Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του «ΑΧΤΑΡΜΑΣ»
Admin (συζήτηση | συνεισφορές) (Νέα σελίδα με 'Η νέα μέθοδος σπογγαλιείας οδήγησε στην καθιέρωση ενός άλλου τύπου σκάφους που ανταποκρινό...') |
Admin (συζήτηση | συνεισφορές) μ (→Πηγή) |
||
(Μία ενδιάμεση αναθεώρηση από τον ίδιο χρήστη δεν εμφανίζεται) | |||
Γραμμή 12: | Γραμμή 12: | ||
Κώστας Δαμιανίδης – από το ένθετο «Επτά Ημέρες» της Καθημερινής 13/9/1998 | Κώστας Δαμιανίδης – από το ένθετο «Επτά Ημέρες» της Καθημερινής 13/9/1998 | ||
[[category: | [[category:Παραδοσιακή Ναυπηγική]] | ||
__NOTOC__ | |||
__NOEDITSECTION__ |
Τελευταία αναθεώρηση της 11:50, 14 Νοεμβρίου 2018
Η νέα μέθοδος σπογγαλιείας οδήγησε στην καθιέρωση ενός άλλου τύπου σκάφους που ανταποκρινόταν καλύτερα στις νέες απαιτήσεις. Ο «αχταρμάς» ή «μηχανοκάικο» ήταν μια παραλλαγή του γνωστού τρεχαντηριού, προσαρμοσμένη στην καινούργια χρήση.
Το ολικό μήκος του σκάφους ήταν συνήθως 9-10 μέτρα και το πλάτος του λίγο περισσότερο από το 1/3 του ολικού μήκους. Ο «αχταρμάς» είχε έντονη σιμότητα (καμπυλότητα) στο κατάστρωμα, κατά μήκος και εγκάρσια στον άξονα συμμετρίας του, ώστε τα νερά που έπεφταν πάνω στο κατάστρωμα από φουρτουνιασμένες θάλασσες να φεύγουν γρήγορα από τα μπούνια στο παραπέτο του σκάφους. Πριν την καθιέρωση της εσωλέμβιας μηχανής (γύρω στο 1920) ο «αχταρμάς» είχε ένα κατάρτι με μια παραλλαγή του πανιού σακολέβα, η οποία ονομαζόταν «φούσκα». Το πανί αυτό στηριζόταν σε μια διαγώνια αντένα, όπως η σακολέβα, αλλά έπιανε από το άκρο της πλώρης (κοράκι) μέχρι την πρύμνη. Με το σχήμα αυτό μπορούσε να «σακουλιάζει» ακόμη περισσότερο από ό,τι η σακολέβα, δημιουργώντας ουσιαστικά μια φούσκα. Το πανί αυτό έδινε μεγαλύτερη ταχύτητα στο σκάφος, αλλά κυρίως του παρείχε πιο ξεκούραστη πλεύση χωρίς πολύ κούνημα. Αργότερα με την καθιέρωση των εσωλέμβιων μηχανών το είδος του πανιού που χρησιμοποιούσαν πάνω στους «αχταρμάδες», ως βοηθητικό ή για ώρα ανάγκης, ήταν μπούμα.
Η εγκατάσταση της μηχανής στους «αχταρμάδες» οδήγησε σε μια νέα αλλαγή του σχήματός τους στην πρύμνη. Η θέση της προπέλας επέτρεπε την κάλυψή της και από τις δύο μεριές του σκάφους με προσαρμοζόμενους συρμάτινους κλωβούς που εμπόδιζαν το σωλήνα τροφοδοσίας του δύτη να μπλεχτεί και να κοπεί από την προπέλα κατά τη διάρκεια των καταδύσεων. Στο νησί Κούταλη και αργότερα στη νέα Κούταλη Λήμνου αναφέρεται ότι οι σφουγγαράδες χρησιμοποιούσαν εκτός από τον «αχταρμά» και ένα άλλο είδος καϊκιού, τον «γούτσο», επίσης προσαρμοσμένο στην σπογγαλιεία.
Το σκάφος του «αχταρμά» ήταν αρκετά φαρδύ με «μάσκες» ώστε να διαθέτει αρκετό εσωτερικό χώρο, αλλά και μεγάλη επιφάνεια καταστρώματος αναλογικά με το μέγεθός του. Στο κατάστρωμα δεσπόζουσα θέση είχε η χειροκίνητη αεραντλία (μηχανή) που τροφοδοτούσε τους δύτες με αέρα και οι κουκέτες για την ξεκούραση των δυτών. Στον «αχταρμά» δούλευαν συνήθως 12-24 άντρες, εκ των οποίων οι μισοί ήταν δύτες και οι υπόλοιποι πλήρωμα. Τα πιο γνωστά μέρη που χτιζόντουσαν «αχταρμάδες» ήταν η Σύμη, η Κάλυμνος, η Ύδρα και αργότερα, από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, ο Πειραιάς και το Πέραμα.
Το μάζεμα των σφουγγαριών με καμάκι και γυαλί γινόταν συνήθως από ένα ιδιαίτερο τύπο βάρκας που ονομαζόταν γυαλάδικη ή γυάλα. Οι βάρκες αυτές ήταν μικρές, δεν ξεπερνούσαν τα 7 μέτρα και είχαν πάντα άβακα ή «καθρέπτη» στην πρύμνη. Οι πιο φημισμένες γυαλάδικες βάρκες ήταν αυτές που σκαρώνονταν στην Ύδρα και ονομάζονταν υδραίικοι βαρκαλάδες. Οι γυαλάδικες βάρκες ήταν φαρδιές με την πρύμνη πιο ψηλά από την πλώρη και με το πλωριό ποδόσταμα ίσιο και σχεδόν κατακόρυφο. Οι υδραίικοι βαρκαλάδες ήταν εξαιρετικά ελαφριές κατασκευές για να μπορούν να σέρνονται εύκολα στη παραλία ή να φορτώνονται και να ξεφορτώνονται πάνω σε μεγαλύτερα σκάφη. Σε αυτές δούλευαν συνήθως τρεις ψαράδες, ένας στο πηδάλιο, ένας στα κουπιά και ένας σε μια ειδική θέση στην πλώρη της βάρκας, από όπου έβλεπε με το γυαλί το βυθό, κρατώντας το καμάκι. Στις φουρκάδες που υπήρχαν στις δύο μεριές της βάρκας έμπαιναν οι προεκτάσεις του καμακιού ή η αντένα αν η βάρκα έφερε κάποιο βοηθητικό πανάκι. Οι γυάλες συνήθως δεν ταξίδευαν μόνες τους στις ακτές της β. Αφρικής αλλά φορτώνονταν και μεταφέρονταν πάνω σε μεγαλύτερα καΐκια, κυρίως μπρατσέρες, που ονομάζονταν «ντεπόζιτα» ή «μπακέτα», και ξεφορτώνονταν στους τόπους σπογγαλιείας. Στις γυαλάδικες βάρκες που δούλευαν στη β. Αφρική επέβαιναν συνήθως 6 άτομα, μεταξύ των οποίων και «γυμνοί δύτες, για τις περιπτώσεις που κάποιο μεγάλο σφουγγάρι δε μπορούσε να πιαστεί με το καμάκι.
Πηγή
Κώστας Δαμιανίδης – από το ένθετο «Επτά Ημέρες» της Καθημερινής 13/9/1998