Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του «ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΣΠΟΓΓΩΝ»

Από The Stelios Files
 
Γραμμή 35: Γραμμή 35:


[[category:Διάφορα]]
[[category:Διάφορα]]
__NOTOC__
__NOEDITSECTION__

Τελευταία αναθεώρηση της 10:36, 25 Μαΐου 2018

Η ποικιλομορφία στα είδη και τα εμπορεύσιμα σφουγγάρια

Η ανάπτυξη των σφουγγαριών και η επιβίωση τους εξαρτώνται αποκλειστικά από το περιβάλλον τους με το οποίο είναι άρρηκτα δεμένα. Κάθε οικότοπος, έχει τις δικές του χαρακτηριστικές ιδιότητες και μια μεγάλη λειτουργική αυτονομία.

Το σφουγγάρι είναι άραγε ζώο ή φυτό: Κάποτε το έλεγαν ζωόφυτο. Ο Αριστοτέλης πρώτος κατέληξε ότι τα σφουγγάρια ανήκουν στο ζωικό βασίλειο, αφού διαπίστωσε την ύπαρξη αισθήσεως σε αυτά. Με αυτή την άποψη συντάχθηκαν αργότερα ο Πλίνιος και ο Αιλιανός, οι οποίοι διαπίστωσαν ότι Τα σφουγγάρια έχουν την ικανότητα να εκτελούν συσταλτικές και διασταλτικές κινήσεις όταν δέχονται κάποιο ερέθισμα.

Ο Rondelet, το 16ο αιώνα, και στη συνέχεια o Lamark και ο Cuvier τα κατέταξαν στο ζωικό βασίλειο. Το 1940 η Hyman απέδειξε την αποικιακή μορφή τους και το 1967 o Brief, βάσει της δομής και του τρόπου ανάπτυξης τους, τα τοποθέτησε οριστικά στα Μετάζωα.

Τα σφουγγάρια ανήκουν στο φύλο Ποροφόρα (Porifera). Η επιφάνειά τους είναι γεμάτη πόρους, από χιλιάδες ανοίγματα που αποτελούν εισόδους και εξόδους του νερού στο κυρίως σώμα του. Η ζωή αυτού του αποκλειστικά υδρόβιου οργανισμού επικεντρώνεται στην άντληση μεγάλων ποσοτήτων νερού, η οποία μπορεί να φθάσει τρεις φορές το συνολικό όγκο του ζώου ανά ώρα. Η εξωτερική συμμετρία δεν επεκτείνεται στο εσωτερικό υδροφορικό του σύστημα, ενώ ο σκελετός του εξαφανίστηκε με το πέρασμα των αιώνων και στη θέση του, το στηρικτικό ρόλο παίζουν οι ίνες σπογγίνης. (Είναι αυτό που βλέπουμε όταν κρατάμε, ένα επεξεργασμένο σφουγγάρι στα χέρια μας.)

Για να κατανοήσουμε καλύτερα τα τμήματα από τα οποία αποτελείται ένα ζωντανό σφουγγάρι, θα πρέπει να μελετήσουμε προσεκτικά τη γραφική απεικόνιση μιας εγκάρσιας τομής του. Βλέπουμε ότι η αρχιτεκτονική του είναι μοναδική, δομημένη γύρω από ένα σύστημα σωλήνων νερού. Αυτά τα κανάλια σχηματίζουν μαιάνδρους κατά τη διαδρομή τους και σε ορισμένα σημεία διακόπτονται σχηματίζοντας θαλάμους όπου βρίσκονται ειδικά κύτταρα, τα οποία ονομάζουμε χοανοκύτταρα. Εκεί κατακρατείται ένα μεγάλο μέρος της τροφής του σφουγγαριού. Η τροφή είναι οργανική ύλη είτε διαλυμένη στο νερό είτε σε κολλοειδή μορφή, βακτήρια, μύκητες και μικροπλανγκτονικοί οργανισμοί. Μέσα από αυτή τη διαδικασία γίνεται σαφές γιατί το σφουγγάρι λέγεται και βιολογικό φίλτρο των θαλασσών. Το μέγεθος της τροφής οριοθετείται από τη διάμετρο των πόρων εισόδων του νερού και είναι της τάξεως των 5 mm περίπου.

Στη συνέχεια, το διηθημένο νερό εξωθείται με πίεση στο περιβάλλον, αφού περάσει από το σωλήνα εξόδου και την τελική επιφανειακή απόληξή του. Με αυτό τον τρόπο το σφουγγάρι δεν ξαναπαίρνει αμέσως το νερό που μόλις έχει αποβάλλει. Αυτός είναι και ο βασικός τρόπος που αντιμετωπίζει τις ανάγκες του σε τροφή.

1 Είδη

Τα σφουγγάρια διακρίνονται σε «άγρια» και «ήμερα» ή σε εμπορικά και μη εμπορικά. Τα εμπορικά είδη σπόγγων (αυτά που αλιεύονται περισσότερο) μπορούν να ομαδοποιηθούν σε πέντε είδη, παρά το μεγάλο αριθμό τοπικών ονομάτων που χρησιμοποιούν οι σπογγαλιείς και τη σημαντική τους ποικιλομορφία. Η ποικιλότητα των μορφών είναι συνάρτηση πολλών παραμέτρων, όπως η θερμοκρασία, ο φωτισμός, η ύπαρξη ή όχι ρευμάτων, ο κυματισμός, το βάθος, ακόμα και η ηλικία του ζώου. Συνοπτικά θα λέγαμε ότι οι φυσικοί και χημικοί παράγοντες του θαλάσσιου περιβάλλοντος επιδρούν στη μορφή, την κατανομή, το μεταβολισμό και την αναπαραγωγική ικανότητα των σπόγγων.

Τα εμπορικά είδη των σπόγγων, που συναντώνται στο Αιγαίο και στον ευρύτερο μεσογειακό χώρο είναι:

  • Hippospongia communis (Lamark, 1813) ή Καπάδικο. Σφουγγάρι σχεδόν σφαιρικό. Η κάτω επιφάνεια του είναι τραχιά και με αυτή προσφύεται στο υπόστρωμα. Το χρώμα του είναι σκούρο καφέ και αλιεύεται σε βάθη από 9 έως 80 μ. Αλιευτικά πεδία βρίσκονται στην Κρήτη, τα Δωδεκάνησα, τις Κυκλάδες, την Εύβοια. Σε αυτό το είδος ανήκει και ο λεγόμενος «δροσίτης». Πρόκειται για ένα καπάδικο, το οποίο ζει σε θαλασσινές σπηλιές και το χρώμα του είναι ανοιχτό καστανό.
  • Spongia officinalis (Linaeaus. 1759) adiatica (Schmidt, 1862). Λέγεται και «ματαπάς», όταν προέρχεται από μικρά βάθη, ή «φίνο» ή ελληνικός σπόγγος μπάνιου. Το είδος αυτό χαρακτηρίζεται από μεγάλη ποικιλομορφία. Το χρώμα του μεταβάλλεται αντιστρόφως ανάλογα προς τη θολερότητα. Είναι σφουγγάρι ιδιαίτερα συμπαγές, ελαστικό και εύκαμπτο. Χαρακτηριστικό του γνώρισμα η αίσθηση του βελούδου που δημιουργεί η πολύ λεπτή του υφή. Το βρίσκουμε στην Κρήτη, τα Δωδεκάνησα, τη Σάμο, την Εύβοια και σε βάθη μέχρι 100μ.
  • Spongia officinalis (Linaeaus. 1759) mollissima (Schmidt, 1862). Λέγεται και «μεθάλη» ή «τούρκικο φλιτζάνι» ή «λεπτός σπόγγος της Συρίας». Το σχήμα του Θυμίζει χωνί ή φλιτζάνι, ζει σε βυθούς με χονδρόκοκκη άμμο, μεγάλα βράχια ή σε λιβάδια Ποσειδώνιας και σε βάθος 50 μ. περίπου.
  • Spongia agaricina (Pallas, 1766) ή Spongia officinalis lamella (Scchulze, 1862). Οι σφουγγαράδες το λένε «λαγόφυτο» ή «ψαθούρι» ή «λαφίνα» ή «αυτί ελάφαντα». Το σφουγγάρι αυτό είναι από τα πιο όμορφα ανάμεσα στα άγρια και τα ήμερα. Το σχήμα του μεταβάλλεται ανάλογα με την ηλικία του, ενώ οι νεαρές μορφές μοιάζουν με κύπελλο όπως και η «μελάθη». Όμως κατά την ενήλικη φάση της ζωής του το σχήμα αλλάζει τελείως. Γίνεται ελασματοειδές και θυμίζει βεντάλια. Το χρώμα του, όταν αλιεύεται από μεγάλα βάθη είναι γκρίζο-μπλε και η διάμετρός του μπορεί να ξεπεράσει το 1μ. Προτιμάει τα σκληρά, κοραλλιογενή υποστρώματα και συνήθως συναντάται σε βάθη 60-100 μ. Περίπου.
  • Spongia zimoca (Schmidt, 1862). Πρόκειται για τη γνωστή «τσιμούχα» ή «δερματώδης σπόγγος». Η τσιμούχα παρουσιάζεται με πολλές μορφές και οι σφουγγαράδες λένε πως καμιά τσιμούχα δεν έχει όμοιά της. Το χρώμα της εξωτερικά είναι μαύρο προς γκρι και εσωτερικά καφέ σκούρο και θυμίζει πολλές φορές το χρώμα της σκουριάς. Προτιμά τα σκληρά υποστρώματα και η συνοδός βιοκοινωνία εiναι κοραλλιογενής. Τα βάθη όπου αλιεύεται κυμαίνονται από 25 έως 100 μ. Αλιευτικά πεδία υπάρχουν στη Κρήτη, τα Δωδεκάνησα και τις Κυκλάδες.

2 Η ασθένεια των σφουγγαριών

Το 1986 μία τρομερή ασθένεια κατέστρεψε ολοσχερώς όλα τα αλιευτικά πεδία της μεσογείου. Ο πανικός των σφουγγαράδων ήταν μεγάλος. Από τη μια οι αρχές μιλούσαν για ρύπανση, από την άλλη οι ψαράδες για ραδιενέργεια από το ατύχημα του Τσερνομπίλ. Το μόνο σίγουρο ήταν η καταστροφή των αλιευτικών πεδίων με άμεσο αντίκτυπο στο περιβάλλον και τη διατήρηση των αλιευτικών πόρων. Στα άρρωστα σφουγγάρια παρατηρήθηκε ασυνέχεια στη δομή των ινών σπογγίνης, καταστροφή των κυτταρικών μεμβρανών και λύση των κυττάρων. Μέσα σε λίγες ημέρες είχε ολοκληρωθεί η ολοσχερής καταστροφή των σπόγγων, ενώ μια έντονη μυρωδιά υδρόθειου αναδυόταν από την εγγύς περιοχή. Η μεγάλη ταχύτητα με την οποία εξαπλώθηκε η ασθένεια κατά την περίοδο της έξαρσης, φθάνει τα όρια της επιδημίας εκρηκτικού τύπου, ενώ όλο το υπόλοιπο χρονικό διάστημα εμφανίζεται υπό ενδημική μορφή. Η ασθένεια είχε επιπτώσεις σε όλους τους εδραίους οργανισμούς και εξαπλώθηκε σε βάθη από 0-50 μ. Μπορούμε σήμερα να πούμε με βεβαιότητα ότι η ασθένεια πέρασε από συγκεκριμένα μονοπάτια, ακολουθώντας πιστά το θαλάσσιο ρεύμα της «Λεβαντίνης». Σήμερα τα αλιευτικά πεδία ανακάμπτουν και αυτό οφείλεται στις μετακινήσεις των προνυμφών των σφουγγαριών. Το γεγονός αυτό μας εξασφαλίζει ότι η σπογγαλιεία θα συνεχίσει την παραδοσιακή εξελικτική της πορεία και δεν θα καταλήξει μουσειακό έκθεμα με μεγάλο κοινωνικό ενδιαφέρον. Εάν στηριχθούν οι εμπλουτισμοί των αλιευτικών πεδίων (επιτάχυνση των φυσικών διαδικασιών), η σπογγοκαλιέργεια, η έρευνα στην απομόνωση φαρμακευτικών πρώτων υλών και η πιστοποίηση της ποιότητας, η οποία θα διαχωρίσει το μεσογειακό σφουγγάρι από τα άλλα, τότε οι προοπτικές του κλάδου είναι ευοίωνες και πολλά υποσχόμενες για το άμεσο μέλλον.

3 Πηγή

Ι.Καστρίτση-Καθαρίου – από το ένθετο «Επτά Ημέρες» της Καθημερινής 13/9/1998