθε άλλη φορά - αλλά με αγριότερα τα γνωρίσματα της μισανθρωπίας της, που δαμαζότανε και κατευναζότανε κατά κάποιο τρόπο μέσα στο σκοτάδι μιας βαθύτερης απελπισίας» «(Ο Μάνφρεδ) έχει στεριωθεί από τη μεγαλοφυΐα του ποιητή στις μεγαλόπρεπες ερημιές των κεντρικών Άλπεων - όπου, απ’ τη νιότη κ’ ύστερα, έχει ζήσει σε περήφανη αλλά ήρεμη απομόνωση απ’ τους δρόμους των ανθρώπων, επικοινωνώντας μόνο με τις θεσπέσιες μορφές και όψεις της φύσης από τις οποίες περιστοιχίζεται, και με τα Πνεύματα των Στοιχείων πάνω από τα οποία έχει αποχτήσει κυριαρχία, με τις μυστικές και ανίερες σπουδές της μαγικής και της μαγείας» «Ο Μάνφρεδ μόνο και μόνο νείρεται και υποφέρει απ’ την αρχή ίσα με το τέλος» «αυτά τα υπερφυσικά πλάσματα προσεγγίζουν τον κύριο χαρακτήρα ανάμεσα από τ’ άλλα πρόσωπα του δράματος - αλλ’ ωστόσο δεν είναι παρά χορικές συνωδίες στην εκτέλεση του έργου· και ο Μάνφρεδ είναι πραγματικά, ο μόνος ηθοποιός και ο μόνος πάσχων στη σκηνή. Να απεικονίσουμε τον χαρακτήρα του αληθινά - να καταστήσουμε ευκολονόητα τα συναισθήματά του - είναι απλούστατα ολόκληρος ο σκοπός και το σχέδιο του ποιήματος· και η σύλληψη και η εκτέλεση αυτού είναι, απ’ αυτή την έποψη, εξ ίσου θαυμαστές. Είναι ένα μεγαλόπνοο και τρομαχτικό όραμα ενός πλάσματος, που κλείνει μέσα του υπεράνθρωπες ιδιότητες, για να μπορεί να είναι δεκτικό, σε τέτοια πάθη, που δεν αντέχουν οι άνθρωποι και να υπομένει κάτω απ’ αυτά με πιότερη απ’ των ανθρώπων τη δύναμη».
Μιά κρίση γενική που είχε διατυπωθεί για τους Νίτσε και Βύρωνα από τον φιλόσοφο Μπέρτραντ Ράσελ στην «Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας» (Έκδοση 1948, σελ.777), είναι το κλειδί στην κατανόηση του δραματικού στοιχείου του Μάνφρεδ: «Ο μεγάλος άνθρωπος, στον Νίτσε, είναι είδος Θεού· στον Βύρωνα, το συνηθέστερο, ένας Τιτάνας σε πόλεμο με τον εαυτό του».
Από τον Μάνφρεδ δίνουμε δυό αποσπάσματα, σαν δείγμα του χαρακτηριστικού ύφους του Βύρωνα, και του τρόπου περιγραφής των ιδεών και των στοχασμών του:
(Από μακριά ακούγεται φλογέρα βοσκού).
«Η φυσική μουσική φλογέρας από καλάμι βουνού -
γιατί εδώ οι πατριαρχικές ημέρες δεν είναι
ποιμενικός μύθος - παίζει στον ελεύθερον αγέρα,
ανάμιχτα με τα γλυκά κουδούνια πλανώμενου κοπαδιού·
η ψυχή μου ποθεί να πιει τούτους τους ήχους - ώ, να ήμουν
τ’ αθέατο πνεύμα ενός θελχτικού φθόγγου,
μια ζωντανή φωνή, μια ανασαίνουσα αρμονία,
''κι ασώματη τέρψη - γεννώμενη και θνήσκουσα
με τον βλογημένο τόνο που ‘θελε μ’ έχει πλάσει!»
(Εσωτερικό του Πύργου.
Ο Μάνφρεδ μόνος)
«Τ’ αστέρια σελαγίζουν, η σελήνη πάνω απ’ τις κορφές
χιονοστόλιστων βουνών. - Τί εξαίσιο!
Στέκω αργός ωστόσο σιμά στη Φύση, γιατί η νύχτα
ήταν πάντα για με πιο γνώριμη μορφή, από 'κειά
τ’ ανθρώπου· και κατ’ απ’ την έναστρη σκέπη της
σκοτεινής και φιλέρημης γοητείας της,
έμαθα την γλώσσα ενός άλλου κόσμου.
Ζωηρά φέρνω στη μνήμη μου πως στη νιότη μου,
καθώς πλανιόμουνα εδώ κι εκεί, - μιά τέτοια νύχτα
πώς μέσα στον τοίχο στάθηκα του Κολοσσαίου,
ανάμεσα στα λείψανα της παντοδύναμης Ρώμης·
τα δέντρα που φύονται σιμά στις σπασμένες αψίδες
κυμάτιζαν μουντά στα γλαυκά μεσάνυχτα, και τ’ άστρα
λάμπανε μέσα απ’ τις σχισμές των ερειπίων· μακριά
πέρα απ τον Τίβερη αλυχτούσε ένας φύλακας σκύλος·
πιο σιμά, μέσα απ’ το παλάτι των Καισάρων έρχονταν
της γλαύκας η μακρόσυρτη φωνή, κι ανάμεσα σ’ ανάπαυλες,
πολύ μακρινών φρουρών το άστατο τραγούδι π’ αρχίναε
κι έσβηνε πάνω στην απαλή πνοή τ’ ανέμου.
Λίγα κυπαρίσσια πέρα κει κοντά στα χαλάσματα
φάνταζαν ως περιζώνανε τον ορίζοντα, σε μιαν απόσταση
βολής τόξου - από κει που ο Καίσαρες κατοικούσαν,
κι όπου τώρα παράτονα της νύχτας πουλιά κατοικούν,
στ’ ανάμεσα ένα άλσος που φυτρώνει στα ισοπεδωμένα χτίρια
μπλέκει τις ρίζες του στ’ αυτοκρατορικά παραγώνια, κι ο κισσός
έχει σφετεριστεί της δάφνης τη θέση που παλιά βλάσταινε δω· -
μα των μονομάχων ο αιματοβαμμένος Ιππόδρομος στέκεται κει,
ωσάν λείψανο ευγενικό σ’ ερειπωμένη τελειότητα,
ενώ οι θάλαμοι και προθάλαμοι, που μέναν Καίσαρες κι Αύγουστοι,
έρπουν πάνω στη γη, ερείπια, που δύσκολα κανείς τα θωρεί.
Και συ πόσο έφεγγες πλανώμενο φεγγάρι, απάνω απ’ όλα
αυτά, και σκόρπαες ένα φώς απλωτό και τρυφερό,
ένα φώς που απάλαινε την αρχαία αυστηρότητα
της σκυθρωπής ερήμωσης, και που απογέμιζε,
ωσάν και πάλι, τα χάσματα των αιώνων·
αφήνοντας ότι ακόμα έμενε ωραίο,
κι εμορφαίνοντας ότι δεν ήταν ωραίο, ωσότου ο τόπος
γινόταν θρησκεία, και η καρδιά περνούσε σιμά
''στους μεγάλους της αρχαιότητας με μυστική λατρεία! -
στους νεκρούς, μα σκηπτούχους κυρίαρχους, π’ ακόμα κυβερνάν
το πνεύμα μας, απ’ τις κάλπες τους. - Ήταν μια τέτοια νύχτα!
Είναι παράξενο που τούτην την ώρα την αναπολώ·
μ’ αχαλίνωτοι πετούν ψηλά ο λογισμοί κι όντας
θα 'πρεπε ν’ ακολουθούν περίλυπο σκοπό».
Τέλος γίνεται μνεία πώς ο Τσαϊκόφσκι έχει τονίσει τον Μάνφρεδ, του Λόρδου Βύρωνα, ως συμφωνικό ποίημα.
Ο Βύρων, σαν ήρθε στην Ελβετία, ανανέωσε την παλιά του γνωριμία μ την Κυρία Ντε Σταέλ, που είχε τον Πύργο της στο Κοππέτ. Εκεί πήγαινε και την έβλεπε τακτικά. Τα φιλολογικά θέματα ήτανε ανεξάντλητα και η συντροφιά της γεμάτη πνευματική χαρά. Στον Πύργο της, του Κουππέτ, τον επόμενο χρόνο (1817), ο Θάνατος βρήκε τη συγγραφέα της Κορίννης εξόριστη από τη Γαλλία.
Τον Σεπτέμβρη του 1816 ο Χομπχάους έφθασε στην Ελβετία, και οι δύο φίλοι περιηγηθήκαν τις Κεντρικές Άλπεις και ιδιαίτερα το ανατολικό μέρος, γνωστό ως Όμπερλαντ της Βέρνης. Εκεί ο Βύρων είχε γράψει μέρος ατό το ποιητικό του δράμα Μάνφρεδ. Στη συνέχεια γύρισαν και έμειναν και πάλι στη Βίλλα Διοδάτη, και τον Οκτώβρη ο Βύρων, με σύντροφο τον Χομπχάους, πέρασε τις Άλπεις και έφθασε στο Μιλάνο, όπου γνώρισε τον φημισμένο συγγραφέα της «Chartreuse de Parme» Henri Beyle (Στάνταλ).
6.3 Ιταλία
Ο Βύρων, στο δρόμο του από το Μιλάνο για τη Βενετία, σταμάτησε στη Βερόνα, όπου δεν παράλειψε να καταθέσει λίγα λουλούδια στον τάφο της Ιουλιέτας. Αναπολώντας τη στάση της μικρόψυχης Ανναμπέλλας, χωρίς άλλο, θα ‘φερε στο νου του τα λόγια της Ιουλιέτας προς τον Ρωμαίο, σύμφωνα με τους στίχους του Σαίξπηρ: «Η γενναιοδωρία μου είναι απέραντη όσο η Θάλασσα,- η αγάπη μου έτσι βαθειά».
Η χτισμένη στη λιμνοθάλασσα Βενετία, με τ’ αμέτρητα κανάλια της, τις γόνδολες, τα παλάτια της, τις χρυσοστόλιστες εκκλησιές της, είχε κάνει μεγάλη εντύπωση στον ποιητή. Έτσι πήρε την απόφαση να ξεχειμωνιάσει εκεί. Σύγκαιρα είχε λάβει από την Αγγλία και 2000 λίρες από την πώληση τελευταίων του έργων. Με την οικονομική αυτή ενίσχυση εγκαταστάθηκε άνετα στη Βενετία, και συνέχισε να εργάζεται και να παίρνει ενεργό μέρος στη κοινωνική ζωή της. Το πρόσφατο ψυχικό του τραύμα του είχε δημιουργήσει το πλέγμα, πώς η μικρή αναπηρία του ήταν εμπόδιο ν’ αγαπηθεί σταθερά από μια γυναίκα. Έτσι δεν είχε στο νου του να παντρευτεί ξανά· να δημιουργήσει οικογένεια.
Τον επόμενο χρόνο (1817), θέλοντας να δώσει μιά διέξοδο στη στεναχώρια του, πήρε μέρος στα ξεφαντώματα της Αποκριάς της Βενετίας. Αλλά, καθώς την ημέρα κουράζονταν γράφοντας και τη νύχτα γλένταγε, έπαθε υπερκόπωση και έπεσε άρρωστος με πυρετό αρκετό διάστημα. Ανήμπορος στο κρεβάτι έγραψε το μικρό λυρικό ποίημα: «Έτσι, δε θα πάμε ξανά να πλανηθούμε». Το δίνουμε σε μετάφραση, διατηρώντας, όσο είναι μπορετό την τεχνοτροπία του πρωτότυπου:
ΕΤΣΙ, ΔΕ ΘΑ ΠΑΜΕ ΞΑΝΑ ΝΑ ΠΛΑΝΗΘΟΥΜΕ
«Έτσι δε θα πάμε ξανά να πλανηθούμε,
έτσι αργά μέσα στη νύχτα να βρεθούμε,
έστω, κι αν η καρδιά ακόμα αγαπά,
και το φεγγάρι ψηλά λαμποκοπά.
Σαν το σπαθί στέκει στη θήκη μ’ ατονία
και η ψυχή μέσα στα στήθη μ’ ατονία,
η καρδιά θέλει ανάρια ν’ ανασαίνει,
κι ο έρωτας κάποτε να ξαποσταίνει.
Μόλο που η νύχτα πλάστηκε για την αγάπη,
κι η μέρα φεύγει τόσο ταχειά και πάλι,
όμως δε θα πάμε ξανά να πλανηθούμε
κατ’ απ’ το φώς του φεγγαριού για να βρεθούμε».
Την άνοιξη του ίδιου χρόνου, πήγε στη Ρώμη για κάνα-δυό μήνες. Στο διάστημα που έμεινε εκεί έγραψε την τέταρτη Ραψωδία του Τσάιλδ Χάρολδ. Οι στροφές διαβάζονται ευχάριστα, χωρίς να κουράζουν - έχουν κίνηση, πλαστικότητα και ύφος ιδιότυπο. Υπάρχει πλούτος θεμάτων, από εντυπώσεις του ποιητή από τη Βενετία και άλλα μέρη. Ο ποιητής εμπνέεται από τους αρχαίους μύθους, τους θρύλους, την Ιστορία - φιλοσοφεί πάνω στον στίχο, στοχάζεται. Σύμφωνα με τη γνώμη πολλών κριτικών Η Τέταρτη Ραψωδία του Τσάιλδ Χάρολδ είναι ένα από τα αρτιότερα έργα του. Δίνουμε μερικές στροφές σε μετάφραση. Την πρώτη, απ' αυτές τις στροφές, ο Βύρων την εμπνεύστηκε από το άγαλμα του Πομπηίου. Όπως είναι γνωστό, έπειτα από ένα ανταγωνισμό για την κατάληψη της αρχής, ο Πομπήιος νικήθηκε από τον Καίσαρα στα Φάρσαλα και αργότερα δολοφονήθηκε, αφήνοντας τον Καίσαρα μόνον άρχοντα του Ρωμαϊκού Κράτους. Αλλά και ο Καίσαρ με τη σειρά του δολοφονήθηκε, και μάλιστα πάνω στη βάση του ανδριάντα του δολοφονημένου αντιπάλου του. Ο ποιητής αποδίδει τούτο στην τιμωρό θεότητα Νέμεση:
«Και συ, τρομαχτικέ ανδριάντα! π’ ωστόσο υπάρχεις
στην πιο αυστηρή μορφή γυμνής μεγαλοπρέπειας·
εσύ που αγναντεύεις μες στην κλαγγή των δολοφόνων,
τον αιματόβρεχτο Καίσαρα ‘πά στη βάση σου πεσμένο
να σάζει το χιτώνα με θνήσκουσα αξιοπρέπεια,
στο βωμό σου προσφορά της άνασσας θεών και θνητών,
της μεγάλης Νέμεσης! Πέθανε άξιος της ποινής
''αυτός, και σι, Πομπήιε, χάσου! Είσαστε νικητές
αμέτρητων βασιλιάδων, νευρόσπαστων μιας σκηνής;»
Σε μιά άλλη στροφή, που προξενεί εντύπωση, ιδού παραστατικά δυό στοιχεία, τα οποία σκορπίζουν τη συμφορά, ο άνθρωπος στη στεριά κι ο ωκεανός στο θαλάσσιο χώρο:
« Κλυδωνίσου, συ μαβιέ, σκοτερέ Ωκεανέ - κλυδωνίσου!
Χιλιάδες αρμάδες μάταια σε αυλακώνουν· ολάκερη
τη στεριά μ’ όλεθρο ο άνθρωπος σημαδεύει - το κράτος του
σταματάει στο γιαλό - πάνω στη θάλασσα τα ναυάγια
είναι όλο το κατόρθωμά σου, και τότε απ’ τον αφανισμό
τ’ ανθρώπου δεν αφήνεις μήτε σκιά, εξόν απ’ τη δική του,
σαν για μια στιγμή, ως σταγόνα βροχής, βυθίζεται στον πάτο
με παφλασμένο βόγγο το στόμα Του γεμάτο, δίχως μάνας
Θρηνωδία, τάφο, σάβανο, Τον αχό πένθιμης καμπάνας».
Μιά στροφή ξεδιάλεξα ακόμα με φιλοσοφικό στοχασμό σε ποιητική μορφή, όπως φαίνεται από το ακόλουθο απόσπασμα:
«Ω Χρόνε! των πεθαμένων καλλωπιστή και στολιστή,
διακοσμητή των χαλασμάτων, παρηγορητή
και μόνε θεραπευτή της ματωμένης μας καρδιάς.
Χρόνε! διορθωτή κει που η κρίση μας λαθεύει,
δοκιμαστή της αλήθειας, της αγάπης, - μόνε φιλόσοφε».
Ο Βύρων, γυρίζοντας από τη Ρώμη στη Βενετία και πάλι, ξαναβρήκε τη θαλπωρή της αγαπημένης τον πόλης, που 'χε γίνει βάλσαμο για την κουρασμένη ψυχή του. Αυτή τη φορά νοίκιασε το Παλάτι Mocenigo, στο Μεγάλο Κανάλι, όπου εγκαταστάθηκε. Εκεί άρχισε να γράφει σε οκτάστιχες ομοιοκατάληκτες στροφές, ένα ανάλαφρο ποίημα τον «Μπέππο», που 'ναι συντόμευση το ονόματος Γκιουζέππο και έχει θεμελιωθεί πάνω σ’ ένα χαριτωμένο Βενετσιάνικο ανέκδοτο. Τούτο, το εύθυμο και γεμάτο πνεύμα ποίημα, γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Όμως, τα βράδια δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, έπρεπε να διασκεδάζει - τον σκότωνε η μονοτονία. Στις συναναστροφές όταν ερχότανε στα κέφια έκανε τα πιο απίθανα πράγματα. Έτσι μια νύχτα φεύγοντας από να Βενετσιάνικο πάρτι, ζήτησε ένα φανάρι κι αναπάντεχα ρίχτηκε με τα ρούχα στο κανάλι για να πάει στο παλάτι του κολυμπώντας με το ένα χέρι, και με τ’ άλλο κρατώντας το φανάρι ψηλά για να δίνει σήμα στις γόνδολες που παραπλέανε. Οι εκκεντρικότητες του Βύρωνα θα παραμείνουν ανεπανάληπτες.
Όσο καιρό έμεινε ο ποιητής στη Βενετία κρατούσε νοικιασμένη και μιά βίλλα, στην κοντινή μικρή πόλη Μίρα. Εκεί διατηρούσε στάβλο με ωραία άλογα ιππασίας. η ιππασία και η κολύμβηση, όπως έχουμε δει, ήτανε δυό αθλήματα, στα οποία είχε μεγάλη αγάπη και ξεχωριστή επίδοση. Τόσο εδώ, όσο και στη Βενετία ο Βύρων φιλοξένησε τον φίλο τον Σέλλεϋ. Οι μέρες, που πέρασαν μαζί, οι δυό Φιλέλληνες ποιητές, ήταν μιά προέκταση των καρποφόρων ημερών που είχαν περάσει στη Γενεύη, στη σφαίρα της πνευματικής επικοινωνίας και της ανταλλαγής απόψεων στον τομέα της ποίησης και της φιλοσοφίας. Και οι δυό ήτανε ανήσυχοι ερευνητές της μεταφυσικής φιλοσοφίας όπως φανερώνεται από τον Μάνφρεδ του Βύρωνα - τον Αλάστορα του Σέλλεϋ. Η δε προχωρημένη τους νόηση είχε στραφεί στην έρευνα της δομής της φύσης, και της δράσης και της αντίδρασης που αλληλοσυγκρούονται στο σύμπαν (Πυθαγόρας, Πλάτων κ.λπ. φιλόσοφοι). Τούτα και άλλα προβλήματα φιλοσοφικά που τους απασχόλησαν βρίσκονται μετουσιωμένα μέσα σε έργα τους, κι ήτανε το επίκεντρο της ανταλλαγής των ιδεών τους.
Σχεδόν κάθε μέρα ο Βύρων και ο Σέλλεϋ έβγαιναν σε περίπατο έφιπποι. Εδώ ο μελωδικός φλοίσβος και ο αργός ρυθμός της κίνησης των κουπιών της λίμνης Λέμαν, αντικαταστάθηκε από τον γοργό μετρικό τροχασμό των οπλών των αλόγων και τη φλογέρα του πνευματώδη Αδρία. Μιά αλλαγή σκηνικού και ρυθμού είναι για τον ποιητή ζωτική ανάγκη. Ο Σέλλεϋ αποθανάτισε αυτούς τους εφίππους περίπατους, με τη συντροφιά του Βύρωνα, στο ποίημα «Τζούλιαν και Μάνταλο». Είναι κάτι ανάλογο με το υπέροχο ποίημα «Αττικό» του δικού μας μεγάλου ποιητή Άγγελου Σικελιανού. Έτσι το ειδικό ενδιαφέρον γι’ αυτές τις περιπλανήσεις, μεταλλάζεται σε γενικότερο πνευματικό, με τις έμμετρες περιγραφές του Σέλλεϋ. Οι ώρες του δειλινού, ήτανε ώρες έξαρσης στους αμμόλοφους που σταματούν την κυματαγωγή του Αδρία προς τη Βενετία, ήτανε το σύχνασμά τους. Κείνη η ερημική ακρογιαλιά με τον ουρανό στο βάθος φλεγόμενο, άγγιζε τον καρδιά, έδινε το συναίσθημα της αιωνιότητας. Ο Σέλλεϋ λυτρωμένος απ’ τα πρόσκαιρα γράφει:
«Αγαπώ κάθε έρημο κι απόκοσμο τόπο·
όπου γευόμαστε τη χαρά να πιστεύουμε
πώς ότι θωρούμε είναι ατελεύτητο,
καθώς θέλουμε να 'ναι η ψυχή μας».
Σε κείνη την έρημη ακτή οι δυό φίλοι καβάλα στ’ άτια τους περιδιάβαζαν τα δειλινά ευτυχισμένοι:
«έτσι ως πλανιόμαστε έφιπποι και μιλούσαμε, στα νέφη
ο στοχασμός μας φτερούγαγε χαρωπός, μα ποτές νωθρός,
μιά και πετούσε από νου σε νου, και σε τέτοια ζούσαμε μέθη ».
Κοντά στα τέλη του 1817 ο Βύρων πήρε την είδηση πώς ο πατρογονικός του Πύργος του Νιούστεντ είχε επί τέλους πουληθεί στην τιμή των 95.000 λιρών. Τούτο ανακούφισε τον ποιητή γιατί πλήρωσε τα χρέη του και του έμεινε να μεγάλο ποσό ως πάγιο κεφάλαιο. Αν η εκποίηση του Πύργου είχε πραγματοποιηθεί τον καιρό που ο Βύρων βρισκότανε ακόμα στην Αγγλία (1816), μπορεί ο χωρισμός του με την Ανναμπέλλα να είχε αποφευχθεί. Έτσι το πάγιο αυτό κεφάλαιο ήτανε προορισμένο να χρησιμοποιηθεί μιά ημέρα για την ενίσχυση του Αγώνα της Ανεξαρτησίας της Ελλάδος.
Στο 1819 ενώ ο Βύρων βρισκότανε ακόμα στη Βενετία, γνωρίστηκε με τη νεαρότατη και ωραιότατη Κόμισσα Τερέζα Γκουιτζιόλι. Ανάμεσα στον ποιητή και την κόμισσα αναπτύχτηκε μιά αμοιβαία αγάπη. Από τότε δεν γνώρισε άλλη γυναίκα. Ήτανε ο τελευταίος έρωτας του Βύρωνα, που κράτησε ως την ημέρα που έφυγε για την Ελλάδα, συνοδευόμενος από τον Κόμητα Πέτρο Γκάμπα αδελφό της κόμισσας.
Τον Απρίλη του ίδιου χρόνου ο Βύρων μετακινήθηκε στη Ραβέννα, για να βρίσκεται κοντά στην κοντέσα Τερέζα, όπου ήτανε η κατοικία της. Τον καιρό εκείνο η ποίησή του είχε φθάσει σε τελειότητα, ήταν στην άνθησή της. Κι’ όπως έγραφε στίχους με ευχέρεια, το ένα έργο διαδέχονταν το άλλο. «Ο Μαζέππας» και η «Ωδή στη Βενετία» δημοσιεύτηκαν τον Ιούνιο και στα μέσα του Ιουλίου οι δυό πρώτες ραψωδίες του «Δον Ζουάν». Το πρώτο, από τα ποιήματα αυτά, είναι εμπνευσμένο από την παράξενη ιστορία του Πολωνού ευγενή Mazeppa, από την οποία δίνουμε περιληπτικά την ουσία: Η ερωτική σχέση που είχε ο Μαζέππα με τη γυναίκα ενός ευπατρίδη έχοντας ανακαλυφθεί, ο σύζυγος με τους ανθρώπους του τον έδεσαν γυμνό, έπειτα από μαστίγωμα, πάνω σ’ ένα άγριο άλογο που το άφησαν ελεύθερο. Το άλογο που ήτανε από την Ουκρανία, γύρισε εκεί από την Πολωνία κι έφερε τον Μαζέππα μισοπεθαμένο. Μερικοί Κοζάκοι τον περιθάλψανε: έμεινε ανάμεσα τους, διακρίθηκε στις επιδρομές εναντίον των Ταρτάρων και ο Τσάρος τον έκανε Πρίγκιπα της Ουκρανίας. Και το ποίημα καταλήγει με τα λόγια του ήρωα: «Με ξαπόστειλαν στην άγρια ερημιά, - δεμένο γυμνό, αιμόφυρτο, μοναχό, - για να περάσω απ’ την ερημιά σ’ ένα θρόνο ψηλό, - ποιός θνητός μπορεί το πεπρωμένο του να μαντέψει;». Η «Ωδή στη Βενετία» είναι ένα λυρικό ποίημα, χωρισμένο σε τέσσερα μέρη, όπου ο ποιητής αναπολεί την παλιά μεγαλοσύνη της Βενετίας. Ο «Δον Ζουάν» είναι το εκτενέστερο από τα ποιητικά έργα του Βύρωνα, αποτελούμενο από 16 ραψωδίες. Είναι συνθεμένο σε οκτάστιχες ομοιοκατάληκτες στροφές. Το ποίημα γράφηκε τμηματικά σε διάστημα που κράτησε από τον Σεπτέμβρη του 1818 ως τον Δεκέμβρη του 1821. Ταυτόχρονα όμως γράφηκαν από τον ποιητή και διάφορα άλλα έργα. Το θέμα του έργου δεν έχει τίποτα το κοινό με τον ομώνυμο ήρωα της Σεβίλλης. Εδώ έχει μετουσιωθεί στον ήρωα του έργου ο εξιδανικευμένος χαρακτήρας του Βύρωνα. Το έργο δεν έχει μονομέρεια - είναι ποικιλόμορφο και πολυσύνθετο. Περιέχει πολιτική και κοινωνική σάτιρα, και γενικά αγκαλιάζει όλες τις μορφές της ανθρώπινης ζωής. Ακόμα, μπορεί να πει κανείς πώς στο ποίημα υπάρχει το εντύπωμα της οδύσσειας του Βύρωνα. Κι ακόμα πως υπάρχουν πολλές στροφές με αυτοτέλεια, εμπνευσμένες από θρύλους, την Ιστορία και τη φιλολογία της Ελλάδος, όπως αύτη που ακολουθεί:
(ΔΟΝ ΖΟΥΑΝ, Ραψωδία 3η, στροφή 107η)
''«Ω Έσπερε! συ πάντα παίρνεις την κάθε ευδαιμονία:
Στ’ αγροτόσπιτο του ζευγά, τον πεινασμένο στην ευωχία,
τα κλωσσόπουλα κατ’ απ’ της μάνας την απαλή θαλπωρή,
τα καταπονημένα αλόγατα μες σε καλόδεχτο παχνί·
Σ’ ότι ακριβό στις παραστιάς σιμά τη γωνιά τη ζεστή,
οι εφέστιοι θεοί μας γαληνά γνέφουν να θρονιαστεί,
κάτω απ’ το δικό σου βλέμμα τ’ αναπαμού με συλλογή·
συ Έσπερε φέρνεις στην αγκαλιά της μάνας και το παιδί ».
Η στροφή έχει ιδιαίτερη αξία για μας τους Έλληνες γιατί είναι εμπνευσμένη από το μικρό ποίημα της Σαπφώς «Έσπερος», από το οποίο μάλιστα ο Βύρων παραθέτει σε υποσημείωση το επόμενο απόσπασμα, σε αρχαία Ελληνική γλώσσα:
«Έσπερε πάντα φέρεις,
φέρεις όιν - φέρεις αίγα,
φέρεις μάτερι παίδα».
K’ εμείς μεταφράζοντας στη νεοελληνική γλώσσα, σύμφωνα με τις σημερινές απαιτήσεις, τον «Έσπερο» της Σαπφώς, τον παραθέτουμε εδώ για την ασύγκριτη εμορφιά του:
«Έσπερε συ πάντα φέρνεις όσα η Αυγή σκορπάει εδώ κ’ εκεί·
το αρνί στο σταλί, τη γίδα στην αυλή, στη μητέρα το παιδί».
Πόση συμπύκνωση - να χωρούν τόσα πολλά σε τόσο μικρό χώρο! Πόση μεγάλη τέχνη και έκσταση να δίνει σε κοινά πράγματα τόση εμορφιά! Αθάνατη κλασσική Ελλάδα πόσους λαούς φώτισες και φωτίζεις ακόμα! Αν η ποίηση του Βύρωνα είναι εύρωστη, δροσερή, χαρωπή, τούτο ο ποιητής το χρωστάει στο ότι είχε μελετήσει και αγαπήσει την αρχαία Ελληνική ποίηση.
Αλλά τα περιορισμένα όρια του μελετήματος τούτου έχουν σχεδόν εξαντληθεί. Για τούτο θε να δώσουμε περιληπτικά τις μετακινήσεις του ποιητή στις διάφορες Ιταλικές πόλεις, ως και την αντίστοιχη παραγωγή ποιητικοί έργου, από το 1820 έως στις 3 Ιουλίου 1823, οπόταν έφυγε από την Ιταλία για να πάρει μέρος στην Ελληνική Επανάσταση.
Το 1820 ο Βύρων εξακολουθούσε να μένει στη Ραβέννα, όπου έγραψε την τραγωδία «Μαρίνο Φαλιέρο». Η σκηνή του έργου στη Βενετία το 1355. Το έργο ανεβάστηκε και στο Ντρέρυ Λαίν Θήατερ του Λονδίνου το 1821. Ο «Μαρίνο Φαλιέρο» φωτοστεφανωμένος νικητής σε πολέμους, στη στεριά και στη Θάλασσα, στα νιάτα του, έχοντας αχαλίνωτο χαρακτήρα, είχε γρονθοκοπήσει στο θυμό του επάνω ένα επίσκοπο. Πέρασαν χρόνια ο Φαλιέρο είχε γίνει Δόγης, οπόταν αναπάντεχα έπεσε Θύμα συνωμοσίας - μιας εκδίκησης που εκκολάπτονταν χρόνια στην καρδιά γέρου μοχθηροί:
«Του νιου η οργή είναι σαν άχερο στη φωτιά - μιά οξυθυμία,
''μα σαν κοκκινισμένου καυτού ατσαλιού ‘ναι του γέρου η μανία».
«Η νιότη εύκολα προξενεί κι εύκολα λησμονεί την προσβολή,
μα τα γερατειά αργούν και στα δυο - να λησμονήσουν δεν βολεί».
Έτος 1821, ο Βύρων ακόμα βρίσκεται στη Ραβέννα, όπου έγραψε την τραγωδία «Σαρδανάπαλος». Τα στοιχεία, που είχε αντλήσει ο ποιητής από το Διόδωρο τον Σικελιώτη για να θεμελιώσει το έργο, έχουν μεγάλο ενδιαφέρον, αλλά δεν υπάρχει χώρος για να παραθέσουμε ολόκληρο το κείμενο, γι’ αυτό καταχωρίζουμε μιά σύνοψη: Ο βασιλιάς Σαρδανάπαλος περνούσε τρυφηλή ζωή ανάμεσα σ’ ένα χαρέμι από έμορφες γυναίκες, ντυμένος και ψιμυθιωμένος σαν κι αυτές. Όλη η ευτυχία του ήτανε συμπυκνωμένη σε ευωχίες και ακολασίες, κι είχε διατάξει να μπουν μεταθανάτια στο μνήμα του οι ακόλουθοι επιτάφιοι στίχοι:
«Πήρα μαζί μου όσα έφαγα και χάρηκα σε έρωτα,
τ' άλλα π' άφησα κει που πάω θα 'ναι αφανέρωτα».
Επιτάφιος κατάλληλος για ένα γουρούνι είχε παρατηρήσει ο Αριστοτέλης. Οι διοικηταί Μήδειας και Βαβυλωνίας, μη στέργοντας να υπηρετούν ένα τέτοιο διεφθαρμένο βασιλιά, επαναστάτησαν εναντίον του. Έπειτα από σκληρές μάχες ο βασιλιάς κατάφυγε στην απόρθητη πόλη Νινευί. Η πολιορκία κράτησε πολύ, και σύμφωνα με χρησμό, η Νινευί δεν θα μπορούσε να κυριευθεί, εξόν αν ο ποταμός γινόταν εχθρός της. Τούτο και έγινε· ο Τίγρης, ύστερα από τρομερή πλημμύρα, σάρωσε μέρος από το τείχος της πόλης κι άνοιξε δίοδο στον εχθρό. Τότε ο βασιλιάς έδωσε διαταγή και στοιβάξανε ξύλα και εύφλεκτα υλικά στο παλάτι, τ’ άναψε και γίνηκε παρανάλωμα της φωτιάς μαζί με το χαρέμι του, τους ευνούχους του και τους θησαυρούς του.
Στη συνέχεια ο Βύρων έγραψε μιά άλλη Βενετσιάνικη τραγωδία: «οι δυό Φόσκαρι», χωρισμένη σε πέντε πράξεις, σύμφωνα με το ακόλουθο θέμα: Οι εχθροί του Δόγη της Βενετίας Φραγκίσκου Φόσκαρι (1423 - 1457), επωφελήθηκαν από ένα ανυποψίαστο γράμμα που έστειλε ο γιός του Ιάκωβος Φόσκαρι στον Δούκα του Μιλάνου, για να διατυπώσουν την κατηγορία πώς κινδύνευε τάχα η εθνική ασφάλεια της πολιτείας. Ο νεαρός Φόσκαρι καταδικάστηκε να υποβληθεί σε βασανιστήρια, για να ομολογήσει ένα αδίκημα, που δεν είχε διαπράξει, με συνέπεια να πεθάνει. Ύστερα από λίγο καιρό πέθανε και ο Δόγης από τη λύπη του για τον χαμό του τελευταίου παιδιού του που του είχε απομείνει. Αυτή είναι σε περίληψη η ιστορική τραγωδία «οι δυό Φόσκαρι», με την προσθήκη ότι το έργο δεν είχε γραφεί για τη σκηνή, αλλά για ότι ο Βύρων καλούσε «νοερό Θέατρο».
Αξιοσημείωτο είναι ότι ο Βύρων, τον καιρό εκείνο είχε πάρει μέρος στη μυστική εταιρία των Καρμπονάρων, που είχε σαν σκοπό να συνενώσει τις διεσπαρμένες φιλελεύθερες δυνάμεις κατά της τυραννίας και της Ιερής Συμμαχίας. Για την ενίσχυση του κινήματος ο Βύρων είχε προσφέρει και χίλια λουδοβίκεια, το κίνημα αυτό ωστόσο, στη Νεάπολη, όπου στράφηκε εναντίον της ξένης δυναστείας, δεν είχε επιτυχία, με μοιραίο επακόλουθο τη δίωξη των μελών της εταιρίας. Πολλοί φιλελεύθεροι εξορίστηκαν κι ανάμεσα σ’ αυτούς ο Κόμης Γκάμπα και ο γιός του Πιέτρο.
Άξιο μνείας είναι επίσης, ότι ο φίλος του Τόμας Μούρ, που ταξίδευε στην Ιταλία με τον Λόρδο Τζων Ράσελ (τον μετέπειτα πρωθυπουργό της Αγγλίας), επισκέφτηκε τον ποιητή. Ο Βύρων, με την ευκαιρία αυτή, παράδωσε στον Μούρ τα απομνημονεύματα του, με λευκή εξουσιοδότηση όπως τα δημοσιεύσει ή τα καταστρέψει, κατά την κρίση του. Ο Μούρ, σύμφωνα με την εντολή που είχε πάρει, έκαψε τα απομνημονεύματα του Βύρωνα το 1824, επί παρουσία και του Χομπχάους.
Το φθινόπωρο ο Σέλλευ πήγε να δει στη Ραβέννα τον Βύρωνα. Οι δυό φίλοι είχαν και πάλι η χαρά ν’ ανταλλάξουν τις σκέψεις τους πάνω στα αγαπημένα τους θέματα και να βγουν περίπατο έφιπποι. Ο Σέλλεϋ, αφού διάβασε τις ραψωδίες του Δον Ζουάν, που είχε γράψει ο Βύρων πρόσφατα, ενημέρωσε ένα στενό φίλο του στην Αγγλία και ξεχωριστό άνθρωπο των γραμμάτων, τον Τόμας Πήκοκ, για τη μεγάλη αξία του έργου. Ταυτόχρονα στο ίδιο γράμμα ο Σέλλευ. με το πνεύμα που τον χαρακτήριζε, έδωσε μιά αναπαράσταση του ζωικού βασιλείου του φίλου του: «Η εγκατάσταση του Λόρδου Βύρωνα αποτελείται χώρια από τους υπηρέτες, από δέκα άλογα, οχτώ τεράστια σκυλιά, τρεις πιθήκους, πέντε γάτες, ένα αετό, μιά κουρούνα και ένα γεράκι· όλα αυτά, έκτος απ’ τα άλογα, περιδιαβάζουν μέσα στο σπίτι, το οποίο κάθε λίγο και λιγάκι αντηχεί απ’ τους χωρίς διαιτησία καβγάδες τους, σαν να ήσανε αυτά τα αφεντικά του». Και ο Σέλλευ συνεχίζει σε υστερόγραφο: «Βρήκα πως η απαρίθμηση των ζώων αυτού του Μαγικού Παλατιού ήτανε λειψή, και μάλιστα σ’ ένα ουσιαστικό σημείο. Μόλις συνάντησα στο μεγαλόπρεπο κλιμακοστάσιο πέντε παγώνια, δυό φραγκόκοτες, κι’ ένα Αιγυπτιακό γερανό».
Τέλος στη Ραβέννα ο Βύρων έφερε σε πέρας, τον Σεπτέμβρη του 1821, το δράμα «Κάιν», χωρισμένα σε τρεις πράξεις. Το είχε επιγράψει «Μυστήριο», σύμφωνα με τον τίτλο με τον οποίο τον παλιό καιρό συνόδευαν δράματα με παρόμοια θέματα. Ο Σερ Γουώλτερ Σκοτ είχε πει πώς ο Βύρων στο έργο αυτό είχε γίνει το αντίστοιχο του Μίλτονα. Όσο για τον Γκαίτε, είχε αποφανθεί πώς η ωραιότητα του «Κάιν» ήτανε τέτοια, που όμοια δεν θα ξαναβλέπαμε δεύτερη φορά στον κόσμο.
Τον Οκτώβρη του 1821 ο Βύρων άφησε τη Ραβέννα και εγκαταστάθηκε στην Πίζα, για να βρίσκεται κοντά στο Λέριτσι όπου έμενε ο Σέλλεϋ. ΟΙ δυό φίλοι είχαν ναυπηγήσει και δυό κότερα για να καταγίνονται στην ιστιοδρομία στον Κόλπο της Σπέτσια. Ανάμεσα στις άπορες τάξεις της Ραβέννας, που ο Βύρων ενίσχυε οικονομικά, κλαυθμός και οδυρμός για την αναχώρηση του· είχαν χάσει τον ευεργέτη τους.
Στην Πίζα, συνεχίζοντας την ποιητική του δημιουργία, έγραψε μέσα σε 32 ημέρες μιά νέα τραγωδία τον «Βέρνερ». Ο ποιητής έγραφε έμμετρους και ομοιοκατάληκτους στίχους με γρηγοράδα και ευκολία, και σπάνια χρειαζότανε να κάνει αλλαγή σε ότι είχε γράψει. Την ιδέα για το θέμα του Βέρνερ του έδωσε ένα βιβλίο γραμμένο από τις Αγγλίδες αδελφές Σοφία και Αριέτα Λή, το οποίο είχε διαβάσει στην παιδική τον ηλικία. Μιά απ’ τις ιστορίες του βιβλίου αυτού ο Κρούτζιερ, Γερμανικής προέλευσης, του είχε κάνει βαθιά εντύπωση και υιοθέτησε το θέμα της - φυσικά με αλλαγές στην πλοκή, στους χαρακτήρες και στα ονόματα. Το έργο χωρισμένο σε πέντε πράξεις, αναφέρεται σε μιά κληρονομιά και είναι αφιερωμένο στον Γκαίτε.
Τον Γεννάρη του 1822 είχε συμβεί ένα σημαντικό γεγονός: η Λαίδη Νόελ, που πέθανε είχε αφήσει στον Βύρωνα ως κληρονομία ένα μεγάλο εισόδημα. Τώρα ο Βύρων, σύμφωνα με τους όρους της διαθήκης, θα χρησιμοποιούσε και το οικόσημο των Νόελ και θα υπόγραφε Νόελ - Μπάιρον. Χωρίς αμφιβολία ήτανε μιά έμπρακτη μετάνοια της Λαίδης Νόελ (μητέρας της Ανναμπέλλας) για το χωρισμό που είχε προκαλέσει στο ανδρόγυνο. Άραγε ήτανε και προτροπή προς το ζευγάρι για συμφιλίωση; Κατά περίεργη σύμπτωση μιά νοσταλγία γυρισμού στην Αγγλία, στην Ανναμπέλλα και στην Κόρη του Άδα, είχε καταλάβει εδώ και λίγο καιρό τον Βύρωνα. Πραγματικά στη ζωή του δεν είχε αγαπήσει τόσο πολύ άλλη γυναίκα όσο την Ανναμπέλλα. Απ’ το άλλο μέρος η Ανναμπέλλα είχε στείλει στον Βύρωνα μιά μπούκλα της κόρης τους Άδας, καθώς και λίγα λόγια. Όμως ο Βύρων περίμενε να γίνει το πρώτο βήμα για τη συμφιλίωση από τη γυναίκα του, μιά που αυτή είχε επιζητήσει τον χωρισμό· και δεν είχε άδικο.
Εκεί βρίσκονταν τα πράγματα αναφορικά με την επιθυμία του Βύρωνα να γυρίσει στην Ανναμπέλλα. Από το άλλο μέρος η Κοντέσα Τερέζα έκανε το παν για να κερδίσει τον Λόρδο Βύρωνα. Ακόμα, προσπερνώντας το εμπόδιο του γάμου της είχε καταφέρει να πάρει διαζύγιο απ’ τον άντρα της, με σκοπό να παντρευτεί τον Βύρωνα. Σε ποιά από τις δυό γυναίκες θα έδινε ο Λόρδος Βύρων την προτίμησή του; Σε καμιά! θα γύριζε ξανά σε μιαν άλλη αγάπη παλιά, για να δώσει όλο το βιός του και τη ζωή του - στην Ελλάδα!
Από τα ποιητικά έργα του Βύρωνα ξεχωρίζει και το δράμα «Ο Παραμορφωμένος Μεταμορφωμένος», που γράφηκε από τον ποιητή στην Πίζα, μα που απόμεινε ατέλειωτο. Το Θέμα του αναφέρεται σ’ ένα παραμορφωμένο νέο που αποκτάει εμορφιά και δύναμη με συμφωνημένη παραχώρηση προς τν έχτρα της ανθρωπότητας. Από το έργο έχουν γραφεί τα δυο πρώτα μέρη και τα ωραία λυρικά μέρη των χορικών του τρίτου.
Στην Πίζα τέλος έγινε και η συνάντηση των Βύρωνα και Σέλλεϋ με το λογοτέχνη και δημοσιογράφο Λη Χάντ, που είχε έρθει πρόσφατα από την Αγγλία. Αφού ανταλλάξανε τις γνώμες τους αποφάσισαν την έκδοση ενός περιοδικού πολιτικο-φιλολογικού, με τίτλο: «Ο Φιλελεύθερος». Ο Λη Χάντ ήτανε κατά καιρούς έκδοτης πολλών εφημερίδων και περιοδικών και έκανε πολλά για να εκλαϊκεύσει την
αγάπη προς την ποίηση και τη φιλολογία στην Αγγλία. Έγραφε και ποιήματα, αλλά η φήμη του στηρίζεται περισσότερο στα δοκίμιά του, γιομάτα γόνιμη φιλοσοφία και γραμμένα με ασυνήθιστο και θελκτικό τρόπο. Στην Αγγλία, την εποχή, που ήτανε και ο Βύρων εκεί, ο Λη Χάντ φυλακίστηκε για δυό χρόνια για ένα σατιρικό άρθρο, που δημοσίευσε με στόχο τον παχύσαρκο πρίγκιπα Γεώργιο. Ωστόσο, με την έμφυτη καλόκαρδη διάθεση του, είχε μετατρέψει το κελί του σε ένα ευχάριστο σπουδαστήριο, με βιβλιοθήκη και ένα μικρό πιάνο. Εκεί δεχότανε τους φίλους του, ανάμεσα στους οποίους τον Βύρωνα, τον Μούρ και τον Λάμπ.
Τώρα όμως στο αδέσμευτο βήμα του «Φιλελεύθερου», του οποίου η έκδοση θα γινότανε στη Ιταλία, οι τρείς φίλοι θα μπορούσαν να καταχωρίζουν σάτιρες σε πεζό και στίχους, χωρίς τον κίνδυνο της φυλακής. Ήτανε μιά λαμπρή ιδέα, αλλά στην εφαρμογή το σχέδιο δεν πέτυχε, γιατί με το τέταρτο τεύχος ο «Φιλελεύθερος» έπαψε την έκδοση του, από έλλειψη κυκλοφορίας. Στον «Φιλελεύθερο» είδαν το φώς μερικά ωραία ποιήματα του Βύρωνα.
Ο άτυχος Σέλλεϋ δεν πρόφτασε να δει ούτε το πρώτο τεύχος του «Φιλελεύθερου»· στις 8 Ιουλίου του 1822 φεύγοντας από την Πίζα έφτασε στο Λιβόρνο (Λεγκόρν), όπου μαζί με τον φίλο του Γουίλλιαμς κι έναν άγγλο μούτσο μπαρκάρανε στο μικρό κότερο του Σέλλεϋ «Άριελ», για να γυρίσουν στο Λέριτσι όπου έμεναν. Ο Άριελ είχε σαλπάρει και σε λίγο θα τους ακολουθούσε και ο Τρέλωνυ με το γιότ του Βύρωνα «Μπολιβάρ». Μα για κάποιο -τυπικό εμπόδιο οι λιμενικές αρχές δεν είχαν επιτρέψει τον απόπλου του Μπολιβάρ, και ο Τρέλωνυ από την ακτή ·παρακολουθούσε τον Άριελ ν ανοίγεται στον ανοικτό Κόλπο της Σπέτσια, μέσα από μιά επερχόμενη θύελλα. Μιά σκοτεινιά είχε απλωθεί - η ημέρα είχε γίνει νύχτα. Το μπουρίνι κράτησε είκοσι λεπτά της ώρας. Όταν ο καιρός καθάρισε δεν φαινότανε πουθενά ίχνος του Άριελ. είχε βυθιστεί αύτανδρο.
Ο νεκρός του Σέλλεϋ κάηκε σε πυρά μπροστά στους φίλους του Βύρωνα, Χάντ και Τρέλωνυ. Ενώ το σώμα του Σέλλεϋ καιγότανε ο Βύρων έριξε στις φλόγες θυμίαμα και κρασί. Η τέφρα του φυλάχτηκε μέσα σε κάλπη στο Κοιμητήριο της Ρώμης. Κανένας θνητός δεν είχε αγαπηθεί τόσο πολύ από τους φίλους του όσο ο Σέλλεϋ. Η απώλεια του Ιδιαίτερα οδυνηρή για τον Βύρωνα, για τον όποιο ήτανε ο πιο στενός πνευματικός του φίλος.
Το φθινόπωρο του 1822 ο Βύρων αλλάζοντας πόλη εγκαταστάθηκε στη Γένοβα. Ο ίδιος έμενε στην Casa Saluzzo, που ήτανε η τελευταία Ιταλική του κατοικία, και σε κάποια απόσταση ο Λή Χάντ με την οικογένεια του και με τη χήρα του Σέλλεϋ Μαίρη. Για τούτους ο Βύρων είχε νοικιάσει ένα ωραίο σπίτι για να κατοικίσουν μαζί, και έκανε πάρα πολλά για να τους ενισχύσει οικονομικά.
Στο πρώτο τεύχος του «Φιλελεύθερου» δημοσιεύτηκε ένα ωραίο ποίημα του Βύρωνα. Την αφορμή για να το γράψει την βρήκε σε μια ωδή με τίτλο «Οπτασία της θείας Δίκης», που την είχε γράψει ο Ρόμπερτ Σάουθυ, δαφνοστεφής ποιητής της Αγγλικής αυλής. Ο Σάουθυ που είχε γίνει κάτοχος του τίτλου το 1813, ενώ ξεκίνησε στη ζωή, μαζί με τους Κόλεριτζ και Γουώρτζγουερθ, σαν φιλελεύθερος και επηρεασμένος από τις αρχές της Γαλλικής Επανάστασης, έπειτα μεταστράφηκε σε φανατικό Τόρι (συντηρητικό). Το ποίημα του Βύρωνα ήτανε μιά παρωδία της ωδής του Σάουθυ και έφερνε τον ίδιο τίτλο. Πρέπει να κινήσει την προσοχή μας πώς οι Βρετανοί κριτικοί βλέποντας τα έργα του Βύρωνα, μέσα από το πρίσμα της δικής τους αντιπάθειας για τις Ιδέες του ποιητή, δεν ήτανε αντικειμενικοί. Για τούτο καταφεύγουμε στην κρίση ενός ξένου αναφορικά με την αξία της «Οπτασίας» του Βύρωνα. Ο Γιόχαν Έκερμαν, φίλος του Γκαίτε και εκδότης των έργων του, ήταν και συγγραφέας του έργου «Συνομιλίες με τον Γκαίτε τα Τελευταία Χρόνια της Ζωής του, 1823-32». Στο χρονικό τούτο όπου υπάρχουν στοχασμοί και κρίσεις του Γκαίτε για πλείστα ζητήματα, περιλαμβάνεται και γνώμη του μεγάλου σοφού πώς ο Βύρων στο ποίημά του «Οπτασία της θείας Δίκης», είχε φτάσει στην κορυφή των επιτευγμάτων του, και ότι τούτο ίσως είναι το πιο αισθητικό και ολότελα ολοκληρωμένο από τα έργα του.
Στη διάρκεια του τέλους του 1822 και αρχών 1823 ο Βύρων έγραψε τα δυό τελευταία ποιητικά του έργα, συνθεμένα σε έμμετρους ομοιοκατάληκτους στίχους: «Η εποχή του Χαλκού» και «Το Νησί». Το τελευταίο δημοσιεύτηκε στο δεύτερο τεύχος του «Φιλελεύθερου».
7 Ο Ελληνικός Αγώνας της Ανεξαρτησίας
Αυτή την εποχή στο Λονδίνο η συγκίνηση των φιλελλήνων από τον Ελληνικό Αγώνα της Ανεξαρτησίας, και Ιδιαίτερα των φιλελευθέρων, είχε σα συνέπεια τη συγκρότηση, στις αρχές του 1823, του Φιλελληνικού Κομιτάτου, στο όποιο έλαβαν μέρος και πολλοί Άγγλοι πολιτικοί, ανάμεσα στους οποίους να ξεχωριστό μέλος του Κοινοβουλίου και φίλος του Βύρωνα, ο φιλελεύθερος Τζων Καμ Χομπχάους. Ο Βύρων έγραψε στον Γραμματέα του Φιλελληνικού Κομιτάτου και ανακοίνωσε πώς ήτανε πρόθυμος να κατέβει στην Ελλάδα και να διαθέσει όλους τους πόρους που είχε στη διάθεσή του, για την προαγωγή του μεγάλου σκοπού. Το Κομιτάτο τότε διάλεξε ως αντιπρόσωπο του για την Ελλάδα τον Βύρωνα και του ζήτησε να μεταβεί στην επαναστατημένη περιοχή.
7.1 Επιστροφή στην Ελλάδα
Στις 13 Ιουλίου 1823 ο Βύρων, επιβαίνοντας στο Αγγλικό μπρίκι «Ηρακλής» υπό τον πλοίαρχο Σκοτ, το οποίο είχε ναυλώσει, σάλπαρε από τη Γένοβα για τα Ιόνια Νησιά και την Ελλάδα. Ο Τρέλωνυ, ο κόμης Πιέτρο Γκάμπα, ο γιατρός Μπρούνο και οκτώ υπηρέτες αποτελούσαν την ακολουθία του. Στο πλοίο είχαν φορτωθεί και δυό μικρά κανόνια, λίγα όπλα, πολεμοφόδια και άφθονο φαρμακευτικό υλικό, καθώς και πέντε άλογα. Στις 3 Αύγουστου 1823 ο Ηρακλής αγκυροβόλησε στο Αργοστόλι. Η εκλογή τούτου σαν πρώτου τόπου προσέγγισης του πλοίου στο Ιόνιο δεν ήτανε τυχαία - ο Άγγλος Διοικητής της Κεφαλληνίας, συνταγματάρχης Κάρολος Νάπιερ, ευνοούσε φανερά τον Ελληνικό Αγώνα.
Εκεί ο Βύρων κατατοπιζότανε για τις πολεμικές επιχειρήσεις και άλλα θέματα το Αγώνος, προκειμένου ν’ αποφασίσει σε ποια περιοχή της Ελλάδος θα ήτανε αναγκαιότερη η παρουσία του. Ανάμεσα σε άλλες πληροφορίες είχε πάρει και έκθεση του Άγγλου Πλοιάρχου Φραγκίσκου Αστιγγος, που, όπως είναι γνωστό, είχε μετάσχει στη ναυμαχία του Τραφάλγκαρ, και από το 1822 στην Ελληνική Επανάσταση. Στο μεταξύ ο Βύρων είχε συνδεθεί φιλικά με τον συνταγματάρχη Νάπιερ, και είχε περιοδεύσει την Κεφαλληνία και την Ιθάκη.
Συμπληρώνοντας το Χρονικό του Κόμητα Γκάμπα, σημειώνω ότι ο αναφερόμενος σ’ αυτό ως θεολόγος (χωρίς όνομα) Σκώτος μεθοδιστής, που είχε προσπαθήσει να προσηλυτίσει τον Βύρωνα, ήτανε ο υγειονόμος Κεφαλληνίας Δρ Τζαίημς Άννινο. Τούτος είχε εκδώσει το 1830 και βιβλίο για τις συζητήσεις που είχε με τον ποιητή επί θεολογικών Θεμάτων, με τίτλο: «Συνομιλίες επί της θρησκείας με τον Λόρδο Βύρωνα».
7.2 Μεσολόγγι
Στα τέλη του Δεκέμβρη 1823 ο Βύρων φεύγοντας απ’ την Κεφαλονιά για το Μεσολόγγι, δεν μπάρκαρε στον Ηρακλή, άλλα σ’ ένα τρεχαντήρι. Το μικρό αυτό γοργό ιστιοφόρο τον έσωσε, γιατί δυό φορές ξέφυγε απ’ τα Τουρκικά πολεμικά που το είχαν καταδιώξει. Αφού κινδύνεψε κι απ’ την κακοκαιρία, στις τέσσερες του Γεννάρη του 1824 αποβιβάστηκε στο Μεσολόγγι, όπου έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από το λαό, τους πολεμιστές και τους προκρίτους.
Σ’ αυτόν τον τόσο κρίσιμο καιρό για τον αγώνα ο Βύρων έδωσε με προθυμία τέσσερες χιλιάδες λίρες για το Στόλο και ανάλαβε την μισθοτροφοδοσία των εξακοσίων Σουλιωτών, που είχαν τεθεί υπό την αρχηγία του. Αργότερα ανάλαβε και άλλες πολεμικές δαπάνες, και βοήθησε στην έκδοση της εφημερίδας «Ελληνικά Χρονικά». Ακόμα, η συμμετοχή του Βύρωνα στον Αγώνα είχε σαν συνέπεια, λόγω του μεγάλου κύρους του, να προβληθεί ο Αγώνας της Ελλάδος σ’ όλο τον κόσμο και να αναθαρρήσουν οι αγωνιζόμενοι Έλληνες.
7.3 Η πολιορκία της Ναυπάκτου
Έπειτα από σύσκεψη που είχε με τον Μαυροκορδάτο και τον συνταγματάρχη Στάνχοπ, αντιπρόσωπο του Ελληνικού Κομιτάτου του Λονδίνου στο Μεσολόγγι, καταστρώθηκε σχέδιο για την πολιορκία της Ναυπάκτου. Στην επιχείρηση θα παίρνανε μέρος δυό χιλιάδες πολεμιστές με αρχηγό τον Βύρωνα· μα το ρεσάλτο για την κατάληψη του φρουρίου θα το ‘κανε ο ίδιος ο μεγάλος φιλέλληνας με τούς Σουλιώτες του.
Το φρούριο της Ναυπάκτου, καθώς δέσποζε στον βόρειο Κορινθιακό Κόλπο, είχε τόσο μεγάλη στρατηγική σημασία, ώστε η πτώση του θα έφερνε τον Αγώνα σε μεγάλη πρόοδο. Ο Βύρων εργαζόταν νύχτα και ημέρα με μεγάλο ενθουσιασμό γι’ αυτό το σκοπό και γύμναζε τούς Σουλιώτες του με όποιο καιρό. Ήταν δε πραγματικά περίεργο πώς αυτός ένας ποιητής είχε παρουσιάσει τόσα φυσικά χαρίσματα για στρατιωτική ηγεσία και οργανωτική ικανότητα.
Ποτέ ο Βύρων δεν ήτανε τόσο ευτυχισμένος, εν όψει του μεγάλου σκοπού, όσο στο Μεσολόγγι. Κι όμως παρά την ευδαιμονία του αυτή, υπήρχε μέσα του κάποιο κακό προαίσθημα για τον επικείμενο θάνατό του, κι ακόμα η πίκρα για τις διαμάχες ανάμεσα στους Έλληνες, και ο πόνος του για το χαμό μερικών νέων παλληκαριών, που χάσανε η ζωή τους πολεμώντας όχι ενάντια στον εχθρό, άλλα αναμεταξύ τους. Τούτα τα θλιβερά συναισθήματα ρύθμισε ο Βύρων σ’ ένα ωραίο ποίημα, (το κύκνειο άσμα του), με την ευκαιρία των γενεθλίων του στις 22 του Γεννάρη 1824. Το υποβλητικό τούτο ποίημα, που ήτανε και διδαχτικό για τούς Έλληνες, ως προς το να υποτάξουν τα πάθη στο χρέος για την πατρίδα, πόση αγάπη δεν κλείνει για την Ελλάδα. Το αποδώσαμε όσο πιστότερα μπορέσαμε:
ΣΗΜΕΡΑ ΕΚΛΕΙΣΑ ΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑΕΞΗ ΜΟΥ ΧΡΟΝΙΑ
(Μεσολόγγι, 22 του Γενάρη 1824)
Ήρθε καιρός τούτη η καρδιά να πάψει να χτυπά,
μιας που τούτος και σ’ άλλες έχει καταλύσει τον παλμό:
κι αν ως τα τώρα δεν ήταν βολετό ν’ αγαπηθώ,
αφήστε με ωστόσο ν’ αγαπώ!
Οι μέρες μου φθίνουν σα φύλλα που φυλλορροούν·
άνθη της αγάπης και καρποί είν’ από μένα μακριά·
οι σάρακες κι η αθυμιά απόμειναν
μόνο για τη δική μου την καρδιά!
Η φλόγα που λειώνει σε σποδό μέσα στο στέρνο μου
πόσο ερημική: λες κι είναι ηφαίστειο νησί
μισοσβησμένο, που η λάμψη του είναι εκεί
ωσάν εντάφια πυρά νεκρική.
Την έλπιση, το δέος, τη ζηλωτή φροντίδα,
του πόνου και της κόπωσης την ακριβή μερίδα,
τ’ αγαπημού τη δύναμη δεν το μπορώ να μοιραστώ,
εξόν να τυλιχτώ μιαν αλυσίδα.
Κι όμως δε πρέπει να 'ναι έτσι - κι όχι ποτέ εδώ -
τέτοιες σκέψεις δε πρέπει να δονούν την καρδιά, τώρα
που η Δόξα θα στέψει του ήρωα το μέτωπο
ή το μνήμα· - τούτη την ώρα.
''Σημαία και σπαθί και πέρα το πεδίο της τιμής,
ή Δόξα κι η Ελλάδα, ολόγυρα από μένα ιδές!
Ο Σπαρτιάτης 'πα στην ασπίδα του φερτός,
δεν ήτανε πιο λεύτερος ποτές.
Σήκω ψηλά! (όχι η Ελλάδα - έχει αναστηθεί!)
Πνεύμα μου σήκω ψηλά! Να στοχαστείς μέσα από που
το αίμα της ζωής έχει την πρώτη του πηγή,
κι απέ χτύπα το θάνατο παντού!
Τα πάθη π’ αναβιούνε να τα ποδοπατάς,
ανάξια τ’ άνθρωπου φύση! - από σένα μακριά με μιας
πρέπει αδιάφορο να διαβεί το βλέμμα
ή το χαμόγελο της Ομορφιάς.
Αν τα νιάτα σου καταφρόνιας γιατί θέλεις να ζεις;
του τιμημένου θανάτου η χώρα είναι εδώ: Ζωή
διάβα στο πεδίο της Τιμής
και δώσε την τελευταία σου πνοή!
Ζήτα να βρεις - συχνά, σπάνια βρίσκεις ότι ζητάς -
το μνήμα του στρατιώτη, για σε το καλύτερο· ευθύς
τράβα στη μάχη κα γίνε αθάνατος
εκεί όπου θ’ αναπαυθείς.
Ο Βύρων ανυπομονούσε να έρθει σε σύγκρουση το ταχύτερο με τις εχθρικές δυνάμεις της Ναυπάκτου. Παράτολμοι όπως ήτανε κι αυτός και οι Σουλιώτες του, δεν αποκλείεται η πολεμική τους επιχείρηση να κατάληγε στην κατάληψη του φρουρίου.
7.4 Η αρρώστια
Δυστυχώς, την εποχή της αναπτέρωσης τόσων ελπίδων, ο Βύρων αρρώστησε. Η κακή διατροφή του στο Μεσολόγγι, η υπερκόπωση και το ύπουλο κλίμα της λιμνοθάλασσας, με τούς ελώδεις πυρετούς, είχαν υποσκάψει την υγεία του. Στις 15 Φεβρουαρίου έπεσε στο κρεβάτι με οξεία προσβολή πυρετού. Ο προσωπικός του γιατρός Δρ Μπρούνο ακολούθησε την θεραπευτική αγωγή της αφαίμαξης. Είχε όμως τόση απειρία, ώστε όταν έβγαλε τις οχτώ βδέλλες που είχε επιθέσει στα μηλίγγια του άτυχου Βύρωνα, δεν ήτανε σε θέση να σταματήσει την αιμορραγία με συνέπεια ο άρρωστος να λιποθυμήσει από την εξάντληση. Αυτή ήτανε η πρώτη φάση της αρρώστιας του μεγάλου φιλέλληνα.
Ωστόσο ανέρρωσε και ξαναγύρισε στα στρατιωτικά του έργα. Οι καιρικές συνθήκες πάντως εμπόδιζαν την εκτέλεση επιχειρήσεων σε μεγάλη κλίμακα για την κατάληψη της Ναυπάκτου. Ήταν μια άνοιξη καταθλιπτική - έβρεχε ακατάπαυστα. Κι’ όμως με τις καιρικές αυτές συνθήκες έβγαινε έξω έφιππος, κάθε μέρα, για να κρατάει το στρατιωτικό του σώμα σε κατάσταση ετοιμότητας, όσο και μακριά από διαμάχες. Μιά ημέρα, στις αρχές του Απρίλη, καθώς ήταν έξω από την πόλη, έπιασε κατακλυσμιαία βροχή. Τα νερά είχαν κατακλίσει τα πάντα και ο Βύρων, μη μπορώντας να προχωρήσει προς την πόλη έφιππος, κατάφυγε σε μιά απ’ αυτές τις ρηχές βάρκες της λίμνης για να γυρίσει σπίτι του. Ξαναμμένος όπως ήτανε από την ένταση της ιππασίας, όταν ξεπέζεψε και έμεινε ακίνητος μες στη βάρκα έπαθε ψύξη. Τη νύχτα είχε πυρετό, αλλά δεν έδωσε σημασία και την επόμενη ημέρα βγήκε και πάλι έξω. Το αποτέλεσμα ήταν να έχει και πάλι τη νύχτα πυρετό, ρίγη και πόνους στο κορμί. Ο Δρ Μπρούνο, σύμφωνα με τη συνήθεια της εποχής, του έδωσε πολύ ισχυρά καθαρκτικά και τόσο αυτός όσο και ο γιατρός του Ελληνικού Κομιτάτου του Λονδίνου Δρ Σόλινγκεν ήθελαν να του κάνουν νέα αφαίμαξη, μα ο Βύρων δεν ήθελε με κανένα τρόπο να δεχτεί να του αφαιρέσουν και πάλι αίμα. Κι όμως, αποκαμωμένος από τον πυρετό και με λυγισμένη τη θέληση από την αρρώστια, υποχώρησε και τούς άφησε τελικά να του κάνουν αφαίμαξη, που αποτελούσε πανάκεια για τη θεραπεία κάθε νόσου την εποχή εκείνη.
Την κρίσιμη αύτη στιγμή, του σοβαρού κλονισμού της υγείας του, ήρθανε εξαιρετικά ευχάριστες ειδήσεις από το Φιλελληνικό Κομιτάτο του Λονδίνου: η σύμβαση για την έγκριση του Αγγλικού Δανείου προς την Ελλάδα, από 800.000 χρυσές Αγγλικές λίρες, είχε συνομολογηθεί. Ακόμα οι ειδήσεις έλεγαν ότι το πρώτο τμήμα του δανείου θα έφθανε σύντομα στα χέρια της επιτροπής, της όποιας πρόεδρος είχε ορισθεί ο Λόρδος Βύρων. Πόση λύπη! Τώρα που η επιτυχία είχε στέψει τις προσπάθειές του, τώρα που άνοιγε ο δρόμος για τη δράση, όσο και για την απομάκρυνση των οικονομικών δυσκολιών, αυτός βρισκότανε κατάκοιτος κι ανίσχυρος να δράσει. Η μοίρα θέλησε να ματαιώσει το σκοπό του όπως γίνει ο ελευθερωτής της Ελλάδος - ή να πέσει με το σπαθί στο χέρι.
Έτσι άρρωστος πήγαινε από το κακό στο χειρότερο και η ζωή του ήτανε σε σοβαρό κίνδυνο. Οι γιατροί Μίλινγκεν και Μπρούνο φοβισμένοι συγκαλέσανε ιατρικό συμβούλιο, στο οποίο λάβανε μέρος και δυό άλλοι γιατροί ο Γερμανός Τράϊμπερ και ο Έλλην Βάγιας. Οι τρείς από τούς γιατρούς αυτούς ετάχθησαν με τη γνώμη ότι έπρεπε να σταματήσει η αφαίμαξη και μόνο ένας ο Δρ Μπρούνο υποστήριξε ότι έπρεπε να την συνεχίσουν. Κι όμως ο νεαρός αυτός και άπειρος Ιταλός γιατρός είχε τόση ισχυρογνωμοσύνη, ώστε με την επιμονή του κατάφερε να επιβάλλει τη γνώμη του και την Κυριακή του Πάσχα του 1824 πήρανε από τον ετοιμοθάνατο άλλες δυό ουγγιές αίμα. Σε μιά στιγμή που ο Βύρων ανάλαβε τις αισθήσεις του και κατάλαβε ότι χανότανε από την εξάντληση, φώναξε: «Οι γιατροί με δολοφόνησαν!».
7.5 Το τέλος
Καθώς τώρα ο Βύρων είχε συναίσθηση ότι πλησίαζε το τέλος του, στράφηκε προς τον πιστό θαλαμηπόλο του Φλέτσερ και του έδωσε οδηγίες και άρχισε να του ανακοινώνει μηνύματα για την κόρη του, την αδελφή του και τη γυναίκα του. Αλλά ήτανε έκδηλη η αδυναμία του να ολοκληρώσει τα όσα ήθελε να πει και έπεσε πάλι σε κώμα. Οι γιατροί επωφελήθηκαν για να του επιθέσουνε και πάλι βδέλλες που του αφαιρούσανε αίμα όλη τη νύχτα. Στις 19 του Απρίλη του 1824, επόμενη ημέρα του Πάσχα, την ώρα του ηλιοβασιλέματος, ο Φλέτσερ είδε τα βλέφαρα του κυρίου του να τρεμοπαίζουνε κι έπειτα να μένουν ακίνητα. Οι γιατροί που έδραμαν κοντά του πιάσανε το σφυγμό του: Ο Βύρων ήταν νεκρός!
Τα τελευταία λόγια για την Ελλάδα του μεγάλου Φιλέλληνα ήτανε: «Της έδωσα τον καιρό μου, την υγεία μου, την περιουσία μου και τώρα της δίνω τη ζωή μου! Τί μπορούσα να κάνω περισσότερο;» Το θάνατό του θρήνησε ολόκληρο το αγωνιζόμενο έθνος και ιδιαίτερα το Μεσολόγγι, του οποίου ο Βύρων είχε ανακηρυχθεί επίτιμος δημότης.
Ο νεκρός του Βύρωνα μεταφέρθηκε πάνω στους ώμους αγωνιστών του 21 στο Ναό του Αγίου Νικολάου με μεγάλη στρατιωτική πομπή, ενώ έπεφταν τριανταεπτά κανονιοβολισμοί, όσα τα χρόνια της ζωής του. Εκεί έμεινε για λαϊκό προσκύνημα και δέχθηκε τη λατρεία και την ευλάβεια των συναγωνιστών του και του λαού του Μεσολογγίου και της Ρούμελης:
«Λευτεριά για λίγο πάψε
να χτυπάς με το σπαθί,
τώρα σίμωσε κα κλάψε
εις του Μπάιρον το κορμί.»
Με το ίδιο πλοίο, το "Φλορίντα", που είχε φέρει την πρώτη δόση του Αγγλικού δανείου στην Ελλάδα, μεταφέρθηκε στην Αγγλία για ταφή και το λείψανο του Βάρδου της Ελληνικής ελευθερίας. Ο ποιητής Γιάννης Γρυπάρης έγραψε σχετικά με τούτη τη μεταφορά ένα θλιβερό σονέτο, με τίτλο «Child Harold», από το οποίο δίνουμε λίγους στίχους:
«Να.... ξαπλωμένος ο νεκρός Τραγουδιστής πηγαίνει....
μέτωπο ξέσκεπο... ανοιχτό τα μάτια... σα να πίνει
του φεγγαριού τ’απόφεγγα.... σα να γροικάει που βγαίνει
στερνή αρμονία απ’ τη συρμή της πρύμνης κι αργοσβήνει».
Στις 5 Ιουλίου η σωρός έφθασε στο Λονδίνο. Σύγκαιρα είχε προκύψει το ερώτημα που θα ήτανε ο τόπος της ταφής. Χωρίς αμφιβολία το Αβαείο του Γουέστμινστερ ήτανε η πρέπουσα Θέση για ένα ποιητή σαν τον Βύρωνα. Κι όμως δεν ήτανε έτσι: ο συντηρητικός Αρχιμανδρίτης του Γουέστμινστερ αρνήθηκε να επιτρέψει την ταφή του ποιητή στο εκεί κοιμητήριο. Οπότε η αδελφή του ποιητή Αυγούστα και ο βουλευτής Χομπχάους πήρανε την απόφαση όπως η ταφή γίνει στην κρύπτη της οικογενείας Μπάιρον, στο Χάκναλ Τόρκαρντ της κομητείας Νοττινγκαμσάϊρ.
Υστέρα από καθυστέρηση αρκετών ήμερών, ένεκα της συρροής πλήθους κόσμου για να αποτίσει φόρο τιμής στο νεκρό, η νεκροφόρα ακολουθουμένη από 47 άμαξες ξεκίνησε για τον τόπο της ταφής.
Ένα από τα τραγικότερα περιστατικά της ζωής συνέβη, κατά τη διάρκεια της νεκρικής πομπής, στην άτυχη Λαίδη Καρολίνα Λάμπ, την παντοτινά ερωτευμένη με τον Λόρδο Βύρωνα. Τυχαίνοντας να διασχίζει ένα δρόμο του Λονδίνου βρέθηκε αντιμέτωπη με τη νεκροφόρα, καθώς δε πληροφορήθηκε πώς το λείψανο ήτανε του αγαπημένου της, του οποίου τον θάνατο αγνοούσε, - παραφρόνησε. Γιατί τάχα δεν ήτανε της μοίρας του ποιητή να είχε παντρευτεί μιά τέτοια γυναικά (αντί για την Ανναμπέλλα), που σαν άλλη Άλκηστις θα 'τανε πρόθυμη να κατέβει για χάρη του ακόμα και στον Ήδη;
Πλήθη λαού συρρέανε ολούθε, από χωριά και πόλεις, στο μάκρος της διαδρομής της πομπής, για να προβοδίσουν τούτη την ύστατη ώρα, τον κυριότερο εκπρόσωπο του φιλελευθερισμού. Ανάμεσα στο πλήθος ήσαν άνθρωποι των γραμμάτων, άνθρωποι ποτισμένοι με φιλελεύθερες ιδέες, εργάτες έκδηλα συγκινημένοι, που δεν είχαν λησμονήσει τον ευεργέτη τους. Στο Νότινγκαμ ο Γραμματεύς της Δημαρχίας πρόσφερε απόφαση το Δημοτικού Συμβουλίου αποτίουσα φόρο τιμής στη μνήμη του Λόρδου Βύρωνα.
Τέλος στις 16 Ιουλίου 1824 η νεκρική πομπή έφθασε στην κατάμεστη από κόσμο εκκλησία του Χάκναλ Τόρκαρντ, όπου η κρύπτη των Μπάιρον. Ανάμεσα στον κόσμο ήσαν και Άγγλοι ποιητές που έτυχαν έλθει να απευθύνουν το ύστατο χαίρε του πνεύματος προς το Πνεύμα της Ελευθερίας. Στη διάρκεια της νεκρώσιμης ακολουθίας πολλών αφοσιωμένων φίλων τα υγρά μάτια ίσως θύμισαν τούς στίχους του Βύρωνα:
«Όταν η φιλία ή η αγάπη τη συμπάθειά μας κινεί,
όταν η αλήθεια απατηλή σένα βλέμμα φανερωθεί,
το χαμόγελο μπορεί να παραπλανά στων χειλιών μας μιαν άκρη,
μόνη για τούτο απόδειξη της αφοσίωσης είναι το δάκρυ…».
Μα να ένα φώς Ξάφνου! και η Ελλάδα ήρθε και πλημμύρισε του ποιητή το σκοτεινό μνήμα με φώς και μουσική του ήλιου της κι έφερε το μελωδικό Χαίρε του θεού της χαράς - το αιώνιο Χαίρε του τόπου που τόσο αυτός αγάπησε και τραγούδησε. Χρυσό φώς ευλάβειας έστελνε η Ελλάδα από τον μακρινό γαλάζιο ουρανό της, προς τον ευεργέτη της, τον εραστή της ιδέας - της ελευθερίας - της εμορφιάς.
7.6 Ο αντίκτυπος του θανάτου στην Αγγλία
Η είδηση του θανάτου του Βύρωνα έγινε δεκτή στην Αγγλία με διαφορετικά συναισθήματα, ανάλογα με την ιδεολογική και πολιτική τοποθέτηση κάθε ατόμου: Ο Καρλάιλ, του οποίου οι κοινωνικές και πολιτικές γνώμες, όπως τις έχει διατυπώσει στα έργα του «Σάρτορ» και «Περασμένα και Τωρινά», δεν ήτανε διαφορετικές από εκείνες του Βύρωνα, διακήρυξε πώς είχε αισθανθεί τόση λύπη ωσάν να είχε χάσει ένα αδελφό. Κι ακόμα τόλμησε να αποκαλέσει τον Βύρωνα «το ευγενέστερο πνεύμα της Ευρώπης». Παραπλήσιες γνώμες διατύπωσαν και οι Γκαίτε, Νίτσε, Χάινε, και άλλοι άνθρωποι των γραμμάτων της Ευρώπης. Πολλές Γαλλικές εφημερίδες διακήρυξαν ότι οι δυό μεγαλύτεροι άνδρες του 19ου αιώνα, ο Ναπολέων και ο Βύρων είχαν χαθεί σχεδόν την ίδια εποχή.
Πολλοί όμως συντηρητικοί της Αγγλίας, ακόμα και άνθρωποι των γραμμάτων, ήσαν προκατειλημμένοι και πικρόχολοι, παρακινούμενοι στην κρίση τους περισσότερο από την πολιτική γνώμη παρά από τα φιλολογικά χαρίσματα του Βύρωνα. Σταχυολογώ από την Αγγλική Ανθολογία του Νιούμπολτ και παραθέτω εδώ λίγες γραμμές από επιστολή, με χρονολογία 15 Μαΐου 1824, ενός κορυφαίου των Αγγλικών γραμμάτων του Καρόλου Λαμπ προς τον ποιητή Μπέρναρντ Μπάρτον: «Έτσι έχουμε χάσει κι άλλον ένα Ποιητή. Ποτέ δεν μού είχε αρέσει πολύ της Εξοχότητάς του η γνώμη, και θα λυπηθώ αν οι Έλληνες έχουν λόγο να αισθάνονται την έλλειψή του.... Τολμώ να πω ότι τον αδικώ· αλλά δεν μπορώ να τον αγαπήσω, ούτε να στύψω ένα δάκρυ στη μνήμη του. Δεν αγαπούσε τον κόσμο και τον άφησε, καθώς ο δημοτικός σύμβουλος Curtis συμβούλευε τούς ριζοσπάστες, αν δεν αγαπούν την πατρίδα τους, ας πάνε στο διάβολο, ας φύγουν απ’ αυτή...». Αφήνει άναυδο τον καθένα, η ασυνήθιστη αυτή σκληρότητα ενός ξεχωριστοί άνθρωπου των γραμμάτων, προς ένα νεκρό που θυσίασε η ζωή του για την απελευθέρωση εκείνων που οι πρόγονοι, με τη σοφία τους και το πνεύμα τους θ’ αποτελούν αιώνια το φώς και το αλάτι του κόσμου.
Δεν είναι η πρόθεσή μας ν’ ασχοληθούμε πιο πέρα με τον Κάρολο Λαμπ. Αρκεί να πούμε ότι είχε διατελέσει υπάλληλος στην Εταιρία των Ανατολικών Ινδιών, από την οποία είχε αποχωρήσει έπειτα από υπηρεσία 35 χρόνων με πλουσιοπάροχη σύνταξη. Το περιβάλλον, στο όποιο είχε γαλουχηθεί, ευνοούσε τον οικονομικό φεουδαρχισμό, και ο Βύρων με το φιλελεύθερο και προοδευτικό πνεύμα του ήτανε δυσάρεστος σ’ αυτόν.
Είναι γεγονός ότι ο Βύρων αγαπούσε την πατρίδα του όσο κανείς άλλος. Ήτανε βέβαια νεωτεριστής και επιζητούσε την αναμόρφωση της κοινωνίας, όμως ο ριζοσπαστισμός αυτού αποτελούσε την προοδευτικότητα ενός αριστοκράτη του πνεύματος. Όταν μεταβαίνουμε από την αρχέγονη χειροτεχνία προς ένα εξελισσόμενο βιομηχανικό πολιτισμό, που προσφέρει βέβαια πολλά πλεονεκτήματα, είναι ανάγκη παράλληλα να θεσπίζονται από τη κυβέρνηση κάθε χώρας προστατευτικά μέτρα για το άνεργο εργατικό δυναμικό. Αντί τούτου, όπως έχουμε κιόλας πει, η Αγγλική Κυβέρνηση είχε θεσπίσει την ποινή του θανάτου και απειλούσε με την αγχόνη τούς άτυχους άνεργους για να κρατάει την τάξη.
Ο μεγάλος ανθρωπιστής Βύρων έλαβε θέση στο θέμα αυτό και υπερασπίστηκε τα δίκαιά τους όχι μόνο στη Βουλή των Λόρδων, αλλά και με την ποίησή του. Οι αγώνες του είχαν απήχηση σ’ όλη την Ευρώπη. Παραθέτουμε, σε μετάφραση, απόσπασμα από ποίημα, στο οποίο φανερώνεται η καυστική ειρωνεία του ποιητή εναντίον ενός βιομηχανικού συστήματος, που θυσίαζε αβοήθητες ανθρώπινες υπάρξεις για το κέρδος:
«Οι άνθρωποι φτιάχνονται πιο εύκολα παρά οι μηχανές -
οι κάλτσες βρίσκουνε απ’ τις ψυχές καλύτερες τιμές -
στο Σέργουντ οι αγχόνες θενά δώσουν αίγλη στη σκηνογραφία,
δείχνοντας πώς προκόβουν το Εμπόριο και η Ελευθερία!»
8 Επίλογος
Προτού κλείσουμε τούτο το μελέτημα, θα θέλαμε να δώσουμε μερικά ακόμα στοιχεία για να το κάνουμε πληρέστερο.
Και πρώτα απ’ όλα θα ήτανε παράλειψη να μη μνημονεύσουμε την κρίση που είχε διατυπώσει ο Μάθιου Άλρνολντ, καθηγητής στην έδρα της Ποίησης στην Οξφόρδη από το 1857 - 1867. Ο Άρνολντ είχε προβλέψει πώς με την πάροδο του καιρού όταν θ’ αναζητούσε κανείς μέσα στους Άγγλους ποιητές του 19ου αιώνα τούς καλύτερους, οι δυό πρώτοι σε ποιητική δόξα θα πρέπει να είναι οι Γουώρτζγουερθ και Βύρων.
Ο Βύρων όπως στην κοινωνική πολιτική, το ίδιο και στο κίνημα για την απελευθέρωση των σκλάβων λαών, ήτανε πρωτοπόρος. Σύμφωνα με τον Μπέρτραντ Ράσελ (Ιστορία Δυτικής Φιλοσοφίας), «υπήρχε μιά φλογερή βεβαίωση του δικαιώματος της ανταρσίας, εν ονόματι του εθνισμού και της αίγλης του πολέμου για την υπεράσπιση της ελευθερίας. Ο Βύρων ήτανε ο ποιητής αυτού του κι νήματος. Ο Φίχτε, ο Καρλάιλ και ο Νίτσε οι φιλόσοφοί του».
Καταπληκτική ήτανε η ευχέρεια και η άνεση με την οποία ο Βύρων μπορούσε να συνθέτει τα ποιήματά του. Το ιδιαίτερο γνώρισμά του αποτελεί η άφθαστη απλότητα του ύφους του και η αρμονία Τσι ρυθμού του. Μα ποιά είναι η πηγή της σαφήνειας και διαύγειας του απλού ωραίου ύφους τον; Η γραμμή, η χάρη, η πλαστικότητα των αρχαίων μνημείων· η αιθέρια σκηνογραφία της Αττικής, χωρίς αμφιβολία τον είχαν κατακτήσει. Στο εμποτισμένο με την καλλιέργεια της κλασσικής Ελλάδος πνεύμα του αποκαλύφθηκε το θαύμα της Ακρόπολης - άνθισε η μεγαλόπρεπη απλότητα του ύφους του, η αρμονία του ρυθμού του.
«Αν έγινα ποιητής τούτο το χρωστάω στον αγέρα της Ελλάδος!», αναφώνησε μόλις γνώρισε την πρώτη ποιητική του δόξα.
Ο Κόλεριτζ, που δεν ήτανε μόνο μεγάλος ποιητής, αλλά και αξιόλογος κριτικός, είχε εκφέρει τη γνώμη ότι η προσωπικότητα του Βύρωνα στην ποίηση ήτανε πιο ελκυστική από εκείνη των Κητς και Σέλλεϋ, ίσως ένεκα της φωτεινής απλότητας του ύφους του.
Είναι γεγονός ότι ο Βύρων είχε επισκιάσει πολλούς φημισμένους ποιητές του καιρού του. Ο κριτικός Τζων Κώζιν αναφέρει ότι ο Σερ Γουώλτερ Σκοτ είχε υπάρξει για ένα διάστημα ο πιο θαυμαζόμενος ποιητής του καιρού του, και πώς βραδύτερα επισκιάστηκε κάπως από τον Βύρωνα.
Ο Βύρων έγραψε όλες τις μορφές του ποιητικού λόγου, αλλά κυρίως έγραψε επική ποίηση. Το ύφος του ήτανε απλό, φυσικό, που αιχμαλώτιζε τον αναγνώστη, όπως και το πάθος και η δύναμη της πλούσια χρωματισμένης περιγραφής του. Σαν σατιρικός ποιητής ήτανε προικισμένος με ασυνήθιστο πνεύμα και με βαθειά γνώση των χαρακτήρων και του κόσμου. Άσκησε μεγάλη επίδραση στην Ευρωπαϊκή φιλολογία. Έφερε το πνεύμα της Αγγλίας στην ηπειρωτική Ευρώπη και τανάπαλι.
Ο Κόλεριτζ περιγράφοντας την προσωπικότητα του Βύρωνα, αναφέρει: « Αν τον είχατε δει, δεν θα δυσπιστούσατε καθόλου σ’ αυτόν... τα μάτια τον οι ανοιχτές πύλες τού ήλιου φτιαγμένα από φώς και για το φώς. Ή συμπεριφορά του είχε τόση ειλικρίνεια και αγνότητα όση και τα μάτια του: όταν ήτανε ερεθισμένος, το 'δειχνε· όταν ήτανε θυμωμένος, ενεργούσε· όταν αγαπούσε, αγαπούσε. Η ευσπλαχνία του ήτανε τόση ώστε κι όταν ακόμα ήτανε πνιγμένος στα χρέη, θα 'βαζε κάθε μέρα να ποσό κατά μέρος για ελεημοσύνες».
Όμως, όπως στις ποιητικές φύσεις, δεν υπήρχαν γι’ αυτόν στη ζωή κανόνες. Δεν μπορούσε να υποφέρει τούς υποκριτές και ότι είναι αγαπητό στα κοινά πνεύματα. Με θάρρος περιγράφει πόσο ο ίδιος έβλαψε τον εαυτό του: «Ωστόσο μήτε ζητώ μήτε ανάγκη έχω από συμπόνια· - τ’ αγκάθια που 'χω δρέψει είναι από το δέντρο - που 'χω φυτέψει, μ’ αγκύλωσαν, και στάζω αίμα: - από τέτοιο σπόρο θα έπρεπε να είχα γνωρίσει - ποιός καρπός θελά βλαστήσει».
Ο Ντέρεκ Πάρκερ μας λέει πώς ο Βύρων είχε πιο μεγάλες στιγμές σα μύθος, παρά σα ζωντανό πλάσμα, ο τρόπος της ζωής του έφταιγε για τούτο. Έζησε δυναμικά και με πάθος. Ωστόσο η ζωή του προξενεί αίσθηση. Μοιάζει πολύ με τη δική τον περιγραφή που μας έδωσε για τον Ρουσσώ:
«.....γνώριζε να ντύνει με θέλγητρο το πάθος,
να μεταστρέφει το στεναγμό σε λόγο αριστοτεχνικό....
γνώριζε να δίνει στην τρέλα και στο λάθος
τόσ’ εμορφιά και κάλλος - να χύνει σ’ αυτό
πού ναι σφαλερό ουράνιο χρωματισμό».
Κάθε μέρα, σαν μέσα στη γαλάζια ατμόσφαιρα σελαγίζει ο Απολλώνιος χρυσός Ήλιος, η Ελλάδα, ελεύθερη πια, προβάλλει χαρούμενη για να χαράξει σε κάποιο δρόμο, μιας ηλιόλουστης πόλης, το όνομα τού Βύρωνα. Μιά Σκιά σιμά εκεί αναγαλλιάζει· μιά Σκιά αβρή, ανάλαφρη, θεσπέσια - λες κι είναι η ψυχή τού ποιητή. Δεν είναι παράλογα όλα τούτα που λέμε, φλογισμένοι από το χρέος της απότισης φόρου τιμής στη μνήμη τού ποιητή. Τώρα και εκατό πενήντα χρόνια η Ελλάδα δεν κουράστηκε να τιμάει το Λόρδο Βύρωνα. Ένας Άγγλος φιλόλογος γράφοντας για την ευγνωμοσύνη των Ελλήνων προς τον Βύρωνα, τονίζει: «Ακόμα κι όταν στην κάμψη των Έλληνο-’Αγγλικών σχέσεων, τα Αγγλικά ονόματα μερικών Ελληνικών δρόμων είχαν αλλάξει, ένα όνομα αφέθηκε αδιατάρακτο: σχεδόν κάθε πόλη έχει τη δική της οδό, την οδό Βύρωνος».
Μέσα στα πλαίσια της αγάπης του για την Ελλάδα, πού την είχε τάξει σαν σκοπό του βίου του, κινήθηκε όλη ή ζωή του. Τέλος με τη θυσία της ζωής του στο Μεσολόγγι, δικαίωσε την αγιότητα του σκοποί του - πέρασε από το ανθρώπινο στο θειο.
Και η Μητέρα Ελλάδα (γιατί ό Βύρων γεννήθηκε Άγγλος, αλλά αναγεννήθηκε σε Έλληνα) ευγνωμονούσα τον αποθέωσε. Από τον Βορρά ως το Νότο και από την Ανατολή ως τη Δύση, στις πόλεις της: Ανέγερση μνημείων, προτομών, ονομασίες δρόμων - θρησκευτικά και πνευματικά μνημόσυνα: είναι η ρωμαλέα και ποικίλλουσα φανέρωση της ευγνωμοσύνης των Ελλήνων.
9 Πηγή
Δημήτρη Ε. Τουρνάκη
Ελληνολάτραι Άγγλοι Ποιηταί και Πεζογράφοι (Η ζωή και το έργο τους)