Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του «Η ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ ΤΗΣ ΥΣΤΕΡΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ»

Από The Stelios Files
(Νέα σελίδα με 'Η ανακάλυψη ότι ο χαλκός και ο κασσίτερος μπορούσαν να αναμειχθούν, σχηματίζοντας ένα νέο, α...')
 
μ
Γραμμή 55: Γραμμή 55:
* [http://www.fhw.gr/projects/cooperations/egypt/gr/fwork/f1c.html Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού - τα ναυάγια]
* [http://www.fhw.gr/projects/cooperations/egypt/gr/fwork/f1c.html Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού - τα ναυάγια]
* [http://odysseus.culture.gr/h/4/gh430.jsp?obj_id=4600 Οδυσσεύς-Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού]
* [http://odysseus.culture.gr/h/4/gh430.jsp?obj_id=4600 Οδυσσεύς-Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού]
[[Κατηγορία:Ιστορικά]]
__NOEDITSECTION__
__NOTOC__

Αναθεώρηση της 15:20, 17 Δεκεμβρίου 2017

Η ανακάλυψη ότι ο χαλκός και ο κασσίτερος μπορούσαν να αναμειχθούν, σχηματίζοντας ένα νέο, ανθεκτικότερο κράμα, τον μπρούντζο, άλλαξε άρδην την πορεία της ιστορίας. Από το 3.000 π.Χ. Περίπου, τα εργαλεία και τα όπλα που κατασκευάζονταν από αυτό το αξιοθαύμαστο κράμα άρχισαν να αντικαθιστούν τα ακατέργαστα λίθινα, ξύλινα, οστέινα και χάλκινα εργαλεία. Το όργωμα, που άλλοτε διαρκούσε μέρες, τώρα μπορούσε να γίνει μέσα σε λίγες ώρες. Με σχετική ταχύτητα, οι ναυπηγοί, χρησιμοποιώντας μπρούντζινα εργαλεία, μπορούσαν να κατασκευάσουν σκαριά ικανά να μεταφέρουν εμπορεύματα χύδην σε τεράστιες αποστάσεις με μόνη κινητήρια δύναμη τον άνεμο. Τέτοια επιτεύγματα επέτρεψαν την επέκταση του εμπορίου σε όλο το χώρο της Ανατολικής Μεσογείου.

1 Το ναυάγιο του Uluburun

Το ναυάγιο του Uluburun είναι ένα από τα αρχαιότερα βυθισμένα πλοία που έχουν βρεθεί και ανασκαφεί. Θεωρείται ως το «αρχαιότερο ναυάγιο του κόσμου» (14ος-13ος αι. π.Χ.) και ανακαλύφθηκε το 1982 κοντά στις νότιες ακτές της Μικράς Ασίας, ανάμεσα στην Κύπρο και στη Ρόδο κοντά στο Κας της Νότιας Τουρκίας. Σύμφωνα με μια πρόσφατη δενδροχρονολόγηση ναυάγησε το έτος 1317/1316 ± 2. Βυθίστηκε στα χρόνια της ακμής της ύστερης Εποχής του Χαλκού, που διήρκεσε από το 1600 π.Χ. περίπου μέχρι το 1050, όταν ο σίδηρος άρχισε να αντικαθιστά τον μπρούντζο ως το πιο διαδεδομένο μέταλλο.

Μετέφερε ένα πλούσιο και ανομοιογενές φορτίο, που περιλάμβανε μεταξύ των άλλων μια μεγάλη ποσότητα χαλκού και κασσίτερου χυμένων σε 350 περίπου τάλαντα και 130 περίπου δίσκους, 175 περίπου δίσκους κυανής υαλόμαζας, τουλάχιστον 150 χαναανίτικους αμφορείς - που περιείχαν στην πλειονότητά τους αρωματικό ρετσίνι τερεβίνθου -, χαναανίτικα κοσμήματα, μικροαντικείμενα και όπλα, ένα μεσοποταμιακό σφραγιδοκύλινδρο αλλά και πολλά προϊόντα αιγυπτιακής προέλευσης, όπως ένα σκαραβαίο της Νεφερτίτης -συζύγου του Φαραώ Ακενατών-, κεραμική, κορμούς εβένου και αυγά στρουθοκαμήλου. Πιθανώς από την Αίγυπτο προέρχονταν και οι χαυλιόδοντες ελέφαντα και οι κυνόδοντες ιπποπόταμου που βρίσκονταν στο φορτίο.

Ο πολυσχιδής χαρακτήρας του φορτίου ως προς τον τύπο των αντικειμένων, το υλικό κατασκευής τους και τη χώρα προέλευσής τους είναι εντυπωσιακός. Το πλοίο μετέφερε προϊόντα τουλάχιστον επτά διαφορετικών πολιτισμών - του μυκηναϊκού, του χαναανιτικού, του κυπριακού, του αιγυπτιακού, του κασσιτικού, του ασσυριακού και του νουβιακού. Αυτή η ποικιλία προϊόντων υπογραμμίζει τους οικονομικούς δεσμούς που συνέδεαν τα διαφορετικά βασίλεια της Εποχής του Χαλκού, που πολύ συχνά μελετώνται σήμερα ως διαφορετικές γεωγραφικές ενότητες.

2 Η Μεσόγειος της Ύστερης Εποχής του Χαλκού

Κατά τη διάρκεια του 14ου αιώνα π.Χ., όπου χρονικά περίπου εντάσσεται και το πλοίο του Uluburun, οι Έλληνες της Εποχής του Χαλκού έχτιζαν το μεγαλόπρεπο παλάτι τους στις Μυκήνες. Ίδρυσαν εμπορικούς σταθμούς και αποίκισαν τα νησιά και τα παράλια του Αιγαίου και του Ιονίου πελάγους, από τη Μικρά Ασία μέχρι τη Νότια Ιταλία. Ήταν οι πρόγονοι των θρυλικών ομηρικών ηρώων, του Αγαμέμνονα, του Αχιλλέα και του Οδυσσέα, που έπλευσαν στην Τροία έναν αιώνα αργότερα.

Τον 14ο αιώνα όμως, οι Μυκηναίοι έκαναν θαλασσινά ταξίδια περισσότερο για εμπορικούς παρά για κατακτητικούς σκοπούς. Τα κεραμικά τους αγγεία έφταναν σχεδόν σε κάθε πόλη της Ανατολικής Μεσογείου, καθώς και στα δυτικά, μέχρι τη Σαρδηνία. Ωστόσο η φύση του μυκηναϊκού θαλάσσιου εμπορίου είναι άγνωστη. Δεν υπάρχουν απεικονίσεις μυκηναϊκών πλοίων ή ναυτών στην αιγυπτιακή τέχνη της εποχής εκείνης και δεν έχουμε ακόμα συναντήσει τη λέξη «έμπορος» στο μυκηναϊκό λεξιλόγιο. Ίσως τα μυκηναϊκά προϊόντα μεταφέρονταν συχνά από ξένα πλοία.

Αν και οι Μυκηναίοι διατηρούσαν αποικίες κατά μήκος των δυτικών ακτών της Μικράς Ασίας, φαίνεται πως ελάχιστη επαφή είχαν με τους από γλωσσική άποψη συγγενείς τους, τους Χετταίους, που είχαν υπό τον έλεγχό τους μεγάλο κομμάτι της ενδοχώρας. Λαός δεμένος με τη γη, χωρίς πείρα στη θάλασσα, οι Χετταίοι, που ζούσαν σε οχυρωμένες ακροπόλεις όχι λιγότερο επιβλητικές από αυτές των Μυκηναίων, γνώριζαν ήδη το μυστικό της χρήσης του σιδήρου.

Οι Χετταίοι βασιλείς ανταγωνίζονταν τους φαραώ της Αιγύπτου για τον έλεγχο της γης που ανήκε στους Χαναναίους. Ο όρος Χαναναίοι χρησιμοποιείται γενικά για να δηλώσει τους λαούς που κατά τη διάρκεια της 2ης χιλιετίας π.Χ. κατοικούσαν στη συροπαλαιστινιακή ακτή, μια λωρίδα γης που έλεγχε τους εμπορικούς δρόμους που συνέδεαν την Αίγυπτο με τη Μεσοποταμία και την αυτοκρατορία των Χετταίων. Αντίστοιχα, τα λιμάνια της έλεγχαν το εμπόριο με την Κύπρο, την Κρήτη, και τις περιοχές πέρα από αυτά τα νησιά. Χαναανιτικά πλοία απεικονίζονται στην αιγυπτιακή τέχνη του 14ου αιώνα. Ανατολικότερα, τη Βαβυλωνία εξουσίαζαν οι Κασσίτες, ένας λαός που έχει αφήσει τόσο λίγα γραπτά μνημεία πίσω του, ώστε ελάχιστα γνωρίζουμε γι’ αυτόν.

Ένα μπρούντζινο ειδώλιο πολεμιστή του 12ου αιώνα π.Χ., που στέκει πάνω σε μια πλάκα χαλκού με τέσσερις λαβές και βρέθηκε στην Κύπρο, παριστά ίσως μια θεότητα που προστάτευε την παραγωγή χαλκού του νησιού. Αλλά το αγαλματίδιο, όπως και η ίδια η Κύπρος της εποχής εκείνης, κρύβει πολλά αινίγματα. Οι μελετητές μπορούν να διαβάσουν έγγραφα των Αιγυπτίων, των Χετταίων, των Χαναναίων και των Μυκηναίων, αλλά έχουν αποκρυπτογραφήσει μόνο λίγες λέξεις από την κυπριακή γλώσσα της Εποχής του Χαλκού. Και παρά το γεγονός ότι γνωρίζουμε την εξωτερική εμφάνιση και την ενδυμασία των Χετταίων, των Χαναναίων, των Αιγυπτίων, των Μυκηναίων και των Νουβίων, δεν έχουμε λεπτομερείς απεικονίσεις Κυπρίων.

Κατά τη διάρκεια του 14ου αιώνα, υπό τη διακυβέρνηση του φαραώ Ακενατών - του οποίου σύζυγος ήταν η πανέμορφη Νεφερτίτη -, η επιρροή της Αιγύπτου στο εξωτερικό έφθινε. Σε μια τοποθεσία στις όχθες του Νείλου που ονομάζεται Τελ ελ Αμάρνα ανακαλύφθηκε η περίφημη προτομή της Νεφερτίτης, καθώς και 377 ανεκτίμητες πήλινες πινακίδες γραμμένες σε σφηνοειδή γραφή που συνθέτουν μια σαφή εικόνα των διπλωματικών σχέσεων της Αιγύπτου στην ύστερη Εποχή του Χαλκού. Η πινακίδα αυτή εστάλη σ’ ένα φαραώ, πιθανώς από το βασιλιά της Κύπρου, που ζητούσε συγνώμη για τη μικρή ποσότητα ενός φορτίου χαλκού.

Το 1361 π.Χ., ένα χρόνο μετά το θάνατο του Ακενατών, ο Τουταγχαμών ανέβηκε στο θρόνο σε ηλικία οκτώ ή εννέα ετών. Πέθανε δέκα χρόνια αργότερα και η ιστορική παρουσία του θα περνούσε σχεδόν απαρατήρητη αν δεν είχε ανακαλυφθεί ο πλούσιος τάφος του το 1922.

Ο ακριβής χαρακτήρας του διεθνούς εμπορίου τον 14ο αιώνα π.Χ. δεν έχει πλήρως κατανοηθεί. Η ιδιωτική επιχειρηματική πρωτοβουλία υποδηλώνεται από πήλινες πινακίδες που περιέχουν κατάλογο τιμών διαφόρων αγαθών. Το εμπόριο διεξαγόταν μεταξύ άλλων και με τη μορφή της ανταλλαγής «βασιλικών δώρων». Πολλές από αυτές τις ανταλλαγές καταγράφονται στις πήλινες πινακίδες που βρέθηκαν στην Τελ ελ-Αμάρνα. Αν και οι περισσότερες από αυτές είναι βασιλικά έγγραφα Αιγύπτιων υποτελών ηγεμόνων της Συρίας και της Παλαιστίνης, περιλαμβάνουν αλληλογραφία Κυπρίων, Χετταίων, Κασσιτών και Ασσυρίων ηγεμόνων προς Αιγύπτιους φαραώ.

Αυτό το συνεκτικό οικοδόμημα που αποτελούσε την Ανατολική Μεσόγειο κατά την ύστερη Εποχή του Χαλκού, έμελλε σύντομα να διαλυθεί. Γύρω στο 1200 π.Χ. Ο μυκηναϊκός πολιτισμός έφτασε με βίαιο τρόπο στο τέλος του, αλλά δεν γνωρίζουμε τους υπαίτιους. Η αυτοκρατορία των Χετταίων δέχθηκε ολέθρια εισβολή, πάλι από άγνωστες δυνάμεις, γεγονός που ακολουθήθηκε από ολοσχερή καταστροφή στην Κύπρο και κατά μήκος της Σύρο-παλαιστινιακής ακτής. Μόνο η Αίγυπτος απέκρουσε τις επιδρομές.

Δεν γνωρίζουμε ακόμα την αιτία γι’ αυτό το βίαιο τέλος της Εποχής του Χαλκού, αλλά το ναυάγιο του Uluburun μας δίνει ένα πορτρέτο της ένδοξης εκείνης εποχής λίγο πριν από την οριστική εκπνοή της.

3 Το εμπόριο στην εποχή του Χαλκού

Τον 14ο αιώνα π.Χ., ένα τεράστιο εμπορικό δίκτυο είχε ήδη καθιερωθεί ανάμεσα σε ποικίλες φυλετικές και γλωσσικές ομάδες με κέντρο τη Μεσόγειο, από την υποτροπική Αφρική και την Εγγύς Ανατολή μέχρι τη Βόρεια Ευρώπη. Η απώλεια που αντιπροσωπεύει το ναυάγιο του Uluburun αποκαλύπτεται σε όλο της το μέγεθος όταν αναλογιστούμε τις μεγάλες αποστάσεις που έπρεπε πρώτα να διανύσει το εμπόρευμα διά ξηράς και θαλάσσης πριν φορτωθεί για το ταξίδι.

Το μετάλλευμα από το οποίο προέρχονται οι πλάκες χαλκού εξορυσσόταν κατά πάσα βεβαιότητα στην Κύπρο, που πιστεύεται ότι είναι η αρχαία Αλασία. Ωστόσο, το χαρακτηριστικό σχήμα που είχαν οι πλάκες με τις τέσσερις λαβες είναι πιθανό να αποτελεί επιρροή από την Εγγύς Ανατολή: το μόνο γνωστό καλούπι για πλάκες αυτού του σχήματος ήρθε στο φως σ’ ένα ερειπωμένο παλάτι κοντά στην αρχαία πόλη Ουγκαρίτ, στη συριακή ακτή. Παρόμοιες πλάκες έχουν βρεθεί και στη Σαρδηνία, που αποτελεί και το δυτικότερο όριο εξάπλωσής τους. Καθώς πιθανότατα αυτές οι πλάκες χυτεύθηκαν από τοπικό μετάλλευμα, το σχήμα τους υποδηλώνει την παρουσία λαών της εγγύς ανατολής στη δυτική Μεσόγειο κατά την ύστερη εποχή του χαλκού.

Παρόμοιες πλάκες εισάγονταν σε μεγάλες ποσότητες και στην Αίγυπτο, όπως μαρτυρούν τοιχογραφίες αιγυπτιακών τάφων, που τις απεικονίζουν στοιβαγμένες σε βασιλικές αποθήκες ή στα χέρια Σύριων αχθοφόρων που μεταφέρουν φόρο υποτελείας στο φαραώ.

Οι πιθανές πηγές κασσιτέρου της εποχής τον χαλκού εκτείνονται από την Κορνουάλλη της Αγγλίας μέχρι τη Κίνα και την Ταϊλάνδη, αν και πιθανότατα καμία από αυτές τις περιοχές δεν προμήθευσε τον κασσίτερο που βρέθηκε στο ναυάγιο του Uluburun. Πήλινες πινακίδες που χρονολογούνται τέσσερις αιώνες νωρίτερα αναφέρουν τη διά ξηράς μεταφορά κασσιτέρου μέσω της πόλης Εσνούνα της Εγγύς Ανατολής προς τα δυτικά, στη συριακή ακτή, για φόρτωση σε πλοία. Ο κασσίτερος του ναυάγιου του Uluburun είναι πιθανό να προέρχεται από το σημερινό Αφγανιστάν ή από τη Μικρά Ασία, όπου, ύστερα από έρευνα πεδίου, ο αρχαιολόγος Ασλιχάν Γιενέρ εντόπισε άλλο ένα σημαντικό κοίτασμα.

Η τεχνοτροπία πολλών αγγείων που βρέθηκαν στο ναυάγιο ήταν προφανώς χαναανιτική, ένας όρος που χαρακτηρίζει τον πολιτισμό που άνθησε κατά την εποχή του χαλκού κατά μήκος της ανατολικής ακτής της Μεσογείου.

Ανάμεσα στ’ άλλα εξωτικά προϊόντα συγκαταλεγόταν και ένα είδος ξυλείας, παρόμοιο με τον έβενο, που παράγεται στην Αφρική, νότια της Αιγύπτου. Άλλα ευρήματα περιλάμβαναν ήλεκτρο (κεχριμπάρι), που έχει διαπιστωθεί ότι πρόκειται για έναν τύπο που απαντά στη βόρεια Ευρώπη και είναι γνωστός ως ήλεκτρο της Βαλτικής. Υπήρχε επίσης ελεφαντόδοντο και χαυλιόδοντες ιπποπόταμου, που πιθανότατα προέρχονται και τα δύο από τη συρο-παλαιστινιακή ακτή, καθώς και κελύφη αβγών στρουθοκαμήλου.

Είναι βέβαιο ότι αγαθά παντός είδους κυκλοφορούσαν ευρέως κατά την Εποχή του Χαλκού. Τα χαρακτηριστικά κεραμικά αγγεία των Μυκηναίων, δηλαδή των Ελλήνων της Εποχής του Χαλκού, απαντούν σε όλες τις χώρες, από την Κύπρο ως την κοιλάδα τον Νείλου και από τη Συρία μέχρι τη Σαρδηνία. Χαναανιτικοί αμφορείς έχουν βρεθεί τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Αίγυπτο και έχει βεβαιωθεί η ύπαρξη κυπριακών κεραμικών αγγείων στη θέση Κομμός της Κρήτης και σε διάφορες περιοχές της Αιγύπτου.

Φαίνεται πιθανό ότι τα πλοία της Εποχής του Χαλκού όπως εκείνο που βυθίστηκε στο Uluburun διέσχιζαν τη Μεσόγειο ακολουθώντας κυκλική πορεία: Ξεκινούσαν από τη Συρία και την Παλαιστίνη για την Κύπρο, στη συνέχεια κατευθύνονταν στο Αιγαίο και, κατά διαστήματα στη Σαρδηνία και ύστερα επέστρεφαν μέσω Βόρειας Αφρικής και Αιγύπτου.

4 Πηγές