Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του «Ο ΔΑΧΤΥΛΑΚΗΣ»

Από The Stelios Files
(Νέα σελίδα με 'ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν ένας φτωχός γεωργός, που καθόταν τα βράδια και συδαύλιζε τη φωτι...')
 
μ
 
Γραμμή 73: Γραμμή 73:
-«Τι ήταν τούτο πάλι;» πήδησε τρομαγμένος ο ένας κλέφτης. «Άκουσα κάποιον να μιλάει».
-«Τι ήταν τούτο πάλι;» πήδησε τρομαγμένος ο ένας κλέφτης. «Άκουσα κάποιον να μιλάει».


Στάθηκαν κι οι δυο ακίνητοι κι αφουγκράστηκαν. Ο Δαχτυλάκης τότε ξαναμίλησε:  
Στάθηκαν κι οι δυο ακίνητοι κι αφουγκράστηκαν. Ο Δαχτυλάκης τότε ξαναμίλησε:  


-«Πάρτε με μαζί σας κι εγώ θα σας βοηθήσω».  
-«Πάρτε με μαζί σας κι εγώ θα σας βοηθήσω».  

Τελευταία αναθεώρηση της 14:44, 20 Απριλίου 2019

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν ένας φτωχός γεωργός, που καθόταν τα βράδια και συδαύλιζε τη φωτιά στο τζάκι του κι είχε και τη γυναίκα του δίπλα, που καθόταν κι αυτή κι έγνεθε. Κι ένα βράδυ γύρισε και της είπε:

-«Τι κρίμα που δεν έχουμε παιδιά! Τ’ άλλα σπίτια είναι γεμάτα γέλια και χαρά, κι εμείς τίποτα!»

-«Ναι», αναστέναξε κι η γυναίκα του. «Ας είχαμε ένα παιδάκι κι ας ήταν τόσο δα, ίσαμε το δαχτυλάκι μου... Θα τ’ αγαπούσαμε μ’ όλη μας την καρδιά. Και θα’ μαστε τόσο ευτυχισμένοι!»

Να όμως που η γυναίκα έπεσε στο κρεβάτι και μετά από εφτά μήνες γέννησε ένα παιδάκι όμορφο και γερό, αλλά μικρό, μικρούλικο, σαν το δαχτυλάκι της. Άντρας και γυναίκα είπαν τότε:

-«Ο Θεός μάς έστειλε το παιδάκι που τόσο λαχταρούσαμε. Θα τ’ αγαπάμε λοιπόν μ’ όλη μας την καρδιά». Κι επειδή ήτανε μικρό σαν δαχτυλάκι, το 'βγαλαν Δαχτυλάκη. Τον τάιζαν, λοιπόν, τον Δαχτυλάκη όσο μπορούσαν περισσότερο, εκείνος όμως δεν μεγάλωνε, παρά έμενε ίδιος, όπως την πρώτη στιγμή που γεννήθηκε. Τα κοίταζε όμως όλα με τα περίεργα ματάκια του και γρήγορα φάνηκε πως ήταν έξυπνο και ζωηρό παιδί, που τα κατάφερνε μια χαρά με ό,τι κι αν καταπιανόταν.

Μια μέρα ο γεωργός ετοιμάστηκε να πάει στο δάσος για να κόψει ξύλα. Και την ώρα που ξεκινούσε, είπε μονάχος του:

-«Αχ, πώς θα 'θελα να 'χα κάποιον να μου δώσει ένα χεράκι και να μου φέρει το κάρο στο δάσος!»

-«Πατέρα!», φώναξε τότε ο Δαχτυλάκης, «θα σ' το φέρω εγώ το κάρο, μη στενοχωριέσαι! Το κάρο θα είναι στο δάσος την ώρα που το θέλεις».

Γέλασε ο καημένος ο πατέρας και ρώτησε:

-«Και ποιος θα το φέρει; Εσύ είσαι μικρούλης και δεν μπορείς να κρατήσεις τα γκέμια του αλόγου».

-«Θα τα καταφέρω, πατέρα. Φτάνει να ζέψει η μάνα το άλογο στο κάρο. Θα χωθώ τότε στο αυτί του και θα του λέω πού πρέπει να στρίψει».

-«Εντάξει», συμφώνησε ο πατέρας του. «Ας δοκιμάσουμε».

Όταν ήρθε η ώρα, η μάνα έζεψε το άλογο κι ανέβασε τον Δαχτυλάκη στο αυτί του. Κι ο μικρός άρχισε να φωνάζει: Ντέιιι! Ντέιιιι !Ωωωωωω!, σαν τον πιο επιτήδειο αμαξά. Και το κάρο προχωρούσε ίσια κι όμορφα στο δάσος. Κι εκεί που έστριβε στη στροφή και ο Δαχτυλάκης φώναζε στο άλογο Ντέιιι. Ντέιιι!, απάντησαν στο δρόμο τους δυο ξένους.

-«Θεούλη μου!», είπε ο ένας. «Τι πράματα είναι αυτά; Βλέπουν καλά τα μάτια μου; Βλέπω ένα κάρο που τρέχει στο δρόμο του και ακούω τον αμαξά να φωνάζει στ’ άλογο του. Αλλά τον αμαξά δεν τον βλέπω πουθενά».

-«Κάποιο λάκκο έχει η φάβα», είπε κι ο άλλος. «Πάμε από κοντά να δούμε πού θα σταματήσει το κάρο».

Το κάρο όμως συνέχισε το δρόμο του βαθιά μέσα στο δάσος κι έφτασε στο μέρος όπου ο γεωργός έκοβε ξύλα. Μόλις ο Δαχτυλάκης είδε τον πατέρα του, φώναξε:

-«Πατέρα, ήρθα. Έλα να με κατεβάσεις!» Ο πατέρας τότε έπιασε τα γκέμια του αλόγου με το αριστερό του χέρι και με το δεξί κατέβασε το γιο του και τον απίθωσε πάνω σ’ ένα καλάμι. Οι δυο ξένοι έμειναν μ’ ανοιχτό το στόμα όταν αντίκρισαν τον Δαχτυλάκη. Κι ο ένας πήρε τον άλλον παράμερα και του είπε:

-«Άκου. Μ’ αυτόν τον μικρουλάκο μπορούμε να κάνουμε την τύχη μας. Θα τον πάμε στην πολιτεία και ο κόσμος θα μας πληρώνει για να τον δει. Ας τον αγοράσουμε».

Πήγαν λοιπόν στο γεωργό και του είπαν:

-«Πούλησε μας αυτόν τον μικρουλάκη και θα περάσει κοντά μας ζωή και κότα».

-«Όχι», απάντησε ο γεωργός. «Αυτός είναι το φυλλοκάρδι μου και δεν τον πουλάω ούτε για όλο το χρυσάφι του κόσμου». Ο Δαχτυλάκης όμως σκαρφάλωσε γοργά στο ρούχο του πατέρα του, έφτασε στον ώμο του και του ψιθύρισε στ’ αυτί:

-«Δώσε με, πατέρα, και πάρε τα λεφτά. Κι εγώ δεν θ’ αργήσω να ξανάρθω».

Πράγματι, ο πατέρας πήρε τα λεφτά κι έδωσε τον Δαχτυλάκη στους δυο ξένους.

-«Πού θέλεις να καθίσεις;» τον ρώτησαν εκείνοι.

-«Βάλτε με στο γείσο του καπέλου σας», αποκρίθηκε ο Δαχτυλάκης. «Θα κόβω τις βόλτες μου να ξεμουδιάζω και δεν υπάρχει φόβος να πέσω». Του 'καναν το χατίρι. Κι όταν ο Δαχτυλάκης αποχαιρέτησε τον πατέρα του, τον πήραν κι έφυγαν.

Προχώρησαν έτσι ώσπου σκοτείνιασε. Κι ο Δαχτυλάκης τότε φώναξε:

-«Ε, κατεβάστε με μια στιγμή. Είναι ανάγκη».

-«Κάτσε εκεί που κάθεσαι», απάντησε ο άντρας. «Και τα πουλιά με κουτσουλάνε πότε - πότε και δεν με νοιάζει».

-«Όχι», διαμαρτυρήθηκε ο Δαχτυλάκης. «Εγώ ξέρω να φέρνομαι. Ξέρω ποιο είναι το σωστό και το λάθος. Κατέβασε με αμέσως».

Τι να κάνει ο άντρας; Έβγαλε το καπέλο του και τον κατέβασε στο χώμα, στην άκρη του δρόμου. Μ’ ένα πήδημα ο Δαχτυλάκης βρέθηκε ανάμεσα στα χόρτα. Κι έτσι σερνάμενος βρήκε τη φωλιά ενός αρουραίου και τρύπωσε μέσα.

-«Καλή σας νύχτα, αφέντες μου!», φώναξε απ’ την κρυψώνα του. «Ώρα καλή! Συνεχίστε το δρόμο σας χωρίς εμένα!», τους κορόιδεψε. Εκείνοι άρχισαν να ψάχνουν και να χτυπάνε με τις μαγκούρες τους τα χόρτα και το χώμα, αλλ’ άδικος κόπος. Ο Δαχτυλάκης είχε χωθεί τόσο βαθιά μέσα στην τρύπα τον αρουραίου που δεν μπορούσαν να τον βγάλουν. Κι επειδή είχε πια σκοτεινιάσει, αναγκάστηκαν να φύγουν και να γυρίσουν στα σπίτια τους με τις τσέπες αδειανές.

Ο Δαχτυλάκης παραμόνεψε ώσπου να φύγουν κι ύστερα βγήκε απ’ την τρυπούλα του.

-«Είναι επικίνδυνο να τριγυρνάω τη νύχτα στα χωράφια». είπε με το νου του. «Μπορεί να πέσω και να σπάσω το κεφάλι μου!» Για καλή του τύχη βρήκε μπροστά του αδειανό το σπιτάκι ενός σαλιγκαριού.

-«Δόξα τω Θεώ», είπε. «Εδώ θα περάσω τη νύχτα μου ήσυχα κι ωραία». Κι έπεσε να κοιμηθεί. Αλλά πριν προλάβει να κλείσει τα μάτια του, άκουσε δυο άντρες που περνούσαν κι έλεγαν:

-«Πώς θα τα καταφέρουμε ν’ αρπάξουμε το χρυσάφι και τα φλουριά του παπά;»

-«Εγώ θα σου πω», μπήκε στη μέση ο Δαχτυλάκης.

-«Τι ήταν τούτο πάλι;» πήδησε τρομαγμένος ο ένας κλέφτης. «Άκουσα κάποιον να μιλάει».

Στάθηκαν κι οι δυο ακίνητοι κι αφουγκράστηκαν. Ο Δαχτυλάκης τότε ξαναμίλησε:

-«Πάρτε με μαζί σας κι εγώ θα σας βοηθήσω».

-«Πού είσαι;»

-«Ψάξτε στο χώμα και τεντώστε καλά τ’ αυτιά σας για να καταλάβετε από πού έρχεται η φωνή», αποκρίθηκε ο Δαχτυλάκης.

Με τα πολλά οι κλέφτες τον βρήκαν και τον σήκωσαν.

-«Βρε συ, είσαι μια σταλιά άνθρωπος. Πώς θα μας βοηθήσεις;»

-«Θα δείτε», τους είπε ο Δαχτυλάκης. «Θα χωθώ στην κάμαρη του παπά και ανάμεσα απ’ τα κάγκελα θα σας δίνω έξω ό,τι θέλετε να πάρετε».

-«Εντάξει», συμφώνησαν οι δυο κλέφτες. «Πάμε να δούμε τι θα καταφέρεις».

Πράγματι έτσι κι έγινε: πήγαν στο σπίτι του παπά κι ο Δαχτυλάκης τρύπωσε στην κάμαρη του. Αλλά μόλις βρέθηκε μέσα, άρχισε να φωνάζει μ’ όλη του τη δύναμη:

-«Τα θέλετε όλα όσα είναι εδώ μέσα;» Οι κλέφτες τρόμαξαν:

-«Μη φωνάζεις τόσο δυνατά, βρε! Θα τους ξυπνήσεις όλους!»

Ο Δαχτυλάκης όμως έκανε πως δεν τους άκουσε και φώναξε ξανά:

-«Τι θέλετε να σας δώσω; Τα θέλετε όλα όσα είναι εδώ μέσα;» Κι η μαγείρισσα, που κοιμόταν στο διπλανό δωμάτιο, τον άκουσε, ανασηκώθηκε στο κρεβάτι της και τέντωσε τ’ αυτιά της. Οι κλέφτες πάλι, τρομαγμένοι, είχαν πάρει δρόμο. Αφού πέρασε κάμποση ώρα, μάζεψαν πάλι το κουράγιο τους και ξαναγύρισαν.

-«Ο μικρούλης κάνει αστεία», είπαν. Και σιγά σιγά τον μάλωσαν: «Σταμάτα τώρα τ’ αστεία και δώσε μας έξω τα φλουριά και το χρυσάφι!» Πάλι έβαλε τις φωνές ο Δαχτυλάκης:

-«Όλα θα σας τα δώσω ! Φέρτε μέσα τα χέρια σας!» Κι αυτή τη φορά η μαγείρισσα τον άκουσε καθαρά, πετάχτηκε απ’ το κρεβάτι κι έτρεξε στην πόρτα. Οι δυο κλεφταράδες το 'βαλαν στα πόδια κι άρχισαν να τρέχουν σαν τους τρελούς. Κι η μαγείρισσα, που τίποτα δεν μπορούσε να δει, πήγε ν’ ανάψει τη λάμπα. Ο Δαχτυλάκης βρήκε τότε ευκαιρία και ξεγλίστρησε έξω απ’ την κάμαρη, στον αχυρώνα. Κι η καημένη η γυναίκα, αφού έψαξε σπιθαμή προς σπιθαμή όλη την κάμαρη χωρίς να βρει τίποτα, έπεσε πάλι στο κρεβάτι της κι είπε με το νου της: «Φαίνεται πως ονειρεύτηκα μ’ ανοιχτά τα μάτια!»

Ο Δαχτυλάκης χώθηκε ανάμεσα στ’ άχυρα και βρήκε ωραία κρυψώνα για να κοιμηθεί μέχρι το πρωί. Κι όταν θα ξημέρωνε η μέρα, θα πήγαινε πάλι στο σπίτι του. Αλλά τα πράγματα ήρθαν αλλιώς! Αχ, πόσα βάσανα έχει καμιά φορά η ζωή! Μόλις χάραξε, η μαγείρισσα σηκώθηκε να ταΐσει τα ζώα. Πρώτα πρώτα πήγε στον αχυρώνα και πήρε ένα δεμάτι άχυρο. Ήταν ακριβώς το δεμάτι εκείνο όπου είχε χωθεί για ύπνο ο κακομοίρης ο Δαχτυλάκης. Τόσο βαθιά κοιμόταν ο μικρούλης που τίποτα δεν κατάλαβε, ώσπου ξύπνησε τη στιγμή που βρισκόταν πια στο στόμα της αγελάδας.

-«Αχ, Θεούλη μου!», φώναξε τρομαγμένος. «Πώς βρέθηκα έτσι ξαφνικά μέσα στις μυλόπετρες; Θα με αλέσουν!» Γρήγορα όμως κατάλαβε πού ήταν. Κι άρχισε να χοροπηδάει εδώ κι εκεί, για να μην πιαστεί ανάμεσα στα δόντια της αγελάδας και γίνει λιώμα. Κι όταν η αγελάδα μάσησε το άχυρο, κατάπιε την μπουκιά της και κατάπιε μαζί και τον Δαχτυλάκη.

-«Εδώ μέσα ξέχασαν να φτιάξουν παράθυρα», είπε με το νου του ο μικρούλης, όταν έφτασε στο στομάχι της αγελάδας. «Ούτε ήλιος φτάνει εδώ μέσα ούτε φως». Καθόλου δεν το βρήκε του γούστου του αυτό το μέρος. Και το χειρότερο απ’ όλα ήταν πως οι μπουκιές κατέβαιναν ασταμάτητα η μια μετά την άλλη και τελειωμό δεν είχαν. Ο Δαχτυλάκης είχε στριμωχτεί πολύ άσχημα κι απ’ το φόβο του άρχισε να φωνάζει:

-«Μη μου φέρνετε άλλο άχυρο! Μη μου φέρνετε άλλο άχυρο!» Εκείνη τη στιγμή η μαγείρισσα άρμεγε την αγελάδα. Κι όταν άκουσε πάλι τη φωνή, χωρίς να βλέπει κανέναν, κι ήταν η ίδια φωνή που είχε ακούσει και τη νύχτα, πάγωσε απ’ το φόβο της, έπεσε απ’ το σκαμνί της κι έχυσε την καρδάρα με το γάλα. Τρέμοντας σηκώθηκε κι έτρεξε στο σπίτι όσο μπορούσε πιο γρήγορα:

-«Αχ, παπά μου, τι είδαν τα μάτια μου! Τι άκουσαν τ’ αυτιά μου! Η αγελάδα μίλησε!»

-«Έχασες τα λογικά σου», της είπε ο παπάς. Και πήγε μονάχος του στο στάβλο. Αλλά δεν είχε καλά - καλά πατήσει το πόδι του στο κατώφλι, κι ο Δαχτυλάκης φώναξε πάλι:

-«Μη μου φέρνετε άλλο άχυρο! Μη μου φέρνετε άλλο άχυρο!»

Ο παπάς τρόμαξε, θάρρεψε πως κάποιο κακό δαιμόνιο είχε μπει μέσα στην αγελάδα του και πρόσταξε να τη σφάξουν. Κι έτσι έγινε. Την έσφαξαν την κακομοίρα την αγελάδα και το στομάχι της, μαζί με τον Δαχτυλάκη, το πέταξαν στα σκουπίδια. Ίδρωσε ο καημένος ο μικρούλης ν’ ανοίξει δρόμο ανάμεσα στις βρομιές. Κι όταν επιτέλους τα κατάφερε κι έβγαλε το κεφαλάκι του από το στομάχι της αγελάδας, καινούργια συμφορά τον περίμενε. Ένας πεινασμένος λύκος πλησίασε κι άρπαξε το στομάχι και το 'κανε μια χαψιά μαζί με τον Δαχτυλάκη. Αλλά ο μικρούλης δεν έχασε το θάρρος του.

-«Μπορεί ο λύκος να παίρνει από λόγια», είπε με το νου του. Κι αμέσως φώναξε:

-«Κυρ - λύκο, ξέρω πού θα βρεις καλούς μεζέδες».

-«Για πες μου», απάντησε ο λύκος.

-«Στο τάδε σπίτι», είπε τότε ο Δαχτυλάκης. «Θα στρίψεις εδώ και θα τρυπώσεις μέσα στο κατώι απ’ το φεγγίτη και θα βρεις γλυκά και λαρδί και λουκάνικα, όσα τραβάει η ψυχή σου».

Και τον οδήγησε να φτάσει ακριβώς στο σπίτι του πατέρα του. Ο λύκος δεν περίμενε να του το πουν δεύτερη φορά. Βρήκε το σπίτι του Δαχτυλάκη και μόλις νύχτωσε χώθηκε στο κατώι κι έπεσε με τα μούτρα στο φαγητό. Όταν χόρτασε την πείνα του, έκανε να βγει, αλλά πού! Είχε χοντρύνει τόσο πολύ που δεν χώραγε να περάσει απ’ το φεγγίτη. Αυτό περίμενε κι ο Δαχτυλάκης. Χωρίς να χάσει καιρό, άρχισε να φωνάζει και να χοροπηδάει μέσα στην κοιλιά του λύκου και να κάνει τέτοιο σαματά, που ο λύκος τρόμαξε.

-«Σταμάτα», του είπε. «Θα τους ξυπνήσεις όλους».

-«Μπα! Τι μας λες; Εσύ καλά έφαγες και γέμισες την κοιλιά σου. Τώρα ήρθε κι η σειρά μου να διασκεδάσω». Κι άρχισε πάλι να φωνάζει μ’ όλη του τη δύναμη.

Με τα πολλά ξύπνησαν επιτέλους ο πατέρας κι η μάνα του, έτρεξαν στο κατώι και κοίταξαν απ’ τη χαραμάδα. Είδαν τότε το λύκο κι ο άντρας πήγε κι έφερε το τσεκούρι του.

-«Θα του κοπανήσω μία κι αν δεν πεθάνει, τότε πάρε το μαχαίρι και κόψε του την κοιλιά», είπε ο γεωργός στη γυναίκα του.

Ο Δαχτυλάκης άκουσε τη φωνή του πατέρα του κι έβαλε τα δυνατά του:

-«Πατέρα! Πατέρα! Είμαι εδώ, μέσα στην κοιλιά του λύκου!»

-«Δόξα τω Θεώ, ξαναβρήκαμε το παιδάκι μας!», είπε τότε ο γεωργός και πρόσταξε τη γυναίκα του ν’ αφήσει το μαχαίρι, για να μην πάθει τίποτα ο Δαχτυλάκης. Ύστερα σήκωσε το τσεκούρι του κι έδωσε μια στο λύκο κατακέφαλα και τον έριξε χάμω νεκρό. Έπειτα πήραν το ψαλίδι, έκοψαν την κοιλιά του θηρίου με προσοχή κι έβγαλαν έξω το παιδί τους.

-«Αχ», αναστέναξε ο πατέρας. «Δεν ξέρεις τι αγωνία είχαμε για χάρη σου!»

-«Πατέρα μου καλέ, γύρισα τον κόσμον όλο. Και με τη βοήθεια του Θεού, ανασαίνω πάλι καθαρόν αέρα!»

-«Και πού είχες πάει, παιδί μου;»

-«Και πού δεν πήγα! Στην τρύπα ενός αρουραίου, στο στομάχι μιας αγελάδας και στην κοιλιά του λύκου. Και τώρα γύρισα πια στο σπίτι μου κι εδώ θα μείνω».

-«Κι εμείς δεν θα σε ξαναπουλήσουμε, ακόμα κι αν μας δώσουνε όλο το χρυσάφι του κόσμου», είπαν η μάνα κι ο πατέρας του κι αγκάλιασαν τον αγαπημένο τους Δαχτυλάκη. Του ’δωσαν να φάει και να πιει και του 'ραψαν καινούργια ρουχαλάκια. Γιατί τα παλιά του είχαν γίνει κουρέλια στο ταξίδι.

Πηγή

ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ ΓΚΡΙΜΜ -Εκδόσεις ΑΓΡΑ
Α τόμος
Μετάφραση: ΜΑΡΙΑ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ

Τίτλος πρωτοτύπου: Kinder - und Hausmärchen
Παραμύθια για τα παιδιά και την οικογένεια